ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A410
(2014) 1 ΑΑΔ 1193
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 59/2010)
20 Ιουνίου, 2014
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
L. PAPAPHILIPPOU & CO, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΤΗΚΕ ΣΕ L.PAPAPHILIPPOU & CO LTD
Εφεσείοντες / Καθ΄ων η Αίτηση
- KAI -
ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΛΟΥΚΑ
Εφεσίβλητης / Αιτήτριας
---------------------------------------
Μάριος Ορφανίδης, για τους Εφεσείοντες
Γιώργος Ζ. Γεωργίου με Ελένη Προδρόμου (κα) και Μιχάλη Χατζητζιοβάννη, για την Εφεσίβλητη
----------------------------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Λιάτσος
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η Εφεσίβλητη προσλήφθηκε την 1/12/1994 ως γραμματέας στο δικηγορικό γραφείο των Εφεσειόντων. Εργάστηκε μέχρι τις 18/4/2008, ημερομηνία κατά την οποία οι Εφεσείοντες την απέλυσαν χωρίς προειδοποίηση, επικαλούμενοι απρεπή και παράνομη διαγωγή και διάπραξη σοβαρού παραπτώματος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της σε βαθμό που δεν αναμενόταν η συνέχιση της σχέσης εργοδότη και εργοδοτούμενου. Ως αποτέλεσμα, η Εφεσίβλητη προσέφυγε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών (θα αναφέρεται στη συνέχει ως το πρωτόδικο Δικαστήριο), αξιώνοντας αποζημιώσεις για παράνομο ή/και κακόπιστο τερματισμό της απασχόλησής της, πληρωμή αντί προειδοποίησης και αυξημένες και/ή παραδειγματικές αποζημιώσεις. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποφασίζοντας ότι οι Εφεσείοντες ενήργησαν βεβιασμένα και δεν έδωσαν την ευκαιρία στην Εφεσίβλητη να ακουστεί και να δώσει τις δικές της εξηγήσεις, κατέληξε ότι από τα ενώπιον του γεγονότα δε διεφάνη παράπτωμα τέτοιας μορφής που να δικαιολογεί την άμεση απόλυση. Συνακόλουθα, έκρινε ότι οι Εφεσείοντες δεν απέσεισαν το βάρος απόδειξης των λόγων που επικαλέστηκαν και, κατά συνέπεια, η απόλυση κρίθηκε ως αδικαιολόγητη. Ως αποτέλεσμα, επιδικάστηκε προς όφελος της Εφεσίβλητης το ποσό των €16.125,00, ήτοι, ως αποζημιώσεις ποσό €13.125,00, και ως προειδοποίηση οκτώ εβδομαδιαίων μισθών, το ποσό των €3,000,00. Επιδικάστηκε, περαιτέρω, νόμιμος τόκος επί των πιο πάνω ποσών από 18/9/2008 μέχρι εξοφλήσεως, καθώς επίσης και το ποσό των €1.700,00 έξοδα συν Φ.Π.Α.
Με την παρούσα έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, η ορθότητα της οποίας αμφισβητείται με δέκα λόγους έφεσης.
Προτού υπεισέλθουμε στις λεπτομέρειες των λόγων έφεσης, κρίνεται σκόπιμος ένας γενικότερος σχολιασμός ως προς τη δομή της πρωτόδικης απόφασης. Όπως έχει εντοπισθεί νομολογιακά, δεν υπάρχουν στερεότυπα στη δικαστική συγγραφή αποφάσεων. Η δικαστική ανεξαρτησία και το αυτόνομο της δικαστικής κρίσης αφήνουν ευρύ πεδίο επιλογής του τρόπου συγγραφής μιας απόφασης. Η αναδίπλωση, όμως, της δικαστικής σκέψης με λογική αλληλουχία και ορθολογιστική προσέγγιση είναι επιβεβλημένη, ούτως ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος απώλειας του απαιτούμενου ειρμού στη σκέψη του Δικαστηρίου και να αναδύεται με διαύγεια ο δικαστικός λόγος. Ενώ, λοιπόν, η δομή μιας δικαστικής απόφασης εναπόκειται στον ίδιο το δικαστή, θα πρέπει η τελική αυτή δικαστική κρίση να διαπνέεται από μια λογική συνοχή έκθεσης μαρτυρίας, ανάλυσης και αξιολόγησης και υπαγωγής των ευρημάτων στο ισχύον νομικό καθεστώς (Ανδρέα Κωστάκη Στυλιανού v. Αστυνομίας, (2008) 2 Α.Α.Δ. 646, Δημήτρης Ευσταθίου και Alpha Bank Ltd, Πολιτική Έφεση αρ. 241/2008 ημερομηνίας 19/7/2012).
Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς καμία προηγούμενη αναφορά, λιτή έστω, στην ενώπιον του μαρτυρία, προχώρησε στην καταγραφή ευρημάτων, παραλείποντας ακολούθως το ουσιαστικότερό του έργο, να προβεί σε αξιολόγηση της προσφερθείσας μαρτυρίας. Η λεκτική αναφορά στην πρώτη γραμμή της τέταρτης σελίδας της πρωτόδικης απόφασης «Έχοντας ακούσει και αξιολογήσει την ενώπιον μας μαρτυρία μαζί με τα κατατεθέντα τεκμήρια βρίσκουμε ότι τα γεγονότα .», χωρίς προηγούμενη αντιπαραβολή της προσφερθείσας μαρτυρίας και αξιολόγησή της υπό το πρίσμα των επίδικων θεμάτων, δεν συνιστά ορθή δικαστική προσέγγιση. Το λανθασμένο ως προς την αναδίπλωση της δικαστικής σκέψης δεν περιορίζεται στα πιο πάνω και μόνο. Μετά την καταγραφή σειράς ευρημάτων, ακολουθεί, λογικά αδόκιμο, η ανάπτυξη της μαρτυρίας που προσφέρθηκε, στην οποία περιλαμβάνονται και στοιχεία που καταγράφηκαν ήδη ως ευρήματα, όπως και αχρείαστες λεπτομέρειες, καθώς επίσης και γεγονότα χωρίς ουσιαστική σημασία υπό το πρίσμα των επίδικων ζητημάτων.
Οι πιο πάνω επισημάνσεις δεν είναι μοιραίες, υπό το φως των δεδομένων της υπόθεσης. Καθότι, τα γεγονότα της υπό κρίση περίπτωσης ήταν απλά στη βάση τους, και σε μεγάλη έκταση δεν τελούσαν υπό αμφισβήτηση. Κρίνεται σκόπιμη η συνοπτική καταγραφή τους στο παρόν στάδιο για σκοπούς ευχερέστερης παρακολούθησης της απόφασης, αλλά και απλοποίησης της δομής της:
Τα καθήκοντα της Εφεσίβλητης στην υπηρεσία των Εφεσειόντων ήταν η δακτυλογράφηση της αλληλογραφίας, των διαφόρων δικογράφων και άλλων εγγράφων, η αρχειοθέτησή τους και η παροχή υπηρεσιών τηλεφωνήτριας. Εξυπηρετούσε περισσότερο τον εκ των δικηγόρων, τότε, των Εφεσειόντων κ.Χαβιαρά, και κατά δεύτερο λόγο το δικηγόρο κ.Χριστοφίδη. Κατά τη διάρκεια των δεκατεσσάρων χρόνων της υπηρεσίας της ήταν καλή και έμπιστη υπάλληλος. Τον Ιανουάριο του 2008 άρχισαν να δημιουργούνται σκιές στην εργασιακή σχέση των διαδίκων. Συγκεκριμένα, στις 29/1/2008, οι ιδιοκτήτες του δικηγορικού γραφείου, Εφεσειόντων, ζήτησαν από την Εφεσίβλητη να ανοίξει στην παρουσία τους έγγραφα που είχε καταχωρημένα σε φάκελο στον υπολογιστή της. Η Εφεσίβλητη αδυνατούσε να θυμηθεί τον κωδικό του φακέλου αυτού, με αποτέλεσμα να της ζητηθεί να εγκαταλείψει το γραφείο, να επιστρέψει στο σπίτι της και να επανέλθει όταν θα ήταν σε θέση να εισάξει τον συγκεκριμένο κωδικό. Παρέμεινε σπίτι της για έναν περίπου μήνα, διάστημα κατά το οποίο μιλούσε συνεχώς με το δικηγόρο κ. Χριστοφίδη, ο οποίος την προέτρεπε να κάνει υπομονή «μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα στο γραφείο». Της λέχθηκε επίσης ότι το χρονικό διάστημα που απείχε λογιζόταν ως άδεια, την οποία και θα πληρωνόταν. Επέστρεψε στο γραφείο στις 29/2/2008, οπόταν και της ανακοινώθηκε η αποχώρηση του κ. Χαβιαρά, καθώς επίσης και ελαφρά διαφοροποίηση του ωραρίου εργασίας. Η Εφεσίβλητη αισθανόταν να βρίσκεται πλέον υπό πίεση και συνεχή έλεγχο, ακόμη και για τις ώρες που μιλούσε στο τηλέφωνο. Στις 17/4/2008 έλαβε χώρα το γεγονός, το οποίο και αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία απόλυσής της. Τα γεγονότα που το περιβάλλουν είναι επίσης αδιαμφισβήτητα. Η Εφεσίβλητη προθυμοποιήθηκε να προμηθεύσει δικηγόρο των Εφεσειόντων με παυσίπονο-panadol. Γνώριζε ότι τέτοια φάρμακα υπήρχαν στο γραφείο του κ.Χριστοφίδη, στο πρώτο συρτάρι, δεξιά. Σύμφωνα με μαρτυρία που έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, τόσο η Εφεσίβλητη, όσο και άλλα άτομα, είχαν πρόσβαση στο γραφείο του κ.Χριστοφίδη και μπορούσαν να πάρουν παυσίπονα από το εν λόγω συρτάρι. Τη συγκεκριμένη μέρα ο κ. Χριστοφίδης απουσίαζε από το γραφείο. Η Εφεσίβλητη άνοιξε το συρτάρι, στο οποίο υπήρχε και μια διπλωμένη κόλλα χαρτιού, τοποθετημένη πάνω από τα παυσίπονα. Την άνοιξε και, επειδή εξέλαβε ότι την αφορούσε, την πήρε και τη φωτοτύπησε. Εκείνη τη μέρα, 17/4/2008, δεν μίλησε με τον κ. Χριστοφίδη. Το πρωί της επόμενης μέρας, ο κ. Χριστοφίδης απουσίαζε, αλλά της υπαγόρευε από το τηλέφωνο. Το απόγευμα ο κ.Χριστοφίδης μπήκε στο γραφείο θυμωμένος, αφού πληροφορήθηκε προηγουμένως από τρίτο πρόσωπο σχετικά με το πιο πάνω γεγονός. Φώναξε την Εφεσίβλητη και στην παρουσία άλλου δικηγόρου, του κ.Γεωργίου, τη ρώτησε αν πήρε την κόλλα, τη φωτοτύπησε και την έβαλε στην τσάντα της. Η Εφεσίβλητη αρχικά δεν απάντησε, αλλά όταν ξαναρωτήθηκε σχετικά, απάντησε «νόμισα ότι με αφορούσε». Ο κ.Χριστοφίδης, θεωρώντας το συμβάν ως πάρα πολύ σοβαρό, της είπε «απολύεσαι» και την επομένη, 18/4/2008, της απέστειλε και σχετική επιστολή τερματισμού των υπηρεσιών της.
Επανερχόμαστε στους λόγους έφεσης. Παρά τον εκτεταμένο αριθμό τους, η ουσία της αμφισβήτησης της πρωτόδικης απόφασης από τους Εφεσείοντες συμπυκνώνεται στους λόγους έφεσης 1, 7 και 9. Θέτουν οι Εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η αφαίρεση του ιδιόχειρου σημειώματος από το συρτάρι του κ.Χριστοφίδη, η φωτοτύπηση και κατακράτηση του εγγράφου δε δικαιολογούσε τον άμεσο τερματισμό της απασχόλησης της Εφεσίβλητης. Προσβάλλεται, επίσης, η κατάληξη του Δικαστηρίου, ότι θα έπρεπε ο κ.Χριστοφίδης να ακούσει πρώτα την Εφεσίβλητη.
