ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A97
(2014) 1 ΑΑΔ 319
7 Φεβρουαρίου, 2014
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
1. ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ
(ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥ),
2. ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΗ ΜΟΝΑΧΗ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ
ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ ΣΤΑΥΡΙΔΗ),
3. ΕΥΠΡΑΞΙΑ ΜΟΝΑΧΗ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ
ΕΥΡΙΔΙΚΗ ΣΤΑΥΡΟΥ),
4. ΑΓΑΘΟΝΙΚΗ ΜΟΝΑΧΗ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ
ΣΟΦΙΑ ΣΤΑΥΡΙΔΗ),
5. ΙΟΥΣΤΙΝΗ ΜΟΝΑΧΗ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΣΤΑΥΡΙΔΗ),
6. ΜΑΡΘΑ ΜΟΝΑΧΗ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΟΝΗΣΙΦΟΡΟΥ),
7. ΔΟΚΙΜΗ ΚΑΤΕΡΙΝΑ Σ. ΣΤΑΥΡΙΔΗ,
8. ΔΟΚΙΜΗ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΣΤΑΥΡΙΔΗ,
9. ΔΟΚΙΜΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ,
Εφεσείοντες,
v.
ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΑΒΔΕΛΛΕΡΟΥ ΛΑΡΝΑΚΟΣ ΔΙΑ ΤΗΣ ΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΑΥΤΗΣ
ΜΑΡΚΕΛΛΑΣ ΜΟΝΑΧΗΣ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 110/2011)
Αστικά αδικήματα ― Παράνομη επέμβαση ―Το αδίκημα της παράνομης επέμβασης που προνοείται από το Άρθρο 43(1) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, στρέφεται εναντίον της κατοχής ακίνητης περιουσίας και σκοπός του είναι η προστασία τέτοιας κατοχής ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να κατευθύνει την προσοχή του σε ουσιώδη επίδικα θέματα, όπως ήταν η κατοχή της επίδικης ακίνητης περιουσίας κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Ευρήματα αξιοπιστίας ― Επέμβαση Εφετείου επί τω ότι, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι στην κρινόμενη πρωτόδικη απόφαση είχαν γίνει σαφή ευρήματα αξιοπιστίας όλων των μαρτύρων, όπως θα έπρεπε και ότι υπήρχαν σαφή συμπεράσματα ως προς τα ουσιώδη γεγονότα.
Δικαστική απόφαση ― Αιτιολόγηση ― Επιβεβλημένη η ανάλυση της μαρτυρίας κατά τρόπο που να εστιάζεται σε εκείνα τα θέματα που έχουν άμεση σχέση με τα επίδικα ζητήματα, τα οποία πρέπει να προσδιορίζονται στις σωστές τους διαστάσεις και να επιλύονται πάνω σε αιτιολογημένη βάση ― Το τι αποτελεί δέουσα αιτιολογία εξαρτάται από τα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης.
Εφετείο ― Ακίνητη Ιδιοκτησία ― Παρατήρηση Εφετείου ότι η ελληνική μετάφραση του Άρθρου 43(1) του Κεφ. 148, πιθανόν να μην είναι απόλυτα ακριβής.
Λέξεις και φράσεις ― Ακίνητη ιδιοκτησία - «immovable property» και «such property» Άρθρο 43(1) του Κεφ. 148.
Δικαστική απόφαση ― Καθυστέρηση στην έκδοση δικαστικής απόφασης ― Το εύλογο του χρόνου είναι συνάρτηση του συνόλου των περιστατικών που αφορούν στην πορεία της υπόθεσης.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα πρωτόδικης απόφασης με την οποία έγινε δεκτή αγωγή που οι εφεσίβλητοι είχαν εγείρει εναντίον τους, αξιώνοντας άρση παράνομης επέμβασης την οποία ισχυρίζονταν ότι είχαν διαπράξει οι πρώτοι.
Σύμφωνα με την έκθεση απαιτήσεως οι εφεσείοντες, που είναι ιερωμένοι της Εκκλησίας των «Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών» της Κύπρου (Παλαιοημερολογήτες), περί την 20.11.2006 και σε άλλη μεταγενέστερη ημερομηνία, αυθαίρετα και παράνομα εισήλθαν στον περιφραγμένο χώρο της εφεσίβλητης Μονής και έλαβαν παρανόμως κατοχή κάποιων χώρων και υποστατικών της, τα οποία ευρίσκονται εντός των τεμαχίων ιδιοκτησίας της εφεσίβλητης Μονής. Ήταν ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι αυτή εκτός από ιδιοκτήτρια, ήταν και κάτοχος των προαναφερομένων ακινήτων, κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την μαρτυρία της εφεσίβλητης-ενάγουσας και όλων των μαρτύρων της και απέρριψε τη μαρτυρία της υπεράσπισης.
