ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A313
(2014) 1 ΑΑΔ 937
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 100/2014)
13 Mαϊου, 2014
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΟΜΟ, Ν. 133(Ι)/2004
LEONID-IVANOV SPIRIEV
Εφεσείων / Εκζητούμενος,
- KAI -
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητος,
---------------------------------------
Γιάννης Πολυχρόνης, για τον Εφεσείοντα
Ανδρέας Αριστείδης, δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο
Ο Εφεσείοντας παρών
----------------------------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Λιάτσος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Στις 21/3/2014 το Δικαστήριο του Μιλάνου της Ιταλίας εξέδωσε Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (εφεξής το «Ένταλμα»), με το οποίο επιδιώκεται η διαμεταγωγή του Εφεσείοντα στην Ιταλία, με σκοπό την ποινική δίωξή του για δύο αδικήματα που αφορούν εισαγωγή ναρκωτικών από τη Νότιο Αμερική στην Ιταλία. Ο εκζητούμενος συνελήφθη δυνάμει του άρθρου 16(1) του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004, Ν.133(Ι)/2004, όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα από τους Νόμους 112(Ι)/2006 και 30(Ι)/2014 (εφεξής ο «Νόμος»). Οδηγήθηκε ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου στις 26/3/2014. Δεν συγκατατέθηκε στην παράδοσή του και ακολούθησε διαδικασία ακρόασης της υπόθεσης, κατά την οποία κατατέθηκε στο Δικαστήριο αριθμός εγγράφων ως τεκμήρια, δηλώθηκαν παραδεκτά γεγονότα και προσφέρθηκε εκ μέρους του Εφεσίβλητου η προφορική μαρτυρία ενός και μόνο μάρτυρα, του κ.Χίντικου, αρμόδιου λειτουργού της κεντρικής αρχής, ήτοι του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας τη μαρτυρία υπό την αίρεση του περιορισμένου εύρους και σκοπού της συγκεκριμένης διαδικασίας − στα πλαίσια δηλαδή και μόνο υποβοήθησής του να αποφασίσει κατά πόσο πληρούνται τα αναγκαία εκ του Νόμου και της Νομολογίας ώστε να είναι επιτρεπτή η ικανοποίηση του αιτήματος των ιταλικών αρχών για παράδοση του εκζητούμενου - έκρινε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις, τυπικές και ουσιαστικές, εκτέλεσης του εντάλματος και παράδοσης του εκζητούμενου στις ιταλικές αρχές. Υπό το φως των πιο πάνω, εξέδωσε ανάλογο διάταγμα εκτέλεσης του υπό κρίση εντάλματος.
Η έφεση στόχο έχει, βεβαίως, την ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης. Προσβάλλεται η κατάληξη του Δικαστηρίου με έξι λόγους έφεσης, οι οποίοι και αναπτύχθηκαν με επάρκεια ενώπιόν μας από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα. Προτού υπεισέλθουμε στην ουσία τους, κρίνεται επιβεβλημένη η παράθεση των σημαντικών παραμέτρων που διέπουν τη νομική διάσταση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης:
Στην υπόθεση Κωνσταντίνος (Ντίνος) Μιχαηλίδης και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση αρ. 221/2013, ημερομηνίας 2/9/2013, το Ανώτατο Δικαστήριο προέβη σε εκτεταμένη αναφορά στους λόγους που οδήγησαν στη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, το οποίο αποτελεί «τη μετεξέλιξη των προσπαθειών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιταχύνουν και ταυτόχρονα να απλοποιήσουν τους μηχανισμούς παράδοσης προσώπων από ένα κράτος μέλος σε άλλο για σκοπούς ποινικής δίωξης ή προς έκτιση ήδη επιβληθέντος ποινικού μέτρου». Η Κυπριακή Δημοκρατία υλοποίησε την υποχρέωσή της, ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τη θέσπιση του Νόμου, σκοπός του οποίου «είναι η παροχή συνδρομής μεταξύ κρατών-μελών στην έκδοση προσώπων που αναζητούνται με σκοπό τη δίωξή τους, ή, που έχουν ήδη νόμιμα και αρμοδίως καταδικαστεί σε ένα κράτος μέλος, αλλά βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος.» Η νομολογιακή προσέγγιση, πλήρως εναρμονισμένη με τον πυρήνα των λόγων θέσπισης του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, καθόρισε ως βασικό στόχο της όλης διαδικασίας την παροχή δικαστικής συνδρομής μεταξύ των κρατών μελών, ώστε να παραδίδονται οι ύποπτοι χωρίς ιδιαίτερες, περίπλοκες ή αχρείαστες διαδικασίες και καθυστερήσεις. Η όλη διαδικασία εκτέλεσης Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης εστιάζει στην απλοποίηση των διαδικασιών σύλληψης και παράδοσης και στην αποτελεσματική δικαστική συνδρομή μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Μιχαηλίδης (ανωτέρω), Νικόλας Κυριάκου v. Γενικού Εισαγγελέα, Πολιτική Έφεση αρ. 196/2013, ημερ. 19/7/2013, Πηγασίου v. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 Α.Α.Δ., 519 και Hadjiametovic v. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 Α.Α.Δ., 473).
