ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D883
(2014) 1 ΑΑΔ 2568
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 196/14)
21 Νοεμβρίου, 2014
[Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 15, 17 ΚΑΙ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΝΟΜΟ 188(Ι)/2007
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 7/11/2014 ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘΜΟ 240/14
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ:
1. ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΚΑΙ
2. ΙΩΣΗΦΙΝΑΣ ΚΟΚΚΙΝΟΥ
ΑΜΦΟΤΕΡΩΝ ΑΠΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΡΟΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI
-----------------
Ηρακλής Ν. Κυριακίδης με Αργύρη Παντελή, για τους Αιτητές.
-----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Mε την παρούσα αίτηση ζητείται άδεια για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari δια του οποίου να ακυρώνεται το διάταγμα αποκάλυψης εγγράφων τραπεζικών λογαριασμών, τίτλων ιδιοκτησίας και άλλων εγγράφων που εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 7.11.2014, στο πλαίσιο της αίτησης άνευ ειδοποίησης υπ΄ αρ. 240/14.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου προκύπτουν τα ακόλουθα γεγονότα:
Στις 7.11.2014 καταχωρήθηκε η υπ΄ αρ. 240/14 μονομερής αίτηση από την Αστυνομία (Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων Αρχηγείου Αστυνομίας) με την οποία ζητείτο διάταγμα αποκάλυψης εγγράφων αναφορικά με τους τραπεζικούς λογαριασμούς του αιτητή 1, και λογαριασμούς που διατηρεί με άλλα πρόσωπα από το 2003 μέχρι και την ημερομηνία της αίτησης, καθώς επίσης και διάταγμα αποκάλυψης φωτοαντιγράφων αναφορικά με ακίνητη ιδιοκτησία εγγεγραμμένη επ΄ ονόματι του ιδίου προσώπου.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε το αιτούμενο διάταγμα αποκάλυψης (το «διάταγμα») με βάση τα άρθρα 45 και 46 του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, Ν. 188(Ι)/2007 («ο Νόμος»), με το οποίο διατάσσει τους παραλήπτες, ήτοι, τραπεζικούς οργανισμούς και τον Διευθυντή Κτηματολογίου και Χωρομετρίας να προβούν σε αποκάλυψη και παράδοση των αναφερομένων στην αίτηση εγγράφων. Οι παραλήπτες συμμορφώθηκαν προς το διάταγμα. Η αιτήτρια 2 είναι σύζυγος του αιτητή 1 και συνδικαιούχος σε προσωπικούς τραπεζικούς λογαριασμούς, των οποίων διετάχθη η αποκάλυψη και ως εκ τούτου έχει, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, επαρκές συμφέρον στο αντικείμενο του διατάγματος. Το εν λόγω διάταγμα εκδόθηκε χωρίς να ακουστεί η άλλη πλευρά, δεν υπάρχει άλλη μέθοδος αμφισβήτησης του διατάγματος και οι αιτητές διεκδικούν άδεια να ακουστούν βάσει του Άρθρου 30 του Συντάγματος. Εν πάση περιπτώσει, αναφέρεται στην αίτηση, ενυπάρχουν εξαιρετικές περιπτώσεις καθότι οι πληροφορίες που αποκαλύφθηκαν αποτελούν μέρος των προσωπικών δεδομένων και επιμέρους έκφανση της ιδιωτικής ζωής των αιτητών, ενώ αυτές τυγχάνουν χρήσης και επεξεργασίας από την Αστυνομία.
Οι αιτητές στηρίζουν την αίτηση τους στα ακόλουθα νομικά σημεία:
«1. Υπάρχει έκδηλη πλάνη περί τον Νόμο, εμφανής στην όψη του εκκαλούμενου Διατάγματος.
2. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε το εκκαλούμενο Διάταγμα καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας και/ή κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, 4, 5, 45 και 46 των Νόμων 188(Ι)/2007 μέχρι 2013.
3. Από τα γεγονότα της Αίτησης και του Όρκου που τη συνοδεύει απουσιάζει παντελώς οποιαδήποτε μαρτυρία για διάπραξη Καθορισμένων Αδικημάτων από τον Αιτητή 1 και/ή 2, σύμφωνα με τα Άρθρα 3, 4 και 5 των Νόμων 188(Ι)/2007 μέχρι 2013.
4. Δεν πληρούνται σωρευτικά οι προϋποθέσεις του Άρθρου 46 του Νόμου 188(Ι)/2007, απαραίτητη προϋπόθεση για την έκδοση του Διατάγματος.
5. Δεν υφίσταται οιοσδήποτε εναλλακτικός τρόπος προσφυγής των Αιτητών στο Δικαστήριο προς αμφισβήτηση του Διατάγματος και εν πάση περιπτώσει συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν την αιτούμενη άδεια.
6. Το Διάταγμα εξεδόθη κατά παράβαση των Άρθρων 15 και/ή 17 του Συντάγματος.
7. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δεν αιτιολόγησε καθόλου και/ή επαρκώς γιατί ικανοποιήθηκε και/ή πώς ικανοποιήθηκε ότι από την Ένορκο Δήλωση και/ή γεγονότα που ήτο ενώπιον του προέκυπτε οιαδήποτε εύλογη υποψία διάπραξης Καθορισμένων Αδικημάτων.
8. Δεν παρείχετο οιαδήποτε διακριτική ευχέρεια στο Σεβαστό Δικαστήριο για έκδοση του Διατάγματος ένεκα της παντελούς έλλειψης μαρτυρίας που να δείκνυε έστω την ύπαρξη Καθορισμένων Αδικημάτων.
9. Το Σεβαστό Δικαστήριο αυθαίρετα εντόπισε την ύπαρξη «χρηματοοικονομικών συναλλαγών» ένεκα της παντελούς απουσίας μαρτυρίας που να δεικνύει τέτοιες σύμφωνα με την ερμηνεία που προσδίδει στην έννοια ο Νόμος.
10. Στον όρκο που συνοδεύει την Αίτηση δεν επεξηγείται και στο Διάταγμα καθόλου δεν αναφέρεται και δεν θεμελιώνεται εύλογη αιτία ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθούν ή αποκαλυφθούν οι ζητηθείσες πληροφορίες λαμβανομένων υπόψη:
Α) του οφέλους που ενδέχεται να προκύψει για την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή της εν λόγω πληροφορίας και
Β) των συνθηκών κατοχής των εν λόγω πληροφοριών από τον κάτοχο τους.
11. Καθόλου δεν δικαιολογείται από τον Όρκο και/ή δεν υπήρχε οιοδήποτε νομοθετικό έρεισμα για την αποκάλυψη πληροφοριών τρίτων προσώπων και/ή της Αιτήτριας 2.
12. Τα άρθρα 44 και/ή 45 και/ή 46 και/ή 47 είναι αντισυνταγματικά καθότι αντιστρατεύονται το Άρθρο 15 του Συντάγματος και/ή ερμηνεύθηκαν και εφαρμόστηκαν κατά τον τρόπο αντισυνταγματικό.»
Επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση της παρούσας αίτησης η αίτηση της Αστυνομίας στην υπόθεση 240/14, η ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει, καθώς και το διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο εκδόθηκε την ίδια ημέρα. Αποτελεί θέση των αιτητών ότι αυτά ήταν τα μόνα έγγραφα που υπήρχαν στο φάκελο του Δικαστηρίου, εκτός βέβαια από τις επιδόσεις του διατάγματος.
Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση της Αστυνομίας αναφέρεται ότι το ΤΑΕ διερευνά υπόθεση με πιθανή διάπραξη των ακολούθων αδικημάτων:
«1. Κατάχρηση εξουσίας, κατά παράβαση του άρθρου 105 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
2. Δεκασμός δημοσίου λειτουργού, κατά παράβαση του άρθρου 100(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
3. Παραμέληση υπηρεσιακού καθήκοντος, κατά παράβαση του άρθρου 134 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
4. Αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4(1)(α)(ιιι)(2), 5, 7 και 8 του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου 188(Ι)/2007.»
Σε ότι αφορά τα γεγονότα της υπόθεσης αναφέρονται τα εξής:
«1. Στις 27/10/14 ο Γενικός Ελεγκτής με επιστολή του ζητούσε τη διερεύνηση υπόθεσης εναντίον του Γιαννάκη Κόκκινου, τέως Γενικού Διευθυντή της Αρχής Λιμένων Κύπρου.
2. Συγκεκριμένα ανάφερε ότι μετά από συνάντηση που είχε με αντιπροσώπους της Αρχής Λιμένων Κύπρου του κατάγγειλαν ότι σε πολλές περιπτώσεις έδωσε μεγάλα ποσά σε μετρητά σε υπαλλήλους της Αρχής Λιμένων για να τα καταθέσουν σε διάφορους λογαριασμούς του. Οι καταγγέλλοντες άφησαν να νοηθεί ότι τα λεφτά αυτά ήταν προϊόν από παράνομες συναλλαγές μεταξύ του ιδίου και διαφόρων συνεργατών του. Ανώτερος Πρώτος Ελεγκτής έλαβε γραπτώς τη μαρτυρία 3 (τριών) υπαλλήλων.
3. Από τη μελέτη των επιστολών και αντιγράφων που μας αποστάλθηκαν φαίνεται ότι το εν λόγω πρόσωπο πράγματι παρέδιδε μετρητά σε 3 υπαλλήλους της Αρχής οι οποίοι τα κατέθεταν σε διάφορες τράπεζες.
4. Κλήθηκαν σε κατάθεση 3 άτομα όπου σε γραπτή κατάθεση επιβεβαίωσαν επί το ότι έπαιρναν οδηγίες από τον Γιαννάκη Κόκκινου και κατά την ώρα που εργάζονταν μετέβαιναν σε διάφορες τράπεζες αλλά και αλλού για διεκπεραίωση ιδιωτικών εργασιών του Κόκκινου. Επιπλέον κατάθεσαν ότι:
i. o 1ος μεταξύ των ετών 2004-2013 ο Γιαννάκης Κόκκινος του έδωσε το συνολικό χρηματικό ποσό των €8.000 - €10.000 για κατάθεση σε διάφορες τράπεζες αλλά κυρίως σε Alpha Bank και Τράπεζα Κύπρου. Η συχνότητα των καταθέσεων ήταν κάθε μήνα περί τα €1.000.
ii. ο 2ος μεταξύ των ετών 2003 - 2013 ο Γιαννάκης Κόκκινος του έδινε 3-4 φορές το μήνα χρηματικά ποσά μέχρι και €500 κάθε φορά αλλά και επιταγές για κατάθεση. Επίσης σε μια περίπτωση του έδωσε μετρητά €7.500 για κατάθεση στη Λαϊκή Τράπεζα. Τις καταθέσεις τις έκανε σε διάφορες τράπεζες αλλά κυρίως σε Alpha Bank και Τράπεζα Κύπρου.
iii. ο 3ος μεταξύ του 2003 - 2013 ο Γιαννάκης Κόκκινος του έδινε αρκετά συχνά του έδινε χρηματικά ποσά των €2000 και €5000 και σε δύο περιπτώσεις των €10000 για κατάθεση στην Alpha Bank και Λαϊκή Τράπεζα . Επίσης ανάφερε ότι τον απέστελλε σε συγκεκριμένο υποκατάστημα και να βρίσκει συγκεκριμένο πρόσωπο.
Λαμβάνοντας όλα υπόψη θεωρείται ότι ο πιο κάτω
1. Γιαννάκης Κόκκινου, ΔΤ 455425
Εμπλέκεται στη διάπραξη των αδικημάτων.
5. Επειδή βάσει των πιο πάνω υπάρχει εύλογη υποψία ότι το πιο πάνω πρόσωπο, είτε διέπραξε είτε έχουν ωφεληθεί από τη διάπραξη καθορισμένων αδικημάτων και/ή υπάρχουν χρηματοοικονομικές συναλλαγές όπως αναφέρθηκαν πιο πάνω οι οποίες δημιουργούν εύλογη υποψία ότι πρόσωπο ενέχεται σε αδικήματα νομιμοποίησης από παράνομες δραστηριότητες ή ότι οι συναλλαγές αυτές ενδέχεται να σχετίζονται με τέτοια αδικήματα και λόγω του ότι οι αιτούμενες πληροφορίες είτε από μόνες τους είτε σε συνδυασμό με άλλα υπό διερεύνηση στοιχεία ενδέχεται να είναι ουσιαστικής σημασίας για τις έρευνες που διεξάγονται, αιτούμαι από το Σεβαστό Δικαστήριο, δυνάμει των άρθρων 45 και 46 των περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμων 2007 έως 2013, την έκδοση Διατάγματος Αποκάλυψης με το οποίο να διατάσσεται:
..
6. Οι αιτούμενες πληροφορίες δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των προνομιούχων πληροφοριών όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 44 των Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμων του 2007 και 2013.
7. Η αποκάλυψη των εν λόγω πληροφοριών είναι προς το δημόσιο συμφέρον, λαμβανομένου υπόψη του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει για την έρευνα. Η εν λόγω αποκάλυψη θα βοηθήσει στην διερεύνηση και συνεπώς στην πάταξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων.
8. Η εξασφάλιση της πιο πάνω μαρτυρίας είναι ουσιώδους σημασίας και θα βοηθήσει στην έρευνα που γίνεται, για τη διάπραξη καθορισμένων αδικημάτων από μέρους των προσώπων που έχουν αναφερθεί πιο πάνω καθώς και εντοπισμό και διαπίστωση παράνομων εσόδων με σκοπό μελλοντικό πάγωμα και δήμευση τους και τούτο είναι επίσης ουσιώδους σημασίας και πιστεύω ότι αυτό εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. .»
Το διάταγμα που εξεδόθη από το Δικαστήριο αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«Τη αιτήσει της ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (ΤΜΗΜΑ ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΩΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ ΑΡΧΗΓΕΙΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ) παρουσιασθείσης προς ακρόαση τη παρουσία του Λοχ. 842 Αντρέα Μίτα, μέλους του ΤΑΕ(Ε) Αρχηγείου.
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ αναγνών την Ένορκον Ομολογίαν την κατατεθείσα υπό ή εκ μέρους του αιτητή και αφού ηκούσθη παν ότι ελέχθη υπό ή εκ μέρους του αιτητή και έχοντας υπόψη τα άρθρα 45 και 46 των περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμων 2007 έως 2013 έχει ικανοποιηθεί για τα εξής:
(α) υπάρχει εύλογη υποψία ότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα πιθανόν να έχουν διαπράξει ή να έχουν ωφεληθεί από τη διάπραξη καθορισμένων αδικημάτων και/ή υπάρχουν χρηματοοικονομικές συναλλαγές που δημιουργούν εύλογη υποψία ότι το πιο πάνω πρόσωπο ενέχεται σε αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή ότι οι συναλλαγές ενδέχεται να σχετίζονται με τέτοια αδικήματα.
(β) υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι οι πληροφορίες είτε από μόνες τους είτε σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία ενδέχεται να είναι ουσιαστικής σημασίας στις έρευνες για τις οποίες υποβάλλεται η υπό εξέταση αίτηση,
(γ) οι συγκεκριμένες πληροφορίες δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των προνομιούχων πληροφοριών και
(δ) ότι υπάρχει εύλογη αιτία ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθούν ή αποκαλυφθούν οι ζητηθείσες πληροφορίες.
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ:
.....»
Άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari παρέχεται εκεί όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό, προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση, δόλο ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (Αίτηση του Αλέκου Κωνσταντινίδης (2003) 1 ΑΑΔ 1298, Τζεννάρο Περρέλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692).
Περαιτέρω, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση η άδεια δεν δίδεται όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία εκτός και αν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα (Hellenger Trading Ltd (2001) AAD 1965, Σ. Μαρκίδης (2004) 1 ΑΑΔ 552, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 ΑΑΔ 1535). Σε περιπτώσεις που το πρωτόδικο Δικαστήριο ασκεί διακριτική ευχέρεια μέσα στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, τότε η άσκηση διακριτικής ευχέρειας, δεν ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα, εκτός εάν είναι εμφανές ότι ως αποτέλεσμα του τρόπου άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, παραβιάζονται τα συνταγματικά δικαιώματα του αιτητή, χωρίς αυτός να έχει άλλη θεραπεία ή αν υπάρχει υπαλλακτική θεραπεία, υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες συνηγορούν υπέρ της χορήγησης της άδειας για καταχώρηση Certiorari.
Ο κ. Κυριακίδης ανέπτυξε με επιμέλεια τους λόγους επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση. Εξέτασα με προσοχή τις θέσεις του υπό το φως των πιο πάνω αρχών που διέπουν τέτοιου είδους υποθέσεις.
Στην παρούσα περίπτωση το διάταγμα εκδόθηκε δυνάμει των άρθρων 45 και 46 του Νόμου. Το άρθρο 45 δίδει στο Δικαστήριο εξουσία για έκδοση διαταγμάτων αποκάλυψης. Οι προϋποθέσεις για έκδοση τέτοιων διαταγμάτων καθορίζονται στο άρθρο 46 το οποίο, μεταξύ άλλων, προνοεί τα ακόλουθα:
«46(1) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβάλλεται αίτηση για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης δύναται, αν πεισθεί ότι συντρέχουν οι αναφερόμενες στο εδάφιο (2) προϋποθέσεις, να εκδώσει διάταγμα το οποίο καλείται διάταγμα αποκάλυψης, ...
(2) Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι οι ακόλουθες -
(α)(i) Η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι συγκεκριμένο πρόσωπο διέπραξε ή έχει ωφεληθεί από τη διάπραξη καθορισμένου αδικήματος, ή η ύπαρξη χρηματοοικονομικής συναλλαγής η οποία δημιουργεί εύλογη υποψία ότι πρόσωπο ενέχεται σε αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή ότι η συναλλαγή ενδέχεται να σχετίζεται με τέτοια αδικήματα٠
(ii) Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου «χρηματοοικονομική συναλλαγή» σημαίνει δραστηριότητα, όπως αυτή καθορίζεται στον ορισμό των όρων «χρηματοοικονομικές δραστηριότητες» ή «άλλες δραστηριότητες» στο άρθρο 2 του παρόντος Νόμου٠
(β) η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι η εν λόγω πληροφορία είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία ενδέχεται να είναι ουσιαστικής σημασίας στις έρευνες για τις οποίες έχει υποβληθεί η αίτηση για αποκάλυψη٠
(γ) το ότι η πληροφορία δεν εμπίπτει στην κατηγορία των προνομιούχων πληροφοριών٠
(δ) η ύπαρξη εύλογης αιτίας ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθεί ή να αποκαλυφθεί η πληροφορία, λαμβανομένου υπόψη -
(i) του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει για την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή της εν λόγω πληροφορίας٠ και
(ii) των συνθηκών κατοχής της εν λόγω πληροφορίας από τον κάτοχο της.»
Σημειώνεται ότι στο άρθρο 3 του Νόμου αναφέρεται ότι για σκοπούς του νόμου καθορισμένα αδικήματα καλούνται (α) αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (β) γενεσιουργά αδικήματα. Τα δε γενεσιουργά αδικήματα καθορίζονται στο άρθρο 5 του Νόμου ενώ τα αδικήματα νομομοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στο άρθρο 4 του Νόμου.
Αποτελεί κύριο επιχείρημα των αιτητών ότι το διάταγμα εκδόθηκε καθ΄ υπέρβαση εξουσίας, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4, 5, 45 και 46 του Νόμου και πως απουσιάζει παντελώς μαρτυρία για διάπραξη καθορισμένων αδικημάτων από τον αιτητή.
Κατ΄ αρχάς, απαιτούμενη προϋπόθεση δεν είναι η ύπαρξη μαρτυρίας για διάπραξη καθορισμένων αδικημάτων, αλλά η ύπαρξη μαρτυρίας που να δημιουργεί εύλογη υποψία για διάπραξη τέτοιων αδικημάτων από τον αιτητή και κάτω από αυτό το πρίσμα, θα εξετάσω το συγκεκριμένο ζήτημα. Η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο για το οποίο ζητείται η έκδοση διατάγματος αποκάλυψης, έχει διαπράξει ή έχει ωφεληθεί από την διάπραξη καθορισμένου αδικήματος, είναι απαραίτητο να στοιχειοθετείται από τα γεγονότα που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου και να διαπιστώνεται από το Δικαστήριο που εξέδωσε το διάταγμα.
Εξέτασα τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου με την ένορκη δήλωση του Λοχ. 842 Ανδρέα Μίτα, τα οποία έχω παραθέσει πιο πάνω, υπό το φως των σχετικών προνοιών του Νόμου. Θεωρώ ότι τα γεγονότα αυτά, αντικειμενικά ιδωμένα, είναι αρκετά για να δημιουργήσουν εύλογη υποψία ότι ο αιτητής έχει διαπράξει ή έχει ωφεληθεί από τη διάπραξη καθορισμένου αδικήματος. Στην ίδια την ένορκη δήλωση αναφέρονται τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Περαιτέρω στην ένορκη δήλωση δίδονται στοιχεία ως προς τις υπόλοιπες προυποθέσεις του άρθρου 46 έτσι ώστε να ήταν ευλόγως επιτρεπτό για το Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια με τον τρόπο που την άσκησε.
Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης διαφέρουν ουσιωδώς από αυτά της υπόθεσης Αναφορικά με τον Αιμίλιο Επαμεινώνδα, Πολιτική Αίτησης Αρ. 174/2012, ημερ. 30.1.2013, που με παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος. Στην υπόθεση εκείνη εξέλειπε παντελώς διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι συνέτρεχαν οι προυποθέσεις του άρθρου 46, με πρώτη την ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι ο αιτητής είχε διαπράξει ή είχε ωφεληθεί από το διάπραξη καθορισμένου αδικήματος. Στην προκείμενη περίπτωση υπάρχει ρητή διαπίστωση του Δικαστηρίου περί του στοιχείου αυτού.
Υπό το φως των πιο πάνω καταλήγω ότι δεν έχει καταδειχθεί ότι το διάταγμα εκδόθηκε καθ΄ υπέρβαση ή έλλειψη εξουσίας ή ότι υπάρχει νομικό σφάλμα στην έκδοση του. Με την κατάληξη μου αυτή δεν απαιτείται η εξέταση της ισχυριζόμενης παραβίασης προνοιών του Συντάγματος. Άλλωστε το επιχείρημα του ευπαιδεύτου συνηγόρου επί του προκειμένου στηριζόταν στην μη ικανοποίηση των προυποθέσεων του άρθρου 46 του Νόμου. Περαιτέρω δεν τίθεται ούτε θέμα εξέτασης αντισυνταγματικότητας οποιασδήποτε πρόνοιας του σχετικού Νόμου, καθότι κάτι τέτοιο θα έπρεπε να προσδιοριστεί επακριβώς στην αίτηση. Σύμφωνα με την νομολογία, το τεκμήριο συνταγματικότητας του νόμου ανατρέπεπται μόνο όταν καταδειχθεί τούτο από εκείνον που το επικαλείται (Improvement Board of Eylenja v. Constantinou (1967) 1 CLR 167). Η αιτήτρια 2 η οποία είναι σύζυγος του αιτητή 1 με τον οποίο διατηρεί κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς ισχυρίζεται ότι ενώ ουδεμία αναφορά γίνεται σ΄ αυτήν, στην υπόθεση 240/14, δεδομένα προσωπικών της λογαριασμών παραδόθηκαν και τυγχάνουν επεξεργασίας από την Αστυνομία.
Σημειώνεται ότι το διάταγμα εκδόθηκε σε συνάρτηση με λογαριασμούς που διατηρεί ή διατηρούσε ο αιτητής 1 από μόνος του ή από κοινού με άλλα πρόσωπα. Το μόνο πρόσωπο το οποίο κατονομάζεται στο διάταγμα και για το οποίο διατάσσεται η αποκάλυψη των εγγράφων είναι ο αιτητής 1. Εάν όμως ο αιτητής έχει κοινό λογαριασμό ή είναι ιδιοκτήτης κοινής ακίνητης περιουσίας, με το διάταγμα δεν διατάσσεται η αποκάλυψη της ταυτότητας του άλλου προσώπου. Αν τα πρόσωπα στα οποία απευθύνεται το διάταγμα επέλεξαν να αποκαλύψουν και την ταυτότητα αυτών των άλλων προσώπων, στην παρούσα περίπτωση της αιτήτριας 2, αυτό δεν καθιστά το διάταγμα επιλήψιμο. Ενδεχόμενα η αιτήτρια 2 να μπορεί να επιδιώξει θεραπεία εναντίον της πρακτικής αυτής, αλλά δεν είναι του παρόντος να εξεταστεί. Άλλωστε αντίθετη θέση θα εξουδετέρωνε τις πρόνοιες του Νόμου καθότι η ύπαρξη κοινού με άλλο πρόσωπο λογαριασμού δεν θα επέτρεπε την αποκάλυψη τέτοιων στοιχείων.
Για τους πιο πάνω λόγους οι αιτητές απέτυχαν να αποδείξουν την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, έτσι ώστε να δικαιούνται στην παραχώρηση άδειας. Συνακόλουθα, η αίτηση απορρίπτεται.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