ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A484
(2014) 1 ΑΑΔ 1491
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 1/2010)
8 Ιουλίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
1. ΓΕΩΡΓΙΟΣ Κ. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,
2. ΚΥΡΙΑΚΟΣ Γ. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,
3. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,
4. ΜΑΡΙΑ Χ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,
v.
ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων/Εναγόντων.
Π. Μακρίδης για Ν. Παπαευσταθίου, για τους Εφεσείοντες.
Κ. Κακουλλή (κα), για τους Εφεσίβλητους.
Δικαστήριο: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
_____________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Εφεσείοντες-Εναγόμενοι συνήψαν Συμφωνία ημερ. 12.8.2004 στη βάση της οποίας οι Εφεσίβλητοι θα τους παραχωρούσαν δάνεια και άλλες τραπεζικές διευκολύνσεις, συνολικού ποσού μέχρι 4 εκατομμυρίων λιρών Κύπρου. Συνήψαν επίσης και δεύτερη Συμφωνία της ίδιας ημερομηνίας, η οποία περιέχεται σε επιστολή προσφοράς των Εφεσιβλήτων, την οποία προσυπέγραψαν όλοι οι Εφεσείοντες και η οποία αφορούσε κυρίως τις εξασφαλίσεις για την παραχώρηση των προαναφερθέντων διευκολύνσεων. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των Εφεσιβλήτων, δύο χρόνια μετά τη σύναψη των Συμφωνιών το δάνειο παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο Λ.Κ.3.786.578,87 και ληξιπρόθεσμο ποσό Λ.Κ.252.400,31, κατά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων που ανέλαβαν οι Εφεσείοντες. Οι Εφεσίβλητοι αναγκάστηκαν να αποστείλουν στις 16.10.2006 επιστολή στους Εφεσείοντες, με την οποία τους προειδοποιούσαν ότι αν δεν τακτοποιήσουν τον λογαριασμό τους, πέραν της επιβολής αυξημένου επιτοκίου επί του υπολοίπου του δανείου, θα προέβαιναν και στη λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον τους. Δεν υπήρξε συμμόρφωση και οι Εφεσίβλητοι με επιστολή τους ημερ. 21.12.2006 τερμάτισαν τη λειτουργία της Συμφωνίας δανείου και κάλεσαν τους Εφεσείοντες να εξοφλήσουν το χρεωστικό υπόλοιπο. Περαιτέρω, τους πληροφόρησαν ότι θα επιβαρύνονταν με αυξημένο επιτόκιο ύψους 11,5% το χρόνο, κεφαλαιοποιημένο δύο φορές το χρόνο. Μετά τον τερματισμό, οι Εφεσείοντες πλήρωσαν στις 12.2.2007 έναντι της οφειλής τους το ποσό των Λ.Κ.1.304.840,62 και οι Εφεσίβλητοι απάλλαξαν το ακίνητο με αρ. 3216 το οποίο ήταν ένα από τα ακίνητα που ήταν υποθηκευμένα δυνάμει της υποθήκης Υ2934/04.
Επειδή το υπόλοιπο μέρος του δανείου συνέχιζε να οφείλεται, οι Εφεσίβλητοι ενήγαγαν τους Εφεσείοντες, αξιώνοντας εναντίον τους αλληλεγγύως και κεχωρισμένως το ποσό των Λ.Κ.2.634.862,85, το οποίο αντιστοιχεί σε ποσό €4.501.930,46, πλέον τόκους επί του πιο πάνω ποσού προς 11,5% ετησίως από 1.1.2007 κεφαλαιοποιημένο την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε χρόνου, μέχρι εξοφλήσεως. Επίσης αξίωσαν διάταγμα εναντίον του Εφεσείοντος Αρ. 1 για πώληση του ενυπόθηκου κτήματος με αρ. εγγραφής 3300 το οποίο επίσης καλυπτόταν από την υποθήκη με αρ. Υ2934/04, ημερ. 12.8.2004.
