ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Λιάτσος, Αντώνης Γ. Λουκαϊδης για Α. Ποιητή, για τον εφεσείοντα/ενάγοντα Ν. Δαμιανού για Χ. Κυριακίδη, για τον εφεσίβλητο/εναγόμενο 1 CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-02-12 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο JAMAL ISMAIL ν. ΜΙΧΑΗΛ ΑΝΤΩΝΙΟΥ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 333/2009, 12/2/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:A107

(2014) 1 ΑΑΔ 347

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 333/2009

 

 

12 Φεβρουάριου 2014

 

 

[Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, A. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

 

 

JAMAL ISMAIL

Εφεσείων/ενάγων

 

ΚΑΙ

 

1.  ΜΙΧΑΗΛ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

2.  ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

Εφεσιβλήτων/εναγομένων

 

........

Γ. Λουκαϊδης για Α. Ποιητή,  για τον εφεσείοντα/ενάγοντα

Ν. Δαμιανού για Χ. Κυριακίδη,  για τον εφεσίβλητο/εναγόμενο 1

 

.........

 

 Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

δώσει ο Δικαστής Παρπαρίνος

 

...........

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:  Ο εφεσείων/ενάγων ως αποτέλεσμα τροχαίου δυστυχήματος που επεσυνέβη το απόγευμα της 28/6/02 στο δρόμο Λάρνακας-Δεκέλειας υπέστη σοβαρά τραύματα.  Θεώρησε ως υπεύθυνους τους δυο εναγομένους και με την αγωγή του που καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας αξίωσε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις πλέον τόκο και έξοδα.  Αναθεωρώντας την αρχική απόφαση του την 20/6/03 διέκοψε τη διαδικασία εναντίον του εναγομένου 2 και προχώρησε, ως αποτέλεσμα, η αγωγή μόνο εναντίον του εναγομένου 1/εφεσιβλήτου.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 30/9/09 έκρινε ότι για το δυστύχημα έφερε ευθύνη ο εφεσίβλητος κατά 75% και ο εφεσείων κατά 25%.  Με βάση τον καταμερισμό ευθύνης το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε προς όφελος του ενάγοντα τ' ακόλουθα ποσά:

(Α)  €75.000 - Γενικές Αποζημιώσεις για Πόνο και Ταλαιπωρία με Νόμιμον Τόκο από σήμερα (ημέρα αποφάσεως) μέχρι εξοφλήσεως.

(Β) USD 90.000 ή το ισάξιο σε Ευρώ - Γενικές Αποζημιώσεις για Απώλεια Μελλοντικών Απολαβών με Νόμιμον Τόκο από σήμερα (ημέρα αποφάσεως) μέχρι εξοφλήσεως.

(Γ)  USD 9.700,50 ή το ισόποσο σε Ευρώ - Απώλεια Ημερομισθίων μέχρι 28.12.02 με Νόμιμον Τόκο από 23.11.05 (ημερομηνία καταχώρισης της Τροποποιημένης Ε/Α) μέχρι εξοφλήσεως.

(Δ)  €3.517,07σ - Ειδικές ζημιές με Νόμιμο τόκο από 23.11.05 μέχρι εξοφλήσεως.

(Ε)  Ιορδανικά Δηνάρια 336,75 ή το ισόποσο σε Ευρώ - Ειδικές Ζημιές με Νόμιμον Τόκο από 23.11.05 μέχρι εξοφλήσεως.

 

Ο εφεσείων δεν έμεινε ικανοποιημένος από την πρωτόδικη απόφαση και καταχώρησε την παρούσα έφεση με την οποία με οκτώ λόγους έφεσης επιζητεί την ανατροπή της στα ζητήματα που αναφέρονται.  Κατά την ακροαματική διαδικασία απέσυρε τους λόγους έφεσης με αρ. 4 και 7 και προώθησε ως αποτέλεσμα τους υπόλοιπους.

 

Οι λόγοι έφεσης εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ότι:

1.  Λανθασμένα καταλόγισε στον εφεσείοντα ποσοστό αμέλειας 25%.

2.  Το ποσό των €100.000 που επιδίκασε υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων δεν αποτελεί δίκαιη ή εύλογη αποζημίωση.

3.  Λανθασμένα επιδίκασε τόκο από την ημέρα της απόφασης αντί από την ημέρα του ατυχήματος.

4.   Αποσύρθηκε.

5.  Λανθασμένα δεν επιδίκασε στον εφεσείοντα ως μέρος των ειδικών αποζημιώσεων οποιοδήποτε ποσό για τα έξοδα του για φαρμακευτική αγωγή από 28/6/02, ημερομηνία του δυστυχήματος μέχρι την ημερομηνία της απόφασης, 30/9/09.

6.  Λανθασμένα δεν επιδίκασε στον ενάγοντα αποζημιώσεις επιπρόσθετα προς τις γενικές αποζημιώσεις, για την μελλοντική του ιατρική φροντίδα, ιατρικά έξοδα και φαρμακευτική αγωγή.

7.   Αποσύρθηκε.

8.  Λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο υιοθέτησε την μέθοδο του κατ' αποκοπή ποσού για υπολογισμό της αποζημίωσης για μείωση της εισοδηματικής ικανότητας του εφεσείοντα αντί να υιοθετήσει τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή που ήταν ορθή και η ενδεδειγμένη μέθοδος, κατά τη νομολογία.

 

ΕΥΘΥΝΗ

Τ' ακόλουθο απόσπασμα από τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου παρουσιάζει τον τρόπο που, ως κρίθηκε, επεσυνέβη το δυστύχημα:

 

«.Στις 28/6/02 γύρω στις 4.00 μ.μ. ο Ενάγων επιστρέφοντας στο Ξενοδοχείο Golden Bay επιχείρησε να διασταυρώσει τον κύριο δρόμο Λ/κας - Δεκέλειας ακριβώς απέναντι από την είσοδο του εν λόγω Ξενοδοχείου.  Παρόλο ότι, προτού εισέλθει στο οδόστρωμα, δεν σταμάτησε στην άκρη του δρόμου για να ελέγξει την τροχαία κίνηση, έλεγξε το δρόμο και είδε ότι τα οχήματα στα αριστερά του είχαν σταματήσει ενώ στα δεξιά του το φως της Διάβασης Πεζών ήταν κόκκινο για τα οχήματα και εκείνη τη στιγμή διασταύρωναν πεζοί.

