ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A39
(2014) 1 ΑΑΔ 223
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 32/2010)
20 Iανουαρίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ., ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ Δ., ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.]
Μεταξύ:
JOSEPH KOKKINOS
Εφεσείοντα
ν.
WYN DEVELOPMENTS LTD
Εφεσιβλήτων
--------
Για Εφεσείοντa: κ. Γ. Παπαθεοδώρου
Για Εφεσίβλητους: κα Μ. Λοϊζου για Γ. Γιάγκου
-------
EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείοντας είναι εγκεκριμένος λογιστής (Chartered Αccountant) και μεταξύ των πελατών του ήταν και η αραβικών συμφερόντων εφεσίβλητη εταιρεία, η οποία είναι εγγεγραμμένη στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Στις 12.5.08 η εφεσίβλητη ενήγαγε τον εφεσείοντα προς ανάκτηση ποσού GBP 30.025 (€35.055,46) το οποίο, όπως διατείνεται, αποσύρθηκε και οικειοποιήθηκε από τον εφεσείοντα χωρίς τη συγκατάθεση της από τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε στη The Royal Bank of Scotland.
Η αγωγή επεδόθη στον εφεσείοντα στις 16.5.08 και στις 15.9.08 εκδόθηκε εναντίον του απόφαση ως η αξίωση της εφεσίβλητης λόγω της παράλειψης του να καταχωρίσει σημείωμα εμφανίσεως.
Δύο μήνες μετά την έκδοση της απόφασης, στις 26.11.2008, ο εφεσείοντας κατέθεσε αίτηση για παραμερισμό της απόφασης βάσει της Δ.17 θ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, παραθέτοντας σχετικά τους λόγους για την παράλειψη του να εμφανιστεί και διατυπώνοντας τη θέση ότι είχε καλή υπεράσπιση στην αγωγή.
Η αίτηση προσέκρουσε σε ένσταση της εφεσίβλητης και κατά την ακρόαση που επακολούθησε αντεξετάστηκαν και οι δύο ενόρκως δηλούντες στην ένσταση Steven Antony και Cassim Karim, οι οποίοι αμφισβήτησαν τόσο τους λόγους που πρόβαλε ο εφεσείοντας για δικαιολόγηση της μη εμφάνισης του, όσο και τη θέση ότι είχε καλή υπεράσπιση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του και με αναφορά στην υπόθεση Ευσταθίου κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 1007, θεώρησε συγχωρητέα την παράλειψη του εφεσείοντα να εμφανιστεί. Απέρριψε όμως την αίτηση του, κρίνοντας πως απέτυχε να πείσει πως έχει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση αφού η μαρτυρία του εξουδετερώθηκε πλήρως από τη μαρτυρία που προσκόμισε η εφεσίβλητη.
Η υπεράσπιση που επικαλέστηκε ο εφεσείοντας, αποτυπώνεται στις παρ. 8, 9 και 10 της ένορκης δήλωσης του όπου ισχυρίζεται πως από το 2003 μέχρι τον Ιούνιο του 2006 πρόσφερε στην εφεσίβλητη διάφορες υπηρεσίες έναντι της συμφωνηθείσας αμοιβής των GBP 30.000,00 και για πληρωμή του ποσού αυτού εξουσιοδοτήθηκε από τον ιδιοκτήτη της Cassim Karim να το εισπράξει από τα χρήματα που διαχειριζόταν ως αξιωματούχος της εφεσίβλητης και αυτό έπραξε. Παρέπεμψε συναφώς σε επιστολή της γραμματέως της εφεσίβλητης Anita Testa ημερ. 22.11.08 (τεκμ.4), αλλά το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε διαφορετική θέση την οποία διατύπωσε ως ακολούθως:-
«Το βάρος απόδειξης της ύπαρξης καλής υπεράσπισης το φέρει ο Αιτητής. Έχω επίγνωση του ότι στο παρόν στάδιο δεν γίνεται αξιολόγηση μαρτυρίας ή διαπίστωση γεγονότων αλλά διάγνωση εκ πρώτης όψεως συζητήσιμου σημείου ή υπεράσπισης. Ενέχει δυνητικά το στοιχείο της πειστικότητας Υπεράσπιση η οποία είναι λογικοφανής, βασισμένη σε γεγονότα που την καθιστούν συζητήσιμη. (βλ. Μ. Πατούρη ν. Hellenic Bank Ltd πιο πάνω).
Η μαρτυρία που έχει προσκομίσει ο αιτητής σε σχέση με την κατ΄ ισχυρισμό Υπεράσπιση του συνίσταται ουσιαστικά στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 4, επιστολή με βάση την οποία κατά το Μάιο του 2006 σε συνάντηση που είχε με τον κον Karim συμφωνήθηκε ότι θα πληρωνόταν το ποσό των 30000 στερλινών άμεσα. Στην ένορκη δήλωση του, πρόσθετα αναφέρει πως το πιο πάνω ποσό εξουσιοδοτήθηκε να το αποκόψει από λεφτά που διαχειριζόταν ως αξιωματούχος των Εναγόντων. Η μαρτυρία που έχει προσκομίσει ο Αιτητής εξουδετερώνεται πλήρως από τη μαρτυρία που προσκόμισαν οι Καθ΄ ων η αίτηση. Η δια ζώσης μαρτυρία του κου Κarim αναίρεσε και αντίκρουσε το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 4 και συγκεκριμένα την πραγματοποίηση συνάντησης το Μάιο του 2006 μεταξύ του και του Εναγομένου και κατ΄ επέκταση και τα όσα πιο πάνω περαιτέρω αναφέρονται στην ένορκη δήλωση του Εναγομένου. Τα τεκμήρια που επισυνάπτονται στις ένορκες δηλώσεις των Karim και Frieze στα οποία αναφέρθηκαν στη δια ζώσης μαρτυρία τους συγκρούονται με τα όσα αναφέρονται στο Τεκμήριο 4. Σημειώνω ότι στις επιστολές του ίδιου του Αιτητή που επισυνάπτονται προβάλλονται θέσεις του ασυμβίβαστες με τη θέση του ότι τα λεφτά τα έλαβε ως συμφωνηθείσα πληρωμή. Συγκεκριμένα στην επιστολή του ημερ. 1.6.2006 προς την Τράπεζα ο Εναγόμενος ζητά μεταφορά του επίδικου ποσού στο λογαριασμό των πελατών του ενώ στο ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ. 15.1.2008 προς τον κo Frieze αναφέρει πως θα επιστρέψει το επίδικο ποσό. Σημειωτέον πως το πιο πάνω απαντά σε ηλεκτρονικό μήνυμα του Frieze που του ζητά να επιστρέψει τις 30.000 στερλίνες στους Ενάγοντες.
Τονίζω εδώ ότι το περιεχόμενο των πιο πάνω επιστολών δεν αντικρούστηκε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, αλλά ούτε και οι θέσεις των Karim και Frieze περί του ασυμβίβαστου των θέσεων του Εναγομένου.
Κρίνω σκόπιμο στο σημείο αυτό να σχολιάσω τη θέση του κου Παπαθεοδώρου ότι οι Karim και Frieze δεν είχαν εξουσιοδοτηθεί από την Ενάγουσα εταιρεία, η οποία ηγέρθη για πρώτη φορά στην αγόρευση του αφού δεν υπεβλήθη στους πιο πάνω. Η πιο πάνω θέση δεν βρίσκει έρεισμα στην ένορκη δήλωση του Εναγομένου στην οποία αναφέρεται πως ο Karim ήταν ο δικαιούχος-ιδιοκτήτης της εταιρείας (βλ. παρα.10). Συναφώς και η αυθεντία την οποία επικαλέστηκε ο πιο πάνω συνήγορος δεν τυγχάνει εφαρμογής.
Θεωρώ λοιπόν ότι το βάθρο των γεγονότων της Υπεράσπισης του Εναγόμενου-Αιτητή είναι ακροσφαλές με αποτέλεσμα η Υπεράσπιση να καθίσταται τρωτή σε βαθμό που να αναιρείται η υπόσταση της.»
Με την ειδοποίηση έφεσης, ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση για τρεις (3) λόγους. Ο πρώτος, ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι δεν αποκαλύφθηκε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση, ο δεύτερος, ότι εφαρμόστηκαν λανθασμένα οι αρχές που διέπουν το βάρος της απόδειξης στη συγκεκριμένη υπόθεση και, ο τρίτος, λανθασμένα απερρίφθη η θέση του ότι οι Cassim Karim και Steven Frieze δεν είχαν εξουσιοδοτηθεί από την εφεσίβλητη να την εκπροσωπήσουν στην πρωτόδικη διαδικασία.
Αρχίζοντας από τον τρίτο λόγο έφεσης, έχουμε την άποψη ότι αυτός έκδηλα δεν ευσταθεί. Είναι αρκετό προς τούτο να επαναλάβουμε αυτό που επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι, δηλαδή, η θέση του εφεσείοντα πως οι Karim και Frieze δεν είχαν εξουσιοδοτηθεί από την εφεσίβλητη να την εκπροσωπήσουν στην πρωτόδικη διαδικασία «. δεν βρίσκει έρεισμα στην ένορκη δήλωση του εναγόμενου στην οποία αναφέρεται πως ο Karim ήταν ο δικαιούχος-ιδιοκτήτης της εταιρείας (βλ. παρα.10)». Πέραν τούτου, μας φαίνεται αντιφατικό από τη μια να ισχυρίζεται ότι τον Μάιο του 2006 συμφώνησε με τον δικαιούχο της εφεσίβλητης Karim να του καταβληθεί ως αμοιβή το ποσό των 30.000 και, από την άλλη, να ισχυρίζεται ότι το εν λόγω πρόσωπο δεν είχε εξουσιοδοτηθεί από την εφεσίβλητη να την εκπροσωπήσει. Έπεται ότι ο υπό αναφορά λόγος απορρίπτεται και οι εναπομείναντες δύο λόγοι έφεσης έχουν στο επίκεντρο της τη θέση ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν καταδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση ήταν προϊόν αξιολόγησης μαρτυρίας, η οποία είναι ανεπίτρεπτη στο πλαίσιο εξέτασης αιτήσεων δυνάμει της Δ.10 θ.17.
Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν πολυσέλιδες επί του θέματος αγορεύσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων, τα κύρια σημεία των οποίων προωθήθηκαν και δια ζώσης. Το ότι κατά πάγια νομολογία, για ακύρωση απόφασης που εκδόθηκε λόγω παράλειψης εμφάνισης, απαιτείται όπως ο αιτητής δικαιολογήσει αφενός την παράλειψη του να εμφανισθεί και αφετέρου να πείσει ότι διαθέτει και εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση είναι δεδομένο. Όπως είναι δεδομένο και το ότι το Δικαστήριο, για κατάληξη σε συμπέρασμα ότι προκύπτει τέτοια υπεράσπιση, δεν πρέπει να προχωρεί σε αξιολόγηση οποιασδήποτε μαρτυρίας που προσάγεται για σκοπούς κατάρριψης του ισχυρισμού αυτού (βλ. Φραντζής ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (1996) 1 Α.Α.Δ. 1994 η οποία παραπέμπει στις Land Securities P.L.C. v. Receiver for the Metropolitan Police District [1983] 1 W.L.R. 439 και Sidnell v. Wilson [1966] 2 Q.B. 67), αλλά περιορίζεται σε εξέταση κατά πόσο η προβαλλόμενη υπεράσπιση είναι λογικοφανής ως βασισμένη σε γεγονότα που την καθιστούν συζητήσιμη (Πατουρής ν. Ηellenic Bank Ltd (2001) 1 A.A.Δ. 2118).
Οι πιο πάνω αρχές ήταν σε γνώση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο τις πραγματεύεται και εν εκτάσει στην απόφαση του. Ωστόσο, έχουμε την άποψη ότι ενώ αναγνωρίζει πως στο πλαίσιο εξέτασης αίτησης παραμερισμού δυνάμει της Δ.17 θ.10 δεν είναι επιτρεπτή αξιολόγηση μαρτυρίας, εντούτοις τελικά αυτό έπραξε. Αποκαλυπτικό τούτου είναι το μέρος της απόφασης του που αυτούσιο παραθέτουμε πιο πάνω, όπου δεν περιορίζεται να εξετάσει κατά πόσο η εκδοχή του εφεσείοντα και τα στοιχεία που προσκόμισε (το τεκ. 4) προσέδιδαν στην προβαλλόμενη υπεράσπιση κάποια πειστικότητα ώστε να την καθιστούν συζητήσιμη. Αντ΄ αυτού, προχώρησε να την συγκρίνει με τα τεκμήρια που επισυνάφθηκαν στην ένορκη δήλωση της ένστασης και στην δια ζώσης μαρτυρία του Karim, για να καταλήξει ότι «. Η μαρτυρία που είχε προσκομίσει ο Αιτητής εξουδετερώνεται πλήρως από τη μαρτυρία που προσκόμισαν οι Καθ΄ ων η Αίτηση». Η προσέγγιση αυτή, πρόδηλα κατά την άποψή μας, συνιστά αξιολόγηση μαρτυρίας η οποία δεν έπρεπε να είχε εμφιλοχωρήσει και έχοντας υπόψη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε συγχωρητέα την παράλειψη του εφεσείοντα να εμφανιστεί κρίνουμε ότι λανθασμένα έσπευσε να του στερήσει τη δυνατότητα να προβάλει την υπεράσπιση του.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα προς όφελος του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης, η δε πρωτόδικη απόφαση ημερ. 13.1.2010 ακυρώνεται.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