Οι Εφεσείοντες πρωτοδίκως με την υπεράσπιση τους, ενώ παραδέχθηκαν την ύπαρξη των συμφωνιών, ισχυρίστηκαν ότι με την καταβολή διάφορων καθυστερημένων ποσών στους Εφεσίβλητους, καταρτίστηκε νέα συμφωνία και/ή τροποποιήθηκε η υφιστάμενη ως προς την αποπληρωμή του δανείου και ως εκ τούτου οι Εφεσίβλητοι κωλύονταν από του να εναγάγουν τους Εφεσείοντες. Πέραν τούτου, ισχυρίστηκαν ότι ο όρος για την πληρωμή επιβαρύνσεων σε περίπτωση καθυστέρησης, ήταν καταπιεστικός και άδικος και ότι οι διάφορες υποχρεώσεις ήταν παράνομες.
Οι Εφεσίβλητοι στην απάντηση τους αρνήθηκαν ότι υπάρχει οποιοδήποτε κώλυμα στην έγερση της αγωγής, εφόσον το ποσό που εισέπραξαν στις 12.2.2007 εισπράχθηκε έναντι και προς μείωση της αποκρυσταλλωμένης οφειλής των Εφεσειόντων, με στόχο τον μετριασμό της ζημιάς τους.
Προς απόδειξη των ισχυρισμών τους οι διάδικοι κάλεσαν από δύο μάρτυρες, ενώ επετράπη στους Εφεσίβλητους να παρουσιάσουν αντικρουστική συμφωνία.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αξιολόγησε θετικά τους μάρτυρες των Εφεσιβλήτων, σε αντίθεση με αυτούς των Εφεσειόντων, έκρινε ανεδαφικούς όλους τους ισχυρισμούς των Εφεσειόντων και εξέδωσε απόφαση υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον των Εφεσειόντων 1-4 αλληλεγγύως και κεχωρισμένως για το ποσό των €4.501.930,46, πλέον τόκους προς 11,5% ετησίως από 1.1.2007 κεφαλαιοποιούμενο την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε χρόνου, μέχρι εξόφλησης. Επίσης, εξέδωσε διάταγμα για την πώληση του ενυπόθηκου κτήματος.
Οι Εφεσείοντες με την έφεση τους προβάλλουν επτά λόγους για ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Στην ουσία αφορούν στους ίδιους ισχυρισμούς που πρόβαλαν πρωτοδίκως και οι οποίοι σχετίζονται με τη μη ικανοποιητική απόδειξη του υπολοίπου του λογαριασμού, την κατ' ισχυρισμό παράνομη επιβολή επιβάρυνσης για καθυστέρηση, τους μη συμφωνηθέντες ανατοκισμούς, το μη νόμιμο τερματισμό της συμφωνίας δανείου, την εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων υπεράσπισης και τον ισχυρισμό για ύπαρξη νέας συμφωνίας σε αντικατάσταση της αρχικής.
Η απόδειξη του υπολοίπου του λογαριασμού - Λόγος έφεσης 1
Το βασικό παράπονο των Εφεσειόντων είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αποδέχθηκε τις καταστάσεις λογαριασμού ως μαρτυρία του υπολοίπου του δανείου. Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι οι συγκεκριμένες καταστάσεις λογαριασμών δεν ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 22 του περί Αποδείξεως Νόμου και ούτε συνιστούσαν τραπεζικό βιβλίο σύμφωνα με το Νόμο.
Έχουμε εξετάσει το παράπονο των Εφεσειόντων και κατά την κρίση μας αυτό δεν ευσταθεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά αποδέχθηκε τις καταστάσεις λογαριασμού, αφού οι Εφεσείοντες όχι μόνο δεν έφεραν ένσταση, αλλά ούτε και διατύπωσαν οποιαδήποτε επιφύλαξη στην κατάθεσή τους. Όμως ανεξαρτήτως τούτου, στη συνέχεια δεν κατάφεραν να αμφισβητήσουν το περιεχόμενο τους και ιδιαίτερα το υπόλοιπο που παρουσίαζαν.