 

Προχωρώντας στο οδόστρωμα και αφού κάλυψε σχεδόν όλη την απόσταση μέχρι το κέντρο του δρόμου που ήταν 3. 6 μέτρα από την άκρη, άκουσε το θόρυβο από τις Μ/Σ, συγχύστηκε, γύρισε προς τα πίσω και ένα βήμα προς τα πίσω όπου και κτυπήθηκε από τη Μ/Σ του Εναγομένου.  Εκείνη τη στιγμή ο Ενάγων βρισκόταν 60 εκ. από το κέντρο του δρόμου και 3 μ. από την άκρη απ' όπου είχε εισέλθει.  Το κτύπημα ήταν σφοδρό και τον εκτίναξε στο οδόστρωμα ενώ από τη σύγχυση του σηκώθηκε και ακολούθως κατέρρευσε στην άκρη του δρόμου.»

 

Στη συνέχεια έκρινε ότι ο εφεσείων είχε συντρέχουσα αμέλεια για τους ακόλουθους λόγους:

(α)  εισήλθε στο οδόστρωμα χωρίς να σταματήσει,

(β) δεν ήλεγξε αποτελεσματικά το δρόμο,

(γ) επέλεξε ένα επικίνδυνο σημείο να διασταυρώσει, όπου υπήρχε μια ανοικτή πάροδος προς τα πίσω δεξιά του που δημιουργούσε ενδεχόμενο κίνδυνο και αδυναμία επαρκή ελέγχου της τροχαίας κίνησης και παρά την ύπαρξη διάβαση πεζών έστω και 100-150 μέτρα παρακάτω.

 

Συνεκτιμώντας ακολούθως όλους τους άνω παράγοντες κατελόγισε στον εφεσείοντα ποσοστό 25% ευθύνης.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι οι λόγοι που έλαβε υπόψη το Δικαστήριο για απόδοση ευθύνης στον εφεσείοντα ευρίσκονται σε διάσταση με τα ευρήματα του και είναι λανθασμένοι.  Ειδικότερα με το εύρημα ότι ο εφεσείων ήλεγξε το δρόμο προς τα δεξιά του μέχρι τη διάβαση πεζών και ο δρόμος ήταν καθαρός, οι μοτοσυκλέττες δεν ήταν ορατές και το φως της διάβασης ήταν κόκκινο και υπήρχαν εκείνη τη στιγμή πεζοί που διασταύρωναν.  Συνεπώς κατά το συνήγορο εφόσον ο δρόμος ήταν καθαρός ήταν ασφαλές για τον εφεσείοντα να εισέλθει σ' αυτόν και να το διασταυρώσει.  Όσον αφορά το μέρος απ' όπου διασταύρωσε ο εφεσείων ήταν η εισήγηση του ότι η ύπαρξη παρόδου δεν καθιστούσε αυτό επικίνδυνο και ούτε είχε οιαδήποτε σημασία στην πρόκληση του δυστυχήματος.  Λανθασμένη επίσης χαρακτήρισε την εκτίμηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι πεζός που διασταυρώνει εκτός διάβασης πεζών φέρει ευθύνη.  Η υπόθεση Κυριάκου ν. Φινοπούλου (2002) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1951 επί της οποίας στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με την εισήγηση, δεν αποφάσισε κάτι τέτοιο.

 

Αντίθετη είναι η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσίβλητου.  Σύμφωνα με αυτή, τα δεδομένα επί των οποίων στηρίχθηκε η άλλη πλευρά για να στερεώσει το πρώτο λόγο έφεσης δεν είναι ορθά και δεν συμφωνούν με τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Περαιτέρω σύμφωνα με τη νομολογία η απόδοση 25% συντρέχουσας αμέλειας στον εφεσείοντα μόνο ως ιδιαίτερα επιεικής μπορεί να κριθεί.

 

Εξετάσαμε με κάθε δυνατή προσοχή όλα τα στοιχεία ενώπιον του δικαστηρίου σε συνάρτηση με τα όσα εισηγήθηκαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι.

 

Πρώτα θα πρέπει να υπενθυμίσουμε γι' ακόμη μια φορά ότι το δικαίωμα του πεζού στη χρήση δρόμου είναι το ίδιο με εκείνο του οδηγού μηχανοκινήτου οχήματος.  Ο βαθμός της απαιτούμενης προσοχής που αναμένεται από πεζό όταν διασταυρώνει για τη δική του ασφάλεια είναι αυτή του μέσου λογικού ανθρώπου.  Βαρύνεται με την υποχρέωση να κινείται με την συνεχή προσοχή του στραμμένη  στο δρόμο.  (Βλ. Αβραάμ ν. Στυλιανού (2002) 1 Α.Α.Δ. 50, Κυριάκου ν. Φινοπούλου (2002) 1 Α.Α.Δ. 1950, Συκοπετρίτης ν. Χριστοδούλου (2004) 1 Α.Α.Δ. 218).

 

Θα πρέπει επίσης να λεχθεί ότι σύμφωνα με τη νομολογία,  

 

«Ο καταμερισμός ευθύνης αποτελεί έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Το ποιος θα ήταν ο καταμερισμός στον οποίο εμείς θα προβαίναμε δεν είναι το ζητούμενο.  Όπως ανέφερε ο δικαστής Wright στην British Fame (Owners) v. Macgregor (Owners) (1943) A.C. 197 (στη σελ. 201) σχετικά με τον καταμερισμό:

 

«It involves an individual choice or discretion, as to which there may well be differences of opinion by different minds."

 

Η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο εφόσον καταδεικνύεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο είτε εφάρμοσε εσφαλμένη αρχή δικαίου είτε παραγνώρισε ουσιώδες γεγονός ή παράγοντα.  Έτσι ώστε να προκύπτει έκδηλο σφάλμα:  βλ. την απόφαση του Willmer L.J. στην Quintas v. National Smelting Co Ltd (1961) 1 All E.R. 630 η οποία επικροτήθηκε στην Brown v. Thompson (1968) 2 All E.R. 708, Υιοθετήθηκε στην Solomos Kyriacou v. Nicos Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172 και ακολουθήθηκε έκτοτε.»

