ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D250
(2014) 1 ΑΑΔ 786
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟΥ
(Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 28/2013)
8 Απριλίου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ & ΥΙΟΣ (ΝΑΥΤΟΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ) ΛΤΔ,
ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ, ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΗΕ141136,
Ενάγοντες,
ν.
1. ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ "ST. RAPHAEL I" ΜΕ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΣΗΜΑΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΜΟ ΑΡΙΘΜΟ 710778 ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΕΛΛΙΜΕΝΙΣΜΕΝΟ ΚΑΙ/Ή ΔΙΕΞΑΓΕΙ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΗΣ ΠΑΦΟΥ,
2. HILDEJEEP SAFARI LTD., ΑΠΟ ΠΑΦΟ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΗΕ128024,
Εναγομένων.
------------------------------------
Ενδιάμεση Αίτηση ημερομηνίας 2/9/2013
Αντ. Καριτζής, για τους Αιτητές-Ενάγοντες.
Σ. Κυριακίδης, για τους Καθ'ων η αίτηση-Εναγομένους.
-----------------------------------
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η αξίωση των εναγόντων είναι για €6.100, πλέον Φ.Π.Α., ποσό το οποίο αντιπροσωπεύει, σύμφωνα με το δικόγραφο τους, τη συμφωνηθείσα αμοιβή τους για υπηρεσίες τις οποίες πρόσφεραν στο εναγόμενο 1, πλοίο. Τη συμφωνία, η οποία ήταν προφορική, οι ενάγοντες συνήψαν, σύμφωνα πάντα με το δικόγραφό τους, με τους εναγόμενους 2, ιδιοκτήτες του πλοίου. Πρόσθετα οι ενάγοντες αξιώνουν αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας, αποζημιώσεις για διαφυγόντα κέρδη, όπως και αποζημιώσεις στη βάση της αρχής του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Στα πλαίσια της αγωγής τους οι ενάγοντες καταχώρισαν αίτηση, την παρούσα αίτηση, με την οποία επιδιώκουν την έκδοση προσωρινού διατάγματος σύλληψης του εναγόμενου 1 πλοίου, όπως και προσωρινού διατάγματος με το οποίο να απαγορεύεται στους εναγόμενους 2 από του να το πωλήσουν, ναυλώσουν ή άλλως πως διαθέσουν και/ή επιβαρύνουν.
Η αίτηση, η οποία αρχικά ήταν μονομερής, με οδηγίες όμως του Δικαστηρίου επιδόθηκε στους εναγομένους, έχει ως νομικό υπόβαθρο της, τους Κανονισμούς 50-59, 203-212 και 237 των περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στοιχειοθετείται δε με ένορκη δήλωση του Διευθυντή των εναγόντων Κώστα Κυριάκου.
Στην εν λόγω ένορκη δήλωση αρχικά γίνεται αναφορά στο γεγονός ότι τόσο οι ενάγοντες όσο και οι εναγόμενοι 2 είναι ιδιωτικές εταιρείες περιορισμένης ευθύνης δια μετοχών, εγγεγραμμένες στην Κύπρο, όπως και στο γεγονός ότι οι εναγόμενοι 2 είναι ιδιοκτήτες του υπό κυπριακή σημαία εναγόμενου 2 πλοίου, το οποίο βρίσκεται ελλιμενισμένο και/ή διεξάγει εργασίες στο λιμάνι της Πάφου. Στη συνέχεια, βεβαιώνεται η σύναψη προφορικής συμφωνίας στη βάση της οποίας οι ενάγοντες εκτέλεσαν τις προκαταρκτικές εργασίες που συμφωνήθηκαν και οι οποίες απαιτούντο για να καταστεί δυνατή η τελική εκτίμηση των ζημιών που το πλοίο υπέστη λόγω θεομηνίας και ο υπολογισμός του κόστους αποκατάστασής τους, από την ασφαλιστική εταιρεία στην οποία το πλοίο ήταν ασφαλισμένο. Σχετικές λεπτομέρειες της εκτελεσθείσας εργασίας παρατίθενται στην ένορκη δήλωση, στην οποία βεβαιώνεται επίσης ότι το συνολικό κόστος των προκαταρκτικών εργασιών ανέρχεται σε €6.100, πλέον Φ.Π.Α. Στην ένορκη δήλωση βεβαιώνεται επίσης, αρχικά η ανάθεση στους ενάγοντες, κατόπιν που σχετική προσφορά τους έγινε αποδεκτή από τους εναγόμενους 2, της εκτίμησης και της αποκατάστασης των ζημιών που το πλοίο υπέστη λόγω της θεομηνίας, αντί του τελικού ποσού των €28.000, πλέον Φ.Π.Α. και στη συνέχεια η υπαναχώρηση των εναγόμενων 2 και η ανάθεση από τους τελευταίους της εκτίμησης των ζημιών και εκτέλεσης των εργασιών, σε τρίτους, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων. Τέλος, ο ενόρκως δηλών για λογαριασμό των εναγόντων αιτείται τη συνδρομή του Δικαστηρίου για σκοπούς, αφενός, της έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων, έτσι ώστε να καθίσταται δυνατή η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης που τυχόν ήθελε εκδοθεί υπέρ τους, και αφετέρου, της προστασίας του πλοίου από πιθανές ζημιές που ενδεχομένως να προκληθούν από τη λειτουργία του και της εξάλειψης του κινδύνου απομάκρυνσης του.
Η αίτηση αντιμετώπισε την ένσταση των εναγομένων, οι οποίοι στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση απορρίπτουν τα περί σύναψης με τους ενάγοντες συμφωνίας για εκτέλεση προκαταρκτικών εργασιών, όπως και τους ισχυρισμούς για ανάθεση στους τελευταίους αρχικά της εκτίμησης των ζημιών που το πλοίο υπέστη και στη συνέχεια της επιδιόρθωσης τους. Ισχυρίζονται ότι την εκτέλεση των προκαταρκτικών εργασιών ανέθεσαν σε τρίτους και συγκεκριμένα στην εταιρεία GMP Katsambas Ltd., η οποία διέθετε τον απαιτούμενο για το σκοπό αυτό εξοπλισμό, η οποία και εκτέλεσε τις εν λόγω εργασίες έναντι αμοιβής €2.000. Όταν το πλοίο παρασύρθηκε από τους ανέμους βρισκόταν στην ξηρά σε υποστυλώματα, τα οποία, όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκε, ήταν, σύμφωνα με τον ενόρκως δηλούντα, ανεπαρκή σε αριθμό. Στα εν λόγω υποστυλώματα είχε τοποθετηθεί από τους ενάγοντες, οι οποίοι ενεργούσαν, σύμφωνα πάντα με τον ενόρκως δηλούντα, ως υπεργολάβοι τρίτων και συγκεκριμένα της εταιρείας Paragon Marine Services Ltd., στην οποία είχε ανατεθεί η όλη εργασία. Οι ενάγοντες, όντως υπέβαλαν προσφορά για αποκατάσταση των ζημιών που το πλοίο υπέστη, πλην όμως η προσφορά τους δεν έγινε αποδεκτή. Ο ενόρκως δηλών για λογαριασμό των εναγομένων, ισχυρίζεται επίσης ότι οι ενάγοντες παρέλειψαν να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου «ουσιώδη γεγονότα τα οποία ασκούν ουσιώδη και καταλυτική επίδραση στο να μην ευδοκιμήσει η αίτηση ...» και επικαλούμενοι την αναφορά του ενόρκως δηλούντα για λογαριασμό των αιτητών περί περιορισμένου, κατά τον ουσιώδη χρόνο, κύκλου εργασιών των εναγόντων, υποστηρίζουν ότι η αγωγή είναι «παντελώς εκδικητική». Τέλος, ισχυρίζονται ότι η αίτηση είναι καταχρηστική, καθότι τα αιτούμενα διατάγματα ουδόλως θα εξυπηρετήσουν το σκοπό για τον οποίο οι ενάγοντες διατείνονται ότι θα εξυπηρετήσουν, εφόσον «η ακινητοποίηση του πλοίου θα αποστερήσει τους εναγόμενους 2 από μία πηγή εισοδήματος καθότι με το πλοίο διενεργούνται τουριστικές εκδρομές και άλλες τουριστικές δραστηριότητες οι οποίες δεν υπερβαίνουν τα τρία ναυτικά μίλια από την ακτή ..... και το πλοίο ναυλοχεί μονίμως στο λιμάνι της Πάφου και δεν υπάρχει κίνδυνος να μετακινηθεί εκτός των χωρικών υδάτων της Δημοκρατίας καθότι ως εκ του μεγέθους του ... είναι αδύνατο πρακτικά να εκτελέσει ένα τέτοιο ταξίδι».
Το θέμα της χορήγησης διατάγματος σύλληψης πλοίου, συνιστά θέμα το οποίο ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται δικαστικά, διέπεται δε από τις πρόνοιες των Κανονισμών 50-54 των περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Κανονισμών, οι οποίοι αναφέρονται σε όσα πρέπει να περιέχονται σε ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν αιτήσεις, όπως η παρούσα αίτηση. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 51, η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση θα πρέπει να παρέχει λεπτομέρειες της αξίωσης, ενώ παράλληλα θα πρέπει να αναφέρεται στο γεγονός της μη ικανοποίησης της, όπως και στο γεγονός ότι για σκοπούς ικανοποίησης της απαιτείται η συνδρομή του Δικαστηρίου. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 52, τόσο η εθνικότητα του πλοίου, όσο και ο δεσμός των ιδιοκτητών του με τη χώρα, στη συγκεκριμένη περίπτωση την Κύπρο, είναι στοιχεία σχετιζόμενα άμεσα με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Οι πρόνοιες του Κανονισμού 54 παρέχουν στο Δικαστήριο τη διακριτική ευχέρεια, και αυτό ως φυσιολογική απόρροια του γεγονότος ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται δικαστικά μετά από εκτίμηση του συνόλου των συνεπειών της παράλειψης, στην άσκηση της εξουσίας του για τη σύλληψη πλοίου, να προβεί στην έκδοση διατάγματος σύλληψης παρά την απουσία των απαιτούμενων λεπτομερειών από την ένορκη δήλωση η οποία συνοδεύει την αίτηση. Στην υπόθεση Cypamar Maritime Agencies v. Του πλοίου TIGER (2001) 1 A.A.Δ. 2159, ο Δικαστής Καλλής, με αναφορά στα όσα υποδείχθηκαν στην υπόθεση Abdul Hamid Borgol and Co. v. The ship "AKAK Progress" (1985) 1 C.L.R. 672, επανέλαβε ότι, εφόσον οι ενάγοντες συμμορφώθηκαν με τους Κανονισμούς, δεν μπορούν να επικριθούν γιατί παρέλειψαν να προβούν σε εκτενέστερη αποκάλυψη γεγονότων. Απλή συμμόρφωση με τις πρόνοιες των πιο πάνω Κανονισμών δεν απαλλάττει βέβαια τον ενάγοντα που απευθύνεται στο Δικαστήριο με μονομερή αίτηση, να αποκαλύψει όλα τα ουσιώδη στοιχεία της υπόθεσης που θα ασκούσαν επιρροή στη δικαστική κρίση.
Στην παρούσα υπόθεση, θεωρώ ότι η ένορκη δήλωση των εναγόντων ικανοποιεί πλήρως τις προϋποθέσεις που θέτουν οι σχετικοί Κανονισμοί. Η εισήγηση που προβάλλεται στα πλαίσια του δεύτερου λόγου ένστασης, περί απόκρυψης από πλευράς εναγόντων ουσιωδών γεγονότων, ενόψει των οδηγιών για επίδοση της αίτησης, έχει στην ουσία καταστεί άνευ αντικειμένου. Υπενθυμίζω ότι η παρούσα αίτηση, αν και αρχικά καταχωρήθηκε ως μονομερής αίτηση, στη συνέχεια, συνεπεία των οδηγιών που δόθηκαν για επίδοση της, έτυχε αντιμετώπισης και χειρισμού από το Δικαστήριο ως να ήταν εξ' υπαρχής, αίτηση δια κλήσεως. Πέραν και ανεξάρτητα όμως τούτου, θεωρώ σκόπιμο να επισημάνω ότι η συγκεκριμένη εισήγηση των εναγομένων δεν εξειδικεύεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση με αναφορά σε οποιαδήποτε γεγονότα. Η σχετική αναφορά χαρακτηρίζεται από αοριστία και ασάφεια και δεν ξεφεύγει από τα όρια λεκτικής κατά γενικό τρόπο, διατύπωσης. Επομένως, η σχετική εισήγηση των εναγομένων (υπό στοιχείο 2 λόγος ένστασης) δεν ευσταθεί.
Οι εναγόμενοι, ως λόγο απόρριψης της αίτησης, προβάλλουν επίσης τον ισχυρισμό ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται τόσο από τη νομολογία όσο και από τη νομοθεσία, για σκοπούς έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων, η αίτηση είναι καταχρηστική καθότι έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων δεν διασφαλίζει την ικανοποίηση της αξίωσης τους σε περίπτωση που πετύχουν στην αγωγή τους και τέλος, ότι οι ενάγοντες δεν έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου τα στοιχεία επί των οποίων βασίστηκαν για να προσδιορίσουν το ύψος της απαίτησης τους, ούτε και ο ενόρκως δηλών για λογαριασμό τους αποκαλύπτει την πηγή των πληροφοριών του αναφορικά με τον περιορισμένο αριθμό στοιχείων που αποκαλύπτει.
Οι πιο πάνω λόγοι ένστασης φέρνουν στο προσκήνιο τις αρχές που διέπουν τον τρόπο προσέγγισης αιτήσεων όπως η παρούσα αίτηση. Εκείνο που προκύπτει από την πλούσια, ομολογουμένως, νομολογία επί του θέματος, είναι πως, σ' αυτό το στάδιο το Δικαστήριο δεν καλείται να αποφανθεί τελεσίδικα επί των δικαιωμάτων των μερών. Δεν εξετάζει την ουσία της αγωγής, ούτε και είναι επιθυμητό να προσπαθήσει, με βάση τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του για σκοπούς της ενδιάμεσης διαδικασίας, να αποφασίσει τα διαφιλονικούμενα θέματα πάνω στα οποία τελικά θα κριθεί η όλη απαίτηση του ενάγοντα. Αντικείμενο εξέτασης σε τέτοιες αιτήσεις είναι κατά πόσο υπάρχει ζήτημα για εκδίκαση κατά την ακρόαση της αγωγής και όχι εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων αναφορικά με την ουσία του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης (The ship "Gloriana" and Another v. Bzeidi and Another (1982) 1 C.L.R. 409).
Διεξήλθα προσεκτικά τις ένορκες δηλώσεις που επισυνάπτονται στην αίτηση και την ένσταση αντίστοιχα, όπως και τα έγγραφα - τεκμήρια που τις συνοδεύουν, το περιεχόμενο των οποίων συνιστά και τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου. Πρόκειται για μαρτυρία, και αυτό συνιστά διαπίστωση μου, που περιέχει εκ διαμέτρου αντίθετους ισχυρισμούς αναφορικά με το κατά πόσο ανατέθηκε από τους εναγόμενους 2 στους ενάγοντες η εκτέλεση των προκαταρκτικών εργασιών, όπως και η αποκατάσταση των ζημιών στο πλοίο. Κρίνω ότι το παρόν στάδιο δεν είναι το κατάλληλο στάδιο για επίλυση των αμφισβητήσεων σε σχέση με τα γεγονότα, ούτε και η παρούσα διαδικασία προσφέρεται για εξέταση των νομικών λόγων που οι εναγόμενοι επικαλέσθηκαν. Αντικείμενο εξέτασης σ' αυτό το στάδιο είναι κατά πόσο υπάρχει ζήτημα για εκδίκαση κατά την ακρόαση της αγωγής. Κρίνω ότι η ένορκη δήλωση των εναγόντων αποκαλύπτει την ύπαρξη τέτοιου ζητήματος.
Δεν έχει διαφύγει της προσοχής μου ότι οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι ο ενόρκως δηλών για λογαριασμό των εναγόντων δεν αποκαλύπτει την πηγή των γνώσεων του αναφορικά με τις προκαταρκτικές εργασίες στις οποίες οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι προέβησαν και τα στοιχεία στη βάση των οποίων καθόρισαν το ύψος της αμοιβής τους, ούτε και έχουν θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου τα εν λόγω στοιχεία. Η θέση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο. Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, όπως και τα έγγραφα - τεκμήρια που επισυνάπτονται σ' αυτή, αποκαλύπτουν την πηγή των γνώσεων του ενόρκως δηλούντα, ο οποίος, ας μη μας διαφεύγει, είναι διευθυντής των εναγόντων και υπό την εν λόγω ιδιότητα του, είχε προσωπική, όπως αναφέρει, εμπλοκή τόσο στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στη σύναψη της προφορικής συμφωνίας δυνάμει της οποίας οι ενάγοντες ανέλαβαν και εκτέλεσαν έναντι αμοιβής τις προκαταρκτικές εργασίες, όσο και στην εκτέλεση των εν λόγω εργασιών τις οποίες απαριθμεί με λεπτομέρεια στην ένορκη δήλωση του, παραθέτοντας τα σχετικά στοιχεία. Συνεπώς, η επί του προκειμένου ένσταση των εναγομένων δεν ευσταθεί.
Ούτε όμως και η εισήγηση της περί καταχρηστικής αίτησης, ευσταθεί. Όπως πολύ ορθά οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εναγόντων επισημαίνουν, «η έκδοση εντάλματος σύλληψης ενός πλοίου δεν επαφίεται και δεν στηρίζεται στην ύπαρξη κινδύνου είτε αποξένωσης είτε πώλησης είτε ακόμα εγκατάλειψης της δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων είτε μείωσης της αξίας του εν λόγω πλοίου».
Έχω ήδη αναφερθεί στις προϋποθέσεις που πρέπει να τηρούνται για να δικαιολογείται η έκδοση διατάγματος σύλληψης πλοίου και σ' αυτές δεν περιλαμβάνονται τα όσα οι εναγόμενοι για σκοπούς επίρρωσης της θέσης τους περί καταχρηστικής αίτησης ισχυρίζονται. Εξάλλου, σε περίπτωση έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος σύλληψης, θα υπάρχει η δυνατότητα υποβολής χρηματικής ή άλλης μορφής εγγύησης, η οποία, αν ικανοποιηθεί από τους εναγομένους, το πλοίο θα απελευθερωθεί. Επομένως, ούτε η συγκεκριμένη εισήγηση των εναγομένων ευσταθεί και ο αντίστοιχος λόγος ένστασης απορρίπτεται.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, και ιδιαίτερα της φύσης της απαίτησης, το περιεχόμενο της αίτησης και της ένορκης δήλωσης που την συνοδεύει και χωρίς να παραγνωρίζω ότι οι εναγόμενοι 2, ιδιοκτήτες του πλοίου, είναι κυπριακή εταιρεία και το πλοίο είναι υπό κυπριακή σημαία και ναυλοχεί σε κυπριακό λιμάνι, όπου και η έδρα των δραστηριοτήτων του, κρίνω ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση του διατάγματος για τη σύλληψη του πλοίου, το οποίο και εκδίδω. Με τη σύλληψη το πλοίο μπορεί να αποδεσμευθεί με την κατάθεση ποσού €34.100, πλέον €750 για έξοδα, ή τραπεζική εγγύηση για ισάξιο ποσό. Οι ενάγοντες θα καταθέσουν ποσό €1.000 έναντι των εξόδων του Αξιωματικού Ναυτοδικείου και επιπρόσθετα, θα καταθέσουν ποσό €5.000 ή τραπεζική εγγύηση για ισάξιο ποσό, ως ασφάλεια για τυχόν ζημιά την οποία ήθελαν υποστεί οι εναγόμενοι, εάν μεταγενέστερα φανεί ότι το διάταγμα δεν έπρεπε να είχε εκδοθεί. Το ποσό ή η εγγύηση αυτή να κατατεθεί μέσα σε 10 μέρες. Εάν δεν κατατεθεί, τότε το διάταγμα σύλληψης θα παύσει να ισχύει.
Αναφορικά με το υπό στοιχείο (β) αίτημα των εναγόντων, κατ' αρχάς θα πρέπει να επισημανθεί ότι στο νομικό υπόβαθρο της αίτησης δεν μνημονεύεται το άρθρο 30[1] του περί Νηολογήσεως, Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Πλοίων και περί Εταίρων Συναφών Ζητημάτων Νόμου 45/63, οι πρόνοιες του οποίου παρέχουν εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο να εκδίδει διατάγματα του τύπου, της φύσης και του είδους του διατάγματος του οποίου την έκδοση οι ενάγοντες επιδιώκουν με το υπό στοιχείο (β) αίτημα τους. Έστω όμως και αν στο νομικό υπόβαθρο της αίτησης, γινόταν μνεία του συγκεκριμένου άρθρου και πάλι δεν θα ήμουν διατεθημένος να εκδώσω το αιτούμενο διάταγμα, καθότι οι ενάγοντες δεν συνιστούν «ενδιαφερόμενα πρόσωπα» μέσα στην έννοια του όρου όπως αυτός ερμηνεύθηκε από τη νομολογία. (Βλ. Consolidated Glass Works Ltd. v. Friendly Pole Shipping Co. Ltd. and Another (1977) 1 C.L.R. 44 και την εκεί νομολογία που η απόφαση παραπέμπει). Συνεπώς, το συγκεκριμένο αίτημα απορρίπτεται.
Αναφορικά με τα έξοδα της παρούσας αίτησης, αυτά επιδικάζονται υπέρ των εναγόντων και εναντίον των εναγομένων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, θα καταβληθούν όμως στο τέλος της υπόθεσης.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.
[1] 30. Το Ανώτατον Δικαστήριον δύναται κατά το δοκούν (μη επηρεαζομένης της ενασκήσεως οιασδήποτε ετέρας εξουσίας αυτού) κατόπιν αιτήσεως παντός ενδιαφερομένου προσώπου, να εκδώση διάταγμα απαγορεύον διά καθωρισμένον τινά χρόνον πάσαν δικαιοπραξίαν αφορώσαν εις πλοίον ή μερίδιον πλοίου, δύναται δε να εκδώση το διάταγμα υπό όρους ους το Δικαστήριον ήθελε κρίνει δίκαιον να βάλη, ή να αρνηθή την έκδοσιν του διατάγματος, ή να ακυρώση το διάταγμα εάν τούτο εξεδόθη, μετά ή άνευ εξόδων, και γενικώτερον να ενεργήση ως το δίκαιον της υποθέσεως ήθελεν απαιτήσει, η δε Νηολογούσα Αρχή καίτοι δεν είναι διάδικος, οφείλει να συμμορφούται προς αυτό ευθύς ως επιδοθή αυτή κεκυρωμένον αντίγραφον του διατάγματος τούτου.