ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A662
(2014) 1 ΑΑΔ 1934
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 97/2011)
10 Σεπτεμβρίου, 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΜΑΡΚΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ELLINAS FINANCE PUBLIC COMPANY LTD,
Εφεσιβλήτων.
________________________
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 20 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ, 2013
Δώρα Δημητρό (κα), για Αντώνη Παπαντωνίου, για τον Αιτητή - Εφεσείοντα.
Λοΐζος Παπαχαραλάμπους, για Παπαχαραλάμπους και Αγγελίδη, για τους Καθ' ων η Αίτηση - Εφεσίβλητους.
________________________
ΝΑΘΑΝΑΗΛ. Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, στην προσπάθειά του να εξειδικεύσει το σκοπό της υπό εξέταση αίτησής του για προσαγωγή μαρτυρίας, είναι εμμέσως, που, τελικώς, πέτυχε τη συμπερίληψη σ' αυτή του επιθυμητού αιτήματός του. Αυτό εντοπίζεται στο δεύτερο σκέλος του πρώτου αιτητικού, υπό το γράμμα Α.
Με το πρώτο σκέλος του αιτητικού Α, ζητείται η έκδοση από το Δικαστήριο διατάγματος για την κλήτευση δύο Πρωτοκολλητών· ο ένας από το Ανώτατο Δικαστήριο, σε σχέση με την Πολιτική ΄Εφεση 197/2005 και ο άλλος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, σε σχέση με την Αγωγή 3998/2002 του εν λόγω Δικαστηρίου. Οι σχετικές προς τις πιο πάνω διαδικασίες αποφάσεις είχαν εκδοθεί στις 17.10.2006 και στις 27.5.2005, αντίστοιχα. Συνεχίζοντας, στο δεύτερο σκέλος του, το αιτητικό καθορίζει, τελικώς, ότι ο σκοπός της κλήτευσης των προαναφερθέντων λειτουργών, που δεν είναι άλλως πως επιτρεπτή, ελλείψει ανάλογης εξουσίας, είναι η προσαγωγή στο Ανώτατο Δικαστήριο μαρτυρίας, με την κατάθεση των ακολούθων εγγράφων:-
1. Της συμφωνίας για το Σχέδιο Margin Account, ημερομηνίας 29.9.2000, η οποία κατατέθηκε ως τεκμήριο στην πρωτόδικη υπόθεση μεταξύ της Marketrends Finance Ltd. και του Ανδρέα Πέρδικου, αντικείμενο, σε μεταγενέστερο στάδιο, της Πολιτικής ΄Εφεσης 197/2005.
2. Της συμφωνίας διαχείρισης μεταξύ των προαναφερθέντων δύο διαδίκων.
3. Οποιασδήποτε άλλης συμφωνίας η οποία κατατέθηκε ως τεκμήριο· και
4. Του καταλόγου τεκμηρίων.
Με δεδομένο ότι η Πολιτική ΄Εφεση 197/2005 αφορούσε, προφανώς, έφεση κατά της απόφασης στην Αγωγή 3998/2002, τα έγγραφα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, πιο πάνω, είχαν κατατεθεί ως τεκμήρια και αποτελούσαν μαρτυρία σε όλα τα στάδια της διαδικασίας που διέτρεξε η πιο πάνω υπόθεση. ΄Οσον αφορά, όμως, τα έγγραφα υπό τις παραγράφους 3 και 4, ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι η περιγραφή τους είναι τόσο γενική, αφού παραλείπεται οποιαδήποτε εξειδίκευση του περιεχομένου τους, που η αίτηση, αν αφορούσε μόνο αυτά, θα ήταν, οπωσδήποτε, απορριπτέα, χωρίς περαιτέρω εξέτασή της. ΄Οπως επισημαίνεται, συναφώς, στην υπόθεση Αγαπίου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 396, η μαρτυρία η οποία επιδιώκεται να τεθεί ενώπιον του Εφετείου πρέπει να καθορίζεται συγκεκριμένα στην αίτηση, ώστε να είναι δυνατή η, από κάθε σχετική άποψη, αξιολόγησή της, για σκοπούς, βέβαια, της ενδιάμεσης διαδικασίας. Η ίδια επισήμανση έχει γίνει και στην πρόσφατη απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Ανδρέας Λοϊζίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 145/2013, 11.2.2014.