(Βλ. Γεωργίου κ.α. ν. Πιερίδη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1194)

 

Στον καταμερισμό ευθύνης λαμβάνονται υπόψη δυο παράγοντες: ο βαθμός υπαιτιότητας και η αιτιώδης συνάφεια.  Στην παρούσα υπόθεση ο εφεσείων παρά τη δυνατότητα χρήσης διάβασης πεζών που ευρίσκετο σε σχετικά κοντινή απόσταση 100-150 μέτρων, «επίκεντρο» όπως χαρακτηρίστηκε στη Φινοπούλου (άνω), της παρεχόμενης προστασίας προς τους πεζούς, επέλεξε να διασταυρώσει από άλλο μέρος.  Εν συνεχεία δεν αντιλήφθηκε τους δυο μοτοσυκλέτες που προσέγγιζαν εφόσον προφανώς δεν επέδειξε τη συνεχή προσοχή που όφειλε να είχε επιδείξει κατά το χρόνο που διασταύρωνε.  Αντιλήφθηκε αυτούς όταν πλέον ήταν αργά και η σύγκρουση επίκειτο.  Για τους λόγους αυτούς ο εφεσείων έφερε ευθύνη.  Το ποσοστό ευθύνης που καταλόγισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνουμε υπό τις περιστάσεις και για τους λόγους που εμείς αναφέρουμε, ορθό.

 

Η υπόθεση Ξενή ν. Αντωνοπούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 1248, επί της οποίας στηρίχθηκε ο συνήγορος του εφεσείοντα για να εισηγηθεί ότι, από τη στιγμή που ήταν ήδη μέσα στο δρόμο ο εφεσείων και οι μοτοσυκλέτες έρχοντο με ταχύτητα, τίποτε δεν μπορούσε να κάμει, παρά να προσπαθήσει να περάσει το κέντρο του δρόμου, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση.  Κατ' αρχήν το πρωτόδικο δικαστήριο δεν προέβη σε εύρημα ότι οι μοτοσυκλέτες κινούνταν με ταχύτητα.  Αντίθετα ρητά αναφέρει ότι δεν υπήρχε μαρτυρία γι' αυξημένη ταχύτητα τους.  Περαιτέρω η Αντωνοπούλου (άνω) αφορούσε σύγκρουση οχημάτων σε διασταύρωση ελεγχόμενη από φώτα τροχαίας, τα οποία την ώρα του δυστυχήματος αναμόσβηνε το κίτρινο φως και από τις δυο πλευρές.  Αποφασίστηκε δε, ότι δεν τίθετο θέμα παραχώρησης προτεραιότητας όταν ήδη ο εφεσίβλητος είχε ήδη εισέλθει στη διασταύρωση ενώ η εφεσείουσα βρισκόταν σε απόσταση τουλάχιστον ενενήντα ποδών.  Οι δυο υποθέσεις διακρίνονται εντελώς, τόσο όσον αφορά τα γεγονότα όσο και τα νομικά ζητήματα που τις αφορούν.

 

Ο εφεσείων ως αποτέλεσμα του δυστυχήματος υπέστη τραύματα και βλάβες.  Τα σχετικά ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι:

 

«(α)  Κάταγμα 9ης και 10ης πλευράς αριστερά

 

(β)  Επηρεασμός της αναπνευστικής λειτουργίας με εισπνευστικό και εκπνευστικό συριγμό, δύσπνοια και εύκολη κόπωση κατά την άσκηση,

 

(γ)  Συσσώρευση υγρών στην άνω κοιλιακή χώρα που καθιστούσε αναγκαία επείγουσα λαπαροτομή.  Για μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρχε κίνδυνος επιπλοκών όπως η δημιουργία συμφύσεων αλλά δεν υπήρξε μαρτυρία ότι όντως υπήρξαν τέτοιες επιπλοκές.

 

(δ)  Ρήξη σπλήνας που κατέστησε αναγκαία επείγουσα σπληνεκτομή.  Για αρκετό χρονικό διάστημα μετέπειτα υπήρχε αυξημένος κίνδυνος λοιμώξεων και θρομβώσεων ο οποίος μειώνεται με την πάροδο του χρόνου.  Δεν υπήρξε όμως μαρτυρία για εκδήλωση των πιο πάνω προβλημάτων αλλά παραμένει γεγονός ότι χωρίς το ζωτικό αυτό όργανο ο ενάγων θα έχει μειωμένη άμυνα έναντι των πιο πάνω επιπλοκών.

 

(ε)  Ψυχολογικά προβλήματα τα οποία αποτελούνται από συμπτώματα μεταδιασιστικού συνδρόμου και μετατραυματικής αγχώδους διαταραχής.

 

(στ) Πόνοι στα πόδια.»

 

 

Περαιτέρω το πρωτόδικο δικαστήριο απεδέχθη την εκδοχή του ενάγοντα ότι αυτός πριν από το δυστύχημα δεν είχε προβλήματα υγείας, ζούσε μια κανονική ζωή και ήταν δραστήριος.  Σπάνια επισκεπτόταν γιατρούς.  Μετά από το δυστύχημα και εξαιτίας αυτού, η ζωή του έχει αλλάξει ριζικά προς το χειρότερο.  Δεν μπορεί να ζήσει με τον ίδιο τρόπο όπως και προηγουμένως αφού λόγω των αναπνευστικών προβλημάτων και του πόνου στα πόδια κουράζεται εύκολα και ταλαιπωρείται.

