ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A537
(2014) 1 ΑΑΔ 1680
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 184/2014)
17 Ιουλίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΚΑΤ' ΕΦΕΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡΙΘΜΟΣ 13/14
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΟΜΟ, Ν. 133(Ι)/2004
ΜΕΤΑΞΥ:
HADWEN JAMES, ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ
Εφεσείοντα/Εκζητούμενου,
v.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητου.
Α. Πελεκάνος με Γ. Πολυχρόνη, για τον Εφεσείοντα/Εκζητούμενο.
Λ. Γρηγορίου (κα), για τον Εφεσίβλητο.
______________________________________
Δικαστήριο: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
_____________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Στις 7.10.2011 εκδόθηκε από τις δικαστικές αρχές της Μάλτας εναντίον του Εφεσείοντος, ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για σκοπούς ποινικής δίωξής του, για αδίκημα που αφορά σε «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος κατ' επανάληψη», σύμφωνα με το Νόμο της Μάλτας και το οποίο στην Κύπρο αντιστοιχεί με το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, κατά παράβαση του Ν. 188(Ι)/2007 για το οποίο προβλέπεται κατ' ανώτατο όριο ποινή φυλάκισης 14 χρόνων.
Ο Εφεσείων συνελήφθη στην Κύπρο στις 19.6.2014, μετά που εκδόθηκε εναντίον του ημεδαπό ένταλμα σύλληψης και προσήχθη την επομένη ενώπιον αρμόδιου δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας για να διερευνηθεί η ταυτότητά του και να ακολουθηθεί η διαδικασία που προβλέπεται στον περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμο του 2004 (Ν. 133(Ι)/2004), όπως τροποποιήθηκε.
Ο πρωτόδικος δικαστής αφού βεβαιώθηκε για την ταυτότητα του Εφεσείοντος και ότι εκπροσωπείτο από δικηγόρο της αρεσκείας του, εξέτασε κατά πόσο διαρκούσης της διαδικασίας ο Εφεσείων θα παρέμενε υπό κράτηση. Αφού άκουσε τους συνηγόρους των δύο πλευρών, με ενδιάμεση απόφασή του διέταξε την κράτησή του.
Στις 23.6.2014 συνεχίστηκε η διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, με τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντος να θέτει διάφορα ζητήματα για τα οποία το δικαστήριο ζήτησε διευκρινίσεις από την εκπρόσωπο της Κεντρικής Αρχής. Μεταξύ των θεμάτων που ήγειρε αρχικά, ήταν και αυτό της παραγραφής του αδικήματος και δικαιοδοσίας και ζήτησε χρόνο για να παρουσιάσει «αν χρειαστεί expert evidence από δικηγόρο που εξασκεί το επάγγελμα στη Μάλτα και ασχολείται με το ποινικό δίκαιο για να πει τις αρχές που εφαρμόζονται» και ζήτησε αναβολή της διαδικασίας για να δοθεί η ευκαιρία στην υπεράσπιση να ετοιμαστεί καλύτερα. Το δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα του Εφεσείοντος. Κατά την επόμενη δικάσιμο, 26.6.2014, ο δικηγόρος του Εφεσείοντος ζήτησε περαιτέρω διευκρινίσεις αναφορικά με την υπογραφή του εντάλματος, οι οποίες του δόθηκαν και υπέβαλε αίτημα για προσκόμιση μαρτυρίας τόσο από την Κύπρο (μέλη της οικογένειας του Εφεσείοντος), όσο και από το εξωτερικό (εμπειρογνώμονα για το δίκαιο της Μάλτας), για να καταδείξει ότι λόγω της μεγάλης καθυστέρησης παραβιάζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα του Εφεσείοντος που σχετίζονται με την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, ότι τίθεται θέμα δικαιοδοσίας, ότι υπήρξε κατάχρηση εκ μέρους των αρχών της Μάλτας και ότι το πρόσωπο που εξέδωσε το ένταλμα σύλληψης στη Μάλτα δεν είχε εξουσία. Για το λόγο αυτό, κατέστησε σαφές ότι θα έπρεπε να αναβληθεί εκ νέου η υπόθεση, καθότι οι μάρτυρες, ένας εκ των οποίων θα ερχόταν από το εξωτερικό, δεν ήταν έτοιμοι. Το πρωτόδικο δικαστήριο με ενδιάμεση απόφασή του δεν ενέκρινε το αίτημα, θεωρώντας ότι δεν ήταν αναγκαία η προσκόμιση άλλης μαρτυρίας ή περαιτέρω διευκρινίσεων.