Στην παρούσα περίπτωση, η εξέταση της αίτησης, θεωρώντας ότι, με αυτή, βασικά, ζητείται η παραχώρηση από το Εφετείο άδειας για προσκόμιση μαρτυρίας στο στάδιο της έφεσης, θα διενεργηθεί στη βάση αυτή. Αντικείμενό της δε, θεωρείται ότι είναι τα στοιχεία του αιτητικού Α, υπό τις παραγράφους 1 και 2, ανωτέρω. Είναι τα έγγραφα τα οποία αναφέρονται σ' αυτά που ο εφεσείων επιθυμεί να προσκομίσει ως μαρτυρία, σε αυτό το τόσο προχωρημένο στάδιο στην πορεία της υπόθεσης, της έφεσης, η οποία, μάλιστα, έχει και αυτή φτάσει σε ένα πολύ προχωρημένο στάδιο· έχει, ήδη, καταχωριστεί το περίγραμμα αγόρευσης της κάθε πλευράς.
Δεν αποτελεί πρωτόγνωρη διαδικασία το τι προωθείται στα πλαίσια της παρούσας έφεσης. Δεν είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά που το Εφετείο εξετάζει παρόμοιας φύσεως αίτηση. Αυτή δε εδράζεται, κυρίως, στο ΄Αρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960), το οποίο δίδει εξουσία στο Εφετείο, κατά την ακρόαση και διάγνωση οποιασδήποτε έφεσης, μεταξύ άλλων, «να ακούη και δέχεται περαιτέρω αποδεικτικά μέσα». Πρόκειται, βέβαια, για διακριτικής φύσεως εξουσία, ενώ θα πρέπει, συγχρόνως, να σημειωθεί ότι η πιο πάνω πρόνοια, ως πρόνοια η οποία εκφράζει τη βούληση του νομοθέτη της Κυπριακής Δημοκρατίας, έχει προβάδισμα έναντι της παρόμοιας, ούτως ή άλλως, πρόνοιας που υπάρχει στη Δ.35, κ. 8 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, (βλ. Ashot Egiazaryan κ.ά. ν. Denoro Investments Limited κ.ά., Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 75/2011, 19.2.2013).
΄Οπως έχει λεχθεί από τη σχετική νομολογία, η εξουσία η οποία επιτρέπει την προσκόμιση μαρτυρίας στο στάδιο της έφεσης αποτελεί εξαιρετικό μέτρο και, οπωσδήποτε, δεν πρέπει να ασκείται για να παρέχεται η δυνατότητα υποκατάστασης ή και επανάληψης της διαδικασίας η οποία έχει διεξαχθεί πρωτόδικα, (βλ. Λαπέρτας v. Semio Production Ltd (Αρ. 2) (2003) 2 Α.Α.Δ. 249). Αυτή ασκείται, ωστόσο, «όπου αι περιστάσεις της υποθέσεως απαιτούσιν ούτω», άρθρο 25(3). Μοναδικό δε κριτήριο για την άσκησή της πρέπει να είναι η κατάδειξη ότι η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσκομιστεί, ως αποφασιστικά σχετική προς τα επίδικα θέματα, αν ετίθετο ευθύς εξ αρχής ενώπιον του εκδικάσαντος την υπόθεση δικαστηρίου, θα ήταν δυνατό να επιδράσει ουσιαστικά στην κρίση του, (βλ. Ashot Egiazaryan κ.ά. ν. Denoro Investments Limited κ.ά., ανωτέρω).
