ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A475
(2014) 1 ΑΑΔ 1445
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 402/2012)
7 Ιουλίου, 2014
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ
1. ΑΝΔΡΕΑ ΗΣΑΙΑ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ, 2. ΕΥΑΓΟΡΑ ΗΣΑΙΑ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ ΤΗΝ 7.9.2011
Εφεσιβλήτων.
_ _ _ _ _ _
Ε. Ζαχαριάδου με Δ. Κυπριανού και Στ. Σαββίδου, για τους Εφεσείοντες.
Ξ. Ξενοφώντος και Αχ. Αιμιλιανίδης, για τους Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από τον Χατζηχαμπή, Π., και με αυτή συμφωνούν οι Δικαστές Ερωτοκρίτου, Παμπαλλής, Πασχαλίδης, Παναγή, Παρπαρίνος, Χριστοδούλου, Λιάτσος, Σταματίου, και Γιασεμής. Αντίθετη απόφαση θα δώσει ο Ναθαναήλ, Δ. με την οποία συμφωνεί και ο Νικολάτος, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Την 7.9.2011 εξεδόθη διάταγμα αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων δυνάμει του άρθρου 4(1)(4) του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου του 2007, Νόμου 183(Ι)/2007 και δη του κατόχου/χρήστη του IP address 109.105.249.116 κατά την 17.8.2011 και ώρα 09.18-07.00. Τούτος προέκυψε να ήταν ο εφεσίβλητος 2, όταν ο πάροχος της υπηρεσίας, στον οποίο επεδόθη το διάταγμα, συμμορφούμενος με αυτό αποκάλυψε το ζητούμενο. Ο εφεσίβλητος 1, κάτοχος της οικίας όπου ήταν ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, είναι πατέρας του Εφεσίβλητου 2, ως προς τον οποίο η παραπονούμενη σε ποινική καταγγελία είχε εκφράσει υποψίες ως ενεχόμενου σε παράνομη πρόσβαση στην ιστοσελίδα της στο facebook με αλλαγή του ονόματός της από «Kiki Polemitou» σε «Kiki Gamiola Ola» και πρόσθεση φωτογραφίας της στην οποία εμφανίζετο ημίγυμνη. Η παραπονούμενη είχε, με τη βοήθεια φιλικού της προσώπου, καταφέρει, μέσω των ρυθμίσεων που παρέχει η υπηρεσία facebook, να πληροφορηθεί ότι μια συσκευή hacker είχε συνδεθεί στην ιστοσελίδα της μέσω του ως άνω IP address, το οποίο και κοινοποίησε στην Αστυνομία ώστε αυτή ακολούθως να υπέβαλε την αίτηση για αποκάλυψη των δεδομένων του χρήστη του εν λόγω IP address κατά το σχετικό χρόνο.
Οι εφεσίβλητοι, εξασφαλίζοντας άδεια, καταχώρησαν αίτηση για έκδοση εντάλματος certiorari προς ακύρωση του διατάγματος αποκάλυψης. Ο αδελφός μας Δικαστής ο οποίος επελήφθη της αίτησης εξέδωσε το ένταλμα, κρίνοντας ότι στην αίτηση της Αστυνομίας για αποκάλυψη υπήρχε λανθασμένη αναφορά στο ΄Αρθρο 17.2Β (που δεν θα μπορούσε να εφαρμόζετο) αντί στο ΄Αρθρο 17.2Γ του Συντάγματος (που θα μπορούσε να εφαρμόζετο). Τούτο, κατά την άποψή του, ήταν καίριο ως προς την εγκυρότητα της αίτησης και δεν μπορούσε να γίνει δεκτή η δικαιολογία ότι πρόκειται για παραδρομή ή τυπογραφικό λάθος. Αν και η κατάληξη αυτή, ως εθεώρησε και ο αδελφός μας Δικαστής, ήταν αρκετή για έκδοση του διατάγματος, εν τούτοις προχώρησε να εξετάσει την αίτηση και στην ουσία της. Επ΄ αυτού, έκρινε ότι το IP address «αποτελεί στοιχείο του απόρρητου της επικοινωνίας του χρήστη», καθ΄ όσον τηλεπικοινωνιακά δεδομένα «είναι και η διεύθυνση πρωτοκόλλου διαδικτύου (IP address), καθώς και ο κωδικός ταυτότητας χρήστη ή ο αριθμός τηλεφώνου». Κατέληξε λοιπόν ότι:
«Η αστυνομία είχε λοιπόν, σύμφωνα με τα πιο πάνω, υποχρέωση, πριν προχωρήσει στη λήψη από την παραπονούμενη της διεύθυνσης πρωτοκόλλου διαδικτύου, να εξασφαλίσει προς τούτο σχετικό δικαστικό ένταλμα. Δεν είναι αρκετό να ζητηθεί δικαστικό ένταλμα για ταυτοποίηση συγκεκριμένης διεύθυνσης πρωτοκόλλου διαδικτύου. Με την παροχή της διεύθυνσης πρωτοκόλλου διαδικτύου, χωρίς ένταλμα, ουσιαστικά παραβιάστηκαν τα δικαιώματα των αιτητών.
