ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A380
(2014) 1 ΑΑΔ 1125
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 350/2010)
6 Ιουνίου, 2014
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΚΩΣΤΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΚΩΣΤΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΕΩΣ ΕΚ ΜΑΛΟΥΝΤΑΣ,
Εφεσείοντας,
ΚΑΙ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητος.
__________________________
Ο Εφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά.
Α. Χριστοφόρου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
__________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την αγωγή του στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ο ενάγων-εφεσείων, ο οποίος ενάγει υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Κώστα Δημητρίου (προφανώς παππού του), ζητούσε, μεταξύ άλλων, δηλώσεις και διατάγματα του δικαστηρίου με τα οποία να διατάσσεται η εγγραφή επ΄ ονόματι του μεριδίου σε αριθμό κτημάτων (35 συνολικά) και παράλληλη ακύρωση οιασδήποτε προγενέστερης εγγραφής επί των προαναφερόμενων κτημάτων.
Ο ενάγων-εφεσείων, μαζί με τον Χριστόφορο Δημητρίου, καταχώρησαν την προαναφερόμενη αγωγή εναντίον τεσσάρων εναγομένων. Στη συνέχεια οι τρεις εναγόμενοι (2-4) διαγράφησαν και παρέμεινε ως μόνος εναγόμενος ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας. Ο προαναφερόμενος 2ος ενάγων απεβίωσε και καμιά ενέργεια δεν έγινε για να υποκατασταθεί από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.
Ο Κώστας Δημητρίου, του οποίου ο εφεσείων είναι διαχειριστής της περιουσίας, ήταν υιός της αποβιώσασας Αγάθης Γιαννή, η οποία ήταν αδελφή της Ειρήνης Χατζηττοφή και του Μιχαλάκη Χατζηττοφή και θυγατέρα του Χατζηττοφή Μιχαήλ. Κατά τον ισχυρισμό του εφεσείοντα η περιουσία της οποίας αυτός διεκδικεί μερίδιο, ανήκε πριν πολλά χρόνια στον Χατζηττοφή Μιχαήλ. Είναι ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι, με δόλο και απάτη, αυτός αποστερήθηκε του κληρονομικού του δικαιώματος και αποδίδει το δόλο και την απάτη κυρίως στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.
Στην παράγραφο 9 των λεπτομερειών της Έκθεσης Απαίτησης του ενάγοντα-εφεσείοντα, αναγράφεται ότι το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας δολίως και/ή αμελώς και κατά παράβαση των νομίμων καθηκόντων του παρέλειψε να ακυρώσει εγγραφές των επιδίκων ακινήτων, τα οποία ενεγράφησαν σε άτομα που ήταν κατ΄ ισχυρισμό διάδοχοι του Μιχαλάκη Χατζηττοφή, υιού. Ο Μιχαλάκης Χατζηττοφή ήταν υιός του Χατζηττοφή Μιχαήλ και αδελφός της Ειρήνης Χατζηττοφή και της Αγάθης Γιαννή.
Στην παράγραφο 14 των λεπτομερειών της Έκθεσης Απαίτησης αναγράφεται ότι το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας δέχθηκε αιτήσεις και τελικά ενέγραψε μεγάλο μέρος των επιδίκων ακινήτων σε άτομα που ισχυρίζονταν ότι ήταν κληρονόμοι του Χατζηττοφή Μιχαήλ και συγκεκριμένα τους Αγαθάγγελο Χαρή, Λοίζο Χαρή, Ξενή Παναγή Χειμώνα και άλλους κατ΄ ισχυρισμό κληρονόμους. Άλλα από τα διεκδικούμενα ακίνητα, σύμφωνα με την παράγραφο 16 της Έκθεσης Απαίτησης, ενεγράφησαν επ΄ ονόματι του Μιχαλάκη Χατζηττοφή, υιού, ενώ άλλα τέτοια ακίνητα ενεγράφησαν στους Αγαθάγγελο Χαρή, Κατίνα Χαρή και Λοίζο Χαρή. Στην παράγραφο (Λ) των λεπτομερειών δόλου και/ή αμέλειας της Έκθεσης Απαίτησης αναγράφονται άλλα πέντε ονόματα ανθρώπων στους οποίους μεταβιβάστηκαν διεκδικούμενα κτήματα.
Μετά από επτά (7) προδικαστικές ενστάσεις που ηγέρθησαν από τον εφεσίβλητο, η βασική των οποίων είναι η πρώτη[1], το πρωτόδικο δικαστήριο άκουσε προδικαστικά τις ενστάσεις και με απόφαση του ημερ. 12.11.2010 απέρριψε την αγωγή του ενάγοντα-εφεσείοντα στη βάση της Δ.27 θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Όπως παρατήρησε στην απόφαση του ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής η Δ.27 θ.3 θεσμοθετεί μια συνοπτική διαδικασία η οποία παρέχει στο δικαστήριο την εξουσία, χωρίς τη διεξαγωγή δίκης, να απορρίψει οιονδήποτε δικόγραφο. Παρέχεται δηλαδή εξουσία στο δικαστήριο να απορρίψει μια αγωγή, χωρίς να προβεί στην εκδίκαση της, όταν η αγωγή δεν αποκαλύπτει καλή βάση ή είναι επιπόλαιη ή ενοχλητική. Η εξουσία αυτή ασκείται με εξαιρετική φειδώ και αποτελεί εξαιρετικής μορφής μέτρο (Δέστε: Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (SAL) (1998) 1 ΑΑΔ 1338, 1344).
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στο ιστορικό της υπόθεσης και στην κληρονομική διαδοχή των εμπλεκομένων προσώπων, έκαμε ειδική αναφορά στις προδικαστικές ενστάσεις που ήγειρε ο εναγόμενος-εφεσίβλητος στην Υπεράσπιση του και ειδικά στην ένσταση υπ΄ αρ. 1.1, σύμφωνα με την οποία, η αγωγή εγέρθηκε παράτυπα και/ή αντικανονικά, αφού δεν συνενώθηκαν σ΄ αυτήν (ως εναγόμενοι) όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι και όλα τα επηρεαζόμενα ή ενδιαφερόμενα πρόσωπα, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να επιλυθούν όλα τα εγειρόμενα ζητήματα, δίκαια και αποτελεσματικά.
Κατά τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή, η προδικαστική ένσταση της παραγράφου 1.1 της Έκθεσης Υπεράσπισης συνιστά κλασσική περίπτωση εφαρμογής της Δ.27 θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Οι προϋποθέσεις που θεώρησε ότι συνέτρεχαν για εφαρμογή της προαναφερόμενης πρόνοιας είναι (α) ότι τυχόν απόφαση επί του θέματος αυτού, προς όφελος του εναγόμενου-εφεσίβλητου, θα είχε καταλυτικές συνέπειες στην όλη διαδικασία και (β) ότι το υπόβαθρο για την άσκηση της εξουσίας που παρέχεται από τη Δ.27 θ.3 ήταν όχι μόνον αδιαμφισβήτητο αλλά ουσιαστικά συνιστούσε θέσεις του ίδιου του ενάγοντα-εφεσείοντα. Κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, εφόσον ο ίδιος ο ενάγων-εφεσείων ισχυριζόταν ότι η επίδικη γη μεταβιβάστηκε σε μεγάλο αριθμό προσώπων, η ταυτότητα των οποίων δεν διευκρινίζεται στην Έκθεση Απαίτησης, και τα πρόσωπα αυτά δεν συνενώθηκαν ως εναγόμενοι, παρά το ότι ήταν αναγκαίοι διάδικοι, η αγωγή του ενάγοντα-εφεσείοντα ήταν, εκ προοιμίου, καταδικασμένη σε αποτυχία. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε αναφορά, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Γεωργιάδου ν. Γεωργιάδης (1999) 1 ΑΑΔ 1210 στην οποίαν τονίστηκε ότι είναι νομολογιακά θεμελιωμένο ότι, σε αγωγές που έχουν ως αντικείμενο ακίνητη ιδιοκτησία, πρέπει να συνενώνονται, ως διάδικοι, όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, αλλιώτικα η όλη διαδικασία είναι θνησιγενής και άκυρη.
Χωρίς να αποτελεί ειδικό λόγο προδικαστικής ενστάσεως, το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε και στο ζήτημα του δικαιώματος κληρονομιάς επί περιουσίας προγόνου και, αφού μνημόνευσε σχετικές αποφάσεις, είπε ότι αξίωση εδραζόμενη σε δικαίωμα κληρονομιάς επί περιουσίας προγόνου θέτει σε εφαρμογή τις πρόνοιες του άρθρου 34(7) του περί Διαχειρίσεως Κληρονομιών Νόμου Κεφ. 189, το οποίο προνοεί ότι, για τους σκοπούς λήψης δικαστικού μέτρου δυνάμει του άρθρου αυτού (του άρθρου 34), κανένα πρόσωπο δεν δύναται να αντιπροσωπεύει την κληρονομιά αποβιώσαντος προσώπου, εκτός από τον προσωπικό του αντιπρόσωπο. Στο εδάφιο 1 του άρθρου 34 του Κεφ. 189 προνοείται ότι όλες οι βάσεις αγωγής, οι οποίες υπάρχουν κατά το θάνατο ή έχουν περιέλθει στον αποβιώσαντα, επιβιώνουν επ΄ ωφελεία της κληρονομιάς του.
Κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, οποιοδήποτε τυχόν αγώγιμο δικαίωμα, θα μπορούσαν να το έχουν μόνο οι αποβιώσασες Ειρήνη Χατζηττοφή και Αγάθη Γιαννή, μέσω, βεβαίως, διαχειριστή της περιουσίας τους, εφόσον αυτές ήταν τα παιδιά του Χατζηττοφή Μιχαήλ που, κατ΄ ισχυρισμόν, αδικήθηκαν από τις ενέργειες του εφεσίβλητου.
Βασικά για τους δύο προαναφερόμενους λόγους, δηλαδή (α) ότι δεν είχαν συνενωθεί ως αναγκαίοι διάδικοι, εναγόμενοι, όλα τα πρόσωπα στα οποία κατά καιρούς περιήλθε η διεκδικούμενη ακίνητη περιουσία και τα οποία πρόσωπα δεν μπορούσαν να διαπιστωθούν από το δικαστήριο επειδή ήταν πολλά και μη συγκεκριμένα, και (β) επειδή οποιονδήποτε τυχόν αγώγιμο δικαίωμα ανήκε, μεταξύ άλλων, στην Αγάθη Γιαννή (μητέρα του Κώστα Δημητρίου) και ο ενάγων-εφεσείων δεν ήταν διαχειριστής της περιουσίας της, το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, με έξοδα εις βάρος του ενάγοντα-εφεσείοντα. Η έλλειψη δυνατότητας, εκ μέρους του δικαστηρίου, να γνωρίζει όλους τους αναγκαίους διάδικους, του στερούσε και τη δυνατότητα να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να διατάξει τη συνένωσή τους, ως εναγομένους, αν το έκρινε ορθό.
Με την έφεση του ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με έξι λόγους έφεσης.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στην, κατ΄ ισχυρισμό, εσφαλμένη απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου να ακούσει τις προδικαστικές ενστάσεις, που αναφέρονταν στην Έκθεση Υπεράσπισης, χωρίς να υπάρχουν ενώπιον του παραδεκτά γεγονότα και στέρεο πραγματικό υπόβαθρο.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο άντλησε πληροφόρηση από γεγονότα που δεν αναφέρονταν στην Έκθεση Απαίτησης.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στην, κατ΄ ισχυρισμό, εσφαλμένη θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η αγωγή θα έπρεπε να εγερθεί στο όνομα της Ειρήνης Χατζηττοφή και της Αγάθης Γιαννή.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στη μή νομιμοποίηση του ενάγοντα-εφεσείοντα να εγείρει την αγωγή και στο συμπέρασμα ότι η αγωγή στερείτο καλής βάσης και ήταν επιπόλαιη και ενοχλητική.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά στο, κατ΄ ισχυρισμό, εσφαλμένο πρωτόδικο συμπέρασμα ότι οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες της διεκδικούμενης γης θα έπρεπε να είχαν συνενωθεί ως διάδικοι.
Ο έκτος λόγος έφεσης αφορά στην κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη εφαρμογή των προνοιών της Δ.27 θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας στην παρούσα περίπτωση.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι όλοι οι λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά άκουσε προκαταρκτικά, τις προδικαστικές ενστάσεις εφόσον τα γεγονότα που συνιστούσαν το πραγματικό υπόβαθρο ήταν μη αμφισβητούμενα και στην πραγματικότητα βασίζονταν σε θέσεις του ίδιου του ενάγοντα-εφεσείοντα. Το ότι ο ενάγων-εφεσείων βάσιζε την οποιαδήποτε απαίτηση του στα κληρονομικά δικαιώματα του Κώστα Δημητρίου (του οποίου είναι διαχειριστής), ο οποίος αντλούσε τα οποιαδήποτε δικαιώματα του από τον παππού του Χατζηττοφή Μιχαήλ μέσω της αποβιώσασας μητέρας του Αγάθης Γιαννή, ήταν αδιαμφισβήτητο γεγονός, όπως αδιαμφισβήτητο γεγονός ήταν και το ότι ο εφεσείων δεν ήταν και δεν είναι διαχειριστής της περιουσίας της Αγάθης Γιαννή. Το ίδιο, μη αμφισβητούμενο γεγονός, ήταν και το ότι η περιουσία την οποία διεκδικεί ο εφεσείων, σύμφωνα με τις θέσεις που ο ίδιος προβάλλει στην έκθεση απαίτησης του, ενεγράφη επ΄ ονόματι πολλών και διαφόρων προσώπων, άλλων γνωστών και άλλων αγνώστων, τα οποία δεν είναι εναγόμενοι στην αγωγή του εφεσείοντα, παρόλο που, σύμφωνα με τις αυθεντίες και τη νομολογία, είναι αναγκαίοι διάδικοι. Η θέση του εφεσείοντα ότι κάποια από τα διεκδικούμενα ακίνητα ανήκουν σήμερα στην Κυπριακή Δημοκρατία δεν διαφοροποιεί ουσιωδώς την προαναφερόμενη παράλειψη του εφεσείοντα, εφόσον και έτσι να έχουν τα πράγματα θα έπρεπε να ήταν εναγόμενοι όλοι που, κατά καιρούς, υπήρξαν εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες των διεκδικούμενων κτημάτων μέχρι να καταλήξουν στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρούμε ότι πολύ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε την παρούσα υπόθεση ως κατάλληλη για να εφαρμόσει τις εξουσίες που του παρέχει η Δ.27 θ.3 και να απορρίψει την αγωγή του εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται ως αβάσιμη, με έξοδα εις βάρος του ενάγοντα-εφεσείοντα Κώστα Δημητρίου και υπέρ του εναγόμενου-εφεσίβλητου. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.
[1] «Η παρούσα αγωγή έχει εγερθεί παράτυπα και/ή αντικανονικά αφού δεν έχουν συνενωθεί στην αγωγή όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι και/ή όλα τα επηρεαζόμενα και/ή ενδιαφερόμενα πρόσωπα με αποτέλεσμα να μην μπορούν να επιλυθούν όλα τα εγειρόμενα ζητήματα δίκαια και αποτελεσματικά.»