ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A460
(2014) 1 ΑΑΔ 1377
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ Αρ. 91/2010)
3 Ιουλίου, 2014
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Πρόεδρος, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δικαστές]
ΛΑΪΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ
Εφεσείοντες/Ενάγοντες
και
1. ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΤΣΟΥΚΑ
2. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΜΑΤΣΟΥΚΑ
Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι
---------
Γ. Παπαθεοδώρου, για Εφεσείοντες.
Α. Βρυωνίδης, για Εφεσίβλητους.
---------
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π. : Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες-ενάγοντες με την αγωγή τους αξίωναν ποσό ΛΚ44.145,12 το οποίο, σύμφωνα με τον ισχυρισμό τους, τους όφειλαν οι εφεσίβλητοι ως χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού, ως αποτέλεσμα της συνεργασίας των διαδίκων και/ή δυνάμει προφορικής συμφωνίας.
Με την έκθεση απαιτήσεως τους οι εφεσείοντες, ασφαλιστές στο επάγγελμα, προβάλλουν τη σύναψη προφορικής συμφωνίας με τους εφεσίβλητους, δυνάμει της οποίας οι τελευταίοι «ανέλαβαν την υποχρέωση/συμφώνησαν» να αντιπροσωπεύσουν τους εφεσείοντες ή να ενεργούν ως μεσάζοντες για σκοπούς διεξαγωγής ασφαλιστικών εργασιών. Ανάμεσα στις συμφωνηθείσες «υποχρεώσεις ή όρους» οι οποίοι ως ουσιώδεις απετέλεσαν τη βάση της «σύμβασης» (sic) μεταξύ των διαδίκων, ήταν και η είσπραξη ασφαλίστρων για λογαριασμό των εφεσειόντων.
Στη βάση λογαριασμού ο οποίος λειτουργούσε κανονικά από την αρχή της σχέσης/συνεργασίας των διαδίκων μέχρι σήμερα, καταγράφεται ως χρεωστικό υπόλοιπο κατά την 28.9.2003 το αξιούμενο ποσό. Η συνεργασία μεταξύ των διαδίκων τερματίστηκε για το λόγο ότι οι εφεσίβλητοι παρέβησαν ουσιώδεις όρους της «συμφωνίας» που αφορούσε στην απόδοση των χρημάτων που εισέπρατταν οι εφεσίβλητοι.
Οι εφεσίβλητοι αρνούνται κατηγορηματικά με την υπεράσπιση τους τον ισχυρισμό των εφεσειόντων περί της ύπαρξης προφορικής συμφωνίας με τους εφεσείοντες, όπως και αρνούνται επικουρικά και κατά λογική συνέπεια της άρνησης τους για ύπαρξη συμφωνίας, ότι όφειλαν οποιοδήποτε ποσό προς τους εφεσείοντες. Θετικά επίσης προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι η μόνη συνεργασία, την οποία είχαν το 1995 στα πλαίσια των εργασιών τους, ήταν με τρίτη εταιρεία η οποία έπαυσε να έχει οποιεσδήποτε δραστηριότητες, η οποία και τερματίστηκε.
Με σαφήνεια προκύπτει από ανάγνωση των δικογράφων, υπεράσπισης και ανταπαίτησης, ότι οι εφεσίβλητοι με την υπεράσπιση τους προβαίνουν σε ρητή άρνηση των ισχυρισμών της έκθεσης απαίτησης και θετικά τοποθετούνται σε σχέση με την αποδοχή ή όχι των ισχυρισμών που εκεί προβάλλονται. Είναι για πρώτη φορά με την απάντηση στην υπεράσπιση, που οι εφεσείοντες εισάγουν ισχυρισμούς διάφορους με τα όσα δικογραφούνται στην έκθεση απαίτησης σε σχέση με τα περί σύναψης «συμφωνίας» κατά τρόπο εκθεμελιωτικό της αξίωσης τους, όπως μορφοποιήθηκε με την έκθεση απαίτησης:
«2. Επαναλαμβάνουν οι Ενάγοντες τους ισχυρισμούς τους οι οποίοι εκτίθενται στην παράγραφο 3 της Έκθεσης Απαίτησης τους και αρνούνται τους ισχυρισμούς των Εναγομένων οι οποίοι εκτίθενται στην παράγραφο 2 της Υπεράσπισης.
α. Ισχυρίζονται συναφώς οι Ενάγοντες ότι η προβαλλόμενη συμφωνία άρχισε την ή περί την 13.11.1991 και συνέχισε μέχρι την ή περί την 31.1.1997 μεταξύ των Εναγομένων και της ασφαλιστικής εταιρείας ΠΑΝΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ.
β. Ακολούθως τόσον η άνω συμφωνία όσον και ο τηρούμενος λογαριασμός μεταξύ της Πανευρωπαϊκής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ και των Εναγομένων συνέχισε και ή μεταφέρθει με κοινή συμφωνία την ή περί την 31.1.1997 στη ΦΙΛΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ μέχρι την ή περί την 20.1.2000.
γ. Περαιτέρω τόσον η άνω συμφωνία όσον και η τήρηση του λογαριασμού μεταξύ της ΦΙΛΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ και των Εναγομένων συνέχισε ή/και μεταφέρθει με κοινή συμφωνία την ή περί την 21.1.2000 στους ενάγοντες οι οποίοι είναι οι συνεχιστές των εργασιών ή και οι διάδοχοι ή εκδοχείς τόσον της ΠΑΝΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ όσον και της ΦΙΛΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ.
3. Για τις πιο πάνω μεταφορές των εργασιών όσο και για την μεταφορά του εκάστοτε τηρουμένου υπολοίπου των τηρουμένων λογαριασμών από τις εις την παράγραφο 3 α, β και γ εκτιθέμενης εταιρείας υπήρχε η προηγούμενη ρητή και ανεπιφύλακτη συγκατάθεση τόσον των πιο πάνω Εταιρειών όσο και των Εναγομένων οι οποίοι κωλύονται δια της συμπεριφοράς τους ή δια συμφωνίας όπως ισχυρισθούν διαφορετικά.»
Η Δ.19 θ.4 ορίζει ότι στην έκθεση απαίτησης καταγράφονται τα ουσιώδη γεγονότα και μόνο («material facts»), κατά συνοπτικό τρόπο («summary form»). Η σύνταξη και καταγραφή της αξίωσης πρέπει αυστηρώς να περιορίζεται στα ουσιώδη γεγονότα και μόνο αλλά δεν νοείται ο πυρήνας της αξίωσης να παραμένει νεφελώδης και αόριστος, όπως στην εδώ περίπτωση. Από την άλλη ο ενάγων, ή, ο εναγόμενος αντίστοιχα, πρέπει να εγείρει με το δικόγραφο του όλα εκείνα τα θέματα που καθιστούν την αξίωση ή την ανταξίωση αστήρικτη, Δ.19 θ. 13. Ακόμη και όλα εκείνα τα ζητήματα που αν δεν εγερθούν θα καταλάβουν τον αντίδικο εξαπίνης. Στην Bruce v. Odhams Press Ltd (1936) 1 K.B. 712, όπως υιοθετήθηκε στην Γεωργική Εταιρεία ΠΛΑΤΩΝΙΑ ΛΤΔ ν. Mohammad Al Sharif, Πολιτική Έφεση Αρ. 358/08, ημερ. 17.1.2012, ως «ουσιώδες», ορίστηκε εκείνο το αναγκαίο γεγονός που σκοπεί στη διαμόρφωση της αιτίας της αγωγής κατά ολοκληρωμένο τρόπο. Οποιοδήποτε άλλο γεγονός, που δεν είναι απαραίτητο προς απόδειξη της αξίωσης όπως διαγράφεται με την έκθεση απαίτησης ή της υπεράσπισης αντιστοίχως, δεν απαιτείται να καταγραφεί και μπορεί να παραλειφθεί η δικογράφηση του, εκτός αν καθίσταται φανερό ότι είναι αναγκαίο να δοθεί μαρτυρία προς απόδειξη του (Odgers´ Principles of Pleading and Practice, 21η έκδ. σελ. 87).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τη μοναδική ενώπιον του μαρτυρία, οι εφεσίβλητοι δεν προσκόμισαν μαρτυρία, περιορίστηκαν στην αντεξέταση του μάρτυρα των εφεσειόντων, και με αναφορά στα διάφορα τεκμήρια, έγγραφα και άλλα που κατατέθηκαν ενώπιον του, απέρριψε την αξίωση κρίνοντας ότι η μαρτυρία, αντιφατική και μη βρίσκουσα έρεισμα στη λογική, στερείτο πειστικότητας:
«Καταρχήν ουδεμία κατά την άποψη μου βαρύτητα μπορεί να δοθεί στο μέρος της μαρτυρίας του μάρτυρα που αφορά τη σύναψη προφορικής συμφωνίας με τους εναγομένους περί τις 13.11.91 μεταξύ της Πανευρωπαϊκής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ και των εναγομένων. Είναι αξιοσημείωτο ότι παρά το ότι ο Μ.Ε.1 κατά την κυρίως εξέταση του ανέφερε στο Δικαστήριο πως είχε πλήρη προσωπική γνώση της συμφωνίας, αναφερόμενος μάλιστα και επί λέξει σε κάποιους από τους ρητούς της όρους, κατά την αντεξέταση του ανέφερε πως κατά το έτος 1991 δεν εργαζόταν καν στην Πανευρωπαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ αλλά στη Φιλική. Από το σύνολο δε της μαρτυρίας του προκύπτει ότι ο μάρτυρας ουδεμία γνώση είχε οποιονδήποτε συμφωνηθέντων όρων και ότι ο ισχυρισμός του περί γνώσης τέτοιων όρων πηγάζει υποθετικά και συμπερασματικά από τη μεταφορά και μόνο των υπολοίπων στα οποία αναφέρθηκε. .»