Εναντίον των εφεσειόντων εκδόθηκε διάταγμα για άρση της παράνομης επέμβασης στα δύο επίδικα ακίνητα, η ανταπαίτηση των εφεσειόντων απορρίφθηκε, ενώ δεν επιδικάστηκαν αποζημιώσεις αναφορικά με ζημιές που η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι υπέστη.
Η έφεση στηρίχθηκε μεταξύ άλλων στους κάτωθι λόγους:
α) Υπήρξε δεκαπεντάμηνη περίπου καθυστέρηση στην έκδοση της πρωτόδικης απόφασης.
β) Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα, αντινομικά και πλημμελώς δεν έκαμε οποιαδήποτε ευρήματα αξιοπιστίας αναφορικά με τους μάρτυρες που παρέλασαν ενώπιον του και/ή τα ευρήματα αξιοπιστίας που έκαμε, ήταν γενικά, μεμονωμένα και αόριστα με αποτέλεσμα να καθιστούν την απόφαση του τρωτή.
γ) Υπήρχε έλλειψη αιτιολογίας με αποτέλεσμα η απόφαση να είναι αναιτιολόγητη και μη επιδεχόμενη δικαστικού ελέγχου.
δ) Ήταν εσφαλμένη και αντινομική η απόφανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρξε παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία της Μονής και/ή παράνομη είσοδος με βάση το Άρθρο 43(1) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148, εκ μέρους των εναγομένων-εφεσειόντων και/ή εκ μέρους κάποιων απ' αυτούς.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η αιτιολόγηση της πρωτόδικης απόφασης δεν ήταν επαρκής καθότι τα ευρήματα αξιοπιστίας αλλά και τα ουσιώδη γεγονότα, δεν διατυπώνονταν κατά νομικά αποδεκτό τρόπο.
2. Δεν γινόταν αναφορά, στην πρωτόδικη απόφαση, στο τι λέχθηκε από τους 14 μάρτυρες της ενάγουσας και τους 10 μάρτυρες των εναγομένων.
3. Ουσιαστικά γινόταν αναφορά μόνο στη μαρτυρία μιας Μοναχής και του πρώτου εναγόμενου. Ακροθιγώς γινόταν αναφορά και στη μαρτυρία των εναγομένων 2, 3 και 4 και επίσης στη μαρτυρία του Καθηγητή Κονιδάρη, ο οποίος ήταν Μ.Υ.1.
4. Δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι με τον προαναφερόμενο γενικό και αόριστο τρόπο έγιναν σαφή ευρήματα αξιοπιστίας όλων των μαρτύρων, όπως θα έπρεπε και ότι υπήρχαν σαφή συμπεράσματα ως προς τα ουσιώδη γεγονότα.
5. Επιπρόσθετα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε επίσης συλλήβδην τη μαρτυρία της Υπεράσπισης αλλά ουσιαστικά αναφερόταν μόνο στη μαρτυρία των εναγομένων 1-4 και του προαναφερόμενου καθηγητή, χωρίς καν να προέβαινε σε οποιαδήποτε αναφορά στη μαρτυρία των υπολοίπων πέντε μαρτύρων υπεράσπισης.
6. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε στις μαρτυρίες των 24 μαρτύρων που άκουσε, και δεν προέβη σε οποιαδήποτε σχόλια π.χ. αναφορικά με το αν υπήρχαν αντιφάσεις ή κενά μεταξύ των μαρτύρων της ίδιας πλευράς.
7. Αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι παρέλειψε να κατευθύνει την προσοχή του σε ουσιώδη επίδικα θέματα, όπως ήταν η κατοχή της επίδικης ακίνητης περιουσίας κατά τον ουσιώδη χρόνο.
8. Είναι θεμελιωμένο ότι το αδίκημα της παράνομης επέμβασης που προνοείται από το Άρθρο 43(1) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου στρέφεται εναντίον της κατοχής ακίνητης περιουσίας και σκοπός του είναι η προστασία τέτοιας κατοχής.
9. Στην προκείμενη περίπτωση το ζήτημα της κατοχής των επίδικων υποστατικών κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν επίδικο θέμα. Ενόψει των προβληθέντων ισχυρισμών, ιδιαίτερα των εναγομένων 2-4, το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε προβεί σε σαφή ευρήματα ως προς την κατοχή της επίδικης ακίνητης ιδιοκτησίας.
