ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A914
(2014) 1 ΑΑΔ 2691
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 172/2012)
2 Δεκεμβρίου, 2014
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΩΣ ΤΟ ΕΚΛΟΓΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΝΟΜΟ 30(1)/2011
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΜΕΛΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΩΝ ΣΤΟΥΣ ΔΗΜΟΥΣ ΠΑΦΟΥ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΚΛΟΓΗΣ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ ΝΟΜΟ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΣΧΕΤΙΚΟΥΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ 1981
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΗΜΩΝ ΝΟΜΟ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΗ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ ΓΕΡΟΣΚΗΠΟΥ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΠΑΦΟΥ
ΜΕΤΑΞΥ:
ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΨΗΛΟΓΕΝΗ,
Εφεσείοντα,
ΚΑΙ
1. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΠΑΖΑΡΟΥ,
2. ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΜΑΛΛΟΥΡΙΔΗ, ΕΠΑΡΧΟΥ ΠΑΦΟΥ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΕΦΟΡΟΥ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΩΝ ΔΗΜΑΡΧΩΝ ΚΑΙ ΜΕΛΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΠΑΦΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
_ _ _ _ _ _
Α.Σ. Αγγελίδης και Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων είναι εκλογέας εγγεγραμμένος στον εκλογικό κατάλογο του Δήμου Γεροσκήπου και, ως ανεξάρτητος υποψήφιος, διεκδίκησε την εκλογή του ως Δημοτικού Συμβούλου στον πιο πάνω Δήμο, μέσω της εκλογικής διαδικασίας της 18.12.2012.
Από τη διαλογή και καταμέτρηση των ψήφων διαπιστώθηκε ότι οι συνδυασμοί υποψηφίων και ο Εφεσείων, όπως ήδη λέχθηκε ανεξάρτητος υποψήφιος, έλαβαν τον ακόλουθο αριθμό ψήφων:
ΑΚΕΛ-ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΝΕΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ 935 ψήφους
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ (ΔΗ.ΚΟ) 684 ψήφους
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ (ΔΗ.ΣΥ) 908 ψήφους
ΕΔΕΚ ΚΙΝΗΜΑ ΣΟΛΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΩΝ 830 ψήφους
ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ 189 ψήφους
Σύμφωνα με τον περί Δήμων Νόμο, Ν. 111/1985 (ο Νόμος), άρθρo 33(2), για σκοπούς κατανομής των θέσεων Συμβούλων και ανακήρυξης των επιτυχόντων «. το σύνολον των εγκύρων ψήφων διά την εκλογήν των συμβούλων δήμου διαιρείται διά του αριθμού των θέσεων συμβούλων. Το εκ της διαιρέσεως αυτής πηλίκον, παραλειπομένου του κλάσματος, αποτελεί το εκλογικόν μέτρον διά του οποίου διαιρείται η εκλογική δύναμις εκάστου συνδυασμού, ήτοι το σύνολον των υπέρ αυτού εγκύρων ψήφων εν τω δήμω, και λαμβάνει έκαστος συνδυασμός τόσας θέσεις συμβούλων όσας φοράς το εκλογικόν μέτρον περιέχεται εις την εκλογική του δύναμιν». Σύμφωνα δε με τα εδάφια (3) και (4) του πιο πάνω άρθρου 33 «Ανεξάρτητος υποψήφιος λαβών ψήφους ίσας ή ανωτέρας του εκλογικού μέτρου καταλαμβάνει μίαν θέσιν συμβούλου» και «Αι κατά τας ανωτέρω διατάξεις παραχωρούμεναι θέσεις συμβούλων εις έκαστον συνδυασμόν καταλαμβάνονται υπό των υποψηφίων οι οποίοι έχουν κατά σειράν τους περισσότερους σταυρούς προτιμήσεως και εάν δεν υπάρχουν τοιούτοι υποψήφιοι κατά την σειράν καθ΄ ην έκαστος τούτων αναγράφεται επί του ψηφοδελτίου του οικείου συνδυασμού ως η σειρά αυτή εδηλώθη υπό του αυτοτελούς κόμματος, ή του συνδυασμού κομμάτων, ή του συνδυασμού ανεξαρτήτων προς τον Εφορο Εκλογής συμφώνως προς το άρθρο 26». Τέλος, κατ΄ ακολουθία του άρθρου 34(2) του Νόμου:
«Διά τους σκοπούς της δευτέρας κατανομής αθροίζεται το σύνολον των εκ της πρώτης κατανομής αχρησιμοποιήτων υπολοίπων των συμμετεχόντων εις την δευτέραν κατανομήν κομμάτων, συνασπισμών κομμάτων και το άθροισμα τούτο διαιρείται διά του αριθμού των αδιαθέτων θέσεων συμβούλων. Το πηλίκον της διαιρέσεως ταύτης, μη περιλαμβανομένου του κλάσματος, αποτελεί το εκλογικόν μέτρον της δευτέρας κατανομής.