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι δεν τίθεται θέμα κατάχρησης διαδικασίας στην υπό κρίση περίπτωση.
Για να γίνει κατανοητή η βάση στήριξης του υπό εξέταση λόγου έφεσης, αναγκαία είναι η παράθεση ενός πλέγματος παραδεκτών γεγονότων:
Το παρόν Ένταλμα είναι το δεύτερο εις βάρος του εκζητούμενου σε σχέση με τη δίωξή του για τα ίδια αδικήματα. Προηγήθηκε η έκδοση άλλου εντάλματος, το οποίο και οδήγησε σε δικαστική διαδικασία, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η έκδοση διαταγής παράδοσης του εκζητούμενου. Ακολούθησε η καταχώρηση από τον Εφεσείοντα της Πολιτικής Έφεσης υπ΄αριθμό 64/14. Στις 24/3/2014 η Δημοκρατία με δήλωσή της αποδέχθηκε τους λόγους έφεσης 1 - 5, οι οποίοι, στην ουσία, αφορούσαν τη μη έγκριση αιτήματος νομικής αρωγής, με αποτέλεσμα ο εκζητούμενος να μην εκπροσωπηθεί στη διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Με βάση αυτή τη θέση της Δημοκρατίας, η έφεση στέφθηκε με επιτυχία και ο εκζητούμενος αφέθηκε ελεύθερος. Εν τω μεταξύ, συγκεκριμένα στις 21/3/2014, και ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η έφεση 64/14, η κεντρική αρχή επικοινώνησε με τις ιταλικές αρχές, ενημερώνοντας για το ενδεχόμενο ο εκζητούμενος να αφηνόταν ελεύθερος από το Ανώτατο Δικαστήριο στη δικάσιμο της 24/3/2014. Για το λόγο αυτό, ζητούσε την έκδοση νέου Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, με σκοπό την επανασύλληψη του εκζητούμενου. Πράγματι, την ίδια μέρα, 21/3/2014, εκδόθηκε και διαβιβάστηκε στην κεντρική αρχή το υπό κρίση Ένταλμα. Ενημερώθηκε αμέσως ο Αστυνομικός Διευθυντής της Επαρχίας Λευκωσίας ότι ο εκζητούμενος θα βρισκόταν στις 24/3/2014 στο Ανώτατο Δικαστήριο για σκοπούς εκδίκασης της προαναφερθείσας έφεσης 64/14 και ότι κατά την εν λόγω ημερομηνία θα αφηνόταν ελεύθερος. Υπό αυτές τις συνθήκες, αστυνομικό όργανο βρισκόταν στο χώρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 24/3/2014, έχοντας αντίγραφο του Εντάλματος, και συνέλαβε τον εκζητούμενο αμέσως μετά το πέρας της διαδικασίας της έφεσης 64/14.
Εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, ότι τα πιο πάνω γεγονότα και γενικότερα η όλη στάση της κεντρικής αρχής συνιστούν καταχρηστική συμπεριφορά.
Όπως ορθά εντοπίζεται και πρωτόδικα, το Δικαστήριο έχει σύμφυτη (inherent) εξουσία να ελέγχει την ενώπιόν του διαδικασία και να ενεργεί ώστε να εμποδίζει και τερματίζει την όποια κατάχρησή της. Η εξουσία αυτή είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη της αξιοπιστίας και του κύρους, τόσο της δικαστικής διαδικασίας, όσο και του κράτους δικαίου. Σε κάθε περίπτωση, το τι συνιστά κατάχρηση διαδικασίας είναι ζήτημα πραγματικό και εξαρτάται από το κατά πόσο τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης συνθέτουν συμπεριφορά την οποία το Δικαστήριο κρίνει ως καταχρηστική ώστε να περιβάλλεται με εξουσία, αλλά και καθήκον να παρέμβει.