10. Αντί τούτου δεν προέβη σε σαφή ευρήματα αναφορικά με το ζήτημα της κατοχής που ήταν από τα πλέον ουσιώδη. Εκτός από το ότι προέβη σε συλλήβδην αποδοχή της μαρτυρίας των μαρτύρων της ενάγουσας με την επιφύλαξη ότι δεν δεχόταν ολόκληρη τη μαρτυρία αυτή η οποία είχε έντονο το στοιχείο της υπερβολής, χωρίς όμως να διασαφηνίζει ποιο μέρος της μαρτυρίας των 14 μαρτύρων της ενάγουσας δεν έκαμε δεκτό, δεν προέβη ούτε και σε ευρήματα αναφορικά με τα όσα ισχυρίστηκαν οι μάρτυρες της υπεράσπισης και ιδιαίτερα οι εναγόμενες 2, 3 και 4, οι οποίες είπαν ότι διέμεναν σε κελιά της Μονής πριν επέμβει σ' αυτήν παρανόμως, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, η Μοναχή Μαρκέλλα.
11. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι, με την απόδειξη της ιδιοκτησίας των προαναφερόμενων ακινήτων από τη Μονή, το ζήτημα της κατοχής είχε τελειώσει.
12. Το θέμα αυτό ήταν έντονα αμφισβητούμενο και το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε εύρημα αναφορικά με το τόσο ουσιώδες και ζωτικό αυτό θέμα.
13. Το δε ζήτημα της δεκαπεντάμηνης καθυστέρησης στην έκδοση της απόφασης ήταν επίσης σοβαρό. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε σκόπιμο να την δικαιολογήσει καθόλου.
14. Ωστόσο δεν τίθεται άτεγκτος κανόνας ότι, όπου παρατηρείται καθυστέρηση πέραν των 6 μηνών στη έκδοση της απόφασης, η ετυμηγορία του Δικαστηρίου καθίσταται άκυρη ή ακυρώσιμη.
15. Η υπόθεση αυτή είχε πολλούς μάρτυρες και δόθηκε ογκώδης και περίπλοκη μαρτυρία, που μπορούσε να δικαιολογήσει την καθυστέρηση σχεδόν 15 μηνών.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα. Διατάχθηκε επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή.
Παρατήρηση Εφετείου:
«Η ελληνική μετάφραση του Άρθρου 43(1) του Κεφ. 148 πιθανόν να μην είναι απόλυτα ακριβής. Ίσως η μετάφραση των όρων «immovable property» και «such property» στο αγγλικό κείμενο θα ήταν καλύτερα να αποδίδετο ως «ακίνητη περιουσία» και «περιουσία αυτή» αντίστοιχα, αντί ακίνητη ιδιοκτησία και ιδιοκτησία αυτή, ώστε να μη δίδεται η εντύπωση ότι η παράνομη επέμβαση είναι παρέμβαση στην «ιδιοκτησία» και όχι στην «κατοχή» τέτοιας περιουσίας, όπως εσφαλμένα μπορεί να δοθεί από την ελληνική μετάφραση του άρθρου».
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γλυκύς ν. Ιεράς Μονής Μαχαιρά (1999) 1 Α.Α.Δ. 654,
P & A Enterprises v. Louis Tourist (1987) 1 C.L.R. 142,
Adamou v. Christofi (1974) 1 .C.L.R 100,
Κρητικού ν. Π.Γ. Παυλίδης Enterprises Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 969,
Ζερβός ν. Hellenic Bank Public Company Ltd (2013) 1 Α.Α.Δ. 2357,
Φωτίου ν. Σοφοκλέους (2012) 1 Α.Α.Δ. 2826,
Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512.
Έφεση.
Έφεση από τους εναγόμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Παρπαρίνος, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3395/06), ημερομηνίας 28/1/11.
Α. Χατζησέργης με Χρ. Πουτζιουρή, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Πουργουρίδης, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε ζήτημα διάπραξης του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης από τους εναγόμενους-εφεσείοντες, εις βάρος της ενάγουσας-εφεσίβλητης.
Σύμφωνα με την έκθεση απαιτήσεως οι εφεσείοντες, που είναι ιερωμένοι της Εκκλησίας των «Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών» της Κύπρου (Παλαιοημερολογήτες), περί την 20.11.2006 αυθαίρετα και παράνομα εισήλθαν στον περιφραγμένο χώρο της εφεσίβλητης Μονής και έλαβαν παρανόμως κατοχή του ξενώνα, της κυρίως εκκλησίας της Μονής και άλλων χώρων και υποστατικών της. Σε κατοπινό στάδιο, παράνομα, κατά τον ισχυρισμό της εφεσίβλητης, έλαβαν κατοχή και άλλων υποστατικών εντός του περιφραγμένου χώρου της Μονής, όπως το παλαιό μοναστήρι της εκκλησίας του Αγίου Μοδέστου και άλλα. Όλες οι πιο πάνω οικοδομές ευρίσκονται εντός των τεμαχίων 154, Φυλ./Σχ. XL 7 και 272, Φυλ./Σχ. XL 6, του χωρίου Αβδελλερού της επαρχίας Λάρνακας, ιδιοκτησίας της εφεσίβλητης Μονής. Ήταν ισχυρισμός της εφεσίβλητης Μονής ότι αυτή εκτός από ιδιοκτήτρια ήταν και κάτοχος των προαναφερομένων ακινήτων, κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Στην έκθεση υπεράσπισης προβλήθηκαν δέκα «προδικαστικές ενστάσεις». Περαιτέρω στην έκθεση υπερασπίσεως έγιναν ισχυρισμοί ότι ουσιαστικά η Μοναχή Μαρκέλλα δεν ήταν ηγούμενη της Μονής και δεν είχε κατοχή της Μονής κατά τον ουσιώδη χρόνο, ενώ οι εναγόμενες 2-10, εφεσείουσες, κατά τον ουσιώδη χρόνο ανήκαν στην αδελφότητα της Μονής και διαβίωναν σε κελιά της και επομένως ότι είχαν δικαίωμα εισόδου σ' αυτήν. Ο εναγόμενος 1-εφεσείων ήταν, κατ' ισχυρισμόν, τοποτηρητής και υπεύθυνος της Μονής και ως εκ τούτου ήταν και ο νόμιμος κάτοχος της, κατά τον ουσιώδη χρόνο της 20.11.2006. Με την ανταπαίτηση τους οι εφεσείοντες ζητούσαν δήλωση του δικαστηρίου ότι ο πρώτος εφεσείων «Μητροπολίτης Κιτίου και Έξαρχος πάσης Κύπρου» Σεβαστιανός Σταύρου είναι ο γενικός υπεύθυνος της Μονής και ότι δικαιούται να ασκεί την αποκλειστική διοίκηση και διαχείριση της.
Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου κατέθεσαν συνολικά 24 μάρτυρες. Για την εφεσίβλητη έδωσαν μαρτυρία η ενάγουσα Μοναχή Μαρκέλλα και 13 μάρτυρες και για τους εφεσείοντες έδωσαν μαρτυρία οι εναγόμενοι 1-4 και άλλοι 6 μάρτυρες. Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε την μαρτυρία της εφεσίβλητης-ενάγουσας και όλων των μαρτύρων της και απέρριψε τη μαρτυρία της υπεράσπισης. Στη βάση της μαρτυρίας που δέχθηκε θεώρησε ότι η εφεσίβλητη απέδειξε την υπόθεση της εναντίον των εφεσειόντων και εξέδωσε διάταγμα εναντίον των εφεσειόντων για άρση της παράνομης επέμβασης στα δύο προαναφερόμενα ακίνητα, εντός 45 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος, ενώ απέρριψε την ανταπαίτηση των εφεσειόντων. Δεν επιδίκασε οποιεσδήποτε αποζημιώσεις υπέρ της εφεσίβλητης καθότι έκρινε ότι ουδεμία μαρτυρία δόθηκε αναφορικά με ζημιές που υπέστηκε η εφεσίβλητη, επιδίκασε όμως έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων, όπως θα υπολογίζονταν από τον Πρωτοκολλητή.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με την παρούσα έφεση με 20 λόγους έφεσης, 16 λόγους που υπήρχαν εξαρχής και άλλους 4 που προστέθηκαν στη συνέχεια κατόπιν αιτήσεως και εγκρίσεως του δικαστηρίου. Οι λόγοι που προστέθηκαν είναι οι 17, 20, 21 και 23. Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης θα επικεντρωθούμε στους πιο σημαντικούς από τους λόγους έφεσης οι οποίοι, κατά την κρίση μας, καθορίζουν και το αποτέλεσμά της.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στην καθυστέρηση των περίπου 15 μηνών στην έκδοση της πρωτόδικης απόφασης. Η απόφαση επιφυλάχθηκε στις 4.11.2009 και δόθηκε στις 28.1.2011. Η καθυστέρηση αυτή είναι παραδεκτή από την εφεσίβλητη, δόθηκε όμως κάποια δικαιολογία ότι ο εκδικάσας Δικαστής μετατέθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Κατά τους εφεσείοντες το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα, αντινομικά και πλημμελώς δεν έκαμε οποιαδήποτε ευρήματα αξιοπιστίας αναφορικά με τους μάρτυρες που παρέλασαν ενώπιον του και/ή ότι τα ευρήματα αξιοπιστίας που έκαμε ήταν γενικά, μεμονωμένα και αόριστα με αποτέλεσμα να καθιστούν την απόφαση του τρωτή.