Δεν συμφωνώ με το επιχείρημα των καθ΄ ων η αίτηση ότι η διεύθυνση πρωτοκόλλου διαδικτύου δεν συνιστά από μόνη της προσωπικό δεδομένο χρήστη, αφού ανήκει σε παροχέα υπηρεσιών διαδικτύου ο οποίος διανέμει τη συγκεκριμένη διεύθυνση σε πολλούς πελάτες. Μόνο μετά την επεξεργασία της εν λόγω διεύθυνσης μπορεί να εξακριβωθεί η ταυτότητα του χρήστη που το χρησιμοποιούσε τη δεδομένη στιγμή.»
Και οι δύο πτυχές της απόφασης αμφισβητούνται με αντίστοιχους λόγους έφεσης. Ως προς το πρώτο θέμα, αισθανόμεθα, με όλο το σέβας, ότι ο αδελφός μας Δικαστής εμφανώς σφάλλει. Η αίτηση για αποκάλυψη μπορεί να αναφέρετο στο ΄Αρθρο 17.2Β, πρόδηλο όμως είναι ότι το ΄Αρθρο 17.2Β δεν θα μπορούσε να είχε εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση αφού δεν επρόκειτο για περίπτωση που εμπίπτει στα αδικήματα τα οποία αναφέρονται στο ΄Αρθρο 17.2Β. Η αναφορά του ΄Αρθρου 17.2Β λοιπόν είχε το ίδιο αποτέλεσμα ως να μην είχε γίνει καθόλου. Εξ ίσου πρόδηλο όμως είναι ότι η αίτηση δεν εσκοπούσε να βασισθεί στο ΄Αρθρο 17.2Β. Η αίτηση και η ένορκος δήλωση ρητά αναφέρουν ότι βασίζονται στο άρθρο 4(1)(2)(3)(4) του Ν. 183(Ι)/2007, με αναφορά δηλαδή στην αποκάλυψη δεδομένων που έχουν σχέση με τη διερεύνηση σοβαρού ποινικού αδικήματος, ως προς τα οποία η αποκάλυψη ρυθμίζεται από το ΄Αρθρο 17.2Γ, αφού μάλιστα τα τέσσερα υπό διερεύνηση αδικήματα παρατίθενται στην αίτηση και στην ένορκη δήλωση. Αλλά και το ίδιο το διάταγμα ρητώς αναφέρει ότι εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 4(1)(4), ώστε να είναι σαφές ότι το δικαστήριο ούτε εβασίσθη ούτε παρεπλανήθη από την αναφορά του ΄Αρθρου 17.2Β και ότι εξέτασε και ενέκρινε την αίτηση στη βάση του άρθρου 4 το οποίο συνάδει με το ΄Αρθρο 17.2Γ. Η δε παράλειψη αναφοράς του ΄Αρθρου 17.2Γ ουδεμία βεβαίως συνέπεια είχε αφού το ΄Αρθρο 17.2Γ συνιστά μόνο το νομιμοποιητικό υπόβαθρο του άρθρου 4, το οποίο και αναφέρεται πλήρως στην αίτηση και στο διάταγμα και το οποίο προϋπήρχε του ΄Αρθρου 17.2Γ, το οποίο έδωσε έτσι και συνταγματική κάλυψη στο άρθρο 4.
Καταλήγουμε λοιπόν ότι έχει έρεισμα ο πρώτος λόγος έφεσης ο οποίος και επιτυγχάνει, ώστε να διαπιστώνουμε ότι κακώς το ένταλμα να εξεδόθη για λόγους που αφορούσαν την εγκυρότητα της αίτησης της αστυνομίας για το διάταγμα αποκάλυψης.