Όπως καθορίστηκε στην υπόθεση Μελάς v. Αρχηγού Αστυνομίας κ.α. (1998) 1 Α.Α.Δ., 2261, η διαδικασία η οποία διέπει την έκδοση φυγόδικου είναι ειδική, και ο Νόμος δεν απαγορεύει την επανάληψή της, παρά το γεγονός ότι ελέγχεται προς αποτροπή κατάχρησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Η διαπίστωση της ύπαρξης των προϋποθέσεων για την κίνηση του διεθνούς μηχανισμού μεταφοράς κατ΄ισχυρισμόν αδικοπραγήσαντα σε άλλη χώρα για να δικαστεί ή να εκτίσει την ποινή του, συνιστά το λόγο και το μόνο αντικείμενο διαδικασίας αυτής της υφής. Στην υπόθεση Rees v. Secretary of State for the Home Department and another (1986) 2 All E.R. 321, 332, αποφασίστηκε ότι η απόφαση Δικαστηρίου να απολύσει πρόσωπο σε διαδικασία με βάση τη Νομοθεσία για έκδοση φυγόδικων, δεν αποκλείει έκδοσή του σε επόμενο στάδιο, και σε σχέση με το ίδιο αντικείμενο για το οποίο έλαβε χώρα η πρώτη διαδικασία. Όπως εντοπίζεται στην απόφαση David Scattergood και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (2005) 1 Α.Α.Δ., 142 «Κατάχρηση διαδικασίας έχουμε συνήθως όταν η διαδικασία καταστρατηγεί την καλή πίστη, είναι άσχετη, εκδικητική ή καταπιεστική».
Στην υπό κρίση περίπτωση, τα γεγονότα που την περιβάλλουν δεν στοιχειοθετούν κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας. Κατ΄αρχάς, δεν τεκμηριώθηκε σε καμία περίπτωση συμπεριφορά τέτοια εκ μέρους της κεντρικής αρχής, η οποία να επιμαρτυρεί είτε ανυπαρξία καλής πίστης ή εκδικητική ή καταπιεστική συμπεριφορά. Η Δημοκρατία, αποδεχόμενη στην Πολιτική Έφεση 64/14 τους προαναφερθέντες λόγους έφεσης, συναίνεσε στον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης. Η έκδοση, εν τω μεταξύ, νέου Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, δε συνιστούσε νέα διαδικασία, παράλληλη με την ήδη υπάρχουσα.
Τα γεγονότα της υπό κρίση περίπτωσης διαφοροποιούνται από αυτά της υπόθεσης Bodrov (Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ., 361), όπου, παράλληλα με την υποβολή αίτησης στο Ανώτατο Δικαστήριο για την αναθεώρηση πρωτόδικης απόφασης, παρασχέθηκε νέα εξουσιοδότηση από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, βασισμένη στο ίδιο ένταλμα σύλληψης που κρίθηκε απαράδεκτο στην πρώτη διαδικασία, και άρχισε νέα διαδικασία έκδοσης. Ήταν η προώθηση παράλληλης, δεύτερης, δικαστικής διαδικασίας που συνιστούσε και κατάχρηση της διαδικασίας έκδοσης. Παρόμοια διαφοροποιείται και η υπόθεση Διευθυντής των Φυλακών v. Τζεννάρο Παρρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ., 217, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι υφίστατο κατάχρηση διαδικασίας, με δεδομένη την ύπαρξη δύο παράλληλων ένδικων διαδικασιών προς επιδίωξη του ίδιου σκοπού.
Τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης προσομοιάζουν με αυτά της υπόθεσης Μιχαηλίδης (ανωτέρω), όπου εκδόθηκε δεύτερο, πανομοιότυπο σε περιεχόμενο με το πρώτο, ένταλμα, με μόνη εξαίρεση τη διαφορετική ημερομηνία, και αφού, εν τω μεταξύ, ο εκζητούμενος αφέθηκε ελεύθερος, υπό την έννοια ότι δε δεσμευόταν πλέον από τους όρους που του είχαν τεθεί για σκοπούς εμφάνισης στην προηγούμενη διαδικασία. Οι ενέργειες της κεντρικής αρχής δεν κρίθηκαν καταχρηστικές. Παρόμοια προσέγγιση εντοπίζεται και στην αγγλική υπόθεση Popa v. Czech Republic (2011) EWHC 329, όπου η έκδοση διαδοχικών ενταλμάτων, και ενώ εκκρεμούσε δικαστική διαδικασία, δεν κρίθηκε καταχρηστική, παρά το γεγονός ότι το αγγλικό εφετείο εντόπισε λανθασμένους χειρισμούς και αντικανονικό τρόπο συμπεριφοράς εκ μέρους της κεντρικής αρχής. Η κατάληξη του Δικαστηρίου στηρίχθηκε στη θέση ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι ενέργειες της κεντρικής αρχής έγιναν κακόπιστα.
Προτού ολοκληρώσουμε ως προς τον πρώτο λόγο έφεσης, κρίνεται ορθό να αναφερθεί ότι ο παραλληλισμός από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην τελευταία παράγραφο της σελίδας 9 της απόφασης, των γεγονότων που περιβάλλουν τον εξεταζόμενο αυτό λόγο έφεσης με αυτά της υπόθεσης Μιχαηλίδης (ανωτέρω), δεν ήταν εύστοχος. Η ταύτιση των εν λόγω γεγονότων έγινε από την ευπαίδευτη πρωτόδικο Δικαστή, προκειμένου να παραθέσει και υιοθετήσει το ακόλουθο απόσπασμα της Μιχαηλίδης:
«Και πάλι πρέπει να λεχθεί ότι δεν περιποιεί τιμή στη Δημοκρατία ο τρόπος ενέργειας, ώστε να δοθεί η εντύπωση στοχοποίησης του Εφεσείοντος. Αυτή η κατάσταση πραγμάτων, όμως, ουδόλως ισοδυναμεί με λόγο νομικής ακύρωσης του νέου Εντάλματος που, όπως ευθαρσώς το δέχθηκε και η δικηγόρος της Δημοκρατίας, σκοπό είχε την έκδοση του Εφεσείοντος στην Ελλάδα.»
Η πιο πάνω αναφορά του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποτέλεσε τη φυσιολογική κατάληξη στην εσπευσμένη ενέργεια της Βουλής να προβεί στην Έβδομη Τροποποίηση του Συντάγματος και στην επίσης εσπευσμένη υπογραφή του Νόμου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και δημοσίευσή του σε έκτακτη έκδοση της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας. Τα γεγονότα αυτά είχαν δώσει το έναυσμα προβολής ισχυρισμών εκ μέρους της πλευράς του τότε εκζητουμένου για εσπευσμένη, μεθοδευμένη και επιλεκτική τροποποίηση του Συντάγματος, με σκοπό τη στοχοποίηση του Εφεσείοντος. Ήταν, λοιπόν, υπό το φως των ιδιόμορφων αυτών γεγονότων που το Ανώτατο Δικαστήριο κατέγραψε τα πιο πάνω σχόλια. Τα ανάλογα γεγονότα της υπό κρίση περίπτωσης καμία σχέση δεν έχουν με αυτά της Μιχαηλίδης και, υπό αυτές τις συνθήκες, δε δικαιολογούσαν την προαναφερθείσα προσέγγιση της ευπαίδευτης πρωτόδικου Δικαστού.
Με βάση τα πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης δεν έχει περιθώρια επιτυχίας και απορρίπτεται.
Οι λόγοι έφεσης 2 και 3 αναπτύχθηκαν ως μία ενότητα από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα. Κινούνται γύρω από τη θέση ότι ο χρόνος συνολικής αποστέρησης της ελευθερίας του Εφεσείοντα για σκοπούς έκδοσής του υπερέβαινε την περίοδο των εξήντα ημερών που προβλέπει ο Νόμος. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι στον υπολογισμό του χρόνου η πλευρά του Εφεσείοντα συνυπολογίζει ως μία περίοδο το χρονικό διάστημα που καλύπτουν και τα δύο εντάλματα που εκδόθηκαν εις βάρος του εκζητούμενου. Υφίσταται, κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα, διαρκής αποστέρηση της ελευθερίας του εκζητούμενου από την ημερομηνία της αρχικής σύλληψής του μέχρι και την ημερομηνία έκδοσης της εφεσιβαλλόμενης απόφασης, 2/5/2014. Με βάση αυτά τα δεδομένα, είναι η προέκταση των εξεταζόμενων θέσεων του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα το Νόμο και προέβηκε σε ερμηνεία αντίθετη με τους σκοπούς της Απόφασης-Πλαίσιο του Συμβουλίου του 2002 (Council Framework Decision, 2002/584/JHA ημερομηνίας 13/6/2002), που οδήγησε στη ψήφιση του Νόμου.
Ήταν η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος ότι η προθεσμία του άρθρου 23(2) του Νόμου, η οποία αναπαράγει, ουσιαστικά, την αντίστοιχη πρόνοια της Απόφασης-Πλαίσιο, αφορά το εκάστοτε υπό εξέταση Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης. Ως εκ τούτου, ήταν η κατάληξή του, η προθεσμία των εξήντα ημερών ξεκινούσε από τη σύλληψη του εκζητουμένου, δυνάμει του υπό κρίση, δεύτερου Εντάλματος.
Είναι ορθή η πιο πάνω κατάληξη. Βρίσκει, νομολογιακά, στέρεο έδαφος στην προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Μιχαηλίδης (ανωτέρω), όπου αποφασίστηκε ότι ένα νέο ένταλμα, το οποίο εκδόθηκε σε νέα χρονική στιγμή, έχει ως παρεπόμενο τη γένεση νέων προθεσμιών για διεκπεραίωση της όλης διαδικασίας. Συνεπώς, δεν συνιστά συνέχεια τυχόν προηγούμενου εντάλματος και, κατ΄ακολουθία, ξεκινά εξ υπαρχής νέα περίοδος εξήντα ημερών προς ολοκλήρωση της διαδικασίας και έκδοσης απόφασης.
Με βάση την πιο πάνω κατάληξη, και οι λόγοι έφεσης 2 και 3 είναι έκθετοι σε απόρριψη.
Παραπονείται ο Εφεσείων με τον τέταρτο λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως δεν μπορεί να ελέγξει κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας, που, κατ΄ισχυρισμό, έλαβε χώρα από τις ιταλικές αρχές. Συγκεκριμένα, είχε εισηγηθεί πρωτόδικα ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα ότι οι ιταλικές αρχές δεν επιθυμούν την έκδοση και παράδοση του εκζητούμενου προς δίωξή του για τα υπό αναφορά αδικήματα, αλλά προκειμένου να λάβουν από αυτόν μαρτυρία σε σχέση με τη διερεύνηση των εν λόγω αδικημάτων.
Ορθά απεφάνθη το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το εξεταζόμενο ζήτημα εκφεύγει των πλαισίων και του σκοπού της όλης διαδικασίας, όπως ο Νόμος προβλέπει και έχει νομολογιακά οριοθετηθεί. Το υπό αναφορά θέμα αποτελεί κατ΄εξοχήν έργο της χώρας η οποία επιδιώκει την έκδοση, οι δικαστικές αρχές της οποίας είναι και οι μόνες αρμόδιες για την εξέτασή του στη βάση των ουσιαστικών και δικονομικών ιταλικών κανόνων δικαίου.
Κατ΄ακολουθία, και ο τέταρτος λόγος έφεσης, ως ανυπόστατος, απορρίπτεται.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης γίνεται επίκληση παραβίασης συνταγματικών δικαιωμάτων του Εφεσείοντα σε περίπτωση έκδοσής του στην Ιταλία. Προβάλλει ο ευπαίδευτος συνήγορος του ότι τυχόν έκδοσή του προσκρούει στο Άρθρο 17 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, αφού, κατά τη θέση του, διαφάνηκε στην πρωτόδικη διαδικασία ότι σοβαρό μέρος της μαρτυρίας που εμπλέκει τον εκζητούμενο στα υπό δίωξη αδικήματα στηρίζεται σε υποκλοπές περιεχομένου τηλεφωνικών συνομιλιών ή/και υποκλοπές επικοινωνίας.
Για τυπικούς, αλλά και ουσιαστικούς λόγους, είναι επίσης καταδικασμένος σε αποτυχία και ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης.
Αφενός, τέτοιο ζήτημα δεν αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης κατά την πρωτόδικη διαδικασία, ούτε εντοπίζεται, κατά προέκταση, σχετική εξέτασή του στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση. Συνεπώς, είναι ανεπίτρεπτη και οποιαδήποτε εξέτασή του στο παρόν στάδιο.
Αφετέρου, στερείται βάσης τεκμηρίωσης, αφού απουσιάζει το απαιτούμενο βάθρο γεγονότων. Δεν υπάρχει, βεβαίως, αμφιβολία, άλλωστε επιβεβαιώνεται και νομολογιακά (Μιχαηλίδης (ανωτέρω)), ότι το όλο λεκτικό της Απόφασης-Πλαίσιο, με τις προνομιακές του τοποθετήσεις, καθορίζει πως τα ανθρώπινα δικαιώματα διαδραματίζουν το δικό τους ρόλο στην εξέταση έκδοσης ενός ατόμου. Ο μηχανισμός έκδοσης μπορεί να αναχαιτιστεί μόνο στην περίπτωση σοβαρής και παρατεταμένης παραβίασης των αρχών που καθορίζονται στο άρθρο 6(1) της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ένωσης, και απαγορεύεται η διαμεταγωγή προσώπου σε κράτος μέλος, όπου θα είναι ενδεχόμενο να αντιμετωπίσει σοβαρό κίνδυνο καταδίκης του σε θάνατο ή να υποστεί βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση. Κανένα σχετικό γεγονός δεν τεκμηριώθηκε προς κατάδειξη των πιο πάνω.
Για τυπικούς και ουσιαστικούς, λοιπόν, λόγους, και ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον έκτο, και τελευταίο λόγο έφεσης, τίθεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως δε διαφάνηκε τέτοια κωλυσιεργία και/ή καθυστέρηση από τις ιταλικές αρχές στην προώθηση του αιτήματός τους, η οποία και να οδηγεί στην απόρριψη του αιτήματος.
Όπως εντοπίζεται από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, το Ένταλμα αφορά αδικήματα που κατ΄ισχυρισμό διαπράχθηκαν το 2006. Ο εκζητούμενος, κατά την ίδια χρονική περίοδο, καταδικάστηκε σε σχέση με αδικήματα που διαπράχθηκαν μεταγενέστερα και εξέτισε μικρής έκτασης ποινή φυλάκισης, αφού, κατόπιν απονομής χάριτος, απελάθηκε από τη χώρα. Εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του εκζητούμενου ότι οι ιταλικές αρχές δε δικαιολόγησαν ικανοποιητικά την καθυστέρηση που μεσολάβησε και ότι δημιουργήθηκε εύλογη εντύπωση στον εκζητούμενο, με την απονομή χάριτος, ότι δε διέτρεχε πλέον κίνδυνο προσαγωγής του στη δικαιοσύνη σε σχέση με τα εγκλήματα που αφορά το υπό εξέταση Ένταλμα.
Όπως ορθά εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη, πάντοτε κατ΄ισχυρισμό, των αδικημάτων δεν αποτελεί από μόνη της λόγο μη έκδοσης. Θα πρέπει να τεκμηριωθεί με μαρτυρία ότι, εν όψει της καθυστέρησης, η παράδοση θα καθίστατο άδικη και καταπιεστική. Άδικη, υπό την έννοια επηρεασμού των δικαιωμάτων του εκζητουμένου στα πλαίσια εξασφάλισης δίκαιης δίκης και καταπιεστική προς την κατεύθυνση πρόκλησης ταλαιπωρίας στον εκζητούμενο, ως αποτέλεσμα αλλαγής των προσωπικών του συνθηκών συνεπεία της παρόδου του χρόνου (Pomiechowski v. Poland (2012) EWHC 3161). Στην υπό κρίση περίπτωση, όχι μόνο δεν τεκμηριώθηκε τέτοια βάση γεγονότων, αλλά, αντίθετα, όπως μπορεί να εντοπιστεί μέσα από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, σελίδες 18 και 19, τίποτα ουσιαστικό δεν διαφοροποιήθηκε σε σχέση με τις προσωπικές, οικογενειακές συνθήκες του εκζητούμενου.
Συνεπώς, και ο τελευταίος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται και διατάσσεται όπως ακολουθηθούν οι πρόνοιες του άρθρου 29(1) του Νόμου, το αργότερο εντός δέκα ημερών από σήμερα.
Ο Εφεσείων, στο μεταξύ, να παραμείνει υπό κράτηση. Ο αρμόδιος Πρωτοκολλητής να κοινοποιήσει την παρούσα απόφαση στις αρμόδιες αρχές της Ιταλικής Δημοκρατίας.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ. ................
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ. ................
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ. ................
/ΜΣ