 

Επίσης αποδέχθηκε τη θέση του ότι το δυστύχημα του έχει καταστρέψει τη ζωή γι' αυτό και είναι λογικό να έχει περιπέσει σε κατάθλιψη.  Είναι γεγονός και φυσικό ο ενάγων να νιώθει έτσι αφού, από άτομο που σπάνια επισκεπτόταν γιατρούς, τώρα να πρέπει να κάνει συχνές επισκέψεις είτε για αναλύσεις και εμβολιασμό, είτε για θεραπεία, είτε για λήψη φαρμακευτικής αγωγής.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι το ποσό των €100.000 επί πλήρους ευθύνης, αντικατοπτρίζει τη δίκαιη και εύλογη αποζημίωση υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων.  Στο ποσό αυτό περιέλαβε και την μελλοντική ιατρική παρακολούθηση και θεραπεία του εφεσείοντα.  Στον καθορισμό αυτό το δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από την απόφαση στην Μεταξάς ν. Μεταξά (2001) 1 (Β) Α.Α.Δ. 773.

 

Ο εφεσείων προσβάλλει το ποσό των γενικών αποζημιώσεων ως έκδηλα ανεπαρκές.  Επίσης ότι το δικαστήριο έδωσε λανθασμένα υπέρμετρη βαρύτητα στην Μεταξάς (άνω), κρίνοντας ότι αφορούσε εν πολλοίς παρόμοιες σωματικές βλάβες ενώ οι βλάβες του εφεσείοντα, σύμφωνα με το συνήγορο, είναι πολύ σοβαρότερες.  Περαιτέρω συνέπλεξε το θέμα των γενικών αποζημιώσεων που επιδικάσθηκαν στον εφεσείοντα με το αντικείμενο των λόγων έφεσης 5 και 6 και που αφορούν την δαπάνη και έξοδα για ιατρική και φαρμακευτική αγωγή, αναλύσεις, εμβόλαια και θεραπεία, ώστε να προβάλει ότι το επιδικασθέν ποσό είναι ανεπαρκές.

 

Αρχίζοντας από το τελευταίο υπενθυμίζουμε ότι ζημιές που έχουν αποκρυσταλλωθεί μέχρι τη δίκη και ο αριθμητικός υπολογισμός τους είναι δυνατός, επιδικάζονται ως ειδικές αποζημιώσεις.  Οι μελλοντικές απώλειες, δαπάνες και οι αποζημιώσεις για πόνο, ταλαιπωρία και απώλεια της προσωπικής άνεσης συναποτελούν και επιδικάζονται υπό τη μορφή γενικών αποζημιώσεων.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του, επιδίκασε επί πλήρους ευθύνης το ποσό των €100.000 υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων και σε αυτό ρητά αναφέρει ότι συμπεριλαμβάνεται «η μελλοντική ιατρική παρακολούθηση αλλά και θεραπεία του ενάγοντα» (η υπογράμμιση είναι δική μας).  Συνεπώς είναι λάθος η εισήγηση του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο συμπεριέλαβε στο ποσό αυτό και δαπάνη του εφεσείοντα για ιατρική και φαρμακευτική αγωγή, αναλύσεις, εμβόλαια και θεραπεία για την περίοδο από την ημέρα του δυστυχήματος μέχρι και την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία ο «Στόχος των αποζημιώσεων που επιδικάζονται είναι να αποδοθεί δικαιοσύνη στην απώλεια και στη ζημιά του διαδίκου που τραυματίστηκε χωρίς να εναποτίθεται υπέρμετρο βάρος πάνω στον αδικοπραγούντα.  (Βλ. Fletcher v. Autocar Transporters Ltd (1968) 1 All E.R. 726, Constantinou v. Slahouris (1969) 1 C.L.R. 416).  Με άλλες λέξεις, το ποσό που επιδικάζεται πρέπει να είναι κοινωνικά αποδεκτό.  Συνεπώς, η κοινωνική δεοντολογία κατά τον ουσιώδη χρόνο είναι σε κάθε περίπτωση παράγοντας σχετικός προς το έργο μας ειδικά σε σχέση με μη χρηματική απώλεια.  Η χρηματική ζημιά, ως περισσότερο επιδεκτική μαθηματικού υπολογισμού εξαρτάται λιγότερο από κοινωνικά κριτήρια.  Στόχος του εγχειρήματος είναι η κατάληξη, στο τέλος της πορείας, σε αριθμό που είναι δίκαιος και εύλογος κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης.»

(Βλ. Fysco Constructing Co. Ltd v. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014, 1028 και Μιχαήλ κ.α. ν. Φίλιος Γ. Συκοπετρίτης Λτδ. κ.α. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1049).

 

Η αποζημίωση για αστικά αδικήματα δεν έχει σκοπό την τιμωρία αλλά την αποκατάσταση.  Αυτή τούτη η ατέλεια του χρήματος ως μέσου για αποκατάσταση, δεν πρέπει να επενεργεί προς επαύξηση των αποζημιώσεων (Βλ. Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66, 74).

 

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει επιδείξει μια σταθερή άνοδο του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων.  Έχει τονίσει την ανάγκη για μια πιο δίκαιη και φιλελεύθερη αποτίμηση του ανθρώπινου πόνου και των πολλαπλών στερήσεων που προκαλούν οι αναπηρίες στα θύματα της αμέλειας (Βλ. Ioannou and Paraskevaides (Overseas) (πιο πάνω), Παναγή ν. Θεοδώρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 1303, Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239, Παναγιώτου ν. Φραγκέσκου κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ. 687, Μαϊττα v. Γεωργίου κ.α., Πολιτική Έφεση 8499, 9.1.99 και Βρυωνίδης ν. Σωφρονίου (1997) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1181).  Προηγούμενες αποφάσεις δεν αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο υπό την έννοια της αρχής του stare decisis αλλά παρέχουν καθοδήγηση (βλ. Παναγή, πιο πάνω).  Πρέπει, επίσης, να λαμβάνεται υπόψη η συνεχής μείωση της αξίας του χρήματος.

 

Πρέπει να λεχθεί ότι το Εφετείο δεν δικαιολογείται να επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου όσον αφορά τις αποζημιώσεις, εκτός αν πεισθεί είτε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, είτε ότι το ποσό των αποζημιώσεων είναι τόσο έκδηλα υπερβολικό ή τόσο έκδηλα ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων των οποίων δικαιούται ο ενάγων (βλ. Ioannou v. Howard (1966) 1 C.L.R. 45, Antoniou v. Iordanous and Another (1976) 1 C.L.R. 341, Φοινικαρίδης κ.α. v. Γεωργίου κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, Κωνσταντίνου ν. Σταύρου (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 453, Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 (Α) Α.Α.Δ. 396 και Παναγιώτου ν. Φραγκέσκου κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ. 687).

(Βλ. Χαριλάου ν. Νικολάου (2003) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1460, 1473-1475).

 

Η υπόθεση Μεταξάς (άνω) από την οποία καθοδηγήθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο για να καταλήξει στην επιδίκαση του ύψους των γενικών αποζημιώσεων αλλά και ο κύριος άξονας συζήτησης από αμφοτέρους τους συνηγόρους, προκειμένου να υποστηρίξουν τη θέση τους, ανάλογα με το διάδικο που εκπροσωπούσαν, αφορούσε άνδρα 20 ετών, ο οποίος συνεπεία δυστυχήματος υπέστη

(α) σοβαρή εγκεφαλική διάσειση με απώλεια μνήμης και έλλειψη επικοινωνίας με το περιβάλλον

(β) κατάγματα των αριστερών πλευρών από την 4η μέχρι την 9η πλευρά

(γ) οξεία κοιλιακή εσωτερική αιμορραγία,

(δ)  ρήξη σπλήνας

(ε) ρήξη νεφρού

(στ) μικρή ρήξη του πνεύμονος (πνευμοθωρακίου) λόγω των καταγμάτων των πλευρών.

 

Λόγω των τραυμάτων, του αφαιρέθησαν η σπλήνα και αριστερός νεφρός.  Παρέμεινε στο νοσοκομείο 20 περίπου ημέρες και ακολούθως παρέμεινε για ένα περίπου μήνα στο κρεβάτι στο σπίτι του.  Αρχικά οι πόνοι στο νοσοκομείο ήταν αφόρητοι και του έδιναν ισχυρά παυσίπονα.  Χρειαζόταν βοήθεια για να γυρίσει στο κρεβάτι του και για τις φυσικές του ανάγκες.  Οι πόνοι συνέχισαν και μετά τη μετάβαση στο σπίτι του αλλά όχι στην αρχική του μορφή και έκταση.  Με βάση τα πιο πάνω, αλλά και το ότι σημειώθηκε σημαντική καλυτέρευση της υγείας του με την εμφάνιση πόνων κατά καιρούς και ότι συνεπεία των τραυμάτων του, δεν μπορούσε ν' ασχοληθεί με τη γυμναστική, χορό και κολύμπι, το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων το ποσό των £28.000 (€47.840) πλήρους ευθύνης.  Το ποσό αυτό αυξήθηκε από το Εφετείο το 2001 σε £40.000 (€58.344) επί πλήρους ευθύνης, αφού έλαβε υπόψη του την ηλικία, την έκταση των τραυμάτων του και των διαφόρων επακόλουθων που έχουν προκύψει.

 

Στην εξεταζόμενη υπόθεση ο εφεσείων ήταν 45 ετών κατά το χρόνο του τραυματισμού του την 28/6/02 και 52 ετών περίπου κατά το χρόνο έκδοσης της εκκαλούμενης απόφασης. Πριν το δυστύχημα δεν είχε πρoβλήματα υγείας, ήταν δραστήριος και ζούσε μια κανονική ζωή.  Οι τραυματισμοί του είναι σοβαροί και έχει μόνιμα κατάλοιπα.  Η ζωή του καταστράφηκε, έχει περιπέσει σε κατάθλιψη και έχει πόνους στα πόδια και αναπνευστικά προβλήματα με αποτέλεσμα να κουράζεται εύκολα και να ταλαιπωρείται.  Λόγω της σπληνεκτομής θα πρέπει να λαμβάνει αντιπηκτική θεραπεία εφ' όρου ζωής και εμβολιασμό σε τακτικά χρονικά διαστήματα για τον πνευμονιόκοκκο ήτοι κάθε 10 χρόνια.  Όπως είναι εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου «τώρα θα πρέπει να κάνει συχνές επισκέψεις είτε για αναλύσεις και εμβολιασμό, είτε για θεραπεία, είτε για λήψη θεραπευτικής αγωγής.  Να σημειωθεί ότι μετά το δυστύχημα δεν επέστρεψε στην εργασία του ως «Vice-President for Development, Procurement and Finance" στην εταιρεία Mars 2112, η οποία διεξήγαγε εργασίες εστιατορίων στην Ιρλανδία και ΗΠΑ λόγω του ότι δεν μπορούσε ν' ασκήσει τα καθήκοντα του λόγω των κακώσεων που υπέστη.  Επιστέγασμα αυτού ήταν να απολυθεί από την εργασία του, το τέλος Οκτωβρίου 2002, λόγω του ότι δεν μπορούσε ν' αντεπεξέλθει στα καθήκοντα του.

 

Μετά από προσεκτική εξέταση της έκτασης των τραυμάτων του εφεσείοντα, των διαφόρων κατάλοιπων που του παρέμειναν, όπως επίσης της ηλικίας του, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το επιδικασθέν ποσό των €100.000 επί πλήρους ευθύνης είναι έκδηλα ανεπαρκές σε βαθμό που δικαιολογείται η παρέμβαση μας.  Το ποσό των γενικών αποζημιώσεων αυξάνεται σε €150.000 επί πλήρους ευθύνης.  Με βάση το ποσοστό ευθύνης που έχει επικυρωθεί πιο πάνω, ήτοι 75% σε βάρος του εφεσίβλητου και 25% σε βάρος του εφεσείοντα, το ποσό των γενικών αποζημιώσεων καθορίζεται σε €112.500.

 

Ο εφεσείων με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλει την επιδίκαση τόκου επί του ποσού των γενικών αποζημιώσεων από την ημέρα της απόφασης αντί από την ημέρα του δυστυχήματος, 28/6/02.

 

Προς υποστήριξη του λόγου αυτού ο συνήγορος του εφεσείοντα στηρίχτηκε στις υποθέσεις Αζορ ν. Προδρόμου (2006) 1 ΑΑΔ 331 και Θεοφάνους ν. Κορουκλά (2006) 1 ΑΑΔ 526, οι οποίες κατά το συνήγορο αποσαφήνισαν τελεσίδικα το θέμα.

 

Αντίθετα ο συνήγορος του εφεσίβλητου με αναφορά στην Καμπούρης ν. Βιοχρωμ Λτδ. (2005) 1 (Β) ΑΑΔ 1245 εισηγήθηκε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή λαμβάνοντας υπόψη (α) ότι ο εφεσείων προέβη σε τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης του 2 ½ χρόνια μετά την αγωγή, (β) ότι προέβη σε μια μακρά και επίπονη παρουσίαση ιατρικής μαρτυρίας και (γ) στο ύψος των αποζημιώσεων για γενικές αποζημιώσεις το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη τη μελλοντική ιατρική παρακολούθηση αλλά και θεραπείας του εφεσείοντα.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του, αφού αναφέρεται χρονολογικά στο ιστορικό της υπόθεσης και καθοδηγούμενο από τη νομολογία, καταλήγει ότι ο τόκος επί του ποσού των γενικών αποζημιώσεων ν' αρχίζει από την ημέρα της απόφασης (30/9/09) καθ' ότι αυτό «υπολογίστηκε με τα σημερινά δεδομένα».

 

Οι υποθέσεις Αζόρ (άνω) και Θεοφάνους (άνω) στηρίχθηκαν αμφότερες, κατά το μέρος που αφορά την επιδίκαση τόκου, στις υποθέσεις, Φοινικαρίδης κ.α. ν. Γεωργίου & άλλων (1991) 1 ΑΑΔ 475 και Μιχαήλ κ.α. ν. Φίλιου Συκοπετρίτη Λτδ κ.α. (2004) 1 ΑΑΔ 1049 για να καταλήξουν ότι επιδίκαση τόκου επί του ποσού των γενικών αποζημιώσεων από την ημέρα του δυστυχήματος ήταν ορθή.  Να σημειωθεί ότι η Φοινικαρίδης (άνω) αποφασίστηκε πριν την τροποποίηση του άρθρου 58Α με τον περί Αστικών Αδικημάτων (Τροποποιητικό) Νόμο του 1997, (Ν. 49(Ι)/1997) βάσει της οποίας η περίοδος επιδίκασης τόκου περιορίσθηκε μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία γεννήθηκε το αγώγιμο δικαίωμα και της ημερομηνίας καταχώρησης της αγωγής αντί της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης, που προβλεπόταν προηγουμένως.  Το ίδιο και η Καμπούρης (άνω), που όπως φαίνεται στην σελ. 1248, αφορούσε αγωγή του 1996 (αρ. αγωγής 2421/96). 

 

Στην υπόθεση Συκοπετρίτης ν. Χριστοδούλου (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 218, σελ. 226, αναφέρονται:

 

«Καταβάλλεται η αποζημίωση, την οποία ο δικαιούχος μπορεί να χρησιμοποιήσει, μαζί και να τοκίσει, αν θέλει.  Έχει στα χέρια του το αντικείμενο του τόκου.  Επιδίκαση τόκου δικαιολογείται, όταν η αποζημίωση μένει στα χέρια του οφειλέτη και υπολογίζεται για όσο χρόνο την κρατεί.  Τα κριτήρια, που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου να επιδικάσει τόκο, καθορίζονται στο Νόμο και επεξηγούνται στη νομολογία - (βλ. Άρθρο 33 του Ν. 14/60, όπως διαμορφώθηκε από το Ν. 156/85, Ν. 102(Ι) και Ν. 49(Ι)/97, και τις αποφάσεις, μεταξύ άλλων, Φοινικαρίδης & άλλη ν. Γεωργίου & Άλλων (1991) 1 Α.Α.Δ. 475 Fysco v. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014, Μιχαήλ κ.α. ν. Φίλιος Γ. Συκοπετρίτης Λιμιτεδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 1049).  Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου για την επιδίκαση ή μη τόκου συναρτάται προς το σκοπό για τον οποίο παρέχεται ο τόκος, που έγκειται στην κράτηση από τον εναγόμενο του ισάξιου της ζημίας, που υφίσταται ο ενάγων σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο.  Εφόσον ο εναγόμενος κρατεί ό,τι ανήκει στον ενάγοντα, καταβάλλει τόκο για το όφελος που καρπούται.  Ο τόκος αποτελεί στοιχείο αποζημίωσης και όχι τιμωρίας.»

 

Στην υπόθεση Κουτζιή κ.α. ν. Κωνσταντίνου κ.α. (2010) 1 (Α) Α.Α.Δ. 908, το Εφετείο δεν επενέβη στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου για επιδίκαση τόκου από την ημερομηνία επίδοσης της αγωγής.  Το ίδιο στην Γιαπατός ν. Σάββα κ.α. (2010) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1324, όπου το πρωτόδικο δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια επιδίκασε τον τόκο από την ημέρα του δυστυχήματος.  Στην Χρυσάνθου κ.α. ν. Φραντζή (2010) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1295, το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε τόκο από την ημερομηνία της απόφασης, ήτοι τέσσερα σχεδόν χρόνια μετά το δυστύχημα.  Το Εφετείο επιτρέποντας την αντέφεση επιδίκασε τόκο επί των γενικών αποζημιώσεων από την ημερομηνία του ατυχήματος αναφέροντας τ' ακόλουθα:

 

«Όμως δικαίως παραπονείται ο ανήλικος ως προς την απόδοση του τόκου.  Χωρίς καμία αιτιολογία, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε νόμιμο τόκο από την ημερομηνία της απόφασης, δηλαδή, από 8.9.06, σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά το ατύχημα.  Με βάση το Άρθρο 58Α του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, ο χρόνος από τον οποίο θα άρχεται ο τόκος.  Ευχέρεια που όμως αιτιολογείται δικαστικά και με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης.  Εκτός ιδιαιτέρων συνθηκών, δεν είναι ορθό ο υποστείς τραυματισμούς από την αδικοπραξία του αντιδίκου του να μην λαμβάνει και το ευεργέτημα του νόμιμου τόκου από τη γένεση του αγώγιμου δικαιώματος.»

 

Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο, εκτός νόμιμων πλαισίων και αρχών νομολογίας επιδίκασε τόκο επί των γενικών αποζημιώσεων από την ημερομηνία της απόφασης καθ' ότι αυτές, όπως αναφέρει «υπολογίστηκαν με σημερινά δεδομένα».  Η δικαιολογία που δίδεται από το πρωτόδικο δικαστήριο είναι ωσάν η σταθερή άνοδος του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων, συναρτώμενη με διάφορους παράγοντες που έχουν αναφερθεί νωρίτερα κατά την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης, έχει σχέση με τον τόκο που επιδικάζεται γι' αυτές.  Η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου επί του θέματος είναι νομικά λανθασμένη.

 

Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου, μετά την καταχώρηση της τροποποιημένης έκθεσης απαίτησης, δεν φαίνεται να υπήρξε καθυστέρηση από πλευράς εφεσείοντα στην προώθηση της αγωγής.

 

Ανατρέξαμε στο φάκελο της υπόθεσης και διαπιστώνουμε ότι και για το χρόνο πριν την καταχώρησης της τροποποιημένης έκθεσης απαίτησης στην καθυστέρηση συνέτεινε και ο εφεσίβλητος/εναγόμενος 1 είτε με την αλλαγή δικηγόρου είτε με αίτημα για να τοποθετηθεί στο αίτημα για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης.  Όσον αφορά τους άλλους λόγους που ανέφερε ο συνήγορος του εφεσίβλητου, ουδεμία επίδραση μπορούν να έχουν στο εξεταζόμενο θέμα.   Συνεκτιμώντας όλα κρίνουμε ότι είναι ορθό και δίκαιο ο τόκος επί των γενικών αποζημιώσεων ν' άρχεται από την ημέρα καταχώρησης της αγωγής, την 17/3/03.

 

Με τους λόγους έφεσης 5 και 6 ο εφεσείων παραπονείται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν επιδίκασε προς όφελος του, οποιοδήποτε ποσό για τα έξοδα του για φαρμακευτική αγωγή από τις 28/8/02, ημερομηνία του δυστυχήματος, μέχρι την 30/9/09, ημερομηνία της απόφασης.  Επίσης ότι παρέλειψε να επιδικάσει προς όφελος του, επιπρόσθετα ή και ξεχωριστά οιονδήποτε ποσό για μελλοντικά ιατρικά έξοδα και φαρμακευτική αγωγή με τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή ή διαζευκτικά ένα ποσό που να αντικατοπτρίζει την πραγματική δαπάνη που επωμίζεται.  Το ποσό αυτό κατά τον εφεσείοντα θα έπρεπε να ήταν επιπρόσθετα ή/και ξεχωριστά από το ποσό που επιδίκασε υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων.

 

Αμφότεροι οι λόγοι έφεσης θα πρέπει ν' απορριφθούν.  Ο εφεσείων με την τροποποιημένη έκθεση απαίτησης του αξιώνει ως ειδικές αποζημιώσεις διάφορα ποσά.  Για το αντικείμενο υπό εξέταση του 5ου λόγου έφεσης γίνεται αναφορά στις παραγρ. 10(Α)(γ)(δ), Β(α)(β), Γ(β)(γ), Δ, της έκθεσης απαίτησης.  Γι' απόδειξη αυτών ο εφεσείων παρουσίασε στο πρωτόδικο δικαστήριο δύο τεκμήρια.  Το τεκμ. 6 που αποτελείτο από 26 αποδείξεις, το οποίο έγινε αποδεκτό από το Δικαστήριο και αφορούσε διάφορα ποσά συμποσούμενα σε €4.646,67.  Στον εφεσείοντα επιδικάστηκε το ανάλογο ποσό, σύμφωνα με το ποσοστό ευθύνης που του καταλογίσθηκε.

 

Αναφορικά με τον 6ο λόγο έφεσης παρουσίασε επίσης μια κατάσταση, τεκμ. 19, την οποία ετοίμασε ο ίδιος και στην οποία κατέγραψε αριθμό φαρμάκων, ιατρικά έξοδα, αμοιβές ιατρών γι' επισκέψεις, εμβολιασμούς και έξοδα χημικού εργαστηρίου.  Επίσης κατέγραψε για πέντε φάρμακα, την τιμή τους, την ημερήσια δοσολογία και ακολούθως το κόστος επί ημερήσιας, μηνιαίας, ετήσιας βάσεως και τέλος το κόστος για 5, 7 και 50 έτη.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε και συνεπώς δεν απεδείχθη ως βάσιμα τα όσα αναφέρονται στο τεκμήριο αυτό με την δικαιολογία ότι «έχει απορριφθεί η αναγκαιότητα κάποιων φαρμάκων (βλ. π.χ. agrylin) ενώ το κονδύλι για φάρμακα περιλήφθηκε στο ποσό των γενικών αποζημιώσεων για πόνο και ταλαιπωρία».

 

Για την περίοδο 28/6/02 μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης η ζημιά ήταν συγκεκριμένη και αποκρυσταλλωμένη και ο εφεσείων είχε υποχρέωση να την αποδείξει με την κατάλληλη μαρτυρία.  Σύμφωνα με την πάγια νομολογία οι ειδικές ζημιές πρέπει να εξειδικεύονται στην απαίτηση, να καταγράφονται στις έγγραφες προτάσεις με λεπτομέρεια και ν' αποδεικνύονται με αυστηρότητα, με σαφήνεια και με συγκεκριμένα στοιχεία.  (βλ. Παναγιώτου ν. Φραγκίσκου κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ. 687, Αλεξάνδρου ν. Ιωάννου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1157, Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1977) 1 Α.Α.Δ. 396, Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239, Λοϊζου ν. Μουρτζή (1999) 1 Α.Α.Δ. 883, Μουττά ν. Γεωργίου κ.α. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1, Ζήνων Μερκής Λτδ. ν. Ελληνικής Τράπεζας (1999 1 Α.Α.Δ. 1923, Παπαϊωάννου ν. Κωνσταντίνου (2008) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1083).

 

Το τεκμ. 19 (άνω), πόρρω απέχει από την αναγκαία μαρτυρία γι' απόδειξη ειδικής ζημιάς, η οποία είναι αποκρυσταλλωμένη και συγκεκριμένη και συνεπώς ο εφεσείων αδίκως παραπονείται.

 

Το ίδιο ισχύει και για την περίοδο μετά την απόφαση (30/9/09) σε σχέση με την αποδεικτική αξία του τεκμ. 19.  Πολύ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο περιέλαβε τη μελλοντική δαπάνη για το θέμα αυτό στο ποσό των γενικών αποζημιώσεων εφόσον δεν είχε στέρεη βάση υπολογισμού τους.

 

Με τον τελευταίο λόγο έφεσης, ο εφεσείων παραπονείται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε το ποσό των USD 120000 ως αποζημιώσεις για μείωση της εισοδηματικής του ικανότητας.  Σύμφωνα με αυτόν λανθασμένα υιοθέτησε τη μέθοδο του κατ' αποκοπή ποσού, παρόλο που υπήρχαν ενώπιον του όλα τα δεδομένα. 

 

Ο συνήγορος του εφεσίβλητου, βεβαίως εισηγήθηκε ότι η απόδοση κατ' αποκοπή ποσού ήταν η ενδεδειγμένη στην παρούσα υπόθεση και το επιδικασθέν ποσό είναι ιδιαίτερα ψηλό.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο κρίνοντας τον εφεσείοντα αξιόπιστο προχώρησε σε εύρημα ότι υπήρξε μείωση της εισοδηματικής του ικανότητας.  Οι ετήσιες ακαθάριστες απολαβές του ήταν USD 100.000 από την εργασία του πλέον USD 100.000 ετησίως υπό μορφή φιλοδωρήματος.  Το φιλοδώρημα αυτό καταβάλλετο είτε σε χρήμα είτε σε μετοχές της εταιρείας Mars 2112, όπου εργαζόταν.  Για το έτος 2001, ήτοι το προηγούμενο έτος του δυστυχήματος, πλήρωσε φόρο USD 28.000 για το μισθό του, των USD 100.000.

 

To πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ενώπιον του δεν υπήρχαν τ' ακριβή στοιχεία και προχώρησε στην υιοθέτηση της μεθόδου του κατ' αποκοπή ποσού.

 

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία όπου ελλείπουν τα στοιχεία για αριθμητικό προσδιορισμό μελλοντικής ζημιάς με τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή και του πολλαπλασιαστέου, η διαφαινόμενη ζημιά συμπλέκεται με τις γενικές αποζημιώσεις και μπορεί ν' αποτιμηθεί, σε κατάλληλες περιπτώσεις, κάτω από πλατιά σκοπιά υπό το φως του συνόλου των δεδομένων της υπόθεσης (βλ. Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66, Κομιάτη ν. Πολίτσου κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 226, Παναγή ν. Κακόψητου κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 839, Τιτώνη ν. Χρ. Πηλακούτα Λτδ. (2001) 1 Α.Α.Δ. 479).  Το ποσό δε που επιδικάζεται συναρτάται με όλους εκείνους τους παράγοντες που τείνουν να διαφωτίσουν για την πιθανότητα απώλειας εισοδήματος στο μέλλον.  Μεταξύ των παραγόντων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όπως επισημαίνεται είναι η ηλικία του ενάγοντα, η επαγγελματική του κατάσταση και κατάρτιση καθώς και η φύση της ανικανότητας του (για εργασία). 

 

Το Δικαστήριο στην απόφαση του προβαίνει σε εύρημα ότι οι διάφορες εργασίες που διεξήγε μετά το δυστύχημα ήταν προσωρινές εργασίες για παροχή προσωρινών οικονομικών λύσεων.  Το εύρημα και διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν προσβάλλονται με τους λόγους έφεσης.  Συνεπώς με τα δεδομένα αυτά ο εφεσείων απέτυχε ν' αποδείξει το ύψος της μείωσης των εισοδημάτων του λόγω της μείωσης της ικανότητας του για εργασία.  Από τις προσωρινές εργασίες του, που ήταν απόλυτο δικαίωμα του να διεξάγει, δεν φαίνεται σε χρηματική αποτίμηση, το ύψος της μείωσης της ικανότητας του γι' εργασία.  Η οποιαδήποτε απώλεια εισοδήματος δεν οφείλεται στη μείωση της ικανότητας του για εργασία αλλά στο είδος των εργασιών που επέλεξε να διεξάγει και οι οποίες ήταν προσωρινές.  Ορθά συνεπώς θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν μπορούσε να λειτουργήσει η μέθοδος του πολλαπλασιαστή και πολλαπλασιαστέου και ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει μερικώς όπως υποδεικνύεται πιο κάτω:

 

(α)  Η πρωτόδικη κατάληξη περί Γενικών αποζημιώσεων παραμερίζεται και το επιδικασθέν ποσό αυξάνεται σε €150.000 επί πλήρους ευθύνης.  Με βάση το ποσοστό ευθύνης (25% σε βάρος του εφεσείοντα) το ποσό των γενικών αποζημιώσεων καθορίζεται σε €112.500.

 

(β)  Η επιδίκαση τόκου για τις γενικές αποζημιώσεις ορίζεται από την ημέρα καταχώρησης της αγωγής, την 17/3/03.  Νοείται ότι πρωτόδικη κατάληξη για επιδίκαση τόκου από την ημέρα της απόφασης παραμερίζεται.

 

 

Ο εφεσίβλητος να πληρώσει στον εφεσείοντα το ½ των εξόδων της έφεσης.  Η πρωτόδικη διαταγή για τα έξοδα παραμένει προσαρμοσμένη όμως στην κλίμακα που έχει διαμορφωθεί σαν αποτέλεσμα της μερικής επιτυχίας της έφεσης.

 

 

                                                                                      Μ. Νικολάτος, Δ.

 

                                                                                      Λ. Παρπαρίνος, Δ.

 

                                                                                      Α. Λιάτσος, Δ.

 

/ΚΑΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο