ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A788
(2014) 1 ΑΑΔ 2258
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 348/2009)
17 Οκτωβρίου, 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
EUROGAL SURVEYS LTD,
Εφεσείοντες,
ν.
D. TRADE INTERNATIONAL LTD,
Εφεσιβλήτων.
________________________
Αντρέας Γιωρκάτζης, μαζί με Μ. Γιωρκάτζη (κα), για τους Εφεσείοντες.
Γιάννα Νικολάου (κα), για τους Εφεσίβλητους.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Το αποτέλεσμα της απόφασης της πλειοψηφίας, το οποίο, για συγκεκριμένους λόγους, σφραγίζει θετικά την τύχη της παρούσας έφεσης, περιορίζει σημαντικά τη δική μου ενασχόληση με αυτή. Βασικά, επί της ουσίας, θα με απασχολήσει μόνο το θέμα της ταυτότητας των συμβαλλομένων στην επίδικη συμφωνία μερών. Συναφώς, έχει τεθεί ως θέμα και η ορθή δικογράφηση της πτυχής αυτής, δεδομένου του μεταγενέστερου ισχυρισμού των εφεσιβλήτων, ο οποίος προβλήθηκε στην απάντησή τους, ότι, κατά το χρόνο σύναψης της εν λόγω συμφωνίας, αυτοί ενεργούσαν μέσω αντιπροσώπων.
Κατ' αρχάς, όμως, να αναφερθεί ότι οι εφεσίβλητοι είχαν κινήσει πρωτόδικα την αγωγή, ως ενάγοντες, ασφαλώς, αξιώνοντας από τους εφεσείοντες, εναγομένους, αποζημιώσεις για παραβίαση συμφωνίας, την οποία είχαν, κατ' ισχυρισμό, συνάψει μεταξύ τους, κατά τον Ιούνιο του 2004. Ας σημειωθεί πως οι εφεσίβλητοι ασχολούντο, τότε, με την αγορά ξυλείας από την Ουκρανία, την οποία πωλούσαν αργότερα σε πελάτες τους σε χώρες της ΄Απω Ανατολής. Σύμφωνα δε με την εκδοχή τους, η οποία έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά τον προαναφερθέντα χρόνο, αυτοί είχαν αναθέσει επ' αμοιβή στους εφεσείοντες, ως επιθεωρητές εμπορευμάτων που ήταν, με παγκόσμια εμβέλεια, τη διενέργεια ποσοτικού και ποιοτικού ελέγχου κάθε φορτίου, το οποίο θα αγόραζαν, με προοπτική την οριστικοποίηση της αγοράς του, εφόσον η αναφορά (έκθεση) από το σχετικό έλεγχο των εφεσειόντων ήταν θετική.
Οι εν λόγω έλεγχοι διενεργήθηκαν δυνάμει της προαναφερθείσας συμφωνίας, η οποία, όπως διαπιστώθηκε, επιμαρτυρείτο από σειρά ηλεκτρονικών μηνυμάτων (e-mails), που είχαν ανταλλάξει μεταξύ τους τα μέρη και αποκάλυπταν τη φύση της συνεργασίας τους και την πρακτική η οποία ακολουθείτο στα πλαίσια αυτής. Δεν υπήρχε, προφανώς, κάποιο ενιαίο γραπτό κείμενο, το οποίο να την επιμαρτυρούσε. Στην πορεία των πραγμάτων, οι εφεσείοντες διενήργησαν, μεταξύ της 1.9.2004 και της 5.10.2004, δώδεκα τέτοιους ελέγχους και εξέδωσαν ισάριθμες αναφορές. Στη βάση αυτών, οι εφεσίβλητοι αγόρασαν τη συγκεκριμένη ξυλεία και την πώλησαν σε ενδιαφερόμενους