ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D72
(2014) 1 ΑΑΔ 277
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 8/2014
29 Ιανουαρίου, 2014
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ WAYPLAY TECHNOLOGIES LTD ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΝΑ ΑΙΤΗΘΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARY ΚΑΙ ΕΠΕΙΤΑ MANDAMUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ Π.Ε.Δ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΤΕΥΚΡΟΥ Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 11.10.2013, ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 6206/2012
ΜΕΤΑΞΥ -
WAYPLAY TECHNOLOGIES LTD
ΚΑΙ
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
2. Ο.Π.Α.Π. (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ.
......
Μονομερής αίτηση της Wayplay Technologies Ltd
Λ. Λουκαϊδης, για την αιτήτρια
..........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ: Με την υπό εξέταση αίτηση η αιτήτρια εταιρεία αιτείται άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari γι' ακύρωση απόφασης ημερ. 11/10/13 που εξεδόθη στο Επαρχιακό Δικαστήριο στην αγωγή αρ. 6206/12, με την οποία η αγωγή εναντίον του εναγομένου 1 απορρίφθηκε χωρίς ο τελευταίος να ζητήσει αυτό και χωρίς ν' ακουστεί επί του θέματος ο δικηγόρος της αιτήτριας/ενάγουσας. Επίσης αιτείται διατάγματος mandamus για εκδίκαση της αγωγής.
Τα γεγονότα σύμφωνα με την έκθεση είναι ότι η αιτήτρια καταχώρησε την υπ' αρ. 6206/12 αγωγή εναντίον δυο εναγομένων. Πρώτος εναγόμενος είναι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και δεύτερος ο Ο.Π.Α.Π. (Κύπρου) Λτδ. Στις 20/3/13 ο εναγόμενος 2 καταχώρησε αίτηση για διαγραφή της έκθεσης απαιτήσεως καθ' ότι δεν αποκάλυπτε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του. Αφού καταχωρήθηκε ένσταση από την αιτήτρια/ενάγουσα, η αίτηση ημερ. 20/3/13 προχώρησε σ'ακρόαση. Την 11/10/13 ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου εξέδωσε την απόφαση του, αποδεχόμενος το αίτημα της εναγομένης 2 για διαγραφή του δικογράφου και απόρριψη της αγωγής. Επίσης προχώρησε και διέγραψε το δικόγραφο (έκθεση απαιτήσεως) και για τον εναγόμενο 1 και απέρριψε την αγωγή εναντίον του, παρόλο που δεν ζητήθηκε κάτι τέτοιο από τον εναγόμενο 1 και χωρίς ν' ακουστεί επί του θέματος ο δικηγόρος της αιτήτριας/ενάγουσας.
Επίσης γίνεται αναφορά για προηγούμενη παρόμοια διαδικασία, για το ίδιο θέμα ενώπιον άλλου Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπου δόθηκε άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari και ότι την 10/1/14 απορρίφθηκε η αίτηση γι' έκδοση εντάλματος certiorari για τυπική παράλειψη.
Σύμφωνα με την αιτήτρια υπήρξε υπέρβαση/δικαιοδοσίας/αρμοδιότητας, παράβασης του κανόνα audi alteram partem, άδικη δίκη σε βάρος της αιτήτριας/ενάγουσας και νομικό λάθος εμφανές στο πρακτικό του δικαστηρίου.
Σε παρατήρηση του δικαστηρίου γι' ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου που θα μπορούσε να λάβει η αιτήτρια, ο ευπαίδευτος συνήγορος δέκτηκε την ύπαρξη άλλου διαθέσιμου ένδικου μέσου, εισηγήθηκε όμως ότι η παρούσα υπόθεση είναι η κατάλληλη για χορήγηση της αιτούμενης άδειας. Παρέπεμψε προς τούτο στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 1, παρ. 567 και στην αγγλική υπόθεση R. ν. London Borough of Hillingdon, ex parte Royco Homes Ltd. (1974) 2 All E.R. 643, όπου στη σελ. 649 αναφέρονται τ' ακόλουθα:
"...But an application for certiorari has this advantage that it is speedier and cheaper than the other methods, and in a proper case, therefore, it may well be right to allow it to be used in preference to them. But I would define a proper case as being a case where the decision in question is liable to be upset as a matter of law because on its face it is clearly made without jurisdiction or made in consequence of an error of law."
Πιστεύω ότι η νομολογία μας έχει επιλύσει το θέμα υπό εξέταση με αποφάσεις της Ολομέλειας (βλ. Base Metal Trading Ltd. v. Fastact Developments Ltd. κ.α. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. κ.α., Πολ. Έφεση 2/2009 ημερ. 14/5/2012, ERIN RESOURCES S.A. κ.α. ν. Prime Int. Alliance Inc., Πολ. Έφεση 104/2013 και 124/2013, ημερ. 10/1/14).
Η αποκρυσταλλωμένη πλέον θέση της νομολογίας φαίνεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. κ.α. (άνω):
«Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι αποκρυσταλλωμένη και η αναφορά σε παλαιότερες και σε νεότερες προσεγγίσεις είναι κατά την άποψή μας αχρείαστη (βλ. Σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα», Π. Αρτέμη, Έκδοση 2004, σελ. 55-68). Ο κ. Πολυβίου για να υποστηρίξει τη θέση του περί ύπαρξης «ευρύτερης» προσέγγισης, έκαμε αναφορά σε απόσπασμα από το Σύγγραμμα Halsbury's, Laws of England, 3η έκδοση, Τόμος 11, σελ. 140, παρ. 265. Όμως το συγκεκριμένο απόσπασμα σε σχέση με το δικαιοδοτικής φύσης θέμα, υπήρξε αντικείμενο εξέτασης από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση Re Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω, στην οποία κρίθηκε ότι:
«Με προβλημάτισε ιδιαιτέρως, όμως, η εισήγηση πως θα έπρεπε να χορηγήσω άδεια παρά την ύπαρξη δυνατότητας άσκησης έφεσης, ενόψει της δικαιοδοτικής φύσης των σημείων που συζητήθηκαν. Κυρίως ενόψει του πιο κάτω αποσπάσματος από τους Halsbury's Laws of England, 3η έκδοση, Τόμος 11, σελ. 140 παρ. 265. (Βλ. επίσης την 4η έκδοση, Τόμος Ι(ι) παρ. 117, σημ. 22 και Bazu's Commentary on the Constitution of India 6η έκδοση Τόμος Ι σελ. 375.)
Although the order is not of course it will though discretionary nevertheless be granted ex debito justitiae, to quash proceedings which the Court has power to quash, where it is shown that the court below has acted without jurisdiction or in excess of jurisdiction, if the application is made by an aggrieved party and not merely by one of the public and if the conduct of the party applying has not been such as to disentitle him to relief and this is the case even though certiorari is taken away by statute and although there is an alternative remedy."
Αυτή η πολύ γενική διατύπωση μεταδίδει πράγματι πως σε περιπτώσεις έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας, όταν η αίτηση προέρχεται από επηρεαζόμενο, εκδίδεται certiorari παρά την ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας. Δεν έχω δει να διατυπώνεται τέτοια γενική αρχή στις βασικές υποθέσεις πάνω στο θέμα. Έχω υπόψη μου τις αναφερθείσες από την Ολομέλεια στην Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41 και στη συνέχεια στη Σταύρου Μεστάνα (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469.»
Ο Κωνσταντινίδης, Δ., αφού ανέλυσε την αγγλική νομολογία, στην οποία στηρίχθηκε το πιο πάνω απόσπασμα, από το Halsbury's Laws of England, ανωτέρω, κατέληξε ότι δεν υποστηρίζει την απολυτότητα με την οποία διατυπωνεται η παρατήρηση στο πιο πάνω Σύγγραμμα. Τελικά κατέληξε πως:
«..ενώ η ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας δεν αποκλείει τη διεκδίκηση certiorari, αυτό, στο πλαίσιο της νομολογίας, μπορεί να γίνει μόνο αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να το δικαιολογούν. Όπως αντιλαμβάνομαι το θέμα, αυτό ισχύει γενικά, ανεξάρτητα δηλαδή από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα. Και εφόσον παρέχεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης, που επίσης θα εκδικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, και δι' αυτής θα είναι δυνατή η παροχή πλήρους και εξ ίσου αποτελεσματικής θεραπείας, η αίτηση που απευθύνεται στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν δικαιολογείται.»
Η πιο πάνω προσέγγιση υιοθετήθηκε από το Νικήτα, Δ., στη Σπύρος Γεωργίου, Αίτηση αρ. 3/2001, ημερ. 14.2.2001 και σε πολλές άλλες υποθέσεις που ακολούθησαν. Ο κ. Πολυβίου έκαμε επίσης αναφορά στη Larissa (Αρ. 1) (1997) 1 Α.Α.Δ. 534, ως υποστηρίζουσα τις θέσεις του. Εκεί έγινε αναφορά από τον Καλλή, Δ., σε εξόφθαλμη υπέρβαση δικαιοδοσίας. Όπως υποδεικνύει ο Αρτέμης, Δ., όπως ήταν τότε, στην υπόθεση Re Ανδρέας Σάββα (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1941, ανεξάρτητα αν «με βάση παλαιότερη νομολογία, επικράτησε η άποψη ότι, όπου μεταξύ άλλων υπήρχε εξόφθαλμη υπέρβαση δικαιοδοσίας, τότε θα μπορούσε να εκδοθεί διάταγμα certiorari, έστω και αν υπήρχε άλλο ένδικο μέσο, χωρίς την απόδειξη εξαιρετικών περιστάσεων», ακολούθησαν οι υποθέσεις Μεστάνας, ανωτέρω και Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω, στις οποίες αποφασίστηκε όπως πάντοτε πρέπει να αποδεικνύεται η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα.
Αν και τα πιο πάνω αποφασίστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο σε μονομελή σύνθεση, εντούτοις έτυχαν της έγκρισης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.α. (2004) 1 ΑΑΔ 1535, στην οποία το κατώτερο δικαστήριο κατόπιν αίτησης της εταιρείας Β.Μ.Τ.L. εξέδωσε διάταγμα mareva εναντίον της Fastact και άλλων εταιρειών, με το οποίο απαγορευόταν στη Fastact και στις άλλες εταιρείες να αποσύρουν χρήματα από τραπεζικό λογαριασμό. Ενώ το διάταγμα ήταν επιστρεπτέο στις 15.3.2002 για να καταχωρηθεί ένσταση, στις 7.3.2002 η Fastact και οι άλλες εταιρείες, καταχώρησαν αίτηση για ένταλμα Cetiorari για ακύρωση του διατάγματος. Η άδεια χορηγήθηκε και στη συνέχεια, κατόπιν ακροάσεως εκδόθηκε ένταλμα Certiorari, με το οποίο ακυρωνόταν το διάταγμα Mareva στη βάση της έλλειψης δικαιοδοσίας. Μετά από έφεση της Β.Μ.Τ.L. το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθετώντας την μέχρι τότε νομολογία, επέτρεψε την έφεση, αναφέροντας ότι:-
«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State (1986) 1 All E.R. 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλιδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή «ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα». Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ. επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.α. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.»
Ο κ. Πολυβίου μας κάλεσε να αποστούμε από την πιο πάνω πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όμως δεν υπάρχει αντίστοιχος λόγος έφεσης. Οι τέσσερις λόγοι έφεσης εστιάζονται στο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν εφάρμοσε τις ορθές νομικές αρχές, προφανώς όπως αυτές προκύπτουν από τη νομολογία. Όμως, ενόψει της ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου στο τέλος της διαδικασίας, ο αδελφός μας Δικαστής εφάρμοσε πιστά την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως την περιγράψαμε πιο πάνω. Όμως, ακόμη και αν εγειρόταν ένα τέτοιο ζήτημα ως λόγος έφεσης, αυτός και πάλιν δεν θα ευσταθούσε, αφού δεν έχουμε πειστεί ότι συντρέχουν οποιοιδήποτε λόγοι για να αποστούμε από τη μέχρι σήμερα νομολογία μας, όπως αυτή συνοψίζεται ιδιαίτερα στη Re Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω και επιβεβαιώθηκε από το διευρυμένο Εφετείο στη Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd, ανωτέρω.»
Στην υπό εξέταση περίπτωση και ανεξάρτητα του ενδεχόμενου ύπαρξης παρανομίας δεν έχω πειστεί, αλλά ούτε και υπεδείχθησαν, ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να καθιστούν αναγκαία την κατ' εξαίρεση παροχή θεραπείας με βάση το κατάλοιπο εξουσίας του Δικαστηρίου, ενώ υπάρχει άλλο ένδικο μέσο, αυτό της έφεσης.
Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
/ΚΑΣ