Την επομένη (27.6.2014) ο ευπαίδευτος δικαστής με αιτιολογημένη απόφαση, αφού καθοδήγησε τον εαυτό του επί όλων των νομικών πτυχών της υπόθεσης και των προϋποθέσεων του Νόμου που αφορούν στην εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και αφού εξέτασε τα ζητήματα που ήγειρε ο συνήγορος του Εφεσείοντος, ενέκρινε την εκτέλεση του εντάλματος. Ταυτόχρονα, ενεργοποίησε τις πρόνοιες του άρθρου 15(2) του Νόμου 133(Ι)/2004, διατάσσοντας όπως η έκδοση του Εφεσείοντος γίνει υπό την προϋπόθεση ότι σε περίπτωση καταδίκης του και επιβολής ποινής στερητικής της ελευθερίας, ο Εφεσείων «θα διαμεταχθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία, ώστε να εκτίσει στην Κύπρο την όποια ποινή στερητική της ελευθερίας ή μέτρο ασφάλειας επιβληθεί από το αρμόδιο Δικαστήριο στη Μάλτα».
Ο Εφεσείων με την έφεσή του, επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης προβάλλοντας επτά λόγους έφεσης, τους οποίους θα εξετάσουμε στη συνέχεια.
Το κύριο παράπονο του Εφεσείοντος (λόγοι έφεσης 1, 2 και 3), είναι ότι δεν του επετράπη να προσκομίσει μαρτυρία, με αποτέλεσμα:- (α) να μην τύχει δίκαιης δίκης, (β) να στερηθεί του δικαιώματος να ακουστεί, (γ) να παραβιαστεί η αρχή της ισότητας των όπλων, (δ) να στερηθεί του δικαιώματος να θέσει ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρία που να δείχνει κατάχρηση της διαδικασίας, (ε) να στερηθεί του δικαιώματος να θέσει ενώπιον του δικαστηρίου στοιχεία που θα αποδείκνυαν την καθυστέρηση στην έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και (στ) να στερηθεί των εγγυήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 5(4) της ΕΣΔΑ.
Συναφής είναι και ο πέμπτος λόγος έφεσης, με τον οποίο ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι στερήθηκε του δικαιώματος να εγείρει υπεράσπιση δυνάμει του άρθρου 14 του Νόμου. Ο κύριος Πελεκάνος εξήγησε ότι με το άρθρο 14 του Νόμου δίδεται στη δικαστική αρχή που θα αποφασίσει για την εκτέλεση ή όχι του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η δυνατότητα να αρνηθεί την εκτέλεση του εντάλματος στις οκτώ περιπτώσεις (α)-(ζ) που απαριθμούνται στο εδάφιο 1 του άρθρου 14. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ανέφερε ο κ. Πελεκάνος, διατυπώνεται παράπονο ότι ο Εφεσείων στερήθηκε της δυνατότητας να εγείρει συγκεκριμένη υπεράσπιση δυνάμει του άρθρου 14(1)(στ)(ii), ότι το κατ' ισχυρισμό αδίκημα τελέστηκε εκτός του εδάφους της Μάλτας και κατά τον κυπριακό Ποινικό Κώδικα δεν επιτρέπεται η δίωξή του. Κατά την εισήγηση, ο Εφεσείων στερήθηκε της ευκαιρίας να προβάλει την υπεράσπιση ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν μπορεί να εκτελεστεί, καθότι δικαιοδοσία είχαν ήδη αναλάβει τα αγγλικά δικαστήρια. Ενόψει των πιο πάνω, ο κ. Πελεκάνος εισηγήθηκε ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου θα πρέπει να ακυρωθεί ώστε να μην εκτελεστεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.
Ήταν επίσης η θέση του δικηγόρου του Εφεσείοντος, με αναφορά στην απόφαση του ΔΕΕ στην Jeremy F. v. Premier Minister, C-168/13, ημερ. 30.5.2013, ότι παρά το γεγονός ότι στην Απόφαση-Πλαίσιο δεν γίνεται ρητή αναφορά για εφαρμογή της ΕΣΔΑ σε διαδικασίες εκτέλεσης ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, εντούτοις οι πρόνοιες της Συνθήκης εφαρμόζονται.
Προτού εξετάσουμε τους λόγους έφεσης θεωρούμε σκόπιμο να επαναλάβουμε την αποκρυσταλλωμένη πλέον θέση της νομολογίας αναφορικά με τη sui generis διαδικασία που διεξάγεται ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου στα πλαίσια του Νόμου 133(Ι)/2004. Όπως αναφέρθηκε πρόσφατα στην Κ. Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. 221/13, ημερ. 2.9.2013:-
«Στόχος λοιπόν της όλης διαδικασίας είναι η παροχή δικαστικής συνδρομής μεταξύ των κρατών μελών ώστε να συμμορφώνονται και να παραδίδονται οι ύποπτοι χωρίς ιδιαίτερες περίπλοκες διαδικασίες ή αχρείαστες καθυστερήσεις. Γι΄ αυτό και οι στενές χρονικές περίοδοι, διότι η όλη διαδικασία δεν αφορά, ούτε ανάγεται σε καθαυτή ποινική δίωξη, ούτε η διαδικασία προσφέρεται για την εξέταση και θεμελίωση τυχόν ποινικής ευθύνης του εκζητουμένου. Αυτό αποτελεί κατ΄εξοχήν το έργο της χώρας η οποία επιδιώκει την έκδοση του υπόπτου στο έδαφος της, οι δικαστικές αρχές της οποίας είναι και οι μόνες υπεύθυνες για την εξέταση και διαπίστωση της όποιας ποινικής ευθύνης του εκζητουμένου, στη βάση των ισχυόντων στην επικράτεια της, κανόνων δικαίου, ουσιαστικών και δικονομικών.»
Τα νομολογηθένα πιο πάνω υιοθετήθηκαν σε αρκετές από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που ακολούθησαν. Σχετικές είναι οι Μ. Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. 248/13, ημερ. 17.9.2013, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίaς ν. Mrukwa, Πολ. Εφ. 41/14, ημερ. 5.3.2014 και Spiriev v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Εφ. 100/2014, ημερ. 13.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:A313.
Με βάση τον καθαρό λόγο στις πιο πάνω υποθέσεις, μας προκαλεί απορία που σε κάθε υπόθεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εγείρονται τα ίδια θέματα, τα οποία δεν αρμόζουν στην ιδιότυπη διαδικασία εκτέλεσης ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.
Στην προκειμένη περίπτωση ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι εφαρμόζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα που προστατεύονται από τα άρθρα 5 και 6 της ΕΣΔΑ και τα αντίστοιχα άρθρα 6 και 47 του Χάρτη της ΕΕ. Δεν διαφωνούμε, εφόσον οι διατάξεις του Χάρτη αποτελούν μέρος του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης, ενώ τα κράτη μέλη και τα όργανα της ΕΕ δεσμεύονται να τηρούν και τις πρόνοιες της ΕΣΔΑ. Και εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 1(3) της Απόφασης-Πλαίσιο προβλέπει ρητά ότι:-
«1(3) Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.»
Όμως θα πρέπει ταυτόχρονα να υποδείξουμε, υιοθετώντας μέρος του σκεπτικού των προτάσεων της Γενικής Εισαγγελέως Eleanor Sharpston στο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση Ciprian Vasile Radu, Υπόθεση C-396/11, ημερ. 18.10.2012, στην οποία μας παρέπεμψε ο συνήγορος του Εφεσείοντος, ότι:-
«11. Το κεφάλαιο 2 της απόφασης-πλαισίου περιλαμβάνει τα άρθρα 9 έως 25. Φέρει τον τίτλο «Διαδικασία παράδοσης» και, πέραν του ότι θέτει ορισμένες γενικές απαιτήσεις, περιέχει διατάξεις οι οποίες έχουν ως σκοπό την εξασφάλιση της προστασίας των δικαιωμάτων του καταζητούμενου προσώπου. Πιο συγκεκριμένα:
..........................................................
36. Μολονότι οι υποχρεώσεις οι οποίες επιβάλλονται στα κράτη μέλη με την απόφαση-πλαίσιο είναι κατά κύριο λόγο δικονομικής φύσης, τούτο επ' ουδενί σημαίνει ότι ο νομοθέτης δεν έλαβε υπόψη τις θεμελιώδεις ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα όταν συνέταξε την απόφαση-πλαίσιο. Υπάρχουν μάλιστα πλείονες ενδείξεις περί του αντιθέτου.
37. Πρώτον, περιέλαβε στην απόφαση ρητές αναφορές στα εν λόγω δικαιώματα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η δέκατη, η δωδέκατη και η δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη. Κατά μείζονα, όμως, λόγο, το άρθρο 1, παράγραφος 3, ορίζει ότι η απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως καθιερώνεται στο νυν άρθρο 6 ΣΕΕ. Θα επανέλθω και αργότερα στο ζήτημα αυτό.
38. Δεύτερον, το υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών, στο οποίο αναφέρεται η δέκατη αιτιολογική σκέψη, βασίζεται στον σεβασμό, εκ μέρους όλων των κρατών μελών, τόσο των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται με τη Σύμβαση όσο και των θεμελιωδών δικαιωμάτων που απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών. Από 1ης Δεκεμβρίου 2009, ημερομηνία έναρξης της ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, προστέθηκε -στο μέτρο που κατά το παρελθόν δεν λαμβανόταν υπόψη συναφώς- και ο Χάρτης.
39. Τρίτον, η απόφαση-πλαίσιο περιέχει πολλές διατάξεις οι οποίες αποσκοπούν στη διασφάλιση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του καταζητούμενου. Δεδομένου ότι τις έχω ήδη συνοψίσει στο σημείο 11 ανωτέρω, δεν θα τις επαναλάβω εδώ· θα τονίσω απλώς και μόνον ότι προβλέπεται ρητώς δικαίωμα ακρόασης τόσο στην περίπτωση που ο καταζητούμενος δεν συναινεί στην παράδοσή του (άρθρο 14) όσο και στην περίπτωση που το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης (άρθρο 18).
40. Όσον αφορά τους σκοπούς που επιδιώκονται με την απόφαση-πλαίσιο, θα ήταν εσφαλμένη η θεώρηση του όλου συστήματος υπό την έννοια ότι αποβλέπει αποκλειστικώς στην εξυπηρέτηση του έργου των διοικητικών αρχών των κρατών μελών. Θεσπίζοντας μια διαδικασία η οποία σχεδιάστηκε για να είναι πιο αποτελεσματική και λειτουργική από την προγενέστερη, ο νομοθέτης θέλησε επίσης να ενισχύσει την προστασία που παρέχεται στα θύματα των εγκληματικών πράξεων, μέσω της ταχείας και άνευ προσκομμάτων προσαγωγής των αυτουργών των πράξεων αυτών ενώπιον της δικαιοσύνης.
41. Μολονότι τα κράτη μέλη επιδεικνύουν γενικώς αξιέπαινη επιμέλεια κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους που σχετίζονται με τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων, η συμπεριφορά τους δεν είναι πάντοτε άμεμπτη. Δεν πρέπει να λαμβάνεται ως δεδομένο ότι, απλώς και μόνον επειδή η παράδοση του καταζητούμενου ζητείται από άλλο κράτος μέλος, τα δικαιώματα του προσώπου αυτού θα διασφαλιστούν αυτομάτως κατά την άφιξή του εκεί. Μπορεί πάντως να γίνει λόγος για μαχητό τεκμήριο το οποίο είναι δυνατό να ανατραπεί μόνον ενόψει σαφών αποδείξεων περί του εναντίου. Τα οικεία αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να είναι συγκεκριμένα· γενικοί ισχυρισμοί, όσο πειστικοί και αν φαίνονται, δεν αρκούν.»
Κατά την άποψή μας, τα άρθρα 13 και 14 του Νόμου 133(Ι)/2004 και τα αντίστοιχα άρθρα 3 και 4 της Απόφασης-Πλαίσιο του Συμβουλίου 2002/584/ΔΕΥ, ημερ. 13.6.2002 (τα οποία τιτλοφορούνται «Λόγοι υποχρεωτικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης» και «Λόγοι προαιρετικής μη εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», απαριθμούν τις περιπτώσεις στις οποίες η δικαστική αρχή που αποφασίζει την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, υποχρεούται (άρθρο 13) ή έχει διακριτική ευχέρεια (άρθρο 14) να αρνηθεί την εκτέλεσή του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ούτε στα άρθρα 3 και 4 της Απόφασης-Πλαίσιο, ούτε στα άρθρα 13 και 14 του Νόμου 133(Ι)/2004 γίνεται οποιαδήποτε ρητή αναφορά ότι ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελούν λόγο άρνησης. Αυτό όμως είναι κατά την άποψή μας εύλογο, εφόσον ο νομοθέτης λαμβάνοντας υπόψη τα ανθρώπινα δικαιώματα των εκζητουμένων από τη μια και τις ανάγκες για δημιουργία ενός «απλουστευμένου συστήματος» παράδοσης εκζητουμένων προσώπων από την άλλη και εφαρμόζοντας την αρχή της αναλογικότητας, διαφύλαξε με τις πρόνοιες των άρθρων 3 και 4, καθώς και των άρθρων 9-25 της Απόφασης-Πλαίσιο εκείνα από τα βασικά δικαιώματα που θεώρησε ότι ήταν απολύτως αναγκαία να διαφυλαχθούν σ' εκείνο το στάδιο της διαδικασίας, π.χ. οι σχετικές εγγυήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 5 της Απόφασης-Πλαίσιο.
Ο κίνδυνος να τεθούν, είτε υπό τον μανδύα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είτε άλλως πως, πρόσθετα κριτήρια σ' αυτά που ο νομοθέτης ενσωμάτωσε στην Απόφαση-Πλαίσιο και στο Νόμο, θα έχει ως αποτέλεσμα να υπονομευθεί ο απλουστευμένος μηχανισμός παράδοσης εκζητουμένων προσώπων που εισήχθη με την πιο πάνω Απόφαση-Πλαίσιο.
Το ΔΕΕ στην απόφαση της Μείζονος Συνθέσεως στην πολύ σημαντική υπόθεση Ciprian Vasile Radu, Υπόθεση C-396/11, ημερ. 29.1.2013, τόνισε ότι τα κριτήρια για άρνηση εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, θα πρέπει να εφαρμόζονται αυστηρά. Όπως αναφέρεται στις σκέψεις 33-43 σε σχέση με το δικαίωμα ακρόασης:-
«33 Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι σκοπός της απόφασης-πλαισίου, όπως προκύπτει ιδίως από το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της απόφασης αυτής, καθώς και από την πέμπτη και την έβδομη αιτιολογική της σκέψη, είναι να αντικαταστήσει το πολυμερές σύστημα έκδοσης μεταξύ κρατών μελών με ένα σύστημα το οποίο στηρίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης και συνίσταται στην παράδοση μεταξύ δικαστικών αρχών των προσώπων εκείνων που έχουν καταδικαστεί ή είναι ύποπτα, προκειμένου είτε να εκτελεστεί εκδοθείσα απόφαση είτε να συνεχιστεί ασκηθείσα δίωξη (βλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2012, C-42/11, Lopes Da Silva Jorge, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
34 Συγκεκριμένα, η απόφαση-πλαίσιο 2002/584, θεσπίζοντας ένα νέο, απλουστευμένο και αποτελεσματικότερο σύστημα παράδοσης των προσώπων που έχουν καταδικαστεί ή είναι ύποπτα για αξιόποινες πράξεις, αποβλέπει στην επιτάχυνση και τη διευκόλυνση της δικαστικής συνεργασίας προκειμένου να συμβάλει στην επίτευξη του σκοπού τον οποίο έχει θέσει η Ένωση, να καταστεί ένας χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, με θεμέλιο τον υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των κρατών μελών (βλ., υπ' αυτή την έννοια, απόφαση της 28ης Ιουνίου 2012, C‑192/12 PPU, West, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
35 Βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 2, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, τα κράτη μέλη καταρχήν υποχρεούνται να εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.
36 Πράγματι, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις της απόφασης-πλαισίου, τα κράτη μέλη μπορούν μα μην εκτελέσουν ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης μόνο σε περίπτωση που συντρέχει ένας από τους λόγους υποχρεωτικής μη εκτέλεσης που προβλέπονται στο άρθρο 3 της απόφασης αυτής ή ένας από τους απαριθμούμενους στα άρθρα 4 και 4α λόγους προαιρετικής μη εκτέλεσης (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 1ης Δεκεμβρίου 2008, C‑388/08 PPU, Leymann και Pustovarov, Συλλογή 2008, σ. I‑8983 σκέψη 51, και της 16ης Νοεμβρίου 2010, C‑261/09, Mantello, Συλλογή 2010, σ. I‑11477, σκέψη 37). Επιπλέον, η δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν μπορεί να εξαρτήσει την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από άλλες προϋποθέσεις πέραν εκείνων στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 5 της απόφασης-πλαισίου.
37 Ασφαλώς, βάσει του άρθρου 4α της απόφασης-πλαισίου 2002/584, η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας στη διάρκεια ποινικής δίκης που κατέληξε στην ερήμην έκδοση καταδικαστικής απόφασης ενδέχεται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να συνιστά λόγο μη εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος προς εκτέλεση της οικείας στερητικής της ελευθερίας ποινής.[1]
38 Αντιθέτως όμως, το γεγονός ότι εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης στο πλαίσιο της άσκησης ποινικής δίωξης, χωρίς οι δικαστικές αρχές έκδοσης να έχουν προηγουμένως παράσχει στον καταζητούμενο δυνατότητα ακρόασης, δεν καταλέγεται μεταξύ των λόγων μη εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης τους οποίους προβλέπουν οι διατάξεις της απόφασης-πλαισίου 2002/584.
39 Εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει ο C. V. Radu, η τήρηση των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη δεν επιβάλλει να αναγνωρίζεται στη δικαστική αρχή κράτους μέλους το δικαίωμα να μην εκτελέσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης το οποίο έχει εκδοθεί στο πλαίσιο της άσκησης ποινικής δίωξης, για τον λόγο ότι δεν παρασχέθηκε από τις δικαστικές αρχές έκδοσης στον καταζητούμενο δυνατότητα ακρόασης πριν την έκδοση του εντάλματος αυτού.
40 Διαπιστώνεται ότι μια τέτοια υποχρέωση των δικαστικών αρχών έκδοσης να παρέχουν στον καταζητούμενο δυνατότητα ακρόασης πριν την έκδοση εντάλματος θα υπονόμευε αναπόφευκτα την ίδια την ουσία του συστήματος παράδοσης που θεσπίζει η απόφαση-πλαίσιο και, ως εκ τούτου, την πραγμάτωση του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, δεδομένου ότι, ιδίως προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο φυγής του ενδιαφερομένου προσώπου, το ένταλμα σύλληψης πρέπει να χαρακτηρίζεται από ένα στοιχείο αιφνιδιασμού.
41 Εν πάση περιπτώσει, ο Ευρωπαίος νομοθέτης μερίμνησε να εξασφαλίσει τον σεβασμό του δικαιώματος ακρόασης στο κράτος μέλος εκτέλεσης κατά τρόπον ώστε να μη διακυβεύεται η αποτελεσματικότητα του μηχανισμού του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.
42 Συγκεκριμένα, από τα άρθρα 8 και 15 της απόφασης-πλαισίου 2002/584 προκύπτει ότι, πριν αποφασίσει να παραδώσει τον καταζητούμενο στο πλαίσιο της άσκησης ποινικής δίωξης, η δικαστική αρχή εκτέλεσης οφείλει να ασκεί ορισμένο έλεγχο επί του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Επιπλέον, το άρθρο 13 της απόφασης-πλαισίου προβλέπει ότι ο καταζητούμενος έχει το δικαίωμα να ζητήσει τη συνδρομή δικηγόρου σε περίπτωση που συναινεί στην παράδοσή του και παραιτείται, ενδεχομένως, από το ευεργέτημα του «κανόνα της ειδικότητας». Εξάλλου, βάσει των άρθρων 14 και 19 της απόφασης-πλαισίου 2002/584, ο καταζητούμενος, όταν δεν συναινεί στην παράδοσή του και εκκρεμεί εις βάρος του εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος στο πλαίσιο ποινικής δίωξης, έχει δικαίωμα ακρόασης από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται σε συμφωνία με τη δικαστική αρχή έκδοσης.
43 Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στα τέσσερα πρώτα ερωτήματα και στο έκτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 έχει την έννοια ότι οι δικαστικές αρχές εκτέλεσης δεν μπορούν να αρνηθούν να εκτελέσουν ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης που έχει εκδοθεί στο πλαίσιο της άσκησης ποινικής δίωξης για τον λόγο ότι πριν την έκδοση του εντάλματος αυτού δεν παρασχέθηκε στον καταζητούμενο δυνατότητα ακρόασης στο κράτος μέλος έκδοσης.»
Πέραν των πιο πάνω, τα οποία βεβαίως υιοθετούμε, θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι με βάση την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης που διαπνέει ολόκληρη την Απόφαση-Πλαίσιο, επιβάλλεται, δυνάμει του άρθρου 1(2), στα κράτη μέλη κατ' αρχήν ρητή υποχρέωση να εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (βλ. σχετικά Laymam and Pustovarov, C-388/08, ημερ. 1.12.2008, σκέψη 51 και Mantello, C-261/09, ημερ. 16.11.2010, σκέψη 36). Σχετικά είναι επίσης και τα όσα το παρόν Εφετείο ανέφερε προσφάτως στην υπόθεση Mrukwa v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ανωτέρω.
Δεν χρειάζεται να αποφασίσουμε, όπως μας εισηγήθηκε ο δικηγόρος του Εφεσείοντος, κατά πόσο μπορεί να υπάρξουν υποθέσεις που κατ' εξαίρεση το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να εκτελέσει ευρωπαϊκό ένταλμα για περιπτώσεις άλλες από αυτές που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 4 της Απόφασης-Πλαίσιο ή στα άρθρα 13 και 14 του Νόμου. Ακόμα και αν θεωρήσουμε, για χάριν εξέτασης της σχετικής εισήγησης και μόνο, ότι σε κάποια ακραία περίπτωση που διαπιστώνεται κατάργηση του δίκαιου χαρακτήρα της όλης διαδικασίας παράδοσης του εκζητούμενου, και πάλιν δεν θα γινόταν δεκτή η εισήγηση, εφόσον η παρούσα περίπτωση αναμφίβολα δεν είναι καθόλου τέτοια. Δεν συμφωνούμε ότι υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης στερήθηκε από τον Εφεσείοντα το δικαίωμα να ακουστεί ή το δικαίωμα να προσκομίσει μαρτυρία. Εκείνο που ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, είναι ότι με δεδομένο τον ιδιότυπο χαρακτήρα της διαδικασίας, δεν ήταν αναγκαία η προσκόμιση μαρτυρίας. Εν πάση περιπτώσει, όλα όσα πρόβαλε πρωτοδίκως και κατ' έφεση ο δικηγόρος του Εφεσείοντος, είναι στην ουσία γενικοί ισχυρισμοί οι οποίοι με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσαν να εμποδίσουν την εκτέλεση του εντάλματος.
Το αίτημα για προσκόμιση μαρτυρίας έγινε με αναφορά από το συνήγορο του Εφεσείοντος, σε δύο άλλα πρόσωπα συνεργούς, τους οποίους αποκάλεσε τους «εγκεφάλους» και οι οποίοι είχαν διωχθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο. Θεώρησε ότι, το ίδιο έπρεπε να ισχύσει για τον Εφεσείοντα. Περαιτέρω, εισηγήθηκε ότι υπό τις περιστάσεις, το αίτημα για εκτέλεση του εντάλματος ισοδυναμούσε με «extradition in disguise» και ότι ήταν αναγκαίο να δοθεί χρόνος για να παρουσιαστεί «αν χρειαστεί expert evidence από δικηγόρο που ασκεί το επάγγελμα στη Μάλτα». Παρά το αόριστο του αιτήματος, δόθηκε χρόνος στην υπεράσπιση, αλλά η μαρτυρία δεν προσκομίστηκε και επομένως κρίνεται ανεδαφικό το παράπονο του Εφεσείοντος ότι του στερήθηκε το δικαίωμα να προωθήσει συγκεκριμένη υπεράσπιση δυνάμει του άρθρου 14 του Νόμου. Κατά την κρίση μας, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε με τη διαδικασία η οποία θεωρείται επείγουσας φύσης, εφόσον τίθενται από το Νόμο αυστηρά χρονικά πλαίσια. Σε περίπτωση που το Δικαστήριο ενέκρινε το αόριστο αίτημα του δικηγόρου του Εφεσείοντος, θα υπήρχε άμεσος κίνδυνος εκτροχιασμού της διαδικασίας από τα στενά χρονικά πλαίσια που προβλέπονται στο άρθρο 23 του Νόμου, με αβέβαιο πλέον το χρόνο αποπεράτωσής της.
Ο Εφεσείων διατύπωσε επίσης παράπονα:- (α) ότι είναι εσφαλμένη η αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η διαδικασία έκδοσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης είναι ιδιότυπη (sui generis) και ότι δεν ισχύουν οι αρχές που ισχύουν σε ποινικές υποθέσεις, και (β) ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη (λόγοι έφεσης 2 και 3).
Έχουμε ήδη εξηγήσει, με αναφορά σε νομολογία του ΔΕΕ, το ιδιότυπο της διαδικασίας και δεν χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο. Επίσης θεωρούμε εντελώς ανεδαφική την εισήγηση ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι αναιτιολόγητη, αφού ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής με περισσή επιμέλεια ασχολήθηκε με κάθε θέμα που ήταν αναγκαίο να εξεταστεί στα πλαίσια της διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.
Με τον έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι δεν αποδείχθηκε ότι το πρόσωπο ή η αρχή, που εξέδωσε το σχετικό ευρωπαϊκό ένταλμα στη Μάλτα, είναι «αρμόδια δικαστική αρχή» σύμφωνα με το δίκαιο της Μάλτας να εκδίδει ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Έχουμε ήδη τονίσει ότι η νομιμότητα ή η κανονικότητα της έκδοσης ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στα πλαίσια της αμοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών αποφάσεων κρατών μελών της ΕΕ, δεν μπορεί να αναχαιτιστεί με την προβολή γενικών και αόριστων ισχυρισμών και υπερασπίσεων που δεν έχουν άλλο σκοπό από του να συσκοτίσουν τα επίδικα θέματα. Τα περιορισμένα στοιχεία που έθεσε η πλευρά του Εφεσείοντος, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση, δεν είναι ικανά να ανατρέψουν το τεκμήριο της κανονικότητας. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Ovakimyan v. Γενικού Eισαγγελέα της Δημοκρατίας (2005) 1 ΑΑΔ 1119, η παράδοση εκζητουμένου προσώπου μεταξύ κρατών μελών κατ' εφαρμογή του άρθρου 9 της Απόφασης-Πλαίσιο, είναι πλέον μια διαδικασία που διεξάγεται εξ' ολοκλήρου μεταξύ δικαστικών αρχών, τα ονόματα των οποίων καθορίζονται δυνάμει του άρθρου 34 της Απόφασης-Πλαίσιο και αφού κοινοποιηθούν στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου και την Επιτροπή, διαβιβάζονται στα κράτη μέλη. Κατά την άποψή μας, η Κεντρική Αρχή της Κύπρου δεν είχε καμία υποχρέωση υπό τις περιστάσεις, να προσκομίσει πρόσθετη μαρτυρία επί αυτού του σημείου.
Με τον έβδομο λόγο έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι με δεδομένο το μεγάλο χρονικό διάστημα που διέρρευσε από την κατ' ισχυρισμό διάπραξη του αδικήματος, το πρωτόδικο δικαστήριο απορρίπτοντας το αίτημα του για προσαγωγή μαρτυρίας, στην ουσία στέρησε από τον Εφεσείοντα τη δυνατότητα να αποδείξει το μέγεθος της καταπίεσης και του επηρεασμού της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής του, κατά παράβαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Θεωρούμε ότι τα όσα αναφέραμε στα πλαίσια των λόγων έφεσης 1, 2, 3 και 5 απαντούν και σε αυτό το παράπονο του Εφεσείοντος. Περαιτέρω υιοθετούμε τα όσα αναφέραμε προσφάτως στη Mrukwa ν. Γενικού Εισαγγελέα, ανωτέρω, σε σχέση με το ίδιο θέμα.
Αφήσαμε τελευταίο τον τέταρτο λόγο έφεσης, με τον οποίο διατυπώνεται παράπονο ότι υπήρξε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 15(2) του Νόμου 133(Ι)/2004, καθότι το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε αυτεπάγγελτα και χωρίς να ακούσει τις απόψεις του Εφεσείοντος ή της αιτήτριας χώρας, ότι ο Εφεσείων σε περίπτωση καταδίκης του και επιβολής ποινής φυλάκισης, θα πρέπει να επιστραφεί στην Κύπρο για να εκτίσει την ποινή του. Ο δικηγόρος του Εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι η εσφαλμένη εξάρτηση της εκτέλεσης του εντάλματος με μια τέτοια προϋπόθεση, χωρίς να ακουστεί ο Εφεσείων, θα πρέπει να οδηγήσει σε ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης.
Το άρθρο 15(2) του Νόμου 133(Ι)/2004, το οποίο αντιστοιχεί με το άρθρο 5(3) της Απόφασης-Πλαίσιο, προβλέπει ότι:-
«15. (2) Αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς το σκοπό της δίωξης, κατοικεί στην Κυπριακή Δημοκρατία, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από την αρμόδια δικαστική αρχή μπορεί να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ότι ο εκζητούμενος, μετά από ακρόαση του, θα διαμεταχθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία, ώστε να εκτίσει σ' αυτό την στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας που θα απαγγελθεί εναντίον του στο κράτος έκδοσης του εντάλματος.»
Εκείνο που προκύπτει από τις πρόνοιες του άρθρου 15(2) είναι η διακριτική ευχέρεια που δίδεται στο Δικαστήριο να ενεργήσει ως ανωτέρω. Είναι γεγονός ότι στην προκειμένη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, παρέλειψε να διερευνήσει τη θέση του Εφεσείοντος. Περιορίστηκε στη δήλωση του Εφεσείοντος, ότι ήταν μόνιμος κάτοικος Κύπρου.
Σε περίπτωση που το Δικαστήριο προτίθεται να εξαρτήσει την εκτέλεση του εντάλματος με προϋπόθεση εκτέλεσης στην Κύπρο ποινής στερητικής της ελευθερίας που ενδεχομένως να επιβληθεί σε εκζητούμενο πρόσωπο, είναι ορθό να ζητούνται προηγουμένως οι θέσεις του εκζητουμένου προσώπου ή του δικηγόρου του.
Όμως, από τη στιγμή που το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αναζήτησε την ρητή τοποθέτηση του Εφεσείοντος ή του δικηγόρου του επί του θέματος αυτού, κρίνουμε ότι ο λόγος έφεσης τυπικά ευσταθεί. Συνακόλουθα διατάσσουμε, εφόσον ο Εφεσείων τελικά φαίνεται να ενίσταται στη συγκεκριμένη προϋπόθεση που τέθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, όπως αυτή ακυρωθεί, εκτός αν ο Εφεσείων μέσα σε 24 ώρες από την έκδοση της παρούσας απόφασης γνωστοποιήσει γραπτώς στον αρμόδιο Πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, την επιθυμία του όπως η συγκεκριμένη προϋπόθεση παραμείνει, όπως την έθεσε το πρωτόδικο δικαστήριο.
Εν πάση περιπτώσει, η επιτυχία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, με κανένα τρόπο δεν μπορεί να οδηγήσει σε ακυρότητα το διάταγμα για εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Οι θέσεις του εκζητουμένου και του δικηγόρου του, είναι ότι άλλαξαν οι προσωπικές και οικογενειακές του συνθήκες, ότι είχε παντρευτεί και είναι πλέον εγκατεστημένος στην Κύπρο, όπου είναι και οι επαγγελματικές του δραστηριότητες. Τυχόν δε εκτέλεση του εντάλματος, θα επιφέρει μεγάλη αναστάτωση και μεταβολή στην ιδιωτική και οικογενειακή του ζωή. Είναι σ' αυτή τη βάση που το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε τις πρόνοιες του άρθρου 15(2) του Νόμου, σε μια προσπάθεια να διασφαλίσει τα καλώς νοούμενα συμφέροντα του Εφεσείοντος.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επιβεβαιώνεται, υπό την αίρεση της πιο πάνω προϋπόθεσης αναφορικά με το άρθρο 15(2) του Νόμου.
Ως προς την προθεσμία παράδοσης του Εφεσείοντος, διατάσσεται όπως ακολουθηθούν οι πρόνοιες του άρθρου 29(1) του Νόμου.
Ο Εφεσείων στο μεταξύ να παραμείνει υπό κράτηση.
Ο αρμόδιος Πρωτοκολλητής εντέλλεται να κοινοποιήσει, δυνάμει του άρθρου 28 του Νόμου, την παρούσα απόφαση στις αρμόδιες δικαστικές αρχές της Μάλτας οι οποίες εξέδωσαν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/ΕΠσ
[1] Ο χρωματισμός είναι δικός μας.