Περαιτέρω διά του εκλογικού τούτου μέτρου διαιρείται κεχωρισμένως το σύνολον των αχρησιμοποιήτων εκ της πρώτης κατανομής υπολοίπων ενός εκάστου των κομμάτων, συνασπισμού κομμάτων και συνδυασμού ανεξαρτήτως των μετεχόντων εις την δευτέραν κατανομήν, το δε πηλίκον της διαιρέσεως ταύτης, παραλειπομένου του κλάσματος, δεικνύει τον αριθμόν των θέσεων τας οποίας έκαστον κόμμα, συνασπισμός κομμάτων ή συνδυασμός ανεξαρτήτων, λαμβάνει εν τη δευτέρα κατανομή.»
Στην υπό κρίση περίπτωση και μετά την καταμέτρηση των ψήφων η κατανομή των εδρών έγινε σύμφωνα με τις πιο πάνω πρόνοιες του Νόμου και με δεδομένο ότι το εκλογικό μέτρο της πρώτης κατανομής εδρών ήταν 443 ψήφοι. Οι τέσσερις συνδυασμοί υποψηφίων κατέλαβαν από δύο έδρες ο κάθε ένας και οι κατακυρωθείσες αυτές έδρες κατελήφθησαν από τους υποψήφιους που είχαν κατά σειρά τους περισσότερους σταυρούς προτίμησης. Ο Εφεσίβλητος 1, ως υποψήφιος του κόμματος ΕΔΕΚ Κίνημα Σοσιαλδημοκρατών, κατέλαβε έδρα κατά τη δεύτερη διανομή εξασφαλίζοντας 188 ψήφους. Ο Εφεσείων απέτυχε να καλύψει το εκλογικό μέτρο των 443 ψήφων, αφού έλαβε μόνο 189 και αποκλείστηκε από την πρώτη κατανομή.
Ο Εφεσείων προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι ο Εφεσίβλητος 1 εκλέγηκε και/ή ανακηρύχθηκε ως Μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου Γεροσκήπου ενώ συγκέντρωσε λιγότερες ψήφους από τον ίδιο, και ισχυριζόμενος παράνομη και αυθαίρετη παραβίαση της ίσης μεταχείρισης μεταξύ κομματικών και ανεξάρτητων υποψηφίων, παραβίαση της λαϊκής κυριαρχίας και παράνομη αλλοίωση της βούλησης των ψηφοφόρων, προχώρησε στην καταχώρηση Εκλογικής Αίτησης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, ως Εκλογοδικείο, αξιώνοντας όπως:
«(Α) Κηρύξει την πιο πάνω εκλογή και/ή την ανακήρυξη του καθ΄ ου η αίτηση 1 από τον καθ΄ ου η αίτηση 2, ως Μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου Γεροσκήπου, άκυρη.
(Β) Κηρύξει τη νομοθετική πρόβλεψη για αποκλεισμό του ανεξάρτητου υποψήφιου ως παραβιάζουσα την ίση μεταχείριση στο δικαίωμα του εκλέγεσθαι.
(Γ) Κηρύξει ότι ο καθ΄ ου η αίτηση 2 ενήργησε αντίθετα προς την εκλογική προτίμηση των Δημοτών και πως ότι οφείλει να προχωρήσει σε ανακήρυξη ως Μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου του Αιτητή αφού έχει τις πιο πολλές ψήφους.