Ο δέκατος λόγος έφεσης αφορά σε κατ' ισχυρισμό έλλειψη αιτιολογίας και/ή επαρκούς αιτιολογίας με αποτέλεσμα η απόφαση να είναι αναιτιολόγητη και μη επιδεχόμενη δικαστικού ελέγχου. Αυτός ο λόγος σχετίζεται και πάλι με τα κατ' ισχυρισμό ελλιπή ευρήματα αξιοπιστίας στα οποία προέβηκε το πρωτόδικο δικαστήριο.
Ο δωδέκατος λόγος έφεσης αφορά στην κατ' ισχυρισμό εσφαλμένη και αντινομική απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι υπήρξε παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία της Μονής και/ή παράνομη είσοδος με βάση το Άρθρο 43(1) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148, εκ μέρους των εναγομένων-εφεσειόντων και/ή εκ μέρους κάποιων απ' αυτούς.
Ο εικοστός πρώτος λόγος έφεσης αφορά και πάλι στην κατ' ισχυρισμό εσφαλμένη αποδοχή, συλλήβδην, της μαρτυρίας των εναγόντων-εφεσιβλήτων, όσον αφορά τα γεγονότα που συνέβησαν το βράδυ της 20.11.2006.
Παρατηρούμε ότι οι λόγοι έφεσης 4, 10 και 21 αφορούν όλοι στα κατ' ισχυρισμό πλημμελή ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων και τα ουσιώδη γεγονότα της 20.11.2006 και κατ' επέκταση το ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη όπως επιτάσσει το Σύνταγμα και οι Νόμοι.
Αφού εξετάσαμε με προσοχή τα ενώπιον μας στοιχεία συμφωνούμε με τους εφεσείοντες ότι η αιτιολόγηση της πρωτόδικης απόφασης δεν είναι επαρκής καθότι τα ευρήματα αξιοπιστίας αλλά και τα ουσιώδη γεγονότα δεν διατυπώνονται κατά νομικά αποδεκτό τρόπο. Είναι βέβαια ορθό ότι ο τρόπος συγγραφής μιας δικαστικής απόφασης επαφίεται στο Δικαστή που την ετοιμάζει, όμως μια δικαστική απόφαση θα πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη και σ' αυτή θα πρέπει να φαίνονται ευκρινώς τα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων και τα συμπεράσματα του δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα. Στην προκείμενη περίπτωση ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, στη σελ. 6 της απόφασης του, αναφέρει τα εξής:
«Αναφορικά με τα ισχυριζόμενα γεγονότα που επεσυνέβησαν το βράδυ της 20.11.2006 δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτά επεσυνέβησαν όπως αυτά αναφέρθησαν από τους μάρτυρες που παρουσιάσθησαν από την ενάγουσα Μονή όχι βέβαια στο βαθμό που αναφέρθησαν απ' αυτούς καθότι στη μαρτυρία τους ήταν έντονο το στοιχείο της υπερβολής. Το ότι αυτά επεσυνέβησαν διαφαίνεται, επίσης, από την ίδια τη μαρτυρία των εναγομένων 1-4. Εις τις γραπτές δηλώσεις τους τεκμ. ΣΤ, Η, Θ και ΙΑ παρόλο που δεν παραδέχονται ακριβώς ό,τι τους καταλογίζεται, εντούτοις, έστω και με τον έντεχνο τρόπο που τοποθετούν τα διαδραματισθέντα γεγονότα την 20.11.06 δεν χωρεί καμιά αμφιβολία περί τούτου. Με ασφάλεια συνάγεται στον αναγκαίο βαθμό ότι προέβησαν σε βίαια είσοδο στους χώρους της Μονής, όπως η αυλή της, Ξενώνας, Παρθενώνας και Ναός της.»
Δεν γίνεται αναφορά, στην πρωτόδικη απόφαση, στο τι λέχθηκε από τους 14 μάρτυρες της ενάγουσας και τους 10 μάρτυρες των εναγομένων. Ουσιαστικά γίνεται αναφορά μόνο στη μαρτυρία της Μοναχής Μαρκέλλας και του πρώτου εναγόμενου. Ακροθιγώς γίνεται αναφορά και στη μαρτυρία των εναγομένων 2, 3 και 4 και επίσης αναφορά γίνεται στη μαρτυρία του Καθηγητή Κοδινάρη, ο οποίος ήταν Μ.Υ.1. Έστω και αν αναγνωρίζεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστή που γράφει την απόφαση αναφορικά με τον τρόπο συγγραφής της, στην προκείμενη περίπτωση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι με τον προαναφερόμενο γενικό και αόριστο τρόπο έγιναν σαφή ευρήματα αξιοπιστίας όλων των μαρτύρων, όπως θα έπρεπε και ότι υπάρχουν σαφή συμπεράσματα ως προς τα ουσιώδη γεγονότα. Το γεγονός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δέχεται συλλήβδην τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων της ενάγουσας, «όχι βέβαια στο βαθμό που αναφέρθησαν απ΄ αυτούς καθότι στη μαρτυρία τους ήταν έντονο το στοιχείο της υπερβολής», δεν δείχνει σε ποιο βαθμό και σε ποια έκταση το δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων αυτών. Επιπρόσθετα το δικαστήριο απορρίπτει επίσης συλλήβδην τη μαρτυρία της Υπεράσπισης αλλά ουσιαστικά αναφέρεται μόνο στη μαρτυρία των εναγομένων 1-4 και του προαναφερόμενου καθηγητή χωρίς καν να προβαίνει σε οποιαδήποτε αναφορά στη μαρτυρία των υπολοίπων πέντε μαρτύρων υπεράσπισης.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης, στο περίγραμμα αγόρευσης του, υποβάλλει ότι αυτές οι αδυναμίες της πρωτόδικης απόφασης δεν είναι ουσιαστικές εφόσον όλα τα επίδικα θέματα καταγράφονται στην απόφαση και για όλα (τα επίδικα θέματα) υπάρχει απόφαση του δικαστηρίου. Δεν συμφωνούμε με αυτή τη θέση. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αναφέρθηκε στις μαρτυρίες των 24 μαρτύρων που άκουσε, και δεν προέβη σε οποιαδήποτε σχόλια π.χ. αναφορικά με το αν υπήρχαν αντιφάσεις ή κενά μεταξύ των μαρτύρων της ίδιας πλευράς. Αλλά το σημαντικότερο είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να κατευθύνει την προσοχή του σε ουσιώδη επίδικα θέματα, όπως είναι η κατοχή της επίδικης ακίνητης περιουσίας κατά τον ουσιώδη χρόνο. Αυτό το ζήτημα σχετίζεται και με τον λόγο έφεσης 12 τον οποίον ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης δεν σχολιάζει στην γραπτή του αγόρευση. Ο λόγος έφεσης 12 αφορά στο εσφαλμένο συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι υπήρξε παράνομη επέμβαση στην ακίνητη ιδιοκτησία της Μονής, σύμφωνα με το Άρθρο 43(1) του Κεφ. 148.
Το Άρθρο 43(1) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148 προνοεί τα εξής, στην αρχική αγγλική εκδοχή:
«Trespass to immovable property consists of any unlawful entry upon, or any unlawful damage too or interference with, any such property by any person.»
Η ελληνική μετάφραση του Άρθρου 43(1) έχει ως εξής:
«Παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία συνίσταται σε παράνομη είσοδο ή σε παράνομη πρόκληση ζημιάς ή σε παράνομη παρέμβαση στην ιδιοκτησία αυτή από οποιοδήποτε πρόσωπο.»
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, στη σελ. 5 της απόφασης του, αφού παραθέτει το Άρθρο 43(1) στην ελληνική μετάφραση, αναφέρεται στην υπόθεση Γλυκύς ν. Ιεράς Μονής Μαχαιρά (1999) 1 Α.Α.Δ. 654 όπου λέχθηκε, στη σελ. 659, ότι η απόδειξη ιδιοκτησίας αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη κατοχής εκτός αν προκύπτει από μαρτυρία ότι την κατοχή την έχει άλλος. Σύμφωνα με τα περιστατικά της υπόθεσης και εφόσον ήταν παραδεκτό, όπως παρατήρησε ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, ότι η ενάγουσα Μονή ήταν ο ιδιοκτήτης της επίδικης ακίνητης ιδιοκτησίας, «το βάρος απόδειξης μετατοπίζεται στους εναγομένους να αποδείξουν ότι η επίδικη πράξη που τους καταλογίζεται, ήτοι της εισόδου στους χώρους που αναφέρθησαν (νοουμένου ότι αυτή αποδειχθεί) δεν ήταν παράνομη.» Συναφώς γίνεται αναφορά στην υπόθεση P & A Enterprises v. Louis Tourist (1987) 1 C.L.R. 142 και στο σύγγραμμα Αρτέμη και Ερωτοκρίτου, Αστικά Αδικήματα, Τόμος 1, σελ. 132.
Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, με όλο τον προσήκοντα σεβασμό, έσφαλε αναφορικά με το ζήτημα της κατοχής της επίδικης ακίνητης ιδιοκτησίας κατά τον ουσιώδη χρόνο. Είναι θεμελιωμένο ότι το αδίκημα της παράνομης επέμβασης που προνοείται από το Άρθρο 43(1) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου στρέφεται εναντίον της κατοχής ακίνητης περιουσίας και σκοπός του είναι η προστασία τέτοιας κατοχής, όπως λέχθηκε και στην υπόθεση Adamou v. Christofi (1974) 1 C.L.R. 100. Στην προκείμενη περίπτωση το ζήτημα της κατοχής των επίδικων υποστατικών κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν επίδικο θέμα καθότι οι εναγόμενοι-εφεσείοντες, και συγκεκριμένα οι εναγόμενοι 1-4, ισχυρίζονταν ότι δικαιωματικά βρίσκονταν εντός της Μονής πριν η Μοναχή Μαρκέλλα (παράνομα) προβεί σε αλλαγή κλειδαριών με αποτέλεσμα να τους στερήσει την πρόσβαση στη Μονή. Ενόψει αυτών των ισχυρισμών, ιδιαίτερα των εναγομένων 2-4, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να είχε προβεί σε σαφή ευρήματα ως προς την κατοχή της επίδικης ακίνητης ιδιοκτησίας είτε από την Μοναχή Μαρκέλλα, είτε από τους εναγομένους ή κάποιους από τους εναγομένους, κατά τον ουσιώδη χρόνο. Αντί τούτου το πρωτόδικο δικαστήριο δεν προβαίνει σε σαφή ευρήματα αναφορικά με το ζήτημα της κατοχής που ήταν από τα πλέον ουσιώδη. Εκτός από το ότι προέβηκε σε συλλήβδην αποδοχή της μαρτυρίας των μαρτύρων της ενάγουσας με την επιφύλαξη ότι δεν δέχεται ολόκληρη τη μαρτυρία αυτή η οποία είχε έντονο το στοιχείο της υπερβολής, χωρίς όμως να διασαφηνίζει ποιο μέρος της μαρτυρίας των 14 μαρτύρων της ενάγουσας δεν έκαμε δεκτό, δεν προβαίνει ούτε και σε ευρήματα αναφορικά με τα όσα ισχυρίστηκαν οι μάρτυρες της υπεράσπισης και ιδιαίτερα οι εναγόμενες 2, 3 και 4, οι οποίες είπαν ότι διέμεναν σε κελιά της Μονής πριν επέμβει σ' αυτήν παρανόμως, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, η Μοναχή Μαρκέλλα. Το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκει ότι ο πρώτος εναγόμενος-εφεσείων δεν είχε δικαίωμα διαχείρισης ή επίβλεψης της Μονής, κατά τον ουσιώδη χρόνο, και επομένως δεν είχε ούτε και κατοχή, και βρίσκει ότι η Μοναχή Μαρκέλλα ουδέποτε παραιτήθηκε ή παύθηκε από Ηγούμενη της Μονής. Όμως αποφεύγει να προβεί σε ευρήματα αναφορικά με το εάν η Μοναχή Μαρκέλλα είχε νόμιμη κατοχή της Μονής κατά τον ουσιώδη χρόνο και αν οι εναγόμενες 2-10, ή τουλάχιστον κάποιες απ' αυτές, είχαν δικαίωμα να διαμένουν στη Μονή. Η μαρτυρία της Μοναχής Μαρκέλλας για το ζήτημα αυτό δεν ήταν σαφής. Υπό τις προαναφερόμενες περιστάσεις θεωρούμε ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι, με την απόδειξη της ιδιοκτησίας των προαναφερόμενων ακινήτων από τη Μονή, το ζήτημα της κατοχής είχε τελειώσει, δηλαδή ότι τεκμαίρετο ότι νόμιμη κατοχή των δύο υποστατικών, κατά τον ουσιώδη χρόνο, είχε η Μονή «δια της Ηγουμένης αυτής Μαρκέλλας Μοναχής». Το θέμα αυτό ήταν έντονα αμφισβητούμενο και το πρωτόδικο δικαστήριο δεν προέβη σε εύρημα αναφορικά με το τόσο ουσιώδες και ζωτικό αυτό θέμα. Η αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου στην υπόθεση P & A Enterprises (ανωτέρω) προς επίρρωση της θέσης του ότι με την απόδειξη της ιδιοκτησίας των δύο ακινήτων από τη Μονή, το βάρος απόδειξης μετατοπίζεται στους εναγόμενους να αποδείξουν ότι η επίδικη πράξη τους, δηλαδή της εισόδου στους χώρους της Μονής δεν ήταν παράνομη, είναι επίσης ατυχής. Στην υπόθεση P & A Enterprises (ανωτέρω) είχε αποδειχθεί με μαρτυρία ότι η επίδικη βεράντα βρισκόταν στην κατοχή των εφεσειόντων και ότι η κεραία των εφεσιβλήτων είχε εγκατασταθεί εκεί χωρίς τη συγκατάθεση των κατόχων. Υπό τις περιστάσεις εκείνες το βάρος της απόδειξης ότι η επέμβαση των εφεσιβλήτων δεν ήταν παράνομη, μετατοπιζόταν σ' αυτούς.
Συναφώς παρατηρούμε ότι η ελληνική μετάφραση του Άρθρου 43(1) του Κεφ. 148 πιθανόν να μην είναι απόλυτα ακριβής. Ίσως η μετάφραση των όρων «immovable property» και «such property» στο αγγλικό κείμενο θα ήταν καλύτερα να αποδίδετο ως «ακίνητη περιουσία» και «περιουσία αυτή» αντίστοιχα, αντί ακίνητη ιδιοκτησία και ιδιοκτησία αυτή, ώστε να μη δίδεται η εντύπωση ότι η παράνομη επέμβαση είναι παρέμβαση στην «ιδιοκτησία» και όχι στην «κατοχή» τέτοιας περιουσίας, όπως εσφαλμένα μπορεί να δοθεί από την ελληνική μετάφραση του άρθρου.
Ως προς την αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην υπόθεση Κρητικού ν. Π. Γ. Παυλίδης Enterprises Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 969 και στην πολύ πρόσφατη απόφαση στην Ζερβός ν. Hellenic Bank Public Company Ltd (2013) 1 Α.Α.Δ. 2357. Στις αποφάσεις αυτές τονίστηκε η ανάγκη ανάλυσης της μαρτυρίας κατά τρόπο που να εστιάζεται σε εκείνα τα θέματα που έχουν άμεση σχέση με τα επίδικα ζητήματα, τα οποία πρέπει να προσδιορίζονται στις σωστές τους διαστάσεις και να επιλύονται πάνω σε αιτιολογημένη βάση. Το τι βέβαια αποτελεί δέουσα αιτιολογία εξαρτάται από τα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης. Στην παρούσα υπόθεση θεωρούμε ότι το ζήτημα της κατοχής και του δικαιώματος εισόδου στα προαναφερόμενα ακίνητα της Μονής ήταν τόσο ουσιώδες και διαφιλονικούμενο θέμα που το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να είχε κάμει ειδική αναφορά σ' αυτό και στη σχετική μαρτυρία που δόθηκε από τις δύο πλευρές και θα έπρεπε να είχε προβεί σε σαφή και αναλυτικά ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων και γεγονότων. Δεν είναι αποδεκτός ο τρόπος με τον οποίον το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε το θέμα της κατοχής, δηλαδή θεωρώντας το ως λυμένο υπέρ της ενάγουσας-εφεσίβλητης επειδή τα επίδικα κτήματα ήσαν ιδιοκτησία της Μονής (Δέστε: Φωτίου ν. Σοφοκλέους (2012) 1 Α.Α.Δ. 2826).
Το ζήτημα της δεκαπεντάμηνης καθυστέρησης στην έκδοση της απόφασης είναι επίσης σοβαρό. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έκρινε σκόπιμο να δικαιολογήσει καθόλου την καθυστέρηση αυτή και να δώσει κάποιες εξηγήσεις αλλά και να διαβεβαιώσει τους διάδικους ότι η καθυστέρηση δεν είχε αρνητική επίδραση στο μυαλό του δικαστηρίου. Η καθυστέρηση υπερέβαινε το χρόνο των 6 μηνών που θέτει ο διαδικαστικός κανονισμός για την έγκαιρη έκδοση των αποφάσεων των δικαστηρίων του 1986. Στην Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512 λέχθηκε ότι δεν τίθεται άτεγκτος κανόνας ότι, όπου παρατηρείται καθυστέρηση πέραν των 6 μηνών στη έκδοση της απόφασης, η ετυμηγορία του δικαστηρίου καθίσταται άκυρη ή ακυρώσιμη. Το εύλογο του χρόνου είναι συνάρτηση του συνόλου των περιστατικών που αφορούν στην πορεία της υπόθεσης. Η υπόθεση αυτή είχε πολλούς μάρτυρες και δόθηκε ογκώδης και περίπλοκη μαρτυρία, που μπορούσε να δικαιολογήσει την καθυστέρηση σχεδόν 15 μηνών (Δέστε σχετικά την πρόσφατη απόφαση Φωτίου, πιο πάνω).
Δεν θεωρούμε σκόπιμο να ασχοληθούμε με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης εφόσον οι προαναφερόμενοι λόγοι είναι αρκετοί για να ανατραπεί η πρωτόδικη απόφαση.
Για τους λόγους που εξηγήσαμε η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση κρίνεται ως εσφαλμένη και παραμερίζεται στο σύνολό της. Υπό τις περιστάσεις διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή του ιδίου δικαστηρίου.
Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων, να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο. Τα πρωτόδικα έξοδα θα είναι έξοδα δίκης στη νέα διαδικασία.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Διατάσσεται επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή.