ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Σ. Δράκος για τον εφεσίβλητο 2/αιτητή Αντ. Ανδρέου με Μ. Μουαϊμη, για τον εφεσείοντα/Καθ' ου η αίτηση 1 Ε. Μιχαηλίδου (κα) για Λ. Παπαφιλίππου για την εφεσίβλητη 1/Καθ' ου η αίτηση 2 CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-10-17 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΤΤΗΣ ν. ΧΡΥΣΤΑΛΛΑΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 127/2009, 17/10/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:A785

(2014) 1 ΑΑΔ 2299

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 127/2009

 

 

17 Oκτωβρίου, 2014

 

 

[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

 

 

ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΤΤΗΣ

Εφεσείων/ενάγων

 

ΚΑΙ

 

 

1.  ΧΡΥΣΤΑΛΛΑΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

2.  ΗΛΙΑ ΚΡΗΤΙΚΑΚΗ

Εφεσιβλήτων/Εναγομένων

 

........

 

Αιτηση ημερ. 20/3/14 από τον εφεσίβλητο 2 για προσαγωγή μαρτυρίας

 

Σ. Δράκος για τον εφεσίβλητο 2/αιτητή

Αντ. Ανδρέου με Μ. Μουαϊμη, για τον εφεσείοντα/Καθ' ου η αίτηση 1

Ε. Μιχαηλίδου (κα) για Λ. Παπαφιλίππου για την εφεσίβλητη 1/Καθ' ου η αίτηση 2

 

.........

 

 ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

δώσει ο Δικαστής Παρπαρίνος

...........

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

 

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:  Με αίτηση του ημερ. 20/3/14, ο αιτητής/εφεσίβλητος 2 αιτείται άδειας για προσαγωγή μαρτυρίας ενώπιον του Εφετείου κατά την ακρόαση έφεσης που έγινε από τον καθ' ου η αίτηση 1/εφεσείοντα.  Για να γίνει κατανοητή η ουσία της αίτησης κρίνουμε σκόπιμο ν' αναφέρουμε τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης που οδήγησαν τον εφεσίβλητο 2/αιτητή να καταχωρήσει την υπό εξέταση αίτηση.  Παραθέτουμε αυτά ως εξετέθησαν από τον αδελφό Δικαστή Ναθαναήλ στην απόφαση του (μειοψηφίας) ημερ. 10/1/14:

 

«.......Στις 26.7.2000, ο εφεσείων-ενάγων οδηγούσε νομίμως το μοτοποδήλατο του κατά μήκος του δρόμου Παραλιμνίου-Αγίας Νάπας με κατεύθυνση την Αγία Νάπα.  Η εφεσίβλητη 1-εναγόμενη 1, ήλαυνε με το όχημα της από την αντίθετη κατεύθυνση, το οποίο και ακινητοποίησε στη μέση της οδού δείχνοντας με το σηματοδότη της την πρόθεση της να εισέλθει σε δεξιά πάροδο σε σχέση με την κατεύθυνση της.  Την ίδια ώρα ο εφεσίβλητος 2, εναγόμενος 2, ακολουθούσε με το δικό του όχημα, αυτό της εφεσίβλητης 1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε τη μαρτυρία του εφεσείοντα, του αστυνομικού εξεταστή της υπόθεσης και του αστυνομικού που διερεύνησε το δυστύχημα από πλευράς του ενάγοντα, και  την εφεσίβλητη 1 μόνο από πλευράς της, (ο εφεσίβλητος 2 βρισκόταν στο εξωτερικό, δεν παρέστη στη δίκη και δεν κατέθεσε), προέβη στο εύρημα ότι ο εφεσίβλητος 2 ήταν ο μόνος υπεύθυνος για το δυστύχημα διότι το όχημα του προσέκρουσε στο οπίσθιο μέρος του διπλοκάμπινου οχήματος της εφεσίβλητης 1, η οποία είχε σταματήσει «καθαρά» στην πλευρά της με ελαφριά κλίση προς δεξιά, με αποτέλεσμα το διπλοκάμπινο να σπρωχθεί προς τα εμπρός εισερχόμενο στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας ανακόπτοντας την πορεία του εφεσείοντος.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ως μόνο επίδικο θέμα τον καθορισμό της ευθύνης μεταξύ των συνεναγομένων δεδομένου ότι είχε ήδη δηλωθεί ως παραδεκτό γεγονός ότι ο εφεσείων δεν έφερε καμία απολύτως ευθύνη για το δυστύχημα, ενώ συμφωνήθηκαν και οι γενικές και ειδικές αποζημιώσεις στο ποσό των £100.000, (€170.858,98) με τόκο 8% από 30.10.2007 μέχρι εξοφλήσεως, πλέον το επίσης συμφωνηθέν ποσό των δικηγορικών εξόδων ανερχόμενο σε £10.000, (€17.085,90), πλέον Φ.Π.Α., πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, η οποία εκδόθηκε στις 12.3.2009. Η αγωγή ηγέρθηκε στις 30.4.2002.