(Δ) Οποιαδήποτε άλλη θεραπεία που θα θεωρούσε σκόπιμη υπό τις περιστάσεις το Εκλογοδικείο.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπιστώνοντας μεταξύ άλλων ότι ο Εφεσείων δεν προσέβαλλε την απόφαση του Εφεσίβλητου 2 ως αντιβαίνουσα προς το Νόμο, ότι κανένας από τους λόγους που προβλήθηκαν δεν αποτελούσε βάσιμο λόγο για τον οποίο η εκλογή των Μελών του Δημοτικού Συμβουλίου μπορούσε να ακυρωθεί και ότι στην Εκλογική Αίτηση δεν τέθηκε προς εξέταση ζήτημα αντισυνταγματικότητας των άρθρων 33-34 του Νόμου, έκρινε ότι δεν αποκαλυπτόταν οιοσδήποτε λόγος ακυρότητας της εκλογής και προχώρησε σε απόρριψη της ενώπιον του αίτησης.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με τρεις λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο αμφισβητείται η κρίση του Δικαστηρίου ότι δεν τέθηκε μέσω της Εκλογικής Αίτησης ζήτημα παραβίασης ίσης μεταχείρισης στο δικαίωμα του εκλέγεσθαι και κατά προέκταση θέμα άνισης μεταχείρισης κατά παράβαση της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας. Μέσω του δεύτερου λόγου έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και κατά παραβίαση των αρχών που διέπουν τη δίκαιη δίκη αποφάσισε επί του θέματος της απουσίας αιτήματος περί άνισης μεταχείρισης, χωρίς να ακούσει προηγουμένως τη θέση και επιχειρηματολογία του Εφεσείοντα. Ο τρίτος λόγος έφεσης και η αιτιολογία του παρατίθενται αυτολεξεί:
«Λόγος Εφεσης 3
Ο Εφεσείων - αιτητής ισχυρίζεται ότι ορθά η Αίτηση του αφορούσε την απόφαση του Εφόρου καθ΄ου η αίτηση 2 η οποία και τον επηρέασε επιβλαβώς και η οποία πάσχει γιατί αγνόησε τη βασική δημοκρατική αρχή της ισότητας της ψήφου και ανακήρυξε ως μέλος δημοτικού συμβουλίου τον καθ΄ ου η αίτηση 1 που έλαβε λιγότερους ψήφους από ότι ο Αιτητής / Εφεσείων.
Αιτιολογία
Τα όσα ως γεγονότα και ισχυρισμοί περιέχονται στην Αίτηση και αγόρευση του Αιτητή που δεν εξετάστηκαν Δικαστικά, ισχύουν και άρα οδηγούν στην διαπίστωση ότι πάσχει η συγκεκριμένη απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση 2 και πρέπει να ακυρωθεί.»
Συνοψίζοντας κατά την αγόρευσή του ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, έθεσε ότι οι σχετικές πρόνοιες του Νόμου και η συνακόλουθη απόφαση του Εφεσίβλητου 2 παραβιάζουν την αρχή της ισότητας καθώς επίσης και το δικαίωμα του Εφεσείοντα να είναι υποψήφιος που διεκδικεί ισότιμα εκλογή του σε συνάρτηση με το δικαίωμα των δημοτών να υπερισχύει η διά ψήφου επιλογή τους και υπέρ μη κομματικού υποψηφίου.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων πρόβαλε ότι οι διακρίσεις που έχει υιοθετήσει ο εκλογικός νομοθέτης είναι εύλογες και ισορροπημένες και κάλεσε το Δικαστήριο να τις επικυρώσει ως συνταγματικές υπέρ κομματικών υποψηφίων κατ΄ ακολουθία του δικαστικού λόγου της απόφασης Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κα (1997) 1 ΑΑΔ 43.
Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης συμπλέκονται όσον αφορά την ουσία τους. Είναι βάσιμη η προσέγγιση της πλευράς του Εφεσείοντα ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στην ενώπιόν του Εκλογική Αίτηση δεν είχε τεθεί προς εξέταση ζήτημα συνταγματικότητας του Νόμου και, κατ΄ ακολουθία, δεν μπορούσε να προωθηθεί προς επίλυση τέτοιο ζήτημα μέσω της αγόρευσης του συνηγόρου του Εφεσείοντα. Η εσφαλμένη προσέγγιση του Δικαστηρίου ήταν, προφανώς, αποτέλεσμα του λάθους που εμφιλοχώρησε στην καταγραφή στο αρχικό στάδιο της πρωτόδικης απόφασης των θεραπειών που αξιώθηκαν μέσω της Εκλογικής Αίτησης. Παραλήφθηκε η παράθεση του αιτητικού (Β), της αναζήτησης δηλαδή όπως το Δικαστήριο:
«(Β) Κηρύξει τη νομοθετική πρόβλεψη για αποκλεισμό του ανεξάρτητου υποψήφιου ως παραβιάζουσα την ίση μεταχείριση στο δικαίωμα του εκλέγεσθαι.»