Το κρίσιμο, λοιπόν, ερώτημα είναι κατά πόσον οι Εφεσείοντες απέσεισαν το βάρος απόδειξης των λόγων που επικαλέστηκαν, ούτως ώστε να κρινόταν δικαιολογημένη και η απόλυση της Εφεσίβλητης για διαγωγή τέτοια, ως αποτέλεσμα της οποίας δεν αναμενόταν πλέον να συνεχιστεί η σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου.
Σύμφωνα με το άρθρο 6 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967, Ν.24/67, όπως τροποποιήθηκε («ο Νόμος»), τερματισμός απασχόλησης εργοδοτουμένου υπό του εργοδότου τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου - βάρος που φέρει ο εργοδότης − ως μη γενόμενος για κάποιον από τους εκτιθέμενους στο άρθρο 5 του Νόμου λόγους. Κατ΄ακολουθία, δε, του άρθρου 5(ε)(στ)(ι)(ιι) του Νόμου, τερματισμός απασχόλησης δεν παρέχει δικαίωμα εις αποζημίωση όταν ο εργοδοτούμενος επιδεικνύει τέτοια διαγωγή ώστε να καθιστά τον εαυτό του υποκείμενο σε απόλυση χωρίς προειδοποίηση ή επιδεικνύει διαγωγή τέτοια, η οποία καθιστά σαφές ότι η σχέση εργοδότου και εργοδοτουμένου δεν δύναται ευλόγως να αναμένεται όπως συνεχιστεί ή διαπράττει σοβαρό παράπτωμα στην εκτέλεση των καθηκόντων του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε ότι οι εργασιακές σχέσεις πρέπει να βασίζονται στην αμοιβαία πίστη και εμπιστοσύνη μεταξύ εργοδότη και εργοδοτουμένου. Τόνισε, ακολούθως, τη σειρά γεγονότων που προηγήθηκε του κρίσιμου συμβάντος της αφαίρεσης του εγγράφου από το συρτάρι του κ.Χριστοφίδη, προκειμένου να καταδείξει τα αισθήματα πικρίας που ένοιωθε η Εφεσίβλητη λόγω της συνεχούς εναντίον της καχυποψίας και να δικαιολογήσει την πεποίθηση της Εφεσίβλητης ότι το συγκεκριμένο έγγραφο την αφορούσε. Στη συνέχεια, με ένα δαιδαλώδες σκεπτικό, κατέληξε ότι το υπό κρίση περιστατικό ήταν μεμονωμένο και σε καμία περίπτωση δε δικαιολογούσε τον τερματισμό της απασχόλησης εκ μέρους του εργοδότη, ο οποίος θα έπρεπε να λάβει υπόψη την προηγούμενη άψογη υπηρεσία της Εφεσίβλητης, και θα έπρεπε να της δοθεί χρόνος για να ακουστεί σχετικά. Είναι χαρακτηριστικό του λανθασμένου, κατά την άποψή μας, τρόπου σκέψης του Δικαστηρίου και το ακόλουθο απόσπασμα από τη σελίδα 20 της πρωτόδικης απόφασης:
«Και διερωτώμαστε, ένα συρτάρι στο οποίο υπήρχαν φάρμακα και διάφορα άλλα προσωπικά του κ. Χριστοφίδη πώς βρέθηκε ένα τόσο σημαντικό έγγραφο, που κατά τον κ. Χριστοφίδη αν το έπαιρνε η γυναίκα του θα ήταν αιτία διαζυγίου, πάνω από το κουτί με τα panadol διπλωμένο χωρίς φάκελο. Πώς μπορεί αυτό το χαρτί και τα όσα γράφει, τα οποία ο κ. Χριστοφίδης αρνήθηκε να μας εξηγήσει, να ήταν τόσο εμπιστευτικά που κλόνισαν τη πίστη και εμπιστοσύνη του σε μια, κατά γενική ομολογία, εξαίρετη υπάλληλο με 14 χρόνια υπηρεσία. Μια υπάλληλο που όταν ήταν έγκυος με άδεια μητρότητας, όταν της ζήτησαν βοήθεια, αμέσως ανταποκρίθηκε. Μια υπάλληλο που ποτέ δεν έδωσε αφορμή για οτιδήποτε σχετίζεται με εργασία και έγγραφα του γραφείου. Μια υπάλληλο που ουδέποτε δέχθηκε οποιανδήποτε παρατήρηση μέσα στα τόσα χρόνια υπηρεσίας της κι΄όλα άρχισαν το τελευταίο διάστημα που συνέπεσε με την αποχώρηση του κ.Χαβιαρά.»