 

Χάριν πληρότητας της εικόνας, να αναφερθεί ότι τον εφεσίβλητο 2, (ο οποίος αρχικά ήταν τριτοδιάδικος μετά από αίτηση της εναγόμενης 1), εκπροσώπησε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το M.I.F., αλλά στην έφεση παρουσιάστηκε ιδιώτης δικηγόρος εκ μέρους του εφεσίβλητου 2, του M.I.F. αποσυρθέντος ή μη επιδεικνύοντος οποιοδήποτε περαιτέρω ενδιαφέρον για την υπόθεση.

 

Με την έφεση του ο εφεσείων διατείνεται στην ουσία ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσίβλητης 1, με αποτέλεσμα να την απαλλάξει από την ευθύνη της, η οποία είναι είτε ολοκληρωτική, είτε μερική.  Προς τούτο, το Δικαστήριο αποδέχθηκε μαρτυρία που δεν υπήρχε εφόσον θεώρησε ότι το όχημα της εφεσίβλητης 1 σπρώχθηκε προς τα εμπρός ενώ η ίδια δεν είχε αναφέρει οτιδήποτε για σύγκρουση του οχήματος της από τον εφεσίβλητο 2, αμέσως μετά το δυστύχημα.  Περαιτέρω, η γραπτή κατάθεση του εφεσίβλητου 2 στην Αστυνομία, η οποία κατατέθηκε ως τεκμήριο από τον εφεσείοντα, αξιολογήθηκε λανθασμένα ή και αγνοήθηκε.  Εν τέλει το Δικαστήριο όφειλε να καταλογίσει ευθύνη είτε εξ ολοκλήρου, είτε κατά ένα ποσοστό στην εφεσίβλητη 1». 

 

 

Ο εφεσίβλητος 2/αιτητής ο οποίος πλέον παρουσιάζεται στην έφεση και εκπροσωπείται από δικηγόρο υπέβαλε την αίτηση υπό εξέταση με την οποία, ως έχει αναφερθεί, αιτείται να του επιτραπεί η προσαγωγή νέας μαρτυρίας, ήτοι της μαρτυρίας του ίδιου, όπως και η παρουσίαση υπ' αυτού εγγράφων, τα οποία δεν καθορίζει,  ώστε, όπως υποστηρίζεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, το Εφετείο ν' αντιπαραθέσει την μαρτυρία του με αυτή της εφεσίβλητης 2 «και να εξάγει τα ανάλογα συμπεράσματα μετά από μια δικαστική αξιολόγηση της μαρτυρίας».

 

Η δικαιολογία που προσφέρεται στην ένορκη δήλωση του αιτητή για τη μη παρουσίαση πρωτόδικα της άνω μαρτυρίας είναι ότι ο εφεσίβλητος 2/αιτητής δεν είχε γνώση της πρωτόδικης διαδικασίας διότι αυτός είναι μόνιμος κάτοικος εξωτερικού και ουδέποτε του επιδόθηκε η αγωγή.  Η αγωγή κατόπιν διαταγής του Δικαστηρίου επιδόθηκε στο Ταμείο Ασφαλίσεων Μηχανοκινήτων το οποίο και υπερασπίστηκε την αγωγή με δικηγόρο του.

 

Για χάρη πληρότητας αναφέρεται ότι το πιο πάνω Ταμείο Ασφαλίσεων Μηχανοκινήτων Οχημάτων δεν κάλυψε τον εφεσίβλητο 2/αιτητή και δεν ικανοποίησε την πρωτόδικη δικαστική απόφαση υπέρ του εφεσείοντα.

 

Ο εφεσείων δεν έχει ένσταση στο αίτημα ενώ αντίθετα η εφεσίβλητη 2 καταχώρησε γραπτή ένσταση και προβάλλει αριθμό λόγων γιατί δεν θα πρέπει να επιτραπεί η αίτηση.

 

 

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσίβλητο2/αιτητή με αναφορά σε κυπριακή και αγγλική νομολογία, εισηγήθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις γι' έγκριση της αίτησης.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσείοντα/καθ' ου η αίτηση 1, εισηγήθηκε ότι εφ' όσον το Εφετείο διέταξε την επίδοση της έφεσης στον αιτητή, θα πρέπει επίσης να δώσει σ' αυτόν την ευκαιρία να παρουσιάσει τη μαρτυρία του.

 

Εντελώς αντίθετη είναι η εισήγηση της ευπαιδεύτου δικηγόρου της εφεσίβλητης 1/καθ' ης η αίτηση 2, η οποία υποστήριξε ότι η αίτηση είναι αβάσιμη.  Σύμφωνα με την εισήγηση ο αιτητής με την αίτηση επιδιώκει την προσαγωγή μαρτυρίας για να συμπληρωθούν κενά και/ή παραλείψεις της μαρτυρίας που δόθηκε κατά την πρωτόδικη μαρτυρία προς όφελος του και επιχειρεί με έμμεσο τρόπο την επαναξιολόγηση της μαρτυρίας που δόθηκε πρωτόδικα.

 

Στην υπόθεση Oleg Blachin v. Αριστείδου (1997) 1 (Α) Α.Α.Δ. 195 αναφέρονται οι διατάξεις που ρυθμίζουν το ζήτημα υπό εξέταση όπως και η νομολογιακή ερμηνεία τους.

 

«Η προσαγωγή περαιτέρω μαρτυρίας ενώπιον του Εφετείου διέπεται από το άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 το οποίο ισχύει τόσο σε πολιτικές όσο και σε ποινικές υποθέσεις.  Σε ό,τι αφορά τις πρώτες, η άσκηση της εξουσίας ακολουθεί τη δικονομική οδό την οποία ορίζει ο καν. 8 της Δ.35.  Η δυνατότητα προσαγωγής περαιτέρω μαρτυρίας αποτελεί εξαιρετικό μέτρο.  Οι νομολογιακά απαιτούμενες ουσιαστικές προϋποθέσεις τέθηκαν από το Αγγλικό Εφετείο στην υπόθεση Ladd v. Marshall (1954) 3 All E.R. 745 στη σελ. 748 και υιοθετήθηκαν εδώ, αφενός ως εντάξιμες στις δικές μας διατάξεις και αφετέρου ως πρόσφορες προς τούτο ενόψει της ομοιότητας των δύο συστημάτων:  βλ. την Trifonides v. Alpan (Taki Bros) (1987) 1 C.L.R. 479 στην οποία περιέχεται εκτενής αναφορά στη νομολογία.

 

Οι εν λόγω προϋποθέσεις εκτίθενται όπως αρχικά διατυπώθηκαν, αλλά σε ελληνική μετάφραση, στην υπόθεση Μάρτιν ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1994) 2 Α.Α.Δ. 29 στη σελ. 32.  Τις παραθέτουμε:

 

(α)  Η μαρτυρία δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί προς χρήση κατά την πρωτόδικη διαδικασία με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας.

 

(β)  Η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε αν προσαγόταν θα ήταν πιθανό να είχε κάποια σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της υπόθεσης αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αποφασιστικής σημασίας.

 

(γ)  Η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εμφανίζεται αξιόπιστη αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αναντίλεκτη.

 

(βλ.  επίσης Ανδρέα Λοϊζίδη ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 145/2013 ημερ. 11/2/2014)

 

Εξετάσαμε με προσοχή την αίτηση και όλες τις παραμέτρους που την περιβάλλουν.  Ανατρέξαμε προς τούτο και στα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας.

 

 

 

Η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί  διότι η πρόθεση του αιτητή, ως διαφαίνεται από την αίτηση του, είναι να παρουσιάσει τη μαρτυρία του και έγγραφα ενώπιον του Εφετείου το οποίο στη συνέχεια να την αξιολογήσει και συσχετίσει με την άλλη μαρτυρία που δόθηκε πρωτόδικα.  Τέτοια διαδικασία όπως την εισηγείται ο αιτητής δεν είναι επιτρεπτή.  Στην Αγαπίου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 396, 398-399 παρατηρούνται τ' ακόλουθα:

 

«Η ευχέρεια που παρέχεται στο Ανώτατο Δικαστήριο να δεχθεί μαρτυρία στο πλαίσιο της άσκησης της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του δεν απαλλάττει το διάδικο που φέρει το αποδεικτικό βάρος από την υποχρέωση να προσαγάγει το σύνολο της μαρτυρίας που στηρίζει την υπόθεση του στο πρωτόδικο δικαστήριο.  Το δικαστικό μας σύστημα βασίζεται στην αρχή ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι ο χώρος για την κατάθεση και την αξιολόγηση της μαρτυρίας.  Η εξουσία για τη λήψη μαρτυρίας κατά την άσκηση της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας δεν σκοπεί στην αλλοίωση της δομής του συστήματος ούτε μειώνει την υποχρέωση των διαδίκων στις πολιτικές υποθέσεις και της κατηγορούσας αρχής και του κατηγορουμένου στις ποινικές υποθέσεις να παρουσιάσουν το σύνολο της μαρτυρίας του στο πρωτόδικο δικαστήριο.  (Βλ. μεταξύ άλλων Yiannakis Kyriacou Pourikkos v. Mehmet Fevzi (1962) C.L.R. 283).  Η εξουσία του Εφετείου να δεχθεί μαρτυρία έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα και περιορίζεται κυρίως σε μαρτυρία η οποία έρχεται σε φως μετά την ολοκλήρωση της δίκης η ύπαρξη της οποίας δεν μπορούσε να εντοπισθεί παρά την λήψη κάθε λογικού μέτρου από το διάδικο ο οποίος επιδιώκει την παρουσίαση της στο Εφετείο.

 

Η δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει ως κύριο σκοπό την θεώρηση της ορθότητας της απόφασης και της ετυμηγορίας του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Ο ρόλος αυτός δύσκολα συμβιβάζεται με τη λήψη και αξιολόγηση μαρτυρίας.  Γι' αυτό μαρτυρία μπορεί να ληφθεί μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις και κάτω από τις αυστηρές προϋποθέσεις που έχει καθορίσει η νομολογία.»

 

 

Περαιτέρω η αίτηση θα πρέπει επίσης ν' απορριφθεί κατά το μέρος που αφορά την παρουσίαση εγγράφων και για τον πρόσθετο λόγο ότι αυτά δεν προσδιορίσθηκαν στον αναγκαίο βαθμό όπως υποδείχθηκε στην Αγαπίου (άνω):

 

«Η μαρτυρία της οποίας η προσαγωγή επιδιώκεται πρέπει να προσδιορίζεται με ακρίβεια η σύνοψη της ή όπου είναι δυνατό ολόκληρο το κείμενο της πρέπει να επισυνάπτεται στην αίτηση ώστε το Εφετείο να είναι σε θέση να εκτιμήσει προκαταρκτικά την σχετικότητα, αξιοπιστία και τις πιθανές επιπτώσεις της στο αποτέλεσμα.»