Περαιτέρω, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, μέσω ενός, με όλο το σεβασμό, δυσνόητου σκεπτικού, ότι
«Στην εκλογική αίτηση δεν τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας του Ν.111/85 ή των ΄Αρθρων 33-34 του Νόμου. Ούτε στην αγόρευση του αιτητή στην οποία προβάλλεται η επιχειρηματολογία υπέρ των αιτημάτων του, προσδιορίζεται θέμα συνταγματικότητας των σχετικών άρθρων του Νόμου. Ο μόνος ισχυρισμός ο οποίος γίνεται, που αντανακλαστικά άπτεται της συνταγματικότητας των σχετικών διατάξεων είναι στο Ν. 111/85.»
Η προσέγγιση αυτή του Δικαστηρίου εδράστηκε στην αντίληψη ότι, κατά παράβαση πάγιας νομολογίας, δεν εντοπίζεται επακριβής προσδιορισμός του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας νόμου, με αναφορά στα άρθρα του Συντάγματος στα οποία κατ΄ ισχυρισμό προσέκρουε ή στην παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Υπό τις συνθήκες αυτές το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι στην ενώπιόν του Εκλογική Αίτηση δεν τέθηκε θέμα αντισυνταγματικότητας του Νόμου ή των άρθρων 33 και 34.
Η πιο πάνω προσέγγιση είναι λανθασμένη και στερείται ερείσματος. Είναι βεβαίως πάγια νομολογημένο ότι το τεκμήριο της συνταγματικότητας επιβάλλει την εφαρμογή κάθε νόμου, εκτός αν η συνταγματικότητά του αμφισβητηθεί και καταδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας. Η μεθοδολογία κρίσης της συνταγματικότητας των νόμων προσλαμβάνει τη μορφή αντιπαραβολής των προνοιών τους με τις διατάξεις του Συντάγματος που κατ΄ ισχυρισμό παραβιάζονται. (Ραδιοφωνικό Ιδρυμα Κύπρου κα ν. Καραγιώργη κα (1991) 3 ΑΑΔ 159.) Είναι ορθή η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αμφισβητήσεις της συνταγματικότητας νόμων πρέπει να διατυπώνονται με βεβαιότητα μέσω της αντιπαραβολής των άρθρων και αρχών του Συντάγματος και των προνοιών του νόμου οι οποίες κατ΄ ισχυρισμό συγκρούονται ή έρχονται σε αντίθεση με αυτές (The Improvement Board of Eylenja v. Andreas Constantinou (1967) 1 CLR 167). Στην υπό κρίση όμως περίπτωση - και παρόλο που οι θέσεις περί αντισυνταγματικότητας του Νόμου δεν εξειδικεύθηκαν αυστηρά - παραμένει ως γεγονός ότι η αμφισβήτηση της συνταγματικότητας των συγκεκριμένων προνοιών που περιστρέφονται γύρω από το παράπονο περί άνισης μεταχείρισης μεταξύ κομματικών και ανεξάρτητων υποψηφίων και περί σύγκρουσης των υπό αναφορά διατάξεων του Νόμου με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας, συνιστούσε την ουσία της Εκλογικής Αίτησης και τον ακρογωνιαίο λίθο της όλης προσέγγισης του Εφεσείοντα. Ηταν, εν τέλει, ζήτημα το οποίο ηγέρθηκε τόσο μέσω της προαναφερθείσας υπό στοιχείο (Β) αναζητούμενης θεραπείας, όσο και στην αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας. Ετσι, όπως και στην υπόθεση Καραγιώργη (ανωτέρω), σελ. 169-170 «Η διερεύνηση της συνταγματικότητας του νόμου δεν ήταν έξω από το πεδίο κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου σε συνάρτηση με την επίλυση του επίδικου θέματος.»