Για να παρατηρήσει ακόμα ότι:
«.η μαρτυρία του μάρτυρα περί συνέχισης και μεταφοράς με κοινή συμφωνία της συμφωνίας μεταξύ της Πανευρωπαϊκής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ και των εναγομένων στη Φιλική και ακολούθως στους ενάγοντες ως «συνεχιστές των εργασιών, διάδοχοι/εκδοχείς» (βλ. σελίδα 6 πιο πάνω) δεν βρίσκει έρεισμα στην ενώπιον μου, μαρτυρία. Σημειώνω ότι δεν έχει τεθεί ίχνος μαρτυρίας ενώπιον μου πλην της λακωνικής πιο πάνω δήλωσης του Μ.Ε.1 που να αφορά το χρόνο ή τρόπο της κατ΄ ισχυρισμό μεταβίβασης ή συνέχισης των εργασιών των εν λόγω ασφαλιστικών εταιρειών ούτε του αντικειμένου των εν λόγω εργασιών. Ουδεμία αναφορά έχει γίνει είτε στις συμφωνίες συνέχισης των εργασιών που δικογραφούνται στην Απάντηση στην Υπεράσπιση των εναγόντων είτε στο νομικό καθεστώς που τις διέπει (Βλ. τον ισχύον περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμο (Ν.72/84). Σε σχέση με το τι περιελάμβαναν οι εργασίες που μεταβιβάστηκαν και το γιατί ενδεχομένως να ήταν αναγκαία η συναίνεση του χρεώστη (βλ. αναφορά σε κοινή συμφωνία στο δικόγραφο) δεν τέθηκε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου.»
Οι εφεσείοντες εφεσιβάλλουν την απόφαση με τρεις συναπτούς λόγους που άπτονται της λανθασμένης εκτίμησης της μαρτυρίας που δόθηκε προς απόδειξη της αξίωσης: η μαρτυρία δεν ήταν ικανοποιητική και ότι παρέμεινε κενό στην τεκμηρίωση της αξίωσης (λόγοι έφεσης 1 και 3) αλλά και σε λανθασμένη επίκληση του Νόμου (Νόμος 72/84) (λόγος έφεσης 2).