Επίσης δεν ευσταθεί το παράπονο τους ως προς τη μη τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 22 του Κεφ. 9. Το δικαστήριο μπορεί να μην έκανε ειδική αναφορά στο άρθρο 22, αλλά από την όλη δομή της απόφασης είναι φανερό ότι είχε υπόψη του τις πρόνοιές του. Ανεξαρτήτως τούτου, οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 ικανοποιούνται αφού η Φωτεινή Βασιλείου, Μ.Ε.1, υπάλληλος της τράπεζας, στη μαρτυρία της έκανε ειδική αναφορά σ' αυτή την πτυχή της υπόθεσης, με αποτέλεσμα να πείσει την ευπαίδευτη Πρόεδρο του Δικαστηρίου για την ορθή τήρηση του Τραπεζικού Βιβλίου και την ορθότητα των καταστάσεων λογαριασμού, οι οποίες αποτελούσαν μέρος του Τραπεζικού Βιβλίου. Σύμφωνα με το Νόμο, αντίγραφα των καταχωρίσεων σε Τραπεζικά Βιβλία γίνονται δεκτά δυνάμει του άρθρου 22 ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη τέτοιων καταχωρίσεων και τέτοιων θεμάτων και δοσοληψιών που είναι καταχωρισμένες σ' αυτά (βλ. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρος Χαριλάου Λτδ κ.α. (2009) 1Α ΑΑΔ 479). Στην προκειμένη περίπτωση υπήρξε μαρτυρία από τη Μ.Ε.1 ότι οι Εφεσείοντες διατηρούσαν και φύλαγαν Τραπεζικό Βιβλίο, ότι αυτό ήταν ένα από τα συνήθη Βιβλία της τράπεζας και ότι οι καταχωρίσεις στο Βιβλίο γίνονταν κατά τη συνήθη και κανονική διεξαγωγή των εργασιών της τράπεζας. Περαιτέρω, η Μ.Ε.1 διαβεβαίωσε ότι οι καταστάσεις λογαριασμών που παρουσίασε συγκρίθηκαν από την ίδια με τις αρχικές καταχωρίσεις στα Τραπεζικά Βιβλία και βρέθηκαν ορθές.
Παρά τη σαφή μαρτυρία της Μ.Ε.1 ως προς την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 22, δεν έγινε καμία αντεξέταση επί του θέματος και ούτε κλήθηκε οποιοσδήποτε άλλος μάρτυρας για να αποδείξει το εσφαλμένο του υπόλοιπου του λογαριασμού. Ως αποτέλεσμα, οι Εφεσείοντες απέτυχαν να ανατρέψουν το μαχητό τεκμήριο που δημιουργήθηκε δυνάμει του άρθρου 22 του Κεφ. 9 ως προς την εκ πρώτης όψεως αποδοχή και ορθότητα των λογαριασμών. Όπως ορθά επεσήμανε η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσιβλήτων, ο εντοπισμός από την Τράπεζα ενός λάθους και η μετέπειτα διόρθωσή του δεν ανατρέπει το μαχητό τεκμήριο, αλλά αντίθετα ενισχύει την αξιοπιστία των λογαριασμών και επιβεβαιώνει την ορθότητα των στοιχείων που περιέχονται στο Τραπεζικό Βιβλίο.
Η νομιμότητα της πρόσθετης επιβάρυνσης σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής δόσης - Λόγος έφεσης 2
Οι Εφεσείοντες προβάλλουν ότι η συμφωνία ορθά ερμηνευόμενη δεν επέτρεπε στους Εφεσιβλήτους να χρεώνουν επιβάρυνση 3% επί του δανείου. Περαιτέρω, προβάλλουν ότι μια τέτοια επιβάρυνση αντίκειται στον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμο του 1999 (Ν. 160(Ι)/99), καθώς και στο άρθρο 73 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Τέλος θεωρούν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρερμήνευσε τα αποφασισθέντα στη Νεάρχου κ.α. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2005) 1Β ΑΑΔ 818.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Το βασικό παράπονο των Εφεσειόντων απαντάται από την ίδια τη Συμφωνία ημερ. 12.8.2004 (Τεκμήριο 3) και συγκεκριμένα από τον όρο Δ΄ ο οποίος αφορά σε «Προμήθειες/ Επιβαρύνσεις-Τραπεζικά Δικαιώματα». Η υποπαράγραφος (γ) του όρου Δ΄ προβλέπει ότι:-
«(γ) Σε περίπτωση τυχόν υπερβάσεων των παραχωρηθέντων ορίων ή καθυστέρησης πληρωμής υποχρεώσεων τακτής λήξεως θα υπάρξει πρόσθετη επιβάρυνση προς 3% (Τρία τοις εκατό) το χρόνο επί του ποσού της υπέρβασης ή του ληξιπρόθεσμου ποσού.»
Επομένως είναι εντελώς ανεδαφικός ο ισχυρισμός ότι οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν εξουσία να επιβάλουν μια τέτοια χρέωση.