Με τα πιο πάνω ως δεδομένα και τονίζοντας ότι το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας ήταν διάχυτο σε ολόκληρο το σώμα της Εκλογικής Αίτησης και συνιστούσε την όλη ουσία της, είναι επίσης έκθετη προς ανατροπή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν ήταν αναγκαία απόφανση επί της συνταγματικότητας ως προϋπόθεση για την λήψη απόφασης στην ενώπιόν του Εκλογική Αίτηση. Προσέγγιση η οποία προέκυψε ως αποτέλεσμα του ακόλουθου, αναιτιολόγητου, σκεπτικού:
«(α) Ότι με βάση τα γεγονότα που παραθέτει στην εκλογική του αίτηση ο αιτητής με το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο, έστω και εάν ο εκλεγείς υποψήφιος δεν εμφανίστηκε, δεν μπορεί να επιτύχει στην αίτηση του.
(β) Ο αιτητής δεν προσβάλλει την απόφαση του Εφόρου καθ΄ ου η αίτηση 2, ως αντιβαίνουσα προς το Νόμο, ο οποίος διέπει τα της εκλογής των μελών δημοτικών συμβουλίων.
(γ) Εάν οι διατάξεις των άρθρων 33-35 του Ν. 111/85, αντίκεινται προς το Σύνταγμα, η διαπίστωση αυτή θα έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την ακύρωση της εκλογής στην ολότητα της. Αυτό αποκαλύπτει εμφανή αντινομία μεταξύ των θεραπειών που ζητούνται από τον αιτητή και της βάσης, στην οποία αυτές θεμελιώνονται.
(δ) Κανένας από τους λόγους που προβάλλονται, δεν αποτελεί βάσιμο λόγο για τον οποίο η εκλογή των μελών του δημοτικού συμβουλίου μπορεί να ακυρωθεί βάση του άρθρου 58 του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νόμου του 1979, (Ν. 72/79) - (βλ. ΄Αρθρο 31 του Νόμου, που καθιστά εφαρμοστέες και σε δημοτικές εκλογές τις σχετικές διατάξεις του Ν. 72/79).»
Δεδομένου ότι όλο το απαραίτητο πραγματικό υπόβαθρο δεν τελεί υπό αμφισβήτηση και ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, το επίδικο θέμα της συνταγματικότητας συνιστά ουσιαστικά νομικό και μόνο σημείο, υπάρχει η ευχέρεια εξέτασης του από το Εφετείο.
Η υπόθεση Μαυρογένης και ο δικαστικός λόγος που την καλύπτει αποτέλεσε κεντρικό σημείο αναφοράς στις προσεγγίσεις των δύο πλευρών. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι η υπό κρίση υπόθεση διαφοροποιείται σε βαθμό που να δικαιολογείται απόκλιση από τα όσα η Μαυρογένης νομολογιακά καθιέρωσε. Πρόβαλε, πιο συγκεκριμένα, ότι οι τοπικές εκλογές διακρίνονται από την εκλογή για ανάδειξη μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων για τους πιο κάτω λόγους:
(α) Η εκλογή βουλευτών αφορά ένα κεντρικό θεσμικό όργανο, τη Βουλή, ενώ αντίθετα οι Δημοτικές εκλογές αφορούν σε πολλούς ξεχωριστούς Δήμους της Τοπικής Αυτοδιοίκησης,
(β) Ο Δήμαρχος εκλέγεται ως άτομο-υποψήφιος ξεχωριστά από όλα τα μέλη εκάστου Δημοτικού Συμβουλίου και χωρίς εφαρμογή της ενισχυμένης αναλογικής,
(γ) Στις Δημοτικές Εκλογές, ακριβώς λόγω του τοπικού ενδιαφέροντος τους, ψηφίζουν και οι Κοινοτικοί πολίτες και
(δ) Οι τοπικές ανάγκες και διεκδικήσεις σε δημοτικές εκλογές διαφοροποιούν τη σημασία για τους δημότες εκάστου δήμου σε σχέση ή αναφορικά προς μια παγκύπρια κοινή κομματική πολιτική που απαιτείται για εκλογή βουλευτών.
Με βάση τα πιο πάνω ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι συντρέχουν εντελώς διαφορετικά δεδομένα σε σχέση με τις τοπικές εκλογές, όπως εν προκειμένω οι δημοτικές και σε ότι αφορά τις βουλευτικές εκλογές που ενέχουν ευρύτερο χαρακτήρα. Υπό αυτές τις συνθήκες ήταν η καταληκτική του προσέγγιση ότι τα δεδομένα της Μαυρογένης (ανωτέρω), διαφοροποιούνται, αφού δεν συντρέχει λόγος να τεθεί σε προνομιακή θέση και να ευνοηθεί κομματικός υποψήφιος που έλαβε λιγότερες ψήφους από τον Εφεσείοντα ο οποίος κατήλθε ως υποψήφιος μη κομματικός.
Η απόφαση Μαυρογένης, της Πλήρους Ολομέλειας, αφορούσε εκλογική αίτηση για αναθεώρηση της εγκυρότητας των Κοινοβουλευτικών Εκλογών του Μαΐου του 1996. Ο αιτητής - εκλογέας και ανεξάρτητος υποψήφιος στην εκλογική περιφέρεια Λευκωσίας - προσέβαλε την εγκυρότητα των εκλογών ισχυριζόμενος ότι έλαβαν χώρα κατά αντίθεση προς το Άρθρα 28, 62.2 και 64 του Συντάγματος. Επικαλέστηκε, πιο συγκεκριμένα, ότι ο περιορισμός εκλογής σε ένα κόμμα ή υποψήφιο παραβίαζε την αρχή της ισότητας και ότι ο εκλογικός νόμος παραβίαζε την αρχή της αμεσότητας της ψήφου και την αρχή της ισότητας της ψήφου. Το Ανώτατο Δικαστήριο αναγνώρισε την αρχή ότι κάθε ψήφος έχει ίση βαρύτητα, καθώς επίσης και το δικαίωμα του κοινού νομοθέτη για καταρτισμό του εκλογικού συστήματος. Έθεσε επίσης ότι:
«Ο τρόπος εκλογής και η εκδήλωση των προτιμήσεων του εκλογέα επαφίονται στην κρίση του νομοθέτη. Ο περιορισμός της επιλογής του εκλογέα σε μία μεταξύ των διεκδικητών της εξουσίας - κόμματος ή ανεξάρτητου υποψηφίου - σχετίζεται με τις πολιτικές πραγματικότητες, την αποτελεσματικότητα του εκλογικού αποτελέσματος και, τελικά, το συσχετισμό της επιλογής, η οποία γίνεται, με τις ευρύτερες επιδιώξεις των διεκδικητών της εξουσίας.
Τα πολιτικά κόμματα αποτελούν έκφραση της άσκησης του ατομικού δικαιώματος του «συνεταιρίζεσθαι» - (βλ. ΄Αρθρο 21.2 του Συντάγματος). Η συνένωση ατόμων σε πολιτικά κόμματα, για την προαγωγή κοινών σκοπών, αποτελεί σημαντική πτυχή της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αυτή τούτη η ύπαρξη πολιτικών κομματικών ομάδων στη Βουλή και η λειτουργία τους στο πλαίσιο του Κοινοβουλίου, αναγνωρίζεται από το ίδιο το Σύνταγμα, με τις διατάξεις του ΄Αρθρου 73.4. (Ως προς το τι συνιστά πολιτικό κόμμα, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην Pitsillos v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 208.)
Το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος κατοχυρώνει την ισότητα ενώπιον του νόμου, δηλαδή την όμοια μεταχείριση ομοιογενών και τον αποκλεισμό της εξίσωσης ανομοιογενών υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου. Η ομοιογένεια προσδιορίζεται με βάση την ουσία των πραγμάτων και όχι την αριθμητική τους δύναμη.
Εχει ήδη αποφασισθεί, από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στη Hadjipavlou and Another v. Charalambides and Others - Election Petition Nos. 1/85 και 2/85 - 17/4/1986, ότι το αναλογικό εκλογικό σύστημα, όπως καθορίζεται στον Εκλογικό Νόμο, δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου, η οποία κατοχυρώνεται από το ΄Αρθρο 28.1 του Συντάγματος.»
Με τα πιο πάνω ως δεδομένα, κατέληξε ως ακολούθως η Πλήρης Ολομέλεια:
«Δεν έχει προβληθεί κανένας λόγος, ο οποίος να δικαιολογεί απόκλιση από την απόφαση Hadjipavlou, ούτε διαφαίνεται ο τέτοιος λόγος. Η διάκριση η οποία γίνεται στην επίδραση της ψήφου του εκλογέα, ανάλογα με την επιψήφιση κόμματος ή ανεξάρτητου υποψηφίου, ανάγεται στις εγγενείς διαφορές μεταξύ πολιτικών κομμάτων και ανεξάρτητου υποψηφίου. Οι διαφορές αυτές, ουσιαστικές ως εκ της φύσεως τους, παρέχουν τη δυνατότητα στο νομοθέτη για διαφορετικές ρυθμίσεις, στο πλαίσιο της άσκησης της νομοθετικής εξουσίας, για τον καταρτισμό του εκλογικού νόμου.
Το εκλογικό σύστημα της Κύπρου καθιστά την πολιτική επιλογή κόμματος του άξονα του εκλογικού συστήματος. Η επιλογή αυτή δεν εκφεύγει των ορίων της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στο νομοθέτη. Οι διαφορές μεταξύ κόμματος και ανεξάρτητου υποψηφίου, ως προς την επίδραση της ψήφου, ανάγονται στις διαφορές μεταξύ της ένωσης προσώπων για την προαγωγή κοινών στόχων και ανεξάρτητου υποψηφίου. Η πολιτική εντολή που επιδιώκεται είναι διαφορετική, καθώς και η δυνατότητα εκπλήρωσης της.»
Η ουσία του δικαστικού λόγου στην υπόθεση Μαυρογένης, συνίσταται στην αναγνώριση των σκοπών ύπαρξης των πολιτικών κομμάτων και της συμβολής τους στη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Γι αυτό ακριβώς το λόγο η διάκριση στον εκλογικό νόμο ως προς την επίδραση της ψήφου ενός εκλογέα συναρτάται απόλυτα με τις υπάρχουσες, εγγενείς, διαφορές μεταξύ πολιτικών κομμάτων και ανεξάρτητων υποψηφίων. Υπό αυτά τα δεδομένα η ταυτόσημη ρύθμιση που γίνεται δυνάμει του άρθρου 34(2) του Νόμου σε σχέση με τη συμμετοχή στη δεύτερη κατανομή κομμάτων ή συνασπισμών κομμάτων και όχι ανεξάρτητων, μη κομματικών, υποψηφίων δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας. Καθότι το σημαντικό στοιχείο δεν έγκειται, ούτε αφορά, στον τοπικό χαρακτήρα της εκλογής, αλλά στην ανομοιογένεια μεταξύ της ένωσης προσώπων για την προαγωγή κοινών στόχων και ανεξάρτητου υποψήφιου. Διαφοροποίηση που αντανακλά την όλως ιδιαίτερη σημασία των πολιτικών κομμάτων στα πλαίσια κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος.
Ούτε και η υπερίσχυση του κοινοτικού δικαίου έναντι του εθνικού, αποτέλεσμα της ένταξης της Κύπρου στην ευρωπαϊκή οικογένεια, διαφοροποιεί την κατάσταση πραγμάτων όπως νομολογιακά αποτυπώθηκε στην απόφαση Μαυρογένης (ανωτέρω). Όπως και ο ίδιος ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα αναγνώρισε το δικαίωμα του εθνικού νομοθέτη να καθορίζει το εκλογικό σύστημα της χώρας του δεν μεταβάλλεται, νοουμένου ότι διασφαλίζεται η διενέργεια κατά λογικά διαστήματα ελεύθερων, μυστικών εκλογών και υπό συνθήκες που επιτρέπουν την ελεύθερη έκφραση της λαϊκής θέλησης ως προς την εκλογή του νομοθετικού σώματος (άρθρο 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου). Δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε παραβίαση αυτής της μορφής στην υπό κρίση περίπτωση. Η Κυπριακή Δημοκρατία στα πλαίσια της ευχέρειας που έχει για καθορισμό του δικού της εκλογικού συστήματος έχει διασφαλίσει μέσα από τις πρόνοιες του επίδικου νομοθετήματος τόσο την ελευθερία έκφρασης της λαϊκής βούλησης, όσο και την ίση μεταχείριση των πολιτών. Οι διαφοροποιήσεις που ο ίδιος ο Νόμος θέτει προς όφελος των κομμάτων ή συνασπισμών είναι εύλογα επιτρεπτές λόγω ακριβώς των εγγενών διαφορών μεταξύ συνένωσης ατόμων για προαγωγή κοινών σκοπών και ανεξάρτητων υποψηφίων.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται. Ως προς το ζήτημα των εξόδων, λαμβάνοντας υπόψη τους λόγους απόρριψης, κρίνουμε ορθό όπως κάθε πλευρά επωμισθεί τα έξοδά της. Ετσι διαταγή και εκδίδεται.
Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.