Δεν θα μας απασχολήσει επί μακρόν το ζήτημα. Το αγώγιμο δικαίωμα όπως μορφοποιήθηκε με την έκθεση απαιτήσεως οδηγούσε αφ΄ εαυτού την αγωγή σε απόρριψη. Η απάντηση στην υπεράσπιση ουσιαστικά ερχόταν σε αντίθεση με τους προδιαγραφόμενους στην έκθεση απαίτησης ισχυρισμούς περί της ύπαρξης αρχικής προφορικής συμφωνίας μεταξύ των εφεσειόντων και εφεσιβλήτων στη βάση των «ρητών» όρων της. Ό,τι τίθεται με την απάντηση στην υπεράσπιση δεν εισάγει, όπως είναι η εισήγηση του κ. Παπαθεοδώρου, λεπτομέρειες της αξίωσης, αλλά αντιθέτως θέτει εκποδών τις αρχικές θέσεις των εφεσειόντων κατά τρόπο που η δίκη δεν επιτρεπόταν να αφεθεί να εξελιχθεί όπως εξελίχθηκε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να μην επιτρέψει εξ υπαρχής τη διεξαγωγή της δίκης και την εισαγωγή μαρτυρίας στη βάση των όσων καταγράφηκαν στην απάντηση στην υπεράσπιση. Τα Δικαστήρια, έχουν ως πρώτιστο καθήκον να περιορίζουν αυστηρά τη διαδικασία και να επιτρέπουν την εξέλιξη της δίκης στη βάση και μόνο της αξίωσης όπως προβάλλεται με την έκθεση απαίτησης, ώστε να υπάρχει σαφήνεια ως προς το αγώγιμο δικαίωμα αλλά και τα επίδικα ζητήματα. Υποχρέωση, που αν τηρηθεί, περισώζει δικαστικό χρόνο και δαπάνη αλλά και αποφυγή ταλαιπωρίας των διαδίκων, οι οποίοι από το 2003 βρίσκονται στα Δικαστήρια για διάγνωση των δικαιωμάτων τους. Αντίστοιχη όμως υποχρέωση βαρύνει και τους συνηγόρους των διαδίκων, οι οποίοι με προσοχή και επιμέλεια οφείλουν να συντάσσουν τα δικόγραφα τους ώστε να ανταποκρίνονται στα πραγματικά γεγονότα και να θέτουν στην ορθή της διάσταση τη νομιμοποιητική βάση της αξίωσης των εντολέων τους.
Ανεξαρτήτως των ανωτέρω επισημάνσεων και παρατηρήσεων μας διαπιστώνουμε ότι το Δικαστήριο με την πορεία που αφέθηκε να πάρει η δίκη, δεν διέπραξε οποιοδήποτε σφάλμα. Ενώπιον του Δικαστηρίου υπήρχε μια και μόνο εκδοχή, οπότε και η αξιολόγηση της μαρτυρίας και το έργο του ήταν πολύ πιο δύσκολο και πιο λεπτό από το σύνηθες. Σε μια τέτοια περίπτωση, σκοπός αξιολόγησης της μαρτυρίας για σκοπούς αξιοπιστίας είναι να μπορεί το Δικαστήριο να προβεί σε διαπιστώσεις αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα, ώστε με αυτά ως δεδομένα να εξεταστεί στη συνέχεια αν αυτός που έχει το βάρος απόδειξης το έχει αποσείσει στο βαθμό που απαιτείται:
«Όταν υπάρχει μια μόνο εκδοχή ως προς τα γεγονότα, τότε συνήθως αυτό που απομένει να εξεταστεί, εκτός και αν υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες σε σχέση με το μάρτυρα και την αξιοπιστία του, είναι αν τα γεγονότα όπως βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου είναι αρκετά για να αποδείξουν την υπόθεση στο αναγκαίο επίπεδο.» (Wynne v. Mavronicolas κ.α. (2009) 1 A.A.Δ. 1138).
Εκείνο που έπρεπε να εξεταστεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην υπό κρίση περίπτωση, όπως και εξετάστηκε, ήταν κατά πόσο οι όποιες εγγενείς δυσκολίες στη μαρτυρία του μοναδικού μάρτυρα των εφεσειόντων καθιστούσαν τη μαρτυρία του αναξιόπιστη και μη αποδεχτή. Κατά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία και συμφωνούμε, υπήρχαν τέτοιες δυσκολίες που απέτρεπαν το Δικαστήριο να την αποδεχθεί (RKB Leathergoods Ltd ν. Αγγελίδη (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1071, 1083). Το μόνο που απέμενε ήταν να ικανοποιηθεί ότι οι εφεσείοντες απέσεισαν το νομικό βάρος που έφεραν στο αναγκαίο επίπεδο. Ορθά βρίσκουμε ότι το Δικαστήριο δεν ικανοποιήθηκε ότι οι εφεσείοντες το απέσεισαν (Huyton-with Roby Urban District Council v. Hunter (1955) 2 All E.R. 398, Mαρσέλ κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1858).
Στη βάση των ανωτέρω κρίνουμε ότι δεν υπάρχουν περιθώρια επέμβασης στην κατάληξη του Δικαστηρίου. Η αξίωση των εφεσειόντων είναι αδύνατον εκ των πραγμάτων να περισωθεί. Οι λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/ΦΚ