Έχουμε επίσης μελετήσει τον ισχυρισμό ότι παρερμηνεύθηκαν τα αποφασισθέντα σην υπόθεση Νεάρχου κ.α. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ κ.α., ανωτέρω. Είναι ορθό ότι η υπόθεση αφορά σε συνοπτική απόφαση, αλλά στις σελίδες 828-829, το Εφετείο με αναφορά στον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμο, εξετάζει την επιβολή πρόσθετου επιτοκίου 3% το χρόνο χωρίς να δεχθεί ότι μια τέτοια χρέωση ήταν παράνομη, εφόσον καλυπτόταν από τις μεταξύ των μερών συμφωνίες. Είναι αυτή τη δυνατότητα χρέωσης πρόσθετου επιτοκίου υπό προϋποθέσεις που ήθελε το πρωτόδικο δικαστήριο να τονίσει με την αναφορά του στην υπόθεση Νεάρχου. Εξάλλου δεν υπήρχε οτιδήποτε άλλο που να συνδέει εκείνη την υπόθεση με την παρούσα. Όμως ακόμη και κρίνοντας λανθασμένη την αναφορά του Δικαστηρίου στη Νεάρχου, με κανένα τρόπο δεν θα αλλοιώνονταν τα μεταξύ των μερών ρητώς συμφωνηθέντα. Εν πάση περιπτώσει, ανεξαρτήτως από τη Νεάρχου, απόλυτα σχετική είναι η υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρου Χαριλάου Λτδ κ.α., ανωτέρω, στην οποία μας παρέπεμψε η δικηγόρος των Εφεσιβλήτων.
Ως προς τους λοιπούς ισχυρισμούς των Εφεσειόντων, ορθά η δικηγόρος των Εφεσιβλήτων επισημαίνει στο περίγραμμα αγόρευσης της ότι οι Εφεσείοντες κωλύονται από του να εγείρουν τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς, εφόσον όχι μόνο παρέλειψαν να δικογραφήσουν με σαφήνεια τα ζητήματα αυτά, αλλά παρέλειψαν να τα εγείρουν και πρωτοδίκως.
Ανατοκισμός - Λόγος έφεσης 3
Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφορικά με το θέμα του ανατοκισμού αποφάσισε ως εξής:-
«Οι εναγόμενοι προβάλλουν στην υπεράσπιση τους ισχυρισμό ότι το χρεωστικό υπόλοιπο περιλάμβανε υπερχρεώσεις και ανατοκισμούς. Στην παράγραφο 2 της βασικής Συμφωνίας Τεκ. 2 και στην παράγραφο Γ της επιστολής προσφοράς Τεκ. 3, δίδεται το δικαίωμα στην τράπεζα να προβαίνει σε ανατοκισμό σύμφωνα με την εκάστοτε νομοθεσία καθώς επίσης και όπως καθορίζει το ύψος του βασικού ή πρόσθετου επιτοκίου με γραπτή ειδοποίηση προς τον πελάτη. Συνακόλουθα, ο ανατοκισμός είναι επιτρεπτός με βάση τις μεταξύ των διαδίκων συμφωνιών. Όσο δε αφορά τις υπερχρεώσεις, καμία αντεξέταση δεν έγινε στη ΜΕ1 για το θέμα και καμία αμφισβήτηση δεν έγινε του περιεχομένου των καταστάσεων λογαριασμού, ούτε δόθηκε οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία επί του θέματος, συνακόλουθα ο ισχυρισμός αυτός παρέμεινε ατεκμηρίωτος.»
Οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν δέχθηκε τις θέσεις τους ότι ο ανατοκισμός στον οποίο προέβησαν οι Εφεσίβλητοι ήταν παράνομος και μη συμφωνηθείς.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Όπως ορθά υποδεικνύει στο Περίγραμμα Αγόρευσης της η ευπαίδευτη συνήγορος για τους Εφεσίβλητους, το δικαίωμα ανατοκισμού ρητά προβλέπεται στις μεταξύ τους συμφωνίες. Στην παράγραφο Ζ της Βασικής Συμφωνίας (Τεκμήριο 2), αναφέρεται ρητά ότι «..η Τράπεζα θα δικαιούται να προβαίνει σε ανατοκισμό, σύμφωνα με την εκάστοτε νομοθεσία..». Πέραν τούτου, και η Συμφωνία ημερ. 12.8.2004 (Τεκμήριο 3) προβλέπει ρητά για το δικαίωμα της Τράπεζας να κεφαλαιοποιεί τους τόκους δύο φορές το χρόνο και να προβαίνει σε ανατοκισμό σύμφωνα με την εκάστοτε νομοθεσία.
Τα παράπονα των Εφεσειόντων είναι εν πάση περιπτώσει γενικά διατυπωμένα και δεν διευκρινίζουν ποια πρόνοια του περί Ελευθεροποίησης του Επικοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1999 (Ν. 160(Ι)/99) παρέβησαν οι Εφεσίβλητοι. Κατά την άποψή μας το μαρτυρικό βάρος (evidential burden), μετά την εκ πρώτης όψεως παρουσίαση μαρτυρίας από πλευράς Εφεσιβλήτων για τα συμφωνηθέντα σε σχέση με τον τόκο και ανατοκισμό, μεταφέρθηκε στους ώμους των Εφεσειόντων, οι οποίοι όμως δεν το απέσεισαν είτε με μαρτυρία, είτε με αντεξέταση, ή εν πάση περιπτώσει με υπόδειξη συγκεκριμένης πρόνοιας του Νόμου η οποία να υποστηρίζει τη δική τους εκδοχή.
Ως προς την επανάληψη του ισχυρισμού τους ότι το λάθος που εντόπισαν στους λογαριασμούς και διόρθωσαν οι Εφεσίβλητοι καταδεικνύει το λανθασμένο και αδικαιολόγητο των χρεώσεων, έχουμε ήδη απαντήσει στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης και δεν χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο.
Οι Εφεσείοντες παραπονούνται επίσης για παράνομες υπερχρεώσεις για διάφορα μικροποσά. Πέραν του ότι δεν υπήρξε ανάλογη αντεξέταση της μάρτυρος ώστε να δοθούν απαντήσεις από πλευράς Εφεσιβλήτων, από τα έγγραφα που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι σαφές ότι οι χρεώσεις αυτές θα βάραιναν τους Εφεσείοντες (βλ. μεταξύ άλλων, παραγράφους 2 και 6 της Βασικής Συμφωνίας, Τεκμήριο 2 και παραγράφους Δ και Ε της Συμφωνίας, ημερ. 12.8.2004, Τεκμήριο 3).
Νομιμότητα του τερματισμού της Συμφωνίας και η αξιοπιστία των ΜΥ1 και ΜΥ2 - Λόγοι έφεσης 4 και 5
Οι Εφεσείοντες προβάλλουν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ήταν νόμιμος και έγκυρος ο τερματισμός της Συμφωνίας Δανείου. Το βασικό επιχείρημα τους είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε ότι αποστολή επιστολών με συνηθισμένο ταχυδρομείο, ήτοι χωρίς απόδειξη παραλαβής, ήταν επαρκής για να αποδείξει ότι οι επιστολές τερματισμού παραλήφθηκαν από τους Εφεσείοντες.
Κατ' αρχάς οι Εφεσείοντες στην Έκθεση Υπεράσπισης τους δεν εγείρουν καν θέμα παράνομου τερματισμού. Απλώς αρνούνται την παράγραφο 8 της Έκθεσης Απαίτησης που αναφέρεται στο θέμα του τερματισμού, χωρίς να προβάλλουν οποιαδήποτε θέση. Όμως, σύμφωνα με τη νομολογία, γενικής φύσεως αρνήσεις δεν είναι ο ιδανικότερος τρόπος για να εγερθεί μια υπεράσπιση. Μπορεί η γενική άρνηση ορισμένες φορές να θέτει υποχρέωση στον ενάγοντα να αποδείξει τη συγκεκριμένη πτυχή της υπόθεσης του, αλλά δεν βοηθά πολύ τον εναγόμενο ο οποίος έχει υποχρέωση να είναι και αυτός σαφής ως προς τα συγκεκριμένα θέματα που αμφισβητεί. Ιδιαίτερα στην παρούσα περίπτωση, που οι Εφεσείοντες με την έφεσή τους εγείρουν θέμα παράνομου τερματισμού, θεωρούμε ότι είχαν υποχρέωση να εγείρουν τη συγκεκριμένη ειδική υπεράσπιση ρητά στην Έκθεση Υπεράσπισης τους, ώστε να δοθεί η ευκαιρία στους Εφεσίβλητους να απαντήσουν με τον δέοντα τρόπο.
Ανεξάρτητα των πιο πάνω, ο λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός και για ένα άλλο λόγο. Οι Εφεσίβλητοι είχαν το δικαίωμα δυνάμει του όρου 20 της Συμφωνίας, Τεκμήριο 2, να αποστέλλουν κάθε ειδοποίηση στους Εφεσίβλητους με συνηθισμένο ταχυδρομείο στην τελευταία γνωστή διεύθυνσή τους. Ως προς τον ισχυρισμό που πρόβαλε πρωτοδίκως ο Εφεσείοντας 1 (ΜΥ1), ότι δεν παρέλαβε την επιστολή, το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του για τους λόγους που παραθέτει στην απόφασή του (βλ. Θεοδώρου ν. Hellenic Bank Limited, Πολιτική Έφεση Αρ. 99/09, ημερ. 20.9.2012).
Η κρίση του δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας του Εφεσείοντα μας οδηγεί στο λόγο έφεσης 5 που αφορά την απόρριψη τόσο της μαρτυρίας του όσο και αυτής του ΜΥ2. Αν και ο δικηγόρος των Εφεσειόντων αναγνωρίζει τη νομολογιακή αρχή ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου, εντούτοις θεωρεί ότι η παρούσα αποτελεί μια τέτοια περίπτωση. Όμως πέραν από γενικές δηλώσεις για την αξιοπιστία των δύο μαρτύρων, δεν αναφέρει κάτι συγκεκριμένο που θα ενέτασσε την περίπτωση σε εκείνες τις περιπτώσεις που η νομολογία επιτρέπει την επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας. Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι ορθή η εισήγηση του δικηγόρου των Εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έδωσε οποιαδήποτε αιτιολογία για την απόρριψη της μαρτυρίας των δύο μαρτύρων υπεράσπισης. Στην πρωτόδικη απόφαση και ιδιαίτερα στις σελίδες 10-14, παρέχεται σαφής και πειστική αιτιολογία για την αρνητική αξιολόγηση της μαρτυρίας των ΜΥ1 και ΜΥ2 και για την απόρριψη της μαρτυρίας τους.
Κατά πόσον καταρτίστηκε νέα συμφωνία - Λόγος έφεσης 6
Οι Εφεσείοντες πέραν της διατύπωσης του ισχυρισμού ότι καταρτίστηκε νέα συμφωνία, δεν παραθέτουν οποιαδήποτε επιχειρήματα που να δικαιολογούν επέμβαση του Εφετείου στα πρωτόδικα συμπεράσματα. Το μόνο που αναφέρουν είναι ότι:-
«..τόσο από την προφορική μαρτυρία όσο και από τα έγγραφα τα οποία είχε ενώπιον του το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν ξεκάθαρο ότι είχε συνομολογηθεί νέα συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, τις πρόνοιες της οποίας οι Εφεσείοντες-Εναγόμενοι εκπλήρωσαν πλήρως εις βάρος των δικαιωμάτων τους, αφού κατέβαλαν ποσό υπερδιπλάσιο των κατ' ισχυρισμό οφειλομένων και συνεπώς το εύρημα του Πρωτόδικου δικαστηρίου με το οποίο απέρριπτε την εκδοχή των Εφεσειόντων-Εναγομένων είναι εντελώς αυθαίρετο και δεν υποστηρίζεται από την ενώπιον του μαρτυρία.»
Στο βαθμό που ο λόγος έφεσης συνδέεται με την αξιοπιστία των μαρτύρων υπεράσπισης, έχουμε ήδη απαντήσει. Πέραν τούτου, δεν υπάρχει οτιδήποτε που να χρήζει εξέτασης. Εν πάση περιπτώσει, δεν υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ικανοποιητική μαρτυρία ώστε να χρειάζεται να εξεταστεί η νομική πτυχή του θέματος για τη συνομολόγηση νέας συμφωνίας, σε αντικατάσταση της προηγούμενης.
Ενόψει της αποτυχίας όλων των λόγων έφεσης, η έφεση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον των Εφεσειόντων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ. Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ. Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.