Στρεφόμενοι στο δεύτερο λόγο έφεσης, θα πρέπει βεβαίως να παρατηρήσουμε ότι δεν ήταν ούτε αναγκαίο ούτε ενδεδειγμένο να εξετάζετο η ουσία της αίτησης αφ΄ ης στιγμής εκρίθη ότι αυτή θα έπρεπε να απορριφθεί για λόγο προηγούμενο της ουσίας, ώστε από αυτή την άποψη τα λεχθέντα από τον αδελφό μας Δικαστή ως προς την ουσία να ήσαν στην πραγματικότητα obiter. Εν πάση περιπτώσει όμως, και καθ΄ όσον ο πρώτος λόγος έφεσης που αφορά την εγκυρότητα της αίτησης επιτυγχάνει, θα μας απασχολήσει το θέμα της ουσίας που αφορά ο δεύτερος λόγος έφεσης, δεδομένου ότι το ένταλμα εξεδόθη. Αναφέρουμε όμως τούτο για να υποδείξουμε ότι, στην κρίση στην οποία θα προχωρήσουμε, τα λεχθέντα από τον αδελφό μας Δικαστή επί της ουσίας δεν έχουν την υπόσταση απόφασης ευθέως επί της ουσίας.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι απλό. Ως προς τον χρήστη, το IP address που αποκαλύπτει τον παροχέα συνιστά προσωπικό δεδομένο; Η θεωρημένη μας κατάληξη είναι αρνητική. Το IP address από μόνο του είναι ουδέτερο στοιχείο ως προς το ζητούμενο αφού οδηγεί μόνο μέχρι τον παροχέα. Μόνον αν ο παροχέας δώσει τα στοιχεία του χρήστη του εν λόγω IP address κατά το χρόνο που ενδιαφέρει, το IP address καθίσταται προσωπικό δεδομένο του χρήστη με αναφορά προς τα στοιχεία αυτά αφού οδηγεί στην αποκάλυψή του. Εξ ου και είναι τότε αναγκαία η υποβολή αίτησης στο δικαστήριο προς αποκάλυψη των στοιχείων του χρήστη, σύμφωνα με τη νομιμοποίηση που παρέχεται προς τούτο από το ΄Αρθρο 17.2Γ και το άρθρο 4. Τούτο και έγινε στην προκειμένη περίπτωση, με αποτέλεσμα η αποκάλυψη που ακολούθησε με το διάταγμα και οδήγησε στον εντοπισμό των Εφεσιβλήτων να ήταν νόμιμη.
Οι εφεσίβλητοι εισηγούνται ότι η εξασφάλιση του IP address του παροχέα ήταν παράνομη, ώστε και η ακόλουθη αποκάλυψη των ιδίων, η οποία εβασίσθη στην εξασφάλιση του IP address του παροχέα, να συμπαρασύρετο σε παρανομία. Η εισήγηση ουδόλως ευσταθεί. Είναι βεβαίως ορθό ότι, χωρίς γνώση του IP address του παροχέα, δεν είναι δυνατή η περαιτέρω αποκάλυψη του χρήστη του. Τούτο όμως δεν οδηγεί στην κατάληξη που εισηγούνται οι Εφεσίβλητοι. Κατά πρώτον, δεν μπορεί να εκληφθεί ως δεδομένο ότι η εξασφάλιση του IP address του παροχέα ήταν παράνομη. Ουδεμία μαρτυρία προς τούτο υπάρχει (και το βάρος είναι στους Εφεσίβλητους που το ισχυρίζονται να το αποδείξουν), και απεναντίας θα εφαίνετο ότι η εξασφάλιση του IP address του παροχέα συνάδει με τις κοινές διαδικασίες και τους κοινούς όρους χρήσης της υπηρεσίας facebook που παρέχεται, ώστε το IP address του παροχέα να μην είναι προσωπικό δεδομένο του χρήση αλλά, όσον αφορά τους νόμιμους χρήστες του facebook (και δεν μας απασχολούν εδώ οι μη νόμιμοι χρήστες) που μπορούν να το εντοπίσουν μέσω των εν λόγω διαδικασιών και όρων, δημόσιο δεδομένο. Εξ ου και το IP address του παροχέα όντως εξασφαλίσθηκε με αυτό τον τρόπο. Επειτα, θέμα παρανομίας ως προς την εξασφάλιση του IP address του παροχέα θα μπορούσε να ετίθετο από τον ίδιο τον επηρεαζόμενο παροχέα μάλλον παρά τον χρήστη.
Οι εισηγήσεις των Εφεσιβλήτων εδράζονται στην αντίληψη ότι το IP address γενικώς είναι μέρος των προσωπικών δεδομένων του χρήστη, καθ΄ όσον ο χρήστης μπορεί να εντοπισθεί μέσω αυτού. Αυτό όμως δεν είναι έτσι. Ο ορισμός του όρου «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» στο Ν. 138(Ι)/2001, ως «κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε υποκείμενο των δεδομένων», εκτός του ότι είναι για σκοπούς του νόμου εκείνου και μόνο, δεν διαφωτίζει επί του προκειμένου. Ο ορισμός του όρου «δεδομένα» στον ίδιο το Νόμο 183(Ι)/2007 που μας αφορά, ως «τα δεδομένα κίνησης και θέσης και τα συναφή δεδομένα που είναι αναγκαία για την αναγνώριση του συνδρομητή ή/και του χρήστη και που προσδιορίζονται στα άρθρα 6, 7, 8, 9 10 και 11», απευθυνόμενος ακριβώς στις υποχρεώσεις του παροχέα για τη διατήρηση δεδομένων, παραπέμπει στα δεδομένα που αφορούν την αναγνώριση του χρήστη και όχι στα δεδομένα που αφορούν την αναγνώριση του ίδιου του παροχέα. Σε αυτή τη βάση, το IP address του παροχέα ουδόλως μπορεί να συνιστά προσωπικό δεδομένο του χρήστη, η αναγνώριση του οποίου γίνεται, κατόπιν του δικαστικού διατάγματος, με την επεξεργασία των δεδομένων που ο παροχέας είναι υποχρεωμένος να τηρεί ακριβώς για σκοπούς αναγνώρισής του.
Η κατάληξή μας ουδόλως αντιστρατεύεται τη νομολογία αλλά συνάδει με αυτή. Ο αδελφός μας Δικαστής εβασίσθη στην υπόθεση Σιάμισιης ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 308 ως αποφασίζουσα ότι το IP address αποτελεί στοιχείο του απορρήτου της επικοινωνίας του χρήστη και προσωπικό δεδομένο του καθ΄ όσον μέσω αυτής και ύστερα από επεξεργασία της μπορεί να εξακριβωθεί η ταυτότητά του. Τούτο δεν αποδίδει ορθώς τα αποφασισθέντα στη Σιάμισιης. Κατά πρώτον, η υπόθεση εκείνη απεφασίσθη στη βάση του ΄Αρθρου 17 πριν από την τροποποίηση του με την εισαγωγή του ΄Αρθρου 17Β και 17Γ, τα οποία και ως εκ τούτου δεν απασχόλησαν το Δικαστήριο. Κυρίως δε, στην υπόθεση εκείνη δεν υπήρξε οποιοδήποτε προηγούμενο διάταγμα του δικαστηρίου για την αποκάλυψη των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων του χρήστη ούτε βεβαίως και συγκατάθεση του. Τούτο τονίσθηκε από το Δικαστήριο για να καταλήξει ότι, επομένως, η επεξεργασία που έγινε από την Αστυνομία μετά που της εδόθη το IP address του παροχέα για να γίνει η ταυτοποίηση του χρήστη ήταν παράνομη. Το Δικαστήριο υπέδειξε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4, δίδεται η δυνατότητα εξασφάλισης διατάγματος αποκάλυψης των στοιχείων του χρήστη, όμως δεν είχε γίνει οποιαδήποτε σχετική αίτηση προς τούτο. Με αυτά υπ΄ όψιν, είναι αντιληπτό ότι η υπόθεση Σιάμισιης διαφοροποιείται από την προκειμένη, στην οποία το διάταγμα εξησφαλίσθη, και ότι τα λεχθέντα εκεί ως προς το ότι το IP address αποτελεί προσωπικό δεδομένο του χρήστη πρέπει να διαβάζονται με αναφορά στο ουσιαστικό επίδικο θέμα, που ήταν η παράλειψη εξασφάλισης διατάγματος για αποκάλυψη των στοιχείων του χρήστη. Παραπέμπουμε και στο σχετικό απόσπασμα από την απόφαση (σ. 322), με ιδιαίτερη έμφαση στην αναφορά ότι το IP address συνιστά προσωπικό δεδομένο του χρήστη καθ΄ όσον η επεξεργασία του έγινε «με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητας του χρήστη». Παραπέμπουμε επίσης στα λεχθέντα σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο έγινε η ταυτοποίηση του χρήστη μέσω του παροχέα, με ιδιαίτερη έμφαση στο ότι (σ. 321) «Η ΑΤΗΚ με διάφορες διεργασίες κατόρθωσε, μέσω της δημόσιας ΙΡ διεύθυνσης του παρενοχλούντος, να αποκαλύψει την ιδιωτική ΙΡ διεύθυνση και στη συνέχεια το σταθερό τηλέφωνο με το οποίο η ιδιωτική ΙΡ διεύθυνση του ήταν συνδεδεμένη.» (υπογράμμιση δική μας). Το απόσπασμα αυτό αποκαλύπτει όχι μόνο το τι ήταν το παράνομο, δηλαδή η ταυτοποίηση του χρήστη μέσω του IP address χωρίς διάταγμα, αλλά και τη βασική διαφορά μεταξύ του «δημόσιου» IP address και του «ιδιωτικού» IP address που αντιστοιχούν στο IP address του παροχέα και στο IP address του χρήστη. Η διαφορά μπορεί να προσδιοριστεί ως μεταξύ του «δυναμικού» ΙΡ, που είναι εκείνο του παροχέα, και του «ενεργού» ΙΡ, που είναι εκείνο του χρήστη, αφού μόνο μέσα από περαιτέρω επεξεργασία των τηρουμένων δεδομένων μπορεί η δυναμική του IP address του παροχέα να αποδώσει την ενεργή αναγνώριση του χρήστη. Ούτε θα μπορούσε να ήταν άλλως. Αν ο αντικειμενικός στόχος είναι η αποκάλυψη των στοιχείων του χρήστη, ως προς τούτο είναι που το IP address καθίσταται προσωπικό δεδομένο ως «ιδιωτικό» IP address, και μάλιστα αφού το IP address γενικά, που είναι εν πάση περιπτώσει εντοπίσιμο, είναι ούτω «δημόσιο» και όχι προσωπικό. Αντίθετα με τον αριθμό τηλεφώνου, το σύνηθες IP address του παροχέα ανήκει στον ίδιο και όχι στο χρήστη, στον οποίο «δανείζεται» για προσωρινή χρήση και είναι μόνο στο βαθμό που έχει έτσι «δανεισθή» που καθίσταται προσωπικό δεδομένο του. Τότε και μόνο τότε χρειάζεται λοιπόν διάταγμα του δικαστηρίου για αποκάλυψη ακριβώς των στοιχείων του χρήστη.
Να παρατηρήσουμε ότι, κατά τη διάρκεια της μελέτης της υπόθεσης για σκοπούς απόφασης, διαπιστώσαμε ότι, μετά από την επιφύλαξη της απόφασης, εξεδόθη απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-293/12 και C-594/12, ημερομηνίας 8.4.2014, με την οποία η Οδηγία 2006/24/ΕΚ, προς εναρμόνιση με την οποία εθεσπίσθη ο Ν. 183(Ι)/2007, ακυρώθηκε. Τούτο όμως δεν έχει οποιαδήποτε επίπτωση στο Ν. 183(Ι)/2007, ο οποίος παραμένει σε ισχύ ως ημεδαπό δίκαιο.
Η αντέφεση είναι χωρίς έρεισμα. Η μια πτυχή της, που αφορά το ΄Αρθρο 17, ήδη καλύπτεται από τα προλεχθέντα, καθ΄ όσον το θέμα αφορά την εφαρμογή του ΄Αρθρου 17.2Γ μέσω του άρθρου 4. Η άλλη πτυχή, που αφορά την αίτηση και δη τα διερευνώμενα αδικήματα και τις προϋποθέσεις της αίτησης, δεν αποκαλύπτει έλλειψη συμμόρφωσης με τους όρους του άρθρου 4. Τόσο η αίτηση όσο και το διάταγμα συνάδουν με τους όρους εκείνους και την αρχή της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης στη βάση των στοιχείων που ετέθησαν.
Δεν θα αφήναμε την υπόθεση χωρίς να παρατηρήσουμε και τούτο:
Θα ήταν παράδοξο να παραπονείται χρήστης για την εξακρίβωση του IP address του παροχέα, στην περίπτωση που η δική του παρέμβαση στην ιστοσελίδα άλλου θα ήταν ενδεχομένως παράνομη, όταν μάλιστα, όπως υποδεικνύει και η Δημοκρατία, οφείλει να γνωρίζει ότι η παρέμβαση του γίνεται στα πλαίσια των διαδικασιών και των όρων λειτουργίας της υπηρεσίας. Τούτο όντως εγείρει ευρύτερα ερωτήματα, τα οποία όμως δεν χρειάζεται να μας απασχολήσουν, κατά πόσον η παράνομη επικοινωνία χρήστη μπορεί να θεωρηθεί ως εμπίπτουσα στα πλαίσια της συνταγματικώς κατοχυρούμενης στο ΄Αρθρο 17.
Η έφεση επιτυγχάνει και η εφεσιβαλλόμενη απόφαση και διαταγή για έξοδα παραμερίζονται. Το εκδοθέν ένταλμα certiorari ακυρώνεται. Η αντέφεση απορρίπτεται. Τα έξοδα, επιδικαζόμενα υπέρ της Δημοκρατίας και εναντίον των Εφεσιβλήτων, θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Γ. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
ΣΦ.