Βέβαια, κατά την εξέταση τέτοιας αίτησης, ιδιαίτερα κρίσιμα για την άσκηση της εν λόγω διακριτικής εξουσίας είναι και τα επόμενα δύο ερωτήματα. Το πρώτο, το οποίο, ούτως ή άλλως, έρχεται αμέσως κατά νουν, είναι γιατί η ζητούμενη να προσκομιστεί τώρα μαρτυρία δεν ετέθη εξ αρχής ενώπιον του δικαστηρίου το οποίο εκδίκασε πρωτοδίκως την υπόθεση, λαμβάνοντας, βέβαια, ως δεδομένο ότι αυτή ήταν και τότε διαθέσιμη. Αν δε διαφανεί ότι, με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας, αυτό θα μπορούσε να ήταν τότε κατορθωτό, η διαπίστωση αυτή σφραγίζει αρνητικά την τύχη της αίτησης. Αν όχι, παραμένει προς εξέταση η ύπαρξη του κριτηρίου που αναφέρθηκε προηγουμένως.
Περαιτέρω, και σε συνέχεια της απαίτησης για επίδειξη εύλογης επιμέλειας στο χειρισμό κάθε υπόθεσης σε όλα τα στάδιά της και, όλως ιδιαιτέρως, σε σχέση με το στάδιο της έφεσης, που, ουσιαστικά, είναι και το τελευταίο σε μια δικαστική διαδικασία, είναι και το δεύτερο ερώτημα: Αν η σχετική αίτηση ενώπιον του Εφετείου έχει υποβληθεί εγκαίρως. Η έγκαιρη και χωρίς καθυστέρηση καταχώρισή της έχει την έννοια ότι αυτή δε θα αποτελέσει τροχοπέδη στην εξέλιξη και περάτωση το συντομότερο δυνατό της επ' εφέσει διαδικασίας, (βλ. Ashot Egiazaryan κ.ά. ν. Denoro Investments Limited κ.ά., ανωτέρω). Το στάδιο δε αυτό θα πρέπει, λογικά, να συμπίπτει με το στάδιο της μελέτης της υπόθεσης, υπό το φως και της πρωτόδικης απόφασης, προς το σκοπό καταχώρισης της έφεσης. Τότε ετοιμάζονται οι λόγοι έφεσης, οι οποίοι θα πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένοι. Διαφορετική προσέγγιση θα έχει ως αποτέλεσμα να αφήνεται το θέμα στην κρίση του δικηγόρου του αιτητή, όταν αυτός θα αποφασίσει να εστιάσει την προσοχή του στη μελέτη της υπόθεσης του πελάτη του. Συνάδει δε η έγκαιρη διαπίστωση της συγκεκριμένης ανάγκης με γνήσια πρόθεση ως προς το σκοπό στον οποίο αποβλέπει η αίτηση, αποκλείοντας, έτσι, και την οποιαδήποτε υποψία ότι μπορεί να είναι ευκαιριακά που γίνεται η επίκληση της συγκεκριμένης εξουσίας.
Εξετάζοντας πρώτο το τελευταίο θέμα, ανωτέρω, θα πρέπει να λεχθεί ότι αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός ότι η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε στις 28.1.2011 και η έφεση καταχωρίστηκε στις 9.3.2011. Ακολούθως, αυτή πήρε την πορεία της και, όπως έχει, ήδη, αναφερθεί, καταχωρίστηκαν, στο μεταξύ, τα περιγράμματα αγόρευσης και το επόμενο και τελικό στάδιο θα ήταν ο ορισμός της έφεσης για ακρόαση. Ανεκόπη, όμως, όταν καταχωρίστηκε στις 20.11.2013 η παρούσα αίτηση. Αυτό συνέβηκε 32 και πλέον μήνες μετά την καταχώριση της έφεσης, με μοναδική δικαιολογία ότι, μόλις τότε ο εφεσείων αιτητής και οι δικηγόροι του διαπίστωσαν ως αντιφατική τη σχετική νομολογία, όπως αυτοί την εκλαμβάνουν. Πιστεύουν δε ότι, με την προσαγωγή της εν λόγω μαρτυρίας και την κατάληξη που θα έχει, συνακόλουθα, η έφεση αυτή, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα τεθεί στην ορθή βάση και θα καταστεί βεβαία, παρέχοντας, έτσι, ασφάλεια στο Δίκαιο. Ως τέτοια, θεωρούν ότι είναι αυτή την οποία χάραξε η υπόθεση Marketrends Finance Ltd. v. Πέρδικου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 1042, της οποίας τα γεγονότα φέρεται να προσομοιάζουν με τα γεγονότα της υπόθεσης η οποία εξετάζεται με την παρούσα έφεση.
Παραμένοντας στο υπό εξέταση θέμα, η πιο πάνω δικαιολογία, προφανώς, είναι ανεπαρκής και, μάλλον, εμπίπτει στην αντιμετώπιση, την οποία το Εφετείο θα πρέπει να έχει σε σχέση με μια τέτοια αίτηση, όπως έχει προηγουμένως αναφερθεί. Στη βάση δε αυτή, πασιφανώς, η αίτηση υποβλήθηκε ευκαιριακά, εξ ου και η πολύ μεγάλη καθυστέρηση που σημειώθηκε στην καταχώρισή της, γεγονός που, αναπόφευκτα, οδηγεί και στην παρατήρηση ότι, ως τέτοια, μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί και κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου τούτου.
Αναμφίβολα, όμως, πιο σοβαρό και καθοριστικό, εν τέλει, ως προς την τύχη της αίτησης είναι το πρώτο ερώτημα, το οποίο διατυπώθηκε προηγουμένως. Προφανώς, αυτό δεν είναι άσχετο και με το θέμα της καθυστέρησης που εξετάστηκε πιο πάνω. Τούτο προκύπτει από το γεγονός ότι η μαρτυρία η οποία επιδιώκεται να τεθεί στο χρόνο αυτό ενώπιον του Εφετείου υπήρχε και ήταν διαθέσιμη κατά την εκδίκαση, πρωτόδικα, της υπόθεσης στην οποία αφορά η παρούσα έφεση. Με εύλογη επιμέλεια, κατά το στάδιο της προετοιμασίας και παρουσίασής της, πρωτόδικα, θα μπορούσε να είχε διαπιστωθεί η ύπαρξη της εν λόγω μαρτυρίας, καθώς, επίσης, η ισχυριζόμενη ανάγκη για την προσφορά της, προς υποστήριξη των θέσεων του εφεσείοντα, εναγομένου στη διαδικασία εκείνη. Η πλευρά, όμως, του εφεσείοντα, προφανώς, ούτε και κατά το στάδιο εκείνο επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια. Ως εκ τούτου, δεν εντόπισε, όπως ισχυρίζεται, την εν λόγω μαρτυρία, ούτε διαπίστωσε εγκαίρως τη θεωρούμενη από αυτή ανάγκη για προσκόμισή της στο δικαστήριο, με αποτέλεσμα τώρα να είναι, πλέον, αργά να επιτραπεί κάτι τέτοιο στο παρόν στάδιο της έφεσης. Η αποδοχή της αίτησης θα οδηγούσε, χωρίς την ύπαρξη ικανοποιητικού λόγου, στην εξέταση της υπόθεσης από την αρχή, που είναι ό,τι αποτελεί, βασικά, έργο του εκδικάζοντος δικαστηρίου.
