ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A960
(2014) 1 ΑΑΔ 2841
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 193/2010)
16 Δεκεμβρίου, 2014
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
JOHN BRENAN,
Εφεσείοντας,
ΚΑΙ
ANTHIMOS DEMETRIOU BONDED WAREHOUSE LIMITED,
Εφεσίβλητοι.
_________________________
Στ. Κ. Στυλιανού, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Ραφαήλ (κα.) για Ι. Φράγκος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.
__________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Με την παρούσα έφεση το ουσιαστικό ζήτημα που εγείρεται είναι αυτό της αυστηρότητας με την οποίαν αποδεικνύεται η ειδική ζημιά την οποίαν ο ενάγων διεκδικεί, καθώς και το ύψος της.
Στην παρούσα υπόθεση, το πρωτόδικο δικαστήριο, παρόλο που έκρινε τη μαρτυρία του ενάγοντα-εφεσείοντα και των μαρτύρων του ως αξιόπιστη, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει, κατά τον προσήκοντα τρόπο, τη ζημιά που διεκδικούσε εκτός από το ποσό των Λ.Κ.690.- που ο εφεσείων πλήρωσε για το καθάρισμα διαφόρων ειδών ένδυσης, ρούχων, μαξιλαριών και σκεπάσματος, τα οποία είχαν επηρεαστεί από υγρασία στην οποίαν εκτέθηκαν, εξαιτίας της παράβασης των συμβατικών καθηκόντων των εφεσιβλήτων ως θεματοφυλάκων των προαναφερόμενων αντικειμένων του εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού δικαίωσε τον εφεσείοντα μερικώς, εξέδωσε απόφαση υπέρ του για το ποσό των Λ.Κ.690.- (€1.178,93), με νόμιμο τόκο και έξοδα στην ανάλογη κλίμακα. Η ανταπαίτηση των εφεσιβλήτων απορρίφθηκε χωρίς άλλη διαταγή για έξοδα.
Με την έφεση του ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με τρεις λόγους έφεσης.
Πρώτον, το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε τη μη παρουσίαση, κατά την ακροαματική διαδικασία, της αναλυτικής κατάστασης στην οποία γίνεται αναφορά στο τεκμήριο 3, ως μοιραία για την απόδειξη του ύψους της ζημιάς που διεκδικούσε ο εφεσείων. Ο εφεσείων διεκδικούσε το ποσό των Λ.Κ.7.540,40.- ως αποζημιώσεις, σύμφωνα με την εκτίμηση των πραγματογνωμόνων μαρτύρων του (τεκμήριο 3), αλλά το δικαστήριο επιδίκασε υπέρ του μόνο το ποσό των Λ.Κ.690.-.
Δεύτερον, το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα και αδικαιολόγητα βρήκε ότι ο εφεσείων δεν κατόρθωσε να αποσείσει το βάρος της απόδειξης πρόκλησης ζημιάς στα αντικείμενα του, όσον αφορά το «σπάσιμο», ενόσω αυτά ήταν αποθηκευμένα στις αποθήκες των εφεσιβλήτων ως θεματοφυλάκων των αντικειμένων.
Τρίτον, το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα και αδικαιολόγητα βρήκε ότι, ακόμα και σε περίπτωση που αποδεικνυόταν το ύψος της ζημιάς των αντικειμένων του εφεσείοντα, το μεγαλύτερο ποσό που θα μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να επιδικαστεί υπέρ του θα ήταν το ποσό των Λ.Κ.2.270.-, επειδή αυτό το ποσό ήταν η δηλωθείσα αξία των αντικειμένων που εισήγαγε ο εφεσείων από την Αγγλία, σύμφωνα με δήλωση που έγινε στο Κυπριακό Τελωνείο.
Οι πρώτοι δύο λόγοι έφεσης είναι συναφείς και θα εξεταστούν από κοινού. Το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι στις 4.11.2003, αντικείμενα του εφεσείοντα, τα οποία καταγράφηκαν σε κατάλογο που ο ίδιος ετοίμασε και παρουσιάστηκε ως τεκμήριο 1, τοποθετήθηκαν σε 283 χαρτοκιβώτια, τα οποία κλείστηκαν και ασφαλίστηκαν μέσα σε ένα εμπορευματοκιβώτιο 40 ποδών και φορτώθηκαν σε πλοίο με προορισμό την Κύπρο. Έφθασαν στο λιμάνι Λεμεσού στις 27.11.2003 και την εκτελώνιση και διασάφηση τους ανέλαβε η εταιρεία Anthimos Demetriou Ltd, εταιρεία συνδεδεμένη με τους εφεσίβλητους, η οποία είχε αναλάβει και τη μεταφορά τους στην Κύπρο. Όταν τα αντικείμενα του εφεσείοντα έφθασαν στην οικία του στη Λεμεσό, μετά που είχαν παραμείνει για κάποιο χρόνο στη φύλαξη της εφεσίβλητης εταιρείας, ο εφεσείων είδε ότι αρκετά από αυτά ήταν σπασμένα και βρεγμένα και κάποια έλειπαν. Το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι όλα τα αντικείμενα του βρίσκονταν σε καλή κατάσταση όταν αυτά παραλήφθηκαν από την προαναφερόμενη εταιρεία από το σπίτι του στην Αγγλία και τοποθετήθηκαν σε χαρτοκιβώτια και ακολούθως στο εμπορευματοκιβώτιο. Τα αντικείμενα τότε δεν ήταν σπασμένα ούτε και έφεραν ίχνη υγρασίας ή μούχλας. Όταν του παραδόθηκαν στο σπίτι του στη Λεμεσό, κάποια αντικείμενα του ήταν σπασμένα, κάποια βρεγμένα και με μούχλα από την υγρασία και κάποια έλειπαν.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υγρασία και η μούχλα σε μερικά από τα αντικείμενα του εφεσείοντα προκλήθηκαν κατά το χρόνο που αυτά βρίσκονταν στις αποθήκες των εφεσιβλήτων, λόγω εισροής νερού εντός των χαρτοκιβωτίων και πρόκλησης υγρασίας. Επίσης, το πρωτόδικο δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι ο εφεσείων απέδειξε πως κάποια αντικείμενά του, απωλέσθησαν, ενόσω αυτά βρίσκονταν στις αποθήκες των εφεσιβλήτων. «Από την άλλη, ο ενάγοντας δεν κατόρθωσε να αποσείσει το βάρος απόδειξης πρόκλησης της ζημιάς στα αντικείμενα του, όσο αφορά το σπάσιμο, ενόσω αυτά ήταν αποθηκευμένα στους εναγομένους», παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο.
Ενόψει των προαναφερομένων, το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση των συνεπειών της παράβασης του καθήκοντος επιμέλειας που όφειλαν οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι, ως θεματοφύλακες των αντικειμένων, προς τον ενάγοντα-εφεσείοντα. Συμπέρανε, το δικαστήριο, ότι «οι εναγόμενοι υποχρεούνται να αποζημιώσουν τον ενάγοντα για την αξία της ζημιάς που προκλήθηκε στα αντικείμενα του λόγω υγρασίας και μούχλας και της αξίας αυτών που απωλέσθηκαν». Ο εφεσείων, κατά την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, είχε το βάρος να αποδείξει με αυστηρότητα και ακρίβεια το ύψος της προαναφερόμενης ζημιάς του (από την υγρασία και τη μούχλα αλλά και από την απώλεια κάποιων αντικειμένων του), όπως απαιτεί η νομολογία. Αναφέρθηκε σχετικά στις υποθέσεις Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 ΑΑΔ, 239, Bohma-Carter v. Hyde Park Hotel Ltd (1984) 64 L.T.R. 177 και Ηρακλέους ν. Ταχύπλοου σκάφους «Νίκη» κ.α. (1994) 1 ΑΑΔ, 510.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει τη ζημιά του (εκτός από το ποσό των Λ.Κ.690.- που πλήρωσε στο καθαριστήριο), με την ακρίβεια και τη λεπτομέρεια που απαιτεί η νομολογία. Στο τεκμήριο 9 ο εφεσείων κατέγραψε τα αντικείμενα του που χάθηκαν ή έπαθαν ζημιά (List of Items Lost or Damaged) «χωρίς να προσδιορίζει δίπλα από το κάθε αντικείμενο το είδος της ζημιάς που προκλήθηκε σ΄ αυτό, δηλαδή αν χάθηκε, αν έσπασε ή αν υπέστη ζημιά λόγω υγρασίας εκτός από 3 αντικείμενα, 2 εκ των οποίων αναφέρεται ότι χάθηκαν και 1 ότι έσπασε το γυαλί. Ο ενάγοντας περαιτέρω αναγράφει αξία δίπλα από κάθε αντικείμενο, και παρουσίασε μόνο την απόδειξη πληρωμής του καθαριστηρίου - τεκμήριο 5». Περαιτέρω, το πρωτόδικο δικαστήριο, αναφέρεται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης-τεκμήριο 3, στην οποία καθορίζεται το τελικό κόστος της ζημιάς που προκλήθηκε στα αντικείμενα του εφεσείοντα. Η έκθεση χαρακτηρίστηκε ως «ολοκληρωμένη, εμπεριστατωμένη και ακριβοδίκαιη». Παρά ταύτα, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατηρεί ότι, στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης, γίνεται αναφορά στη λίστα που ετοίμασε ο ενάγοντας-εφεσείοντας - τεκμήριο 9, πλην όμως οι πραγματογνώμονες που συνέταξαν την έκθεση (Μ.Ε. 2 και 3), η μαρτυρία των οποίων έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη και προερχόμενη από ειδικούς «δεν υιοθετούν την αξία του κάθε αντικειμένου όπως αυτή καθορίστηκε από τον ενάγοντα στο τεκμήριο 9, εκφράζοντας την αδυναμία να το πράξου ενόψει ελλιπών στοιχείων». Από τη στιγμή, λοιπόν, που η πλευρά του εφεσείοντα προσκόμισε μαρτυρία εμπειρογνωμόνων για το θέμα της εκτίμησης της ζημιάς στα αντικείμενα του, η οποία, μεταξύ άλλων, στηρίζεται στην αξία αυτών, αλλά δεν επιβεβαιώνει ούτε και συμφωνεί με την εκτίμηση του ενάγοντα, ο οποίος δεν επεξήγησε ούτε έδωσε στοιχεία για τον τρόπο καθορισμού της αξίας αυτών, το δικαστήριο θεώρησε ορθό να στηριχθεί μόνο στη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων αναφορικά με την αξία της ζημιάς, όπως αυτή καθορίστηκε στο τεκμήριο 3, και να μην αποδεχθεί τον καθορισμό της αξίας των επηρεασθέντων αντικειμένων, τον οποίον παρουσίασε ο εφεσείων.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε και στο τεκμήριο 3 (έκθεση πραγματογνωμοσύνης) όπου γίνεται αναφορά σε αντικείμενα που παρουσιάζουν σημάδια οξείδωσης, μούχλας και αλλοίωσης από νερό και γενική αναφορά σε διάφορα αντικείμενα που βρέθηκαν σπασμένα. Το τελικό κόστος της ζημιάς, όπως αναγράφεται στη σελ. 3 του τεκμηρίου 3, ανέρχεται σε Λ.Κ.7.540,40.-, «με γενική αναφορά στο σύνολο των αντικειμένων που υπέστηκαν ζημιά». Παρά το ότι στο τεκμήριο 3 γίνεται αναφορά και σε «αναλυτική κατάσταση με το είδος αντικειμένου που ζημιώθηκε, το κόστος απαίτησης και το κόστος εκτίμησης» η οποία «επισυνάπτεται», στην πραγματικότητα τέτοια επισύναψη δεν έγινε και το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε αυτή την παράλειψη ως μοιραία για την απόδειξη του ύψους της ζημιάς στην οποία θα δικαιούτο ο εφεσείων. Όπως παρατήρησε «δεν υπάρχει ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρία για τα αντικείμενα που υπέστησαν οξείδωση, υγρασία ή μούχλα και τον υπολογισμό της αξίας/ζημιάς αυτών από τους εμπειρογνώμονες». Σε άλλο σημείο, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατηρεί ότι «ελλείπει ο επακριβής προσδιορισμός αυτών και η υπολογιζόμενη ζημιά για καθένα από αυτά». Παρατηρεί, ακόμη, ότι οι εμπειρογνώμονες εξέφρασαν αδυναμία υπολογισμού της ζημιάς των αντικειμένων που χάθηκαν, ενώ το δικαστήριο απέρριψε τον καθορισμό αυτής της ζημιάς, από τον ενάγοντα-εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο παρέπεμψε και στην υπόθεση Νικολάου ν. Σταύρου (1992) 1ΑΑΔ, 746 αναφορικά με τα κριτήρια αποδοχής μαρτυρίας εμπειρογνώμονα, για την αξία αντικειμένων.
Θεωρούμε ορθή την προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την αποτυχία του εφεσείοντα να αποδείξει επακριβώς τη ζημιά του και το ύψος της. Όπως είναι θεμελιωμένο, οι ειδικές αποζημιώσεις πρέπει να εξειδικεύονται λεπτομερώς στα δικόγραφα και να αποδεικνύονται με μαρτυρία. Πρέπει δηλαδή να αποδεικνύεται ποια ήταν η αξία των αντικειμένων που καταστράφηκαν ολοσχερώς και ποιο ήταν το ύψος της βλάβης που υπέστηκαν τα επηρεασθέντα αντικείμενα (Δέστε: Μεταξάκης ν. Δήμου Λευκωσίας (2003) 1 ΑΑΔ, 467). Στην παρούσα υπόθεση, το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι η ζημιά του εφεσείοντα προήλθε από τρεις παράγοντες: (α) το σπάσιμο κάποιων αντικειμένων, (β) τη βλάβη που προξενήθηκε σε κάποια αντικείμενα από την υγρασία, τη μούχλα και την οξείδωση και (γ) την απώλεια κάποιων άλλων αντικειμένων. Οι εφεσίβλητοι ήταν υπεύθυνοι για τη ζημιά που προκλήθηκε από την υγρασία, τη μούχλα και την οξείδωση και για τα αντικείμενα που απωλέσθηκαν, ενώ βρίσκονταν στην κατοχή και φύλαξη τους, ως θεματοφυλάκων. Οι εφεσίβλητοι όμως δεν ήταν υπεύθυνοι για το «σπάσιμο» κάποιων αντικειμένων, εφόσον ο εφεσείων δεν κατόρθωσε να αποσείσει το βάρος απόδειξης πρόκλησης ζημιάς στα αντικείμενα, από σπάσιμο, ενόσω αυτά ήταν αποθηκευμένα στους εναγομένους-εφεσίβλητους. Το σπάσιμο μπορεί να είχε γίνει κατά τη μεταφορά των αντικειμένων από το σπίτι του εφεσείοντα στην Αγγλία μέχρι το πλοίο ή από τη μεταφορά των αντικειμένων από τις αποθήκες των εφεσιβλήτων μέχρι το σπίτι του στη Λεμεσό, ενέργειες για τις οποίες δεν ήταν, νομικά, υπεύθυνοι οι εφεσίβλητοι. Ενόψει λοιπόν των τριών προαναφερόμενων παραγόντων που προκάλεσαν τη ζημιά και επειδή οι εφεσίβλητοι ήταν υπόλογοι για μόνο δύο από αυτούς, ο εφεσείων είχε υποχρέωση να αποδείξει, στο δικαστήριο, με επαρκή μαρτυρία ποιά αντικείμενα επηρεάστηκαν από την υγρασία, τη μούχλα και την οξείδωση και ποια απωλέσθηκαν. Επιπρόσθετα θα έπρεπε να είχε αποδείξει την αξία ενός εκάστου των απωλεσθέντων αντικειμένων αλλά και το ύψος της ζημιάς (έστω και κατά προσέγγιση) που υπέστη, ένα έκαστο, αντικείμενο λόγω υγρασίας, μούχλας ή οξείδωσης. Απέτυχε να το πράξει, καθότι η μαρτυρία του ίδιου του ενάγοντα-εφεσείοντα για τα απωλεσθέντα και επηρεασθέντα αντικείμενα του ήταν γενική και αόριστη και οι αξίες που ο ίδιος σημείωσε στο τεκμήριο 9 θεωρήθηκαν ότι δεν είχαν οποιαδήποτε ουσιαστική βαρύτητα, εφόσον προέρχονταν από μη πραγματογνώμονα και δεν είχαν ένδειξη πού βασίστηκαν. Οι αξίες εκείνες δεν υιοθετήθηκαν από τους πραγματογνώμονες μάρτυρες του εφεσείοντα, οι οποίοι προέβησαν οι ίδιοι σε εκτίμηση της ζημιάς, πλην όμως η εκτίμηση τους, ως προς τη ζημιά που υπέστη το κάθε αντικείμενο, δεν επισυνάφθηκε στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης τους (τεκμήριο 3) δημιουργώντας έτσι ένα μεγάλο κενό στη μαρτυρία τους, το οποίο, ορθά, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ως μοιραίο για την υπόθεση του εφεσείοντα. Ουσιαστικά αυτή η παράλειψη στέρησε την έκθεση των πραγματογνωμόνων, από την αποδεικτική της αξία.
Δεν πρόκειται για εκτίμηση, κατά προσέγγιση, όπως εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, αλλά για εκτίμηση από την οποία ελλείπουν απαραίτητα στοιχεία και την καθιστούν ανεπαρκή.
Με βάση τα προαναφερόμενα, οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης κρίνονται ως αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στην κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, για σκοπούς πληρότητας της απόφασης του ότι, ακόμα και σε περίπτωση που ο ενάγων-εφεσείων πετύχαινε στην απόδειξη της αξίας της ζημιάς του, αυτή θα περιοριζόταν στο ποσό των Λ.Κ.2.270.- εφόσον αυτό το ποσό δηλώθηκε ως αξία των αντικειμένων του εφεσείοντα, στο Τελωνείο. Αυτό το συμπέρασμα, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, έγινε για σκοπούς πληρότητας της πρωτόδικης απόφασης, δηλαδή για να χρησιμοποιηθεί, σε περίπτωση που η πρωτόδικη απόφαση ανατρεπόταν κατ΄ έφεση, ως προς το ζήτημα της αποτυχίας του εφεσείοντα να αποδείξει τη ζημιά του. Τώρα το Εφετείο επιβεβαίωσε την πρωτόδικη απόφαση ως προς την αποτυχία του εφεσείοντα να αποδείξει τη ζημιά του και επομένως καθίσταται άνευ αντικειμένου ο τρίτος λόγος έφεσης. Εξέταση του θα συνιστούσε, υπό τις περιστάσεις, αχρείαστη ακαδημαϊκή άσκηση.
Για τους προαναφερόμενους λόγους, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή, στην ανάλογη κλίμακα, και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.
Π.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.