Διέφυγε του πρωτόδικου Δικαστηρίου η ουσία του πράγματος. Οι εργασιακές σχέσεις βασίζονται, και έτσι πρέπει, στην αμοιβαία πίστη και εμπιστοσύνη μεταξύ εργοδότη και εργοδοτουμένου. Ο κλονισμός της αναγκαίας αυτής εμπιστοσύνης δε συναρτάται, όπως λανθασμένα τίθεται στην πρωτόδικη απόφαση, από τον εξ΄αντικειμένου χαρακτηρισμό ενός εγγράφου ως εμπιστευτικού ή μη. Στην υπό κρίση περίπτωση, το παραδεκτό γεγονός ότι η Εφεσίβλητη προχώρησε στην αφαίρεση του επίδικου εγγράφου από το γραφείο του άμεσα προϊστάμενού της και συνεταίρου των Εφεσειόντων, στην εξέτασή του, αφού προηγουμένως το άνοιξε, και ακολούθως, και παρά το γεγονός ότι δεν την αφορούσε, στη φωτοτύπηση και κατακράτηση αντιγράφου, εκθεμελίωνε κάθε πυλώνα εμπιστοσύνης. Συνεπώς, είναι η ίδια η πράξη και όχι η φύση του εγγράφου που οδήγησε στον κλονισμό της εργασιακής σχέσης.
Στην υπόθεση Κακοφεγγίτου v. Κυπριακών Αερογραμμών, (2005) 1 Α.Α.Δ. 1478, εξετάστηκε το ζήτημα του εφαρμοστέου κριτηρίου σε σχέση με το δικαιολογημένο ή μη της απόλυσης ενός εργοδοτούμενου, με αναφορά στην αγγλική υπόθεση British Leyland (U.K.) Ltd v. Swing (1981) 1RLR 91 (σ.93), όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα από τον Lord Denning Μ.R.:
««Τhe correct test is this: Was it reasonable for the employers to dismiss him‽ If no reasonable employer would have dismissed him, then the dismissal was unfair. But if a reasonable employer might reasonably have dismissed him, then the dismissal was fair. It must be remembered in all these cases there is a bank of reasonableness, within which one employer might reasonable take one view: another quite reasonably take a different view».
(Σε ελεύθερη μετάφραση):
«Το ορθό κριτήριο είναι αυτό: Ήταν λογικά αναμενόμενο από τον εργοδότη να τον απολύσει; Εάν κανένας λογικός εργοδότης δεν θα τον απέλυε τότε η απόλυση είναι αδικαιολόγητη. Αλλά εάν ένα λογικός εργοδότης μπορούσε να τον απολύσει τότε η απόλυση ήταν δικαιολογημένη. Θα πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη μας ότι σε όλες τις περιπτώσεις υπάρχει μια γραμμή λογικής, στα πλαίσια της οποίας ένας εργοδότης μπορεί δικαιολογημένα να πάρει μια θέση και ένας άλλος εντελώς διαφορετική.»»
Όπως, δε, έχει κατ΄επανάληψη νομολογηθεί, η λογικότητα ή μη της απόλυσης δεν κρίνεται με βάση το τι το δικάσαν Δικαστήριο θα έκανε αν ήταν στη θέση του εργοδότη. Αντί αυτού, το Δικαστήριο θα πρέπει να ρωτήσει τον εαυτό του κατά πόσον, με το μέτρο του λογικού εργοδότη, στοιχειοθετήθηκαν λογικές αιτίες σε σχέση με την πεποίθησή του ότι ο εργοδοτούμενος υπήρξε ένοχος ανάρμοστης συμπεριφοράς και κατά πόσο η διερεύνηση του ζητήματος από τον εργοδότη ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογη (Galatariotis Telecommunications Ltd v. Σωτήρη Βασιλείου (2003) 1 Α.Α.Δ. 318).
Υπό το φως των πιο πάνω αρχών, και με δεδομένα τα γεγονότα που καλύπτουν την υπό κρίση περίπτωση, η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το ουσιαστικό γεγονός της αφαίρεσης του διπλωμένου εγγράφου και φωτοτύπησής του χωρίς την άδεια, και εν αγνοία του κ. Χριστοφίδη, ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό που σε καμία περίπτωση δε δικαιολογούσε τον τερματισμό της απασχόλησης, είναι λανθασμένη και έκθετη σε ανατροπή. Η εργασιακή σχέση είχε πληγεί ανεπανόρθωτα εξαιτίας της υπό αναφορά συμπεριφοράς της Εφεσίβλητης. Η βάση της εργασιακής σχέσης, η πίστη και η εμπιστοσύνη, δηλαδή, που την περιβάλλει, έχει συθέμελα κλονιστεί. Η προσβολή της σχέσης εμπιστοσύνης στην προκειμένη περίπτωση, δεν επηρέαζε μόνο τα συμφέροντα του εργοδότη, αλλά και αυτά τρίτων, δεδομένης της ιδιότητας του εργοδότη και του χειρισμού από δικηγορικό γραφείο υποθέσεων άλλων προσώπων. Στην παρούσα περίπτωση βρισκόμαστε ενώπιον σχέσης εργοδότησης αυξημένης πίστης και εμπιστοσύνης. Ο χειρισμός εκ μέρους του εργοδότη θεμάτων νομικής φύσης και υποθέσεων τρίτων εμπεριέχει το στοιχείο της εχεμύθειας και της εμπιστευτικότητας σε υπέρτατο βαθμό. Στοιχείο το οποίο οφείλουν να σέβονται, και με το οποίο θα πρέπει να συμβαδίζουν και οι εργοδοτούμενοι σε δικηγορικό γραφείο. Ιδίως, δε, οι γραμματείς, οι οποίες, λόγω της θέσης τους, έχουν άμεση γνώση και πρόσβαση σε διάφορα στοιχεία εμπιστευτικής φύσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην προσπάθεια του να καταδείξει την καχυποψία που εμφιλοχώρησε στις μεταξύ των μερών εργασιακές σχέσεις, και προκειμένου να δικαιολογήσει − όπως το έθεσε «χωρίς να θέλουμε βέβαια να δικαιολογήσουμε απόλυτα» − την συμπεριφορά της Εφεσίβλητης, αναφέρθηκε στη σειρά των γεγονότων που προηγήθηκαν. Τα γεγονότα αυτά θα μπορούσαν, ίσως, να δικαιολογήσουν αναζήτηση άλλων θεραπειών από την Εφεσίβλητη προς διασφάλιση των δικαιωμάτων της, όπως, για παράδειγμα, προβολή θέσης για εξαναγκασμό προς παραίτηση. Δεν εντοπίζουμε, όμως, πως συνδέονται και πως θα δικαιολογούσαν την υπό κρίση συμπεριφορά της. Όπως είναι παραδεκτό, το έγγραφο ήταν διπλωμένο. Ως εκ τούτου, δε βρίσκει λογικό έρεισμα η θέση της Εφεσίβλητης ότι εξέλαβε πως το υπό αναφορά έγγραφο την αφορούσε. Θα έπρεπε πρώτα να το ξεδιπλώσει για να είχε την ευχέρεια να διαπιστώσει αν όντως την αφορούσε.
Ούτε η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία δε δόθηκε η ευκαιρία στην Εφεσίβλητη να ακουστεί, κατά παράβαση του άρθρου 7 του περί της Συμβάσεως περί του Τερματισμού Απασχολήσεως (Κυρωτικού) Νόμου, Ν.45/85, είναι ορθή. Το υπό αναφορά άρθρο προνοεί:
«Η απασχόληση εργαζομένου δεν μπορεί να τερματίζεται για λόγους σχετιζόμενους με την συμπεριφορά του ή την εργασία του πριν να του δοθεί η δυνατότητα να υπερασπίσει τον εαυτό του από τις καταγγελίες που έχουν διατυπωθεί σε βάρος του, εκτός αν δεν μπορεί λογικά να αναμένεται από τον εργοδότη να του δώσει αυτή τη δυνατότητα.»
Όπως είναι νομολογημένο, η γνωστοποίηση των λόγων της απόλυσης μπορεί ακόμη και να παραλειφθεί, αν ο εργαζόμενος είναι εκ των πραγμάτων σε θέση να γνωρίζει απόλυτα την κατηγορία και, γενικότερα, τους λόγους της απόλυσης (Roberts and Ellison v. Short Bros and Harlon Ltd (1976) EAT 318/1976). Όπως τέθηκε από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στην απόφαση West Midlands Cooperative Society Ltd v. Tipton (1986) W.C.R. 306, 316, η συζήτηση με τον εργοδοτούμενο μπορεί να παραλειφθεί μόνο εάν τα υπάρχοντα εναντίον του στοιχεία ομολογούνται από τον ίδιο ή είναι τόσο έκδηλα, ώστε να μη μπορούν αντικειμενικά να αμφισβητηθούν. Όπως, δε, εντοπίζεται στην απόφαση Κακοφεγγίτου (ανωτέρω), στις σελίδες 1483-1484:
«Στη διαπίστωση του εύλογου της απόφασης για απόλυση είναι που έχει τη θέση της η αρχή του άρθρου 7, καθ΄όσον συμπέρασμα βασισθέν σε στοιχεία, όσο αδιάσειστα και αν φαίνονται, που δεν έχουν απαντηθεί από τον υπάλληλο με την προβολή και της δικής του θέσης υπόκεινται σε ανάλογη αδυναμία και αμφιβολία. Η παροχή της δυνατότητας στον υπάλληλο να υπερασπίσει τον εαυτό του και να προβάλει τη θέση του όμως δεν συναρτάται προς την τήρηση συγκεκριμένης διαδικασίας προνοούμενης σε κανονισμούς ή ταυτιζόμενης με πειθαρχικές διαδικασίες. Είναι, όπως ορθά αντελήφθη το Δικαστήριο, θέμα ουσίας.»
Ο περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμος, ως νομοθέτημα κοινωνικού περιεχομένου, αποβλέπει στην προστασία του δικαιώματος εργασίας. Συνακόλουθα, και ως αποτέλεσμα της ανάγκης για πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων εργοδοτούμενου προτού ληφθεί απόφαση απόλυσής του, είναι επιτακτική η υποχρέωση τήρησης μιας σωστής διαδικασίας, στα πλαίσια της οποίας και θα πρέπει να παραχωρείται στον εργοδοτούμενο το δικαίωμα να ακουστεί και να αναπτύξει τις θέσεις του.
Στην ενώπιόν μας περίπτωση, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι η συζήτηση με τον εργοδοτούμενο μπορεί να παραλειφθεί μόνο όταν τα εις βάρος του στοιχεία ομολογούνται από τον ίδιο ή είναι τόσο πρόδηλα και οφθαλμοφανή ώστε δεν μπορούν αντικειμενικά να αμφισβητηθούν, παραβλέπει δύο βασικά δεδομένα: Πρώτον, ότι ενώπιον τέτοιας κατάστασης πραγμάτων ήταν αντιμέτωπο και, δεύτερον, ότι αδιαμφισβήτητα δόθηκε η δυνατότητα στην Εφεσίβλητη να υπερασπίσει τον εαυτό της και να προβάλει τη θέση της. Ρωτήθηκε, συγκεκριμένα, από τον κ.Χριστοφίδη για το όλο γεγονός, παραδέχθηκε την πράξη της και ανέφερε τους λόγους, επεξηγώντας «νόμισα ότι με αφορούσε».
Είναι η κατάληξή μας ότι, εν όψει των γεγονότων της υπό κρίση περίπτωσης, οι Εφεσείοντες-εργοδότες δικαιολογημένα τερμάτισαν άμεσα την απασχόληση της Εφεσίβλητης-εργοδοτούμενης.
Η επιτυχία των λόγων έφεσης που εξετάσαμε καθιστά αχρείαστη την ενασχόλησή μας με τους υπόλοιπους λόγους. Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με έξοδα συν Φ.Π.Α., τόσο πρωτόδικα όσο και κατ΄έφεση, εις βάρος της Εφεσίβλητης-Αιτήτριας. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν προς έγκριση από το Δικαστήριο.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ. ................
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ. ................
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ. ................
/ΜΣ