Επιπρόσθετα, όμως, θα πρέπει να αναφερθούν και τα ακόλουθα, επίσης, πολύ σχετικά με την πιο πάνω πτυχή της υπόθεσης αυτής. Προηγουμένως, έγινε αναφορά σε ισχυρισμό της πλευράς του εφεσείοντα ότι αυτός δεν εντόπισε εγκαίρως τη μαρτυρία την οποία τώρα επιθυμεί να θέσει ενώπιον του Εφετείου. Εγείρονται, όμως, και γι' αυτό σοβαρές αμφιβολίες. Συγκεκριμένα, στην παράγραφο 3 του πέμπτου λόγου έφεσης, υπάρχει αναφορά, με την οποία ο εφεσείων, αιτητής, επικαλείται ομοιότητες των συμφωνιών της παρούσας υπόθεσης με αυτές στην υπόθεση Marketrends Finance Ltd. v. Πέρδικου κ.ά., ανωτέρω, τις οποίες, μάλιστα, το πρωτόδικο δικαστήριο φέρεται να είχε αγνοήσει. Επομένως, εύλογα μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι ο εφεσείων και οι δικηγόροι του γνώριζαν για την εν λόγω μαρτυρία από την αρχή. Δε χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμός της πτυχής αυτής, αφού τα γεγονότα ομιλούν από μόνα τους.
Βέβαια, η εξέταση της αίτησης δε θα μπορούσε να τελειώσει έτσι, αφού, πρωτόδικα, θα ετίθετο, μάλλον, και θέμα αποδοχής των εν λόγω εγγράφων ως μαρτυρία, το οποίο τίθεται, ασφαλώς, και εδώ, κατά τρόπο ώστε, αν το ζήτημα παρέμενε, τελικώς, να κριθεί στη βάση, αποκλειστικά, της διακριτικής εξουσίας του Εφετείου, να μην ήταν δυνατό αυτή να ασκηθεί προς όφελος του εφεσείοντα, αιτητή.
΄Ο,τι επιδιώκεται, στην προκειμένη περίπτωση, να κατατεθεί είναι μαρτυρία και, δη, έγγραφα συμφωνιών, η οποία είχε κατατεθεί πρωτόδικα στην υπόθεση Marketrends Finance Ltd. ν. Πέρδικου κ.ά. και, προφανώς, είχε συνυπολογιστεί και εκτιμηθεί, αναλόγως, σε όλα τα στάδια από τα οποία διήλθε η υπόθεση εκείνη, μέχρι και αυτού της έφεσης. Δηλαδή, ως μαρτυρία, τα εν λόγω έγγραφα είχαν, σε τελική ανάλυση, αφομοιωθεί στην υπόθεση εκείνη και, ειδικά, στα ευρήματα επί των γεγονότων του δικαστηρίου και σε ό,τι, τελικώς, αναδύεται από αυτά, ως η τελική του κρίση. Ειδικότερα, η εξέταση του περιεχομένου των εν λόγω εγγράφων και, ειδικά, η ερμηνεία τους, καθώς, επίσης, η επίδρασή της στις σχέσεις των εκεί διαδίκων είναι ό,τι θα είχε γίνει στην πρωτόδικη απόφαση και, ακολούθως, στην απόφαση του Εφετείου. Αν η αναφορά στις εν λόγω αποφάσεις, και, ειδικά, στα γεγονότα τα οποία αναδύονται από αυτές, δεν είναι ικανοποιητική προς το σκοπό να γίνουν οι θεωρούμενες από τον εφεσείοντα και τους δικηγόρους του αναγκαίες συγκρίσεις με τα γεγονότα άλλων σχετικών υποθέσεων, οι οποίες, επίσης, κρίθηκαν κατ' έφεση, δε θα είναι, μάλλον, δυνατό να βοηθήσει προς την κατεύθυνση αυτή η κατάθεση αυτούσιων των εν λόγω εγγράφων συμφωνιών, ως μαρτυρία. ΄Αλλωστε, κάτι τέτοιο, ουσιαστικά, θα ισοδυναμούσε με επανάνοιγμα της υπόθεσης Marketrends Finance Ltd. ν. Πέρδικου κ.ά., προκειμένου να εξεταστεί η επίδραση του περιεχομένου τους στην τελική κρίση σχετικά του Εφετείου, στη βάση, ενδεχόμενα, κάποιας ερμηνείας, η οποία θα επιχειρηθεί στα πλαίσια της παρούσας έφεσης. Μια τέτοια παρέμβαση δεν μπορεί, ασφαλώς, να είναι ορθή και, αντίθετα, κρίνεται ως απαράδεκτη, αφού, έτσι, θα ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος μη τελεσφόρησης μιας προηγηθείσας δικαστικής διαδικασίας.
΄Ενα δεύτερο αίτημα, το οποίο υποβλήθηκε εκ μέρους του εφεσείοντα, αιτητή, είναι όπως η παρούσα έφεση τεθεί προς εκδίκαση ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. ΄Οπως γίνεται αντιληπτό, ο σκοπός θα είναι όπως η Πλήρης Ολομέλεια εξετάσει την προηγηθείσα σχετική νομολογία και αποφασίσει οριστικά επί της ερμηνείας των σχετικών συμφωνιών, οι οποίες αποτελούσαν, επίσης, αντικείμενο της υπόθεσης στην παρούσα έφεση. Μια τέτοια αντίληψη, όμως, ως προς το ρόλο της Πλήρους Ολομέλειας δεν είναι, ακριβώς, ορθή.
Η Πλήρης Ολομέλεια αποτελεί διεύρυνση του τριμελούς ή πενταμελούς εφετείου, αναλόγως της περίπτωσης, και όχι εφετείο τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας. Αναλαμβάνει δε, σπανίως, η ίδια την εκδίκαση υποθέσεων κατ' έφεση και σε περιπτώσεις στις οποίες κρίνεται ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις. Αυτό συμβαίνει όταν, με την έφεση, κρίνεται ότι εγείρονται πολύπλοκα νομικά θέματα μείζονος σημασίας ή και θέματα, για την κατάληξη επί των οποίων έχει άμεσο ενδιαφέρον ολόκληρη η κοινωνία των πολιτών, ή μεγάλο μέρος της, και, ειδικά, όταν υπάρχει επηρεασμός των δικαιωμάτων της, τότε κρίνεται πως ορθό είναι να τεθεί, στην όποια απόφαση προκύψει από αυτή, ο συλλογικός προβληματισμός και η κρίση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενισχύοντας, έτσι, και το στοιχείο της δεσμευτικότητας των πάντων με αυτή, (βλ. Al-Hamad v. Police (1988) 2 C.L.R. 164, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λαζαρίδη & άλλου (1991) 2 Α.Α.Δ. 330 και Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (Αρ. 1) (1999) 1 Α.Α.Δ. 1311).
Εδώ, πρόκειται για μια αστικής φύσεως υπόθεση μεταξύ δύο ιδιωτών διαδίκων, η οποία έχει τεθεί ενώπιον του Εφετείου με τριμελή σύνθεση, που είναι και το μόνο τέτοιο δικαστήριο το οποίο έχει, κατά νόμο, αρμοδιότητα να επιληφθεί και να αποφασίσει επί της εφέσεως αυτής, όπως το Σύνταγμα, ο νόμος και η νομολογία ορίζουν. Στα πλαίσια δε αυτά, μπορεί το ίδιο να προβεί σε ανασκόπηση της σχετικής με τα επίδικα νομικά θέματα νομολογίας και να δώσει οριστική λύση ως προς την πορεία που θα πρέπει να ακολουθείται, (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρτεμίου & άλλου (1991) 2 Α.Α.Δ. 150, σελίδα 161), έχοντας, βεβαίως, πάντοτε κατά νουν ότι αυτό που ενδιαφέρει, πρωτίστως, είναι η επίλυση κατ' έφεση και οριστικά της διαφοράς μεταξύ των παρόντων διαδίκων. Επομένως, δε συντρέχει λόγος για διεύρυνση του παρόντος Εφετείου.
Για τους λόγους, ανωτέρω, η αίτηση απορρίπτεται.
Τα έξοδα της αίτησης επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων, καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του εφεσείοντα, αιτητή. Αυτά να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
/ΜΠ