(Βλ. Λοϊζίδη ν. Γενικού Εισαγγελέα, Ποιν. Έφεση 145/2013, ημερ. 11/2/14)

 

  Τέλος είναι διαπίστωση μας ότι εκείνο που επιδιώκεται τώρα με την αίτηση θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί κατά το χρόνο της δίκης.  Ο αιτητής πουθενά δεν στηρίζει το αίτημα του στο ότι η διεύθυνση του στο εξωτερικό ήταν άγνωστη από το δικηγόρο, ο οποίος χειριζόταν την υπεράσπιση του στη δίκη.  Αυτό βεβαιώνεται και από τα πρακτικά της διαδικασίας, όπου ο δικηγόρος, ως άνω, ουδέποτε ανέφερε ότι δεν γνώριζε αυτή.  Η αίτηση του Ταμείου Ασφαλίσεως Μηχανοκινήτων ημερ. 5/7/2006 για παραμερισμό της επίδοσης στηρίχθηκε στη βάση ότι η αξίωση παραγράφηκε και κατά τη δίκη όταν θα έπρεπε να παρουσιάσει ο αιτητής τη μαρτυρία του, η δικηγόρος του ανέφερε ότι δεν έχει άλλη μαρτυρία να προσφέρει διότι ο κ. Κρητικάκης (αιτητής) βρίσκεται στο εξωτερικό.

 

 

 

Παρατηρείται συνεπώς ότι ουδέποτε τέθηκε ότι δεν ήταν γνωστή η διεύθυνση του αιτητή στο δικηγόρο που τον υπερασπιζόταν για λογαριασμό του Μ.Ι.F. ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά ούτε και ενώπιον μας τέθηκε τέτοια μαρτυρία.  Δεν πληρούται συνεπώς η πρώτη νομολογιακή προϋπόθεση.  Οι υποθέσεις Michael Petrou v. The Police (1968) 2 C.L.R. 40 και Χριστόφορος Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφ. 180/07 ημερ. 29/6/12, που αναφέρθηκαν από το συνήγορο του αιτητή κρίθηκαν στα δικά του ιδιαίτερα περιστατικά χωρίς διαφοροποίηση της νομολογιακής αντιμετώπισης του ζητήματος.  (βλ. Δημοσθένους ν. Γεωργίου κ.α. (2000) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1541, Σάββα ν. Γεωργίου κ.α. Πολ. Εφ. 134/09 ημερ. 16/4/2014, ECLI:CY:AD:2014:A266, Χριστίνα Αντωνίου, Πολ. Εφ. 134/09, ημερ. 16/4/2014, ECLI:CY:AD:2014:A266, Χριστίνα Περικλέους ν. ELLINAS FINANCE LTD  κ.α. Πολ. Έφεση αρ. 283/10 ημερ. 3/7/2014, Ιωάννου ν. Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία κ.α. Πολ. Έφεση αρ. 181/10 ημερ. 29/7/2014, Μαρκίδης ν. ELLINAS FINANCE PUBLIC COMPANY LTD., Πολ. Έφ. 97/2011 ημερ. 10/9/2014.

 

Να σημειωθεί για χάρη πληρότητας, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στις 2/6/2003, κατόπιν σχετικής αίτησης της εναγομένης 1/εφεσίβλητης 1, εξέδωσε διαταγή για υποκατάστατη επίδοση ειδοποίησης τριτοδιάδικου προς τον αιτητή στο Μ.Ι.F. λόγω απουσίας του αιτητή στο εξωτερικό.

 

 Η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

                                                                            Στ. Ναθαναήλ, Δ.

 

                                                                            Λ. Παρπαρίνος, Δ.

 

                                                                            Γ. Ν. Γιασεμής, Δ.

 

/ΚΑΣ

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο