ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A409
(2014) 1 ΑΑΔ 1207
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 310/10)
20 Ιουνίου, 2014
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
1. LOUDMILA PECHTCHACHANSKAIA
2. ANDREY PECHCHANSKIY
Εφεσείοντες / Εναγόμενοι,
- KAI -
VADIM ESIPOVICH
Εφεσίβλητoς/Ενάγοντας,
---------------------------------------
Άγγελος Παφίτης, για τους Εφεσείοντες
Μιχάλης Ιωάννου, για τον Εφεσίβλητο
----------------------------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Λιάτσος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ορίσει την Αγωγή για ακρόαση σε δύο ημερομηνίες, στις 22/6/2010 και 24/6/2010. Στις 22/6/2010 δεν υπήρξε εμφάνιση εκ μέρους των Εφεσειόντων και η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής κάλεσε το δικηγόρο του Εφεσίβλητου να προχωρήσει με την υπόθεσή του. Η μαρτυρία ολοκληρώθηκε εντός της ημέρας και η απόφαση του Δικαστηρίου επιφυλάχθηκε. Εκδόθηκε στις 24/6/2010, ημέρα Παρασκευή, στην παρουσία του δικηγόρου του Εφεσίβλητου, αλλά και του δικηγόρου κ. Άγγελου Παφίτη, ο οποίος παρουσιάστηκε ως δικηγόρος των Εφεσειόντων, έχοντας καταχωρήσει την ίδια ημέρα ειδοποίηση αλλαγής δικηγόρου, δυνάμει της Δ.3 θ.1.
Στις 28/6/2010, ημέρα Δευτέρα, ο πιο πάνω δικηγόρος των Εφεσειόντων καταχώρησε αίτηση παραμερισμού και ακύρωσης της εκδοθείσας απόφασης, θέτοντας ως νομικό υπόβαθρο τη Δ.48 θ.1-6 και θ.9(h), την Δ.35 θ.5 και Δ.64 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, καθώς και το Άρθρο 30 του Συντάγματος. Πραγματικό υπόβαθρο της αίτησης αποτέλεσαν δύο ένορκες δηλώσεις δικηγόρων, του κ. Άγγελου Παφίτη και της κας Έλενας Πιτσιλίδου. Απέδωσαν την παράλειψη των δικηγόρων των Εφεσειόντων να εμφανιστούν στο Δικαστήριο στις 22/6/2010 σε λανθασμένη πληροφόρηση που είχαν ως προς την ημερομηνία ακρόασης από το γραφείο του πρώην δικηγόρου του Εφεσίβλητου. Πληροφορήθηκαν, συγκεκριμένα, ότι η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση στις 24/6/2010, χωρίς οποιανδήποτε αναφορά για τις 22/6/2010. Έθεταν, περαιτέρω, ότι επί των φακέλων της αγωγής
που παρέλαβαν από τον προηγούμενο δικηγόρο των Εφεσειόντων, αναγραφόταν ως ημερομηνία ακρόασης μόνο η 24/6/2010. Η ίδια η Εφεσείουσα 1 δε γνώριζε ότι η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση στις 22/6/2010. Στηριζόμενοι στα γεγονότα αυτά, δεν θεώρησαν αναγκαία τη διεξαγωγή οποιασδήποτε περαιτέρω έρευνας και λαμβάνοντας, στις 21/6/2010, έντυπο διορισμού δικηγόρου εκ μέρους των πελατών τους, καταχώρησαν, στις 24/6/2010, σημείωμα αλλαγής δικηγόρου. Η πλευρά του Εφεσίβλητου καταχώρησε ένσταση στο αίτημα παραμερισμού και ακύρωσης της απόφασης. Ένσταση, η οποία στηριζόταν σε τριάντα ένα συνολικά λόγους ένστασης, τυπικούς και ουσίας. Η ακρόαση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου περιορίστηκε στη βάση των ενόρκων δηλώσεων και ολοκληρώθηκε με τις αγορεύσεις των συνηγόρων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η ενώπιόν του αίτηση καταχωρήθηκε με τη μεγαλύτερη δυνατή σπουδή. Αναλύοντας, όμως, τη νομική διάσταση του εξεταζόμενου ζητήματος, έκρινε, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, ότι οι δικηγόροι των Εφεσειόντων επέδειξαν ολιγωρία και αμέλεια, τόσο ως προς την πληροφόρηση και ενημέρωση της ημερομηνίας ακρόασης, την οποία μπορούσαν να πληροφορηθούν άμεσα αλλά και έγκαιρα από το μόνο αρμόδιο τμήμα, το Πρωτοκολλητείο Λεμεσού, όσο και ως προς την καταχώρηση της ειδοποίησης αλλαγής δικηγόρου. Προεκτείνοντας, η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής έθεσε ότι, με δεδομένη την αλλαγή δικηγόρου, οι νέοι δικηγόροι είχαν αυξημένη υποχρέωση να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί, ούτως ώστε να διαφυλαχθούν αποτελεσματικά τα συμφέροντα των πελατών τους. Ως προς το ζήτημα της ικανοποίησης ύπαρξης καλής και εκ
πρώτης όψεως υπεράσπισης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, σημείωσε ότι οι συνήγοροι των Εφεσειόντων δεν περιορίστηκαν στην ήδη καταχωρημένη υπεράσπιση αλλά προέβαλαν στην ένορκη δήλωση και σειρά άλλων λόγων, τους οποίους χαρακτήρισε ως αντίθετους με την καταχωρημένη υπεράσπιση, και ιδίως με προδικαστική ένσταση που δικογραφείται. Με αυτά ως δεδομένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι τα όσα προβάλλονται ως υπερασπίσεις «εγείρουν εύλογα ερωτηματικά ως προς τη γνησιότητα και ειλικρίνεια των θέσεων των Εναγομένων, με αποτέλεσμα να αδυνατίζει τη θέση τους ως προς την πλήρωση της πρώτης προϋπόθεσης ως στοιχείου που πρέπει να ληφθεί υπόψη για να εξασκήσει το Δικαστήριο τη διακριτική του ευχέρεια: καλή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση.»
Η απόρριψη της υπό αναφορά αίτησης ήταν και η γενεσιουργός αιτία καταχώρησης της παρούσας έφεσης.
Προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με δύο λόγους έφεσης: Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι οι Εφεσείοντες δεν προβάλλουν καλή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση και πως δεν τεκμηριώθηκε επαρκής αιτιολόγηση για την παράληψη των Εφεσειόντων να παρουσιαστούν στη δίκη.
Αναπτύσσοντας τους λόγους έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων τόνισε ότι στον φάκελο της υπόθεσης υπάρχει ήδη καταχωρημένη έκθεση υπεράσπισης, τα όσα δε αναφέρονται στην πρώτη ένορκη δήλωση προς στήριξη του αιτήματος παραμερισμού και ακύρωσης της εκδοθείσας απόφασης, δεν
αποτελούν τίποτε περισσότερο από επιπλέον ανάλυση και επεξήγηση της ουσιαστικής υπεράσπισης των Εφεσειόντων. Ως προς τον δεύτερο λόγο έφεσης, ήταν η θέση του συνηγόρου ότι δεν υπήρξε καμία ολιγωρία, ούτε ως προς τον χρόνο καταχώρησης της αίτησης παραμερισμού, αλλά ούτε και ως προς τις ενέργειες που έλαβαν χώρα για εκπροσώπηση των Εφεσειόντων μετά την αλλαγή των δικηγόρων που τους εκπροσωπούσαν. Απέδωσε την παράληψη εμφάνισης κατά την πρώτη μέρα ακρόασης, στις 22/6/2010, σε κακή συνεννόηση και λανθασμένη πληροφόρηση, στοιχεία που δεν επιμαρτυρούν αδιαφορία ή πρόθεση των Εφεσειόντων για εγκατάλειψη των δικαιωμάτων τους.
Από την πλευρά του ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσίβλητου, έθεσε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια, αποφασίζοντας ότι οι Εφεσείοντες δεν τεκμηρίωσαν καλή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση, ώστε και να τους δοθεί το δικαίωμα να την προβάλουν. Εισηγήθηκε, περαιτέρω, ότι η αντίδικη πλευρά απέτυχε να ικανοποιήσει το Δικαστήριο με επαρκή αιτιολόγηση ως προς την παράληψη εμφάνισης κατά την πρώτη μέρα ακρόασης. Ήταν η προέκταση της θέσης του πως οι νέοι δικηγόροι των Εφεσειόντων είχαν αρκετό χρόνο στη διάθεσή τους και έπρεπε να ήταν ιδιαίτερα προσεκτικοί και επιμελείς, ούτως ώστε να καταχωρήσουν έγκαιρα σημείωμα αλλαγής δικηγόρου, να πληροφορηθούν ορθά και να εμφανιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου στις 22/6/2010, όταν η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση.
Σειρά αποφάσεων και πάγια νομολογία έχουν εδραιώσει τα κριτήρια καθοδήγησης που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να παραμερίσει απόφαση εκδοθείσα ερήμην εναγομένου. Το βασικό κριτήριο που λαμβάνεται υπόψη είναι κατά πόσον ο Εναγόμενος ικανοποιεί το Δικαστήριο πως έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση στην Αγωγή, ώστε να του δοθεί το δικαίωμα να την προβάλει. Τα υπόλοιπα κριτήρια, όπως για παράδειγμα η επιμέλεια την οποία επέδειξε και η ταχύτητα με την οποία έδρασε μετά την έκδοση της απόφασης εναντίον του, παρά τη σημασία τους, κατά κανόνα δεν αναιρούν το πιο ουσιώδες, δηλαδή την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης. Το Δικαστήριο οφείλει να ασκήσει ορθά τη διακριτική του ευχέρεια, ισοζυγίζοντας δύο θεμελιακές αρχές, δηλαδή, αφενός την ανάγκη να ακούγεται ο διάδικος επί της ουσίας της υπόθεσής του και, αφετέρου, την ανάγκη της όσο το δυνατό ταχείας απονομής της δικαιοσύνης. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, κριτήριο εξίσου σοβαρό για το Δικαστήριο είναι και η αναγκαιότητα να σφραγίζονται οι δικαστικές αποφάσεις με τελεσιδικία. (BIKA ΠIKA ΝΤΙΣΚΟ ΛΤΔ κ.α. v. ΧΑΠΥ ΣΤΡΗΤΣ ΝΤΙΣΚΟ ΛΤΔ, (1997) 1 Α.Α.Δ. 28, Ανδρέας Γιάγκου κ.α. και Λουκίας Φωτίου, Πολιτική Έφεση 233/2009, ημερ. 24/1/2014), ECLI:CY:AD:2014:A56.
Στην υπό κρίση περίπτωση, θα υπομνήσουμε ότι βρισκόμαστε ενώπιον παράληψης εμφάνισης εναγομένου κατά την ημερομηνία ακρόασης της υπόθεσης. Συνεπώς, υπεράσπιση έχει ήδη καταχωρηθεί και, ως εκ τούτου, δεν εγείρεται και θέμα αποκάλυψής της (Παναγιώτης Ανδρέου v. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ, (2003) 1 Α.Α.Δ. 1596, 1599). Υπό τις συνθήκες αυτές, η επικέντρωση της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου
στα όσα σχετικά με την ανάπτυξη των θέσεων υπεράσπισης καταγράφονται στην πρώτη ένορκη δήλωση προς στήριξη του αιτήματος επαναφοράς, ήταν χωρίς ουσιαστική σημασία. Η ανάλυση από το Δικαστήριο των ισχυρισμών που προέβαλλαν οι Εφεσείοντες στην υπό αναφορά ένορκο δήλωση, σε αντιπαραβολή με το περιεχόμενο της καταχωρηθείσας ήδη έκθεσης υπεράσπισης, κινείται εκτός των πλαισίων των κριτηρίων εξέτασης αιτήσεων αυτής της μορφής και πέραν των ορίων που καλύπτουν το πεδίο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Αυτό το οποίο, στην ουσία, έπραξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν η διαπίστωση της απόδειξης των γεγονότων, που στοιχειοθετούσαν την Υπεράσπιση, ως εάν διεξαγόταν η δίκη επί της ουσίας της.
Ήταν, ούτως ή άλλως, και με όλο το σεβασμό, εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το βάρος για παραμερισμό ερήμην εκδοθείσας απόφασης βρίσκεται στους ώμους του αιτητή, ο οποίος έχει υποχρέωση να υποδεικνύει μια καλή τη πίστει συζητήσιμη υπόθεση, όπως ο όρος αυτός επεξηγήθηκε σε σειρά αποφάσεων με θεμελιακή την απόφαση Evans v. Bartlam (1937) 2 All E.R. 646.
Επικεντρώθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο στις αδυναμίες που εντόπισε σχετικά με την προδικαστική ένσταση, συγκρίνοντας τις αναφορές της πρώτης ένορκης δήλωσης με τη δικογραφημένη θέση. Παρέβλεψε, όμως, τις υπόλοιπες θέσεις υπεράσπισης. Η βάση αγωγής του Εφεσίβλητου και οι αξιώσεις του εναντίον των Εφεσειόντων περιστρέφονται γύρω από ισχυρισμούς του περί πλαστογραφημένου πληρεξουσίου εγγράφου και συνακόλουθου
δόλου και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων εκ μέρους των Εφεσειόντων. Στην καταχωρηθείσα ήδη Υπεράσπιση, οι Εφεσείοντες, πέραν του προδικαστικού, ότι όλες οι μεταξύ των διαδίκων διαφορές είχαν διευθετηθεί στα πλαίσια άλλης αγωγής, της 3797/00, αρνούνται ότι πλαστογράφησαν οποιοδήποτε έγγραφο, όπως αρνούνται επίσης ότι ενήργησαν δόλια, καλώντας τον Εφεσίβλητο εις αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών του. Με δεδομένη τη βάση αγωγής, η καταχωρηθείσα ήδη Υπεράσπιση ήταν αρκετή για να αποκαλύψει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση, τον πρωταρχικό, δηλαδή, παράγοντα που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας (Κωνσταντινίδη v. Hissin, (2004) 1 A.A.Δ. 1774). Παρεμπιπτόντως, σημειώνουμε ότι οι αναφορές στην πρώτη ένορκη δήλωση που σχετίζονται με το θέμα της πλαστογράφησης δεν είναι αντίθετες με το περιεχόμενο των θέσεων που προβάλλονται στην Έκθεση Υπεράσπισης. Συνιστούν λεπτομερέστερη παράθεση των ισχυρισμών των Εφεσειόντων, στην προσπάθειά τους να επιβεβαιώσουν τη γνησιότητα της Υπεράσπισής τους.
Το κρίσιμο ερώτημα στην προκειμένη περίπτωση δεν ήταν το θέμα της αποκάλυψης της Υπεράσπισης, εφόσον αυτή είχε ήδη καταχωρηθεί. Η προσοχή του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα έπρεπε να στραφεί αποκλειστικά στο κατά πόσο η απουσία των Εφεσειόντων υποδήλωνε εγκατάλειψη της Υπεράσπισής τους ή αδιαφορία για την προώθησή της. Συνεπώς, τα καίρια γεγονότα για τον παραμερισμό της απόφασης ήταν αυτά που αφορούσαν τον λόγο της μη εμφάνισης των Εφεσειόντων κατά τη δίκη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας τους λόγους για τους οποίους δεν εμφανίστηκαν οι Εφεσείοντες κατά την πρώτη μέρα ακρόασης, εντόπισε ότι οι ισχυρισμοί τους περί επικοινωνίας με το δικηγορικό γραφείο των αντιδίκων, από όπου πήραν ως πρώτη ημέρα ακρόασης την 24/6/2010, τελούν υπό αμφισβήτηση. Ακολούθως τους χαρακτήρισε ως μετέωρους, με δεδομένη την απουσία αντεξέτασης. Τονίζοντας, δε, ότι τυχόν λάθος δικηγόρου δεν αποτελεί έγκυρο λόγο θεραπείας και σημειώνοντας πως οι νέοι δικηγόροι είχαν στην κατοχή τους τον φάκελο της υπόθεσης για έναν τουλάχιστον μήνα προηγουμένως, έκρινε ότι είχαν υποχρέωση να πληροφορηθούν έγκαιρα από το μόνο αρμόδιο τμήμα, το Πρωτοκολλητείο Λεμεσού, ως προς την ορθή ημερομηνία ακρόασης. Τελικά, καταλήγει το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι εν λόγω συνήγοροι «άφησαν τα πράγματα στην τύχη τους .. Ενώπιον μου δεν υπάρχει μαρτυρία πως και γιατί θεωρήθηκε ως μοναδική μέρα ακρόασης η 24.6.2010, εφόσον η ημερομηνία ακρόασης δόθηκε στην παρουσία του τότε δικηγόρου των Εναγομένων και το πρακτικό του Δικαστηρίου ήταν σαφές.».
Καταρχάς, δεν αμφισβητείται η άμεση αντίδραση της πλευράς των Εφεσειόντων στην προώθηση του διαβήματος για παραμερισμό της υπό κρίση απόφασης. Περαιτέρω, είναι λανθασμένη η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε ενώπιον του οποιαδήποτε μαρτυρία σε σχέση με την παράλειψη των συνηγόρων των Εφεσειόντων να εμφανιστούν κατά την πρώτη μέρα ακρόασης. Πέραν της θέσης που προέβαλαν σχετικά με επικοινωνία τους με τον συνήγορο της αντίδικης πλευράς, θέση που αμφισβητήθηκε, υπάρχουν εκτεταμένες αναφορές στις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την αίτηση επαναφοράς
σχετικά με πληροφόρηση που είχαν από τους προηγούμενους δικηγόρους που εκπροσωπούσαν τους Εφεσείοντες ως προς την ημερομηνία ακρόασης. Η μαρτυρία αυτή έμεινε αναντίλεκτη. Συνίσταται σε ισχυρισμό των Εφεσειόντων ότι στον φάκελο της υπόθεσης που παραδόθηκε τους νέους δικηγόρους από τους προηγούμενους, αναφορά γινόταν σε μία και μόνο ημερομηνία ακρόασης, την 24/6/2010. Οι Εφεσείοντες υπέγραψαν διοριστήριο δικηγόρου στις 21/6/2010, γεγονός που, μαζί με όλη την προηγούμενη συμπεριφορά τους, επιμαρτυρεί και το συνεχές ενδιαφέρον τους για προώθηση της υπόθεσής τους. Η αδιαμφισβήτητη, δε, εμφάνιση των νέων συνηγόρων στις 24/6/2010 στο Δικαστήριο, και η επικοινωνία τους με τους αντίδικους δικηγόρους την 23/6/2010, καταδεικνύει έλλειψη κακοπιστίας και προσδίδει στήριγμα στον βασικό ισχυρισμό των Εφεσειόντων περί καλόπιστης άγνοιας της πρώτης μέρας ακρόασης.
Υπό το φως των πιο πάνω γεγονότων, δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε αδικαιολόγητη καθυστέρηση ή περιφρονητική συμπεριφορά των Εφεσειόντων στη δικαστική διαδικασία. Το γεγονός ότι οι νέοι συνήγοροι είχαν πληροφόρηση ως προς ημερομηνία ακρόασης, δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει, εύλογα, ανησυχία για ύπαρξη και δεύτερης ημερομηνίας ακρόασης. Ενδεχομένως, θα ήταν ορθότερο να αναζητηθεί επιβεβαίωση της ημερομηνίας και από το αρμόδιο Πρωτοκολλητείο. Υπό τις συνθήκες, όμως, της παρούσας υπόθεσης, η παράλειψη αυτή δεν εντοπίζουμε, για τους λόγους που προαναφέραμε, ότι θα έπρεπε να οδηγήσει στην απόρριψη της αίτησης παραμερισμού.
Ως αποτέλεσμα, δεν συμφωνούμε με την ανάλογη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ύπαρξης ολιγωρίας και, μάλιστα, τέτοιας έκτασης που θα δικαιολογούσε άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου προς την κατεύθυνση της απόρριψης αίτησης για παραμερισμό της απόφασης. Οι Εφεσείοντες δεν επέδειξαν ούτε ασυγχώρητη αμέλεια, ούτε ασέβεια στη δικαστική διαδικασία. Αντίθετα, ενήργησαν με σπουδή, διορίζοντας νέους δικηγόρους και αναμένοντας ότι θα ακολουθείτο η νενομισμένη δικαστική διαδικασία. Η παράλειψη εμφάνισης των συνηγόρων τους κατά την πρώτη μέρα ακρόασης, υπό το φως των δεδομένων, όπως τα έχουμε ήδη καταγράψει, δεν είναι ικανή να αποστερήσει τους Εφεσείοντες από το δικαίωμα προβολής της Υπεράσπισής τους.
Υπό το πρίσμα όλων των πιο πάνω, η Έφεση γίνεται αποδεκτή. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και ακυρώνεται. Η υπόθεση να τεθεί ενώπιον άλλου αρμόδιου Δικαστηρίου και να εκδικαστεί το ταχύτερο δυνατό.
Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας της αίτησης παραμερισμού θα βαρύνουν τους Εφεσείοντες. Τα έξοδα, όμως, της Έφεσης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται προς όφελος των Εφεσειόντων και εις βάρος του Εφεσίβλητου.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ. .................
ΠΑΝΑΓΗ, Δ. .................
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ. .................
/ΜΣ