πελάτες τους, όπως ήταν η πρακτική τους. Στη συνέχεια, όμως, διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν προβλήματα με κάποια φορτία, σε σχέση με την ποσότητα, καθώς, επίσης, την ποιότητα της ξυλείας. ΄Ηταν τότε που οι εφεσίβλητοι αντιμετώπισαν απαιτήσεις για αποζημιώσεις, τις οποίες ικανοποίησαν, αφού ικανοποιήθηκαν και οι ίδιοι ότι οι πελάτες τους είχαν δίκαιο ως προς τα εν λόγω προβλήματα. Είναι τα ποσά των αποζημιώσεων αυτών, καθώς και άλλων επιπλέον δαπανών, τις οποίες, ως αποτέλεσμα, αυτοί είχαν, κατ' ισχυρισμό, υποστεί, το σύνολο των οποίων δεν υπερέβαινε το ποσό των 300.000,00 ευρώ και δολαρίων Η.Π.Α., όλα μαζί, που οι εφεσίβλητοι απαίτησαν από τους εφεσείοντες με την υπό αναφορά αγωγή. ΄Οπως ισχυρίστηκαν, επρόκειτο για ζημιά την οποία είχαν υποστεί, συνεπεία της παραβίασης από τους εφεσείοντες της προαναφερθείσας συμφωνίας. Πρωτόδικα, τους αποδόθηκε ποσό €167,172.22, ως αποζημίωση για ελαττωματική ξυλεία και ποσό $Η.Π.Α.1,685,00, για την αμοιβή των εκτιμητών, οι οποίοι είχαν προβεί στην εκτίμησή της.
Η αγωγή είχε κινηθεί με ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο. Στην έκθεση απαιτήσεως, οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι είχαν συνάψει την εν λόγω συμφωνία με τους εφεσείοντες. Στην υπεράσπισή τους, όμως, οι τελευταίοι απέρριψαν τον πιο πάνω ισχυρισμό και πρόβαλαν τη θέση ότι η συμφωνία είχε γίνει μεταξύ των ιδίων και κάποιας γερμανικής εταιρείας, υπό την ονομασία Kuehne & Nagel, η οποία δραστηριοποιείτο διεθνώς ως διαμεταφορέας εμπορευμάτων. Οι εφεσίβλητοι απάντησαν ότι η εν λόγω εταιρεία, στο βαθμό που αυτή εμπλεκόταν στη συνεργασία τους, ενεργούσε ως αντιπρόσωπός τους, γεγονός το οποίο γνώριζαν οι εφεσείοντες από την αρχή.
Το ερώτημα, το οποίο έπρεπε να τεθεί, συνεπεία της πιο πάνω δικογραφημένης θέσης στην απάντηση των εφεσιβλήτων, είναι κατά πόσο, με αυτήν, υπήρχε παρέκκλιση (departure) από την αρχική αιτία αγωγής στην έκθεση απαιτήσεώς τους, η οποία αναφέρεται σε παραβίαση συμφωνίας η οποία είχε γίνει μεταξύ τους και των εφεσειόντων. Θετική απάντηση θα οδηγούσε σε σοβαρές περιπέτειες την αγωγή των εφεσιβλήτων. Ο λόγος, βέβαια, είναι διότι παρέκκλιση από την αρχικά δικογραφημένη αιτία αγωγής, η οποία σημειώνεται με συγκεκριμένη αναφορά στην απάντηση του ιδίου μέρους, επενεργεί προς ανατροπή της αρχικής αιτίας και, γενικά, της θέσης, συναφώς, του εν λόγω μέρους, (βλ. Herbert v. Vaughan [1972] 3 All ER 122 και Borna Alikhani v. Γεώργιου Προδρόμου κ.ά., Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 22/2009 και 27/2009, 10.4.2012).
Από τη μελέτη των πρακτικών της υπόθεσης, διαπιστώνεται πως, σε κανένα στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας, δεν ηγέρθη προς εξέταση ένα τέτοιο θέμα. Επομένως, ούτε και οποιοδήποτε δικονομικό μέτρο λήφθηκε, προς απάλειψη του «επιλήψιμου» ισχυρισμού στην απάντηση. Η ακρόαση της υπόθεσης προχώρησε κανονικά, με τους εφεσίβλητους να προσπαθούν να αποδείξουν, μεταξύ άλλων, ότι η επίδικη συμφωνία είχε γίνει μεταξύ αυτών και των εφεσειόντων, ενώ οι τελευταίοι επέμεναν στη θέση τους ότι αυτή είχε γίνει μεταξύ των ιδίων και των Kuehne & Nagel, θέση η οποία, τελικώς, δεν έγινε αποδεκτή. Διαφωνώντας με την πρωτόδικη απόφαση επί του προκειμένου, οι εφεσείοντες προσέβαλαν το σχετικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τον έκτο λόγο έφεσης, στον οποίο αναφέρουν τα εξής:-
«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι η συμφωνία για διεξαγωγή επιθεωρήσεων από τους Εφεσείοντες καταρτίστηκε μεταξύ των και των Εφεσιβλήτων και όχι μεταξύ των και της εταιρείας Kuehne & Nagel.»
Η επόμενη αναφορά σε σχέση με το θέμα αυτό εντοπίζεται στη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων, στο σημείο όπου αυτός αναπτύσσει τον έκτο λόγο της έφεσης. Αναφέρεται στον κανόνα ορθής δικογράφησης, τον οποίο δεν προσδιορίζει, αλλά, προφανώς, είχε υπόψη του τον κ. 22 της Δ.19 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Σύμφωνα με αυτό, στην περίπτωση συμφωνίας η οποία εξάγεται από σειρά επιστολών και συνομιλιών που έχουν ανταλλαγεί μεταξύ των μερών, είναι αρκετή η γενική αναφορά σ' αυτές, χωρίς την παράθεση του περιεχομένου τους. Η πιο πάνω πρόνοια, όμως, αναφέρεται στο περιεχόμενο αυτών που μπορεί να έχουν ανταλλαγεί, είτε γραπτώς είτε προφορικώς, μεταξύ δύο πλευρών, προς το σκοπό να διαπιστωθεί κατά πόσο έχει συναφθεί ή όχι η ισχυριζόμενη συμφωνία και ποιο είναι το περιεχόμενό της. Δεν προβλέπει για τον προσδιορισμό των συμβαλλομένων μερών.
Τι θα πρέπει να περιλαμβάνει ένα δικόγραφο προβλέπεται στη Δ. 19, κ. 4: "..., a statement in a summary form of the material facts on which the party pleading relies for his claim or defence, as the case may be, ...". Προκειμένου δε για αγωγή η οποία βασίζεται σε συμφωνία, είναι οπωσδήποτε αναγκαίο να αναφέρονται τα συμβαλλόμενα μέρη. Αν αυτά είναι μόνο οι διάδικοι, αυτό επιτυγχάνεται με αναφορά σε συμφωνία η οποία έχει συναφθεί μεταξύ του ενάγοντος και του εναγομένου, (βλ. Athina Leather. Ltd κ.ά. ν. Χαραλάμπους κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 787). Αν ένα εκ των μερών έχει συμβληθεί μέσω αντιπροσώπου, το ορθό, μάλλον, είναι να γίνεται αναφορά στο εν λόγω γεγονός, αφού αυτό πιθανό να σχετίζεται άμεσα με τις συνθήκες συνομολόγησης της συμφωνίας. Δεν αποτελεί, όμως, τέτοια αναφορά ουσιώδες γεγονός σε σχέση με την ταυτότητα των συμβαλλομένων μερών. Σύμφωνα με τα άρθρα 186 και 190(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, σύμβαση η οποία συνάπτεται με αντιπρόσωπο, ουσιαστικά, είναι ωσάν να έχει συναφθεί από τον ίδιο τον αντιπροσωπευόμενο, ενώ ο αντιπρόσωπος ουδεμία δέσμευση έχει από αυτή και ούτε δύναται ο ίδιος προσωπικά να την εκτελέσει, (βλ. Thunder Shipping v. Lloyd Triestino (1984) 1 C.L.R. 135).
Εν ολίγοις, αφού ο αντιπρόσωπος δε συνιστά συμβαλλόμενο μέρος, το γεγονός της μεσολάβησής του δεν είναι, απαραίτητα, ουσιώδες, ώστε να πρέπει να αναφέρεται, όπως δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται το όνομά του στην έκθεση απαιτήσεως ή στην υπεράσπιση, αναλόγως της περίπτωσης, (βλ. Pleadings Principles and Practice (1990), των Jacob και Goldrein, σελίδα 82, και την υποστηρικτική της θέσης τους, ανωτέρω, υπόθεση Higgins v. Senior [1835-42] All ER Rep 602).
Εγείρεται, όμως, θέμα, όταν ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η συμφωνία έχει γίνει όχι με τον ενάγοντα αλλά με κάποιο τρίτο πρόσωπο και ο ισχυρισμός αυτός θέτει υπό αμφισβήτηση την αρχική θέση, συναφώς, του ενάγοντος. Τότε, η απάντηση είναι το κατάλληλο δικόγραφο για τον ενάγοντα να ασχοληθεί με τον πιο πάνω ισχυρισμό, απορρίπτοντάς τον, αφού διαφωνεί με αυτόν, και να ισχυριστεί ότι ο τρίτος ενεργούσε ως αντιπρόσωπός του και, κατά συνέπεια, το συμβαλλόμενο μέρος είναι ο ίδιος. Δεν αποτελεί δε, ποσώς, ο χειρισμός αυτός παρέκκλιση (departure) από την αρχική του θέση στην έκθεση απαιτήσεως. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, δε διαπιστώνεται δικονομικό πρόβλημα, όπως αυτό περιγράφεται πιο πάνω, γι' αυτό, άλλωστε, και δεν ηγέρθη ανάλογο θέμα από τους εφεσείοντες, σε οποιοδήποτε στάδιο της υπόθεσης, παρά μόνο το θέμα εξετάστηκε στα πλαίσια της έφεσης.
Υπήρχε, όμως, ομολογουμένως, πρόβλημα ορθής δικογράφησης της συμφωνίας. Με δεδομένο ότι αυτή θα έπρεπε να συναχθεί από τα ηλεκτρονικά μηνύματα, (e-mails), τα οποία είχαν ανταλλάξει μεταξύ τους τα συμβαλλόμενα μέρη, όπως ήταν η υπόθεση την οποία προώθησαν κατά την ακρόαση οι εφεσίβλητοι, προφανώς, δεν τηρήθηκαν οι πρόνοιες, σχετικά, της Δ.19, κ. 22. Οι εφεσίβλητοι περιορίστηκαν, απλώς, να ισχυριστούν ότι είχαν συνάψει με τους εφεσείοντες συμφωνία, χωρίς να προσδιορίσουν κατά πόσο αυτή ήταν γραπτή ή προφορική, ή από πού θα μπορούσε, αλλιώς, να συναχθεί η σύναψή της. Ουδέποτε, όμως, ηγέρθη θέμα και για την πτυχή αυτή και η υπόθεση προχώρησε σε ακρόαση, με τα δικόγραφα να παραμένουν ως είχαν κατά την καταχώρισή τους. Επομένως, μπορεί κάποιος εύλογα να παρατηρήσει ότι τα μέρη γνώριζαν για το τι ακριβώς μιλούσε η κάθε πλευρά στο δικόγραφό της και η αναζήτηση λεπτομερειών, εκατέρωθεν, θα αποτελούσε δικονομική άσκηση, χωρίς την αποκόμιση ανάλογου οφέλους. Προχώρησαν, έτσι, επί της ουσίας.
Η πτυχή η οποία αφορούσε στη διαπίστωση των συμβαλλομένων μερών, υπό το φως του ισχυρισμού, ανωτέρω, των εφεσειόντων στην υπεράσπισή τους, απασχόλησε ειδικά το εκδικάζον Δικαστήριο. Σε σχέση με το θέμα αυτό, αναλώθηκε αρκετός χρόνος κατά την ακρόαση. Από πλευράς των εφεσιβλήτων, κατατέθηκε αριθμός ηλεκτρονικών μηνυμάτων, (e-mails), τα οποία αφορούσαν την περίοδο των μηνών Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 2004, κατά τους οποίους πραγματοποιήθηκε η συνεργασία των συμβαλλομένων μερών. Τα κατέθεσε ο διευθυντής τους, κ. Irfan Cetinok, Μ.Ε.1, επιβεβαιώνοντας το περιεχόμενό τους και από τη δική του προφορική μαρτυρία, η οποία ήταν προς την ίδια κατεύθυνση· ότι η επίδικη συμφωνία ήταν μεταξύ των διαδίκων στην αγωγή. Από πλευράς των εφεσειόντων, κατέθεσε, σε σχέση με την πτυχή αυτή, ο διευθυντής στο γραφείο τους στην Ουκρανία, κ. Gennadiy Markov, M.Y.2. Η μαρτυρία του, στο σύνολό της, κρίθηκε ότι αποτελούσε προσπάθεια υπεκφυγής και υποστήριξης της θέσης των εφεσειόντων.
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η διαπίστωση των γεγονότων, τα οποία είναι σχετικά για την επίλυση μιας επίδικης διαφοράς, αποτελούν, αναντίλεκτα, έργο του εκδικάζοντος Δικαστή. Αυτός, βιώνοντας την εμπειρία της δίκης και αποκομίζοντας όλες τις εντυπώσεις που είναι δυνατό να αποτυπωθούν στο μυαλό του σε σχέση με τη συμπεριφορά των μαρτύρων, κατά την ακροαματική διαδικασία, οπωσδήποτε, είναι σε καλύτερη θέση να προβεί στο εν λόγω έργο. Απαράμιλλο, όμως, κριτήριο για την αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί, πάντοτε, η αντικειμενική αντίκρισή της, όπως αυτή είναι αποτυπωμένη στο πρακτικό, είτε πρόκειται για έγγραφα τα οποία καταθέτουν τα μέρη, είτε πρόκειται για προφορική μαρτυρία η οποία κατατίθεται από τα ίδια ή και τους μάρτυρές τους. Το Εφετείο σπανίως επεμβαίνει προς ανατροπή της πρωτόδικης εκτίμησης αναφορικά με τα διαπιστωθέντα γεγονότα, με καταλυτικές, όμως, τότε, συνέπειες, ενδεχόμενα και για το αποτέλεσμα της πρωτόδικης απόφασης. Εν πάση περιπτώσει, αυτό μπορεί να συμβεί στην περίπτωση που διαπιστώνεται ότι τα ευρήματα είναι, εξ αντικειμένου, ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα, ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία, η οποία γίνεται αποδεκτή ως αξιόπιστη, (βλ. Κασιέρη κ.ά. ν. Κυριάκου (1997) 1 Α.Α.Δ. 1246 και Σολωμονίδη κ.ά. ν. Πετρίδου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 632).
Από την προσβαλλόμενη απόφαση, λοιπόν, διαπιστώνεται ότι ο ευπαίδευτος Πρόεδρος αποδέχτηκε στην ολότητά της τη μαρτυρία του διευθυντή των εφεσιβλήτων, κ. Cetinok, σε σχέση με την υπό εξέταση πτυχή, αλλά και για τα υπόλοιπα επίδικα θέματα. Απέρριψε, όμως, ως αναξιόπιστη, ουσιαστικά, με βάση τους δικούς της όρους, τη μαρτυρία του κ. Markov, η οποία αντιστρατευόταν την υπό εξέταση εκδοχή των εφεσιβλήτων και αποδέχτηκε ό,τι συνέπιπτε με αυτή, για τους λόγους που εξηγεί. Πέραν, όμως, από την προφορική μαρτυρία του κ. Cetinok, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος άντλησε σχετική πληροφόρηση και από τα ηλεκτρονικά μηνύματα, τα οποία είχαν ανταλλάξει μεταξύ τους οι διάδικοι κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Το ηλεκτρονικό μήνυμα, τεκμήριο 6, το οποίο παρατίθεται αυτούσιο στην απόφαση της πλειοψηφίας, αναφέρεται, κατ' αρχάς, σε μια συνεργασία, η οποία είχε γίνει κατά τον Ιούνιο του 2004. Επιπρόσθετα, με αυτό, διερευνάτο από τον κ. Cetinok, απευθυνόμενο προς την υπάλληλο των εφεσειόντων, κ. Julia Zelinskaya, η δυνατότητα περαιτέρω συνεργασίας τους, εφόσον τους διδόταν μια καλύτερη τιμή. Ανάλογη διερεύνηση, με δεδομένο ότι οι εφεσείοντες θα καλούντο, όπως τους λεγόταν, να επιθεωρούν, τουλάχιστον, πέντε με έξι εμπορευματοκιβώτια με ξυλεία το μήνα, γίνεται με ηλεκτρονικά μηνύματα, τα οποία αντηλλάγησαν μεταξύ των προαναφερθέντων δύο προσώπων και στις 8.7.2004. Αυτά είναι μέρος του τεκμηρίου 7.
Φαίνεται πως η προσφορά των εφεσειόντων ικανοποίησε τους εφεσίβλητους, μεγάλος δε αριθμός ηλεκτρονικών μηνυμάτων, τα οποία είχαν ανταλλαγεί μεταξύ τους κατά τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο, καταμαρτυρεί το γεγονός αυτό. Χαρακτηριστικά, είναι τρία τέτοια μηνύματα, τα οποία αντηλλάγησαν μεταξύ τους την 1.9.2004. Παρατίθενται αυτούσια, ακριβώς, για το λόγο ότι δείχνουν τη συμβατική σχέση, η οποία είχε εδραιωθεί μεταξύ των εφεσιβλήτων και των εφεσειόντων, από την αρχή, με τους Kuehne & Nagel να λαμβάνουν κοινοποίηση του περιεχομένου κάποιων από αυτά· στα πλαίσια, προφανώς, του ρόλου που αυτοί διαδραμάτιζαν ως μεσολαβητές των εφεσιβλήτων, αναλαμβάνοντας τη μεταφορά των φορτίων ξυλείας, σε εμπορευματοκιβώτια, από την Ουκρανία στις χώρες της ΄Απω Ανατολής, όπου έδρευαν οι αγοραστές τους, πελάτες των εφεσιβλήτων. Τα τρία αυτά ηλεκτρονικά μηνύματα έχουν ως εξής, με τη σειρά που έγινε η ανταλλαγή τους:-
"From: 'D TRADE/IRFAN CETINOK' [email protected]
To: 'Eurogal- Georgiy Tkachenko' [email protected]
Cc: 'IEV ES, Kοnstantin Makukha'
konstantin.makukha@kuehne-nagel.com
Subject: inspection reports
Date: Wed, 1 Sep 2004 14:06:15 +0300
Dear Georgiy,
We are still waiting for the inspection report of the two containers which have been inspected yesterday in Lvov.
Please send them a.s.a.p. by e-mail and copy to Kuehne Nagel Kiev office as well.
regards,
Irfan Cetinok
D TRADE"
-------------------------
"..........................................
From: eurogal eurogal@sky.od.ua
To: 'D TRADE/IRFAN CETINOK' [email protected]
CC: 'IEV ES, Kοnstantin Makukha'
konstantin.makukha@kuehne-nagel.com
Subject: Re[2]: inspection reports
...........................................................................
Date: Wednesday, September 1, 2004
Dear Irfan,
I acknowledge receipt of your message. Contents is noted. Will proceed accordingly.
With best regards,
Julia Zelinskaya
Eurogal Surveys Ltd/G.S.L."
-------------------------
"From: 'IEV ES, Kοnstantin Makukha'
konstantin.makukha@kuehne-nagel.com
Cc: 'Eurogal' [email protected]
Subject: RE: inspection reports
Date: Wed, 1 Sep 2004 15:13:31 +300
Dear Irfan
Pls note that the delay in sending you the report was because of the customs clearance delay. We could send you the report even yesterday. But if the customs did not clear the cargo this morning it would be necessary to change the report and you would have to re-send it to your customer again.
Anyway, we have not missed your deadline 14:30.
Regards
Konstantin Makukha / IEV ES
- Original Message -
From: [email protected] [mailto:[email protected]]
Sent: Wednesday, September 01, 2004 3.02 PM
To: eurogal
Cc: IEV ES, Kοnstantin Makukha
Subject: Re: inspection reports
Dear Julia,
Thank you for your e-mail.
For the future containers please send me the inspection reports first since I am the confirming party.
I have received tiinspection reports by e-mail at 14.19 from Kuehne & Nagel, approx. 1 hour later than you have sent them.
regards,
Irfan Cetinok"
Παρόμοιου περιεχομένου ήταν και πολλά άλλα τέτοια μηνύματα, τα οποία αντηλλάγησαν μεταξύ των διαδίκων κατά την προαναφερθείσα περίοδο, που διήρκεσε η συνεργασία τους.
Σημαντική, όμως, στη διαμόρφωση της πιο πάνω κρίσης από το εκδικάζον Δικαστήριο υπήρξε, όπως αναφέρθηκε ήδη, και η μαρτυρία του κ. Markov. Σε μια περίπτωση, κατά την αντεξέταση του μάρτυρος, είχαν ειπωθεί τα εξής:-
"Ε. Συμφωνείτε όμως ότι σε όλες αυτές τις επιθεωρήσεις αφορούσαν εμπορεύματα που είχαν αγοράσει η D Trade από την East Temper Industry;
Α. Μάλιστα.
Ε. Και συμφωνείτε ότι ήταν εμπορεύματα τα οποία θα αποστέλλοντο σε πελάτες της D Trade στην ΄Απω Ανατολή;
Α. Μάλιστα.»
Ενώ, σε μεταγενέστερο στάδιο, η αντεξέταση του μάρτυρος προχώρησε ως εξής:-
«Ε. Η εταιρεία σας δεν γνώριζε ότι οι πληρωμές που γίνονταν από την Kuehne & Nagel ήταν για λογαριασμό της D Trade;
Α. Το γνωρίζαμε.
Ε. ΄Αρα τελικά οι υπηρεσίες σας ήταν προς όφελος της D Trade και γι' αυτό ήταν αυτοί υπόχρεοι να πληρώσουν στο τέλος.
Α. Ναι αλλά πληρωνόμασταν από άλλο μέρος (party).
Ε. Είναι αλήθεια κύριε μάρτυρα ότι οι ενάγοντες, D Trade, είχαν απευθείας επικοινωνία με την εταιρεία σας;
Α. Μάλιστα.
Ε. Και η επικοινωνία που είχαν απευθείας με την εταιρεία σας αφορούσε πάντα θέματα που είχαν να κάνουν με τις επιθεωρήσεις των φορτίων τους;
Α. Μάλιστα.
Ε. Για τις εκθέσεις που ετοιμάσατε για τις επιθεωρήσεις αυτές, σωστά;
Α. Μάλιστα.
Ε. Για τις τιμολογήσεις, σωστά;
Α. Δεν καταλαβαίνω.
Ε. Συνεχίζω και σας λέω ότι η απευθείας επικοινωνία που είχε η D Trade με την εταιρεία σας, αφορούσε και τιμολόγηση, τις χρεώσεις.
Α. Μάλιστα.
Ε. Τις εκπτώσεις που ζητούσε, για τη διαπραγμάτευση των χρεώσεων;
Α. Μάλιστα.
Ε. Εκπτώσεις που ζητούσε η πλευρά των εναγόντων;
Α. Μάλιστα.
Ε. Και η επικοινωνία η απευθείας που είχε με την εταιρεία σας η D Trade και ο κ. Irfan ήταν μέσω e mails και μέσω τηλεφωνημάτων;
Α. Μάλιστα.
Ε. Και μπορούσε να ήταν και καθημερινή για το χρόνο που υπήρχε, που κάνατε εσείς τις επιθεωρήσεις.
Α. Μάλιστα, πολύ συχνά.
Ε. Και παίρνατε και οδηγίες από τους D Trade για το πού θα πάτε για να κάνετε την επιθεώρηση;
Α. ΄Οχι, παίρναμε τέτοιες οδηγίες από τους Kuehne & Nagel, ακόμα περισσότερο για κάθε επιθεώρηση χρειαζόταν επίσημος διορισμός τι να κάνουμε.
Ε. Ο διορισμός αυτός με ποιον τρόπο γινόταν;
Α. Με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο από τους Kuehne & Nagel για κάθε επιθεώρηση.
Ε. ΄Αρα για κάθε μια από αυτές τις επιθεωρήσεις που έχουν παρουσιαστεί στο Δικαστήριο λέτε ότι είχατε συγκεκριμένο διορισμό με οδηγίες για το τι επιθεώρηση θα κάνατε;
Α. Μάλιστα, για κάθε περίπτωση είχαμε καθαρές γραπτές οδηγίες από τους Kuehne & Nagel.»
Δίδοντας συνέχεια ο συνήγορος των εφεσιβλήτων στο θέμα των γραπτών οδηγιών, ρώτησε τον κ. Markov και τα ακόλουθα:-
«Ε. Είπατε ότι για κάθε επιθεώρηση είχατε γραπτές οδηγίες;
Α. Μάλιστα.
Ε. Και φαντάζομαι ότι αυτές τις ακολουθούσατε;
Α. Μάλιστα.»
Συνεχίζοντας δε, περαιτέρω. στο ίδιο θέμα, ελέχθησαν και τα εξής:-
«Ε. ... Για τις άλλες τις εκθέσεις που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου γιατί δεν έχετε φέρει τις γραπτές οδηγίες που είχατε για να κάνετε τις επιθεωρήσεις;
Α. Γι' αυτές τις συγκεκριμένες ή για όλες τις επιθεωρήσεις;
Ε. Γι' αυτές που αφορούν η παρούσα υπόθεση, φαντάζομαι ότι έχετε ενημερωθεί ποιες είναι, σωστά;
Α. Αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση;»
Αν και είναι φανερό ότι δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση κατά την αντεξέταση στο θέμα των οδηγιών που, κατ' ισχυρισμό, λάμβαναν οι εφεσείοντες από τους Kuehne & Nagel με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, εντούτοις, δεν προσκομίστηκαν ποτέ από τον κ. Markov τα εν λόγω ηλεκτρονικά μηνύματα στο Δικαστήριο, ως μαρτυρία. Ο κ. Markov προσποιείτο ότι δεν καταλάβαινε αυτό που ερωτάτο σχετικά, γεγονός το οποίο εντόπισε ο ευπαίδευτος Πρόεδρος. Παρόλο δε ότι, σε αρκετές περιπτώσεις, κατά την αντεξέτασή του, ο κ. Markov επέμενε στη θέση των εφεσειόντων, ότι η επίδικη συμφωνία είχε γίνει με τους Kuehne & Nagel, τα δείγματα της μαρτυρίας του, που παρατίθενται εκτενώς πιο πάνω, αποκαλύπτουν, ακριβώς, το αντίθετο· ότι οι εφεσείοντες είχαν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, μια πολύ στενή συνεργασία με τους εφεσίβλητους, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τα ηλεκτρονικά μηνύματα, δείγμα των οποίων, επίσης, παρατίθεται προηγουμένως. Αυτή δε η συνεργασία δεν μπορεί παρά να ήταν στα πλαίσια συμφωνίας, την οποία είχαν, εκ των πραγμάτων, συνάψει μεταξύ τους, όπως προκύπτει από το σύνολο της μαρτυρίας, την οποία ο ευπαίδευτος Πρόεδρος αξιολόγησε δεόντως, καταλήγοντας σε ευρήματα επί των γεγονότων, τα οποία ήταν καθ' όλα εύλογα και τον οδήγησαν, αναπόφευκτα, στην αποδοχή της εκδοχής και της απαίτησης των εφεσιβλήτων.
Επομένως, κρίνοντας ότι δεν παρέχεται έδαφος επέμβασης στην εν λόγω κρίση του, ο έκτος λόγος έφεσης δε θα μπορούσε, κατά συνέπεια, να επιτύχει. Βέβαια, υπάρχουν και άλλοι λόγοι έφεσης, όμως, υπό το φως της κατάληξης της έφεσης, σε σχέση με το λόγο, ανωτέρω, παρέλκει η εξέτασή τους.
Γ.Ν. Γιασεμής,
Δ.
/ΜΠ