ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A11
(2014) 1 ΑΑΔ 68
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 127/2009)
10 Ιανουαρίου, 2014
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]
ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΤΤΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
1. ΧΡΥΣΤΑΛΛΑΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ,
2. ΗΛΙΑ ΚΡΗΤΙΚΑΚΗ,
Εφεσιβλήτων.
________________________
Αντώνης Ανδρέου, προσωπικά και για Μιχάλη Μουαΐμη, για τον Εφεσείοντα.
΄Ελενα Μιχαηλίδου (κα), με Μ. Φιλίππου, Ασκούμενο Δικηγόρο, για Λουκή Παπαφιλίππου, για την Εφεσίβλητη 1.
Σωτήρης Δράκος, για τον Εφεσίβλητο 2.
________________________
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφασή μας δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσω εγώ. Με αυτή συμφωνεί ο Δικαστής Παρπαρίνος. Την απόφαση της μειοψηφίας θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Αγωγή του εφεσείοντα - ενάγοντα εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 2 - εναγομένων για ζημιές, τις οποίες αυτός υπέστη εξαιτίας τροχαίου δυστυχήματος, είχε ως αποτέλεσμα την επιδίκαση υπέρ του του συμφωνηθέντος ποσού αποζημιώσεων, ύψους €100.000,00, και τον καταμερισμό της ευθύνης για το δυστύχημα εναντίον μόνον του εφεσίβλητου 2. Η εφεσίβλητη 1 κρίθηκε ότι δεν έφερε οποιαδήποτε ευθύνη.
Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση, με την οποία αμφισβητείται η ορθότητα της διαπίστωσης ως προς τον καταμερισμό της ευθύνης εξ ολοκλήρου εναντίον του εφεσίβλητου 2. Την ορθότητα της εν λόγω διαπίστωσης αμφισβητεί, με αντέφεση, και ο εφεσίβλητος 2. Σημειώνεται ότι δηλώθηκε, μεταξύ άλλων παραδεκτών γεγονότων, ότι ο εφεσείων δεν έφερε οποιαδήποτε ευθύνη για το δυστύχημα.
Κατά την ημερομηνία που ήταν ορισμένη η έφεση για ακρόαση, θέσαμε στους δικηγόρους των διαδίκων το ερώτημα κατά πόσον ο εφεσείων, ως επιτυχών διάδικος στην αξίωσή του εναντίον ενός των εναγομένων, είχε δικαίωμα να καταχωρίσει έφεση, ενόψει της δικογράφησης της αξίωσής του εναντίον των εφεσιβλήτων ως υπευθύνων για το δυστύχημα από κοινού και/ή κεχωρισμένα. Υπενθυμίζουμε εδώ ότι το κατά πόσον η πρωτόδικη απόφαση είναι εφέσιμη είναι ζήτημα που άπτεται της δικαιοδοσίας του Εφετείου και, ως τέτοιο, μπορεί να εγερθεί αυτεπάγγελτα από το ίδιο το Εφετείο και αν ακόμη δεν έχει εγερθεί στο πρωτόδικο δικαστήριο ή στην ειδοποίηση έφεσης, επειδή αυτό αποτελεί ζήτημα δημόσιας τάξης - (βλ. Παναγιώτου ν. Χ" Kυριάκου (1991) 1 Α.Α.Δ. 362).
Οι δικηγόροι των διαδίκων, με γραπτές αγορεύσεις, υποστήριξαν η κάθε πλευρά τη θέση της.
Ο κ. Ανδρέου, για τον εφεσείοντα, υποστήριξε ότι η διαζευκτική διατύπωση της αξίωσης του πελάτη του στο δικόγραφο της αγωγής, δηλαδή ότι οι εναγόμενοι ευθύνονται από κοινού και/ή κεχωρισμένα, δεν περιορίζει το δικαίωμα έφεσής του. Αυτός προώθησε την υπόθεσή του εναντίον και των δύο εφεσιβλήτων, τους οποίους θεωρεί συνυπεύθυνους για τη ζημιά την οποία ο ίδιος έχει υποστεί. Πρόκειται, υπέβαλε, για δύο αδικοπραγήσαντες και δεν είναι δυνατό να στερηθεί του δικαιώματος να εξασφαλίσει απόφαση εναντίον και των δύο. Η από κοινού ευθύνη των εφεσιβλήτων αποτελούσε επίδικο ζήτημα, και ο εφεσείων, στο μέρος που θεωρεί τη διαπίστωση αυτή εσφαλμένη, ως καθοριστική των δικαιωμάτων του, έχει δικαίωμα έφεσης. Οι εφεσίβλητοι, όμως, και στην περίπτωση ακόμη που δε φέρουν από κοινού ευθύνη, φέρουν χωριστή ευθύνη απέναντι στον εφεσείοντα, αφού η πράξη του καθενός από αυτούς, είτε με τον έναν, είτε με τον άλλο τρόπο, ήταν η άμεση αιτία για τις ζημιές που αυτός υπέστη. Εφόσον, καταλήγει, ο εφεσείων προώθησε την υπόθεσή του εναντίον και των δύο, δεν μπορεί να περιοριστεί το δικαίωμά του να εφεσιβάλει την απόρριψη μέρους της αγωγής του από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Στις ίδιες γραμμές κινήθηκε και η αγόρευση του κ. Δράκου, για τον εφεσίβλητο 2, ο οποίος πρόσθεσε ότι η διαπίστωση σε σχέση με τον καταμερισμό της ευθύνης αποτελεί αντικείμενο και της αντέφεσης.
Αντίθετη ήταν η θέση της εφεσίβλητης 1, η οποία υποστήριξε ότι ο εφεσείων, ως επιτυχών διάδικος εναντίον ενός των εφεσιβλήτων, στη βάση της διαζευκτικής δικογράφησης του αιτητικού της αγωγής του, δεν έχει δικαίωμα καταχώρισης έφεσης, αφού η θεραπεία, την οποία αυτός επιζητούσε, του επιδικάστηκε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση της μαρτυρίας που ο ίδιος προσκόμισε, έκρινε ποιος από τους δύο εφεσίβλητους ήταν υπεύθυνος για τη ζημιά που αυτός υπέστη και του επιδίκασε το συμφωνηθέν ποσό. Περαιτέρω, στη βάση αναφοράς του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι προσπάθειά του για εκτέλεση της απόφασης εναντίον του εφεσίβλητου 2 απέτυχε, υπέβαλε ότι σκοπός της παρούσας έφεσης είναι η διεύρυνση της δυνατότητας εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης και όχι η αμφισβήτηση της ορθότητάς της. Η καταχώριση της έφεσης αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, αφού ούτε ο περί Δικαστηρίων Νόμος του 1960, (Ν. 14/60), ούτε οι περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμοί, (οι «Θεσμοί»), προνοούν ότι το ένδικο μέσο της έφεσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για σκοπούς εκτέλεσης πρωτόδικης απόφασης.
Τα του δικαιώματος έφεσης ρυθμίζονται από το ΄Αρθρο 25(1) του Ν. 14/60. Το ΄Αρθρο αυτό και η Δ.35, θ. 8, των Θεσμών παρέχουν ευρύτατη εξουσία στο Εφετείο να εξετάζει την ουσία της υπό έφεση απόφασης, με απώτερο σκοπό την επίλυση των πραγματικών επιδίκων ζητημάτων, για πλήρη και ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης - (βλ. Holiday Tours Ltd v. Γεώργιου Κούτα κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 766). Σημειώνουμε, βέβαια, ότι οι διάδικοι οφείλουν να συμμορφώνονται με τους κανόνες και τη νομολογία που ρυθμίζουν τη δικαστική διαδικασία.
Στην Evand Promotions Ltd κ.ά. ν. Rutman (1997) 1 Α.Α.Δ. 1787, όπου επιδιωκόταν ο παραμερισμός πρωτόδικης απόφασης με την οποία είχε απορριφθεί αίτηση των εφεσειόντων, επειδή αυτή υποβλήθηκε από δικηγόρους που δεν ήταν εξουσιοδοτημένοι να τους εκπροσωπήσουν, το Εφετείο απέρριψε την έφεση, μετά που είχε διαπιστώσει ότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο έφεσης. Αναφέρθηκαν από τον τότε Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κ. Πική, τα εξής:- (σελ. 1789-1790)
«Δικαίωμα έφεσης, κατά αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου, παρέχεται από τις διατάξεις του άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60 - ο Νόμος). Η έννοια του όρου 'απόφαση' στο πλαίσιο του νόμου καθορίστηκε σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Σημαίνει, αποφάσεις ενδιάμεσες ή τελικές καθοριστικές για τα δικαιώματα των διαδίκων. Μόνο αποφάσεις που ενέχουν αυτό το στοιχείο είναι εφέσιμες. (Βλ. Χάσικος κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389, Apak Agro v. Union des Cooperatives (Αρ.1) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1166 και Πάφος Στόουν Σ. Εστέϊτς Λτδ και ΄Αλλοι ν. Ευθυμίου Βαλαωρίτη και ΄Αλλου, Πολ. ΄Εφεση 9263, ημερ. 25.2.1997[1]).
Στην Χάσικος αποφασίστηκε ότι, απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, απορριπτική αιτήματος για την έκδοση συνοπτικής απόφασης, δεν είναι εφέσιμη. Αφήνει τα δικαιώματα των διαδίκων άθικτα και δεν δημιουργεί δεδικασμένο για οποιοδήποτε επίδικο θέμα. Με το ίδιο πνεύμα κρίθηκε στην Agro ότι αποφάσεις σχετικές με το παραδεκτό μαρτυρίας δεν υπόκεινται σε έφεση.
Η δευτεροβάθμια δικαιοδοσία δεν έχει ως λόγο την επιτήρηση της πορείας ή της εξέλιξης της δίκης αλλά των αποτελεσμάτων της καθοριστικών για τα δικαιώματα των διαδίκων. Ενδιάμεσες αποφάσεις, μη καθοριστικές αφ' εαυτών για το δικαίωμα των διαδίκων, εφόσον επηρεάζουν το αποτέλεσμα μπορεί να αναθεωρηθούν στο πλαίσιο της έφεσης κατά της τελικής απόφασης του Δικαστηρίου.»
Στη Χάσικος κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη, (πιο πάνω), τονίστηκε ότι η έννοια του όρου «απόφαση» είναι συνυφασμένη με την αποστολή της δικαστικής λειτουργίας για την επίλυση των επιδίκων θεμάτων.
Στην παρούσα υπόθεση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εκκαλούμενη απόφαση έχει επιλύσει επίδικα θέματα, μεταξύ των οποίων και το ζήτημα της από κοινού ή όχι ευθύνης των εφεσιβλήτων. Η εκκαλούμενη απόφαση είναι καθοριστική για τα δικαιώματα των διαδίκων, αφού με αυτή διαπιστώνεται ότι η εφεσίβλητη 1 δε φέρει οποιαδήποτε ευθύνη για το δυστύχημα. Το γεγονός της διαζευκτικής δικογράφησης στο αιτητικό της αγωγής, δεδομένου ότι ο εφεσείων κατά την ακροαματική διαδικασία προώθησε την υπόθεσή του στη βάση και της από κοινού ευθύνης των εφεσιβλήτων, δεν καταργεί το δικαίωμα έφεσης. Ο εφεσείων ούτε εγκατέλειψε, ούτε παραιτήθηκε, καθ' οιονδήποτε στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας, τον ισχυρισμό του ότι για το δυστύχημα ευθύνονταν από κοινού οι εφεσίβλητοι. Η επιδίκαση στον εφεσείοντα του συμφωνηθέντος ποσού δεν επηρεάζει το δικαίωμα έφεσής του, εφόσον η εκκαλούμενη απόφαση είναι καθοριστική για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των διαδίκων. Αποδοχή της θέσης της εφεσίβλητης 1, ότι, δηλαδή, ο εφεσείων, επειδή έχει επιτύχει στην αξίωσή του σε σχέση με τις αποζημιώσεις, δεν έχει δικαίωμα έφεσης, θα οδηγούσε και στο εξής παράδοξο: Από τη μια, ο εφεσείων να μην έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει την απόφαση σε σχέση με τον καταμερισμό της ευθύνης και, από την άλλη, να έχει τέτοιο δικαίωμα ο εφεσίβλητος 2.
Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγουμε ότι η εκκαλούμενη απόφαση είναι εφέσιμη. ΄Ο,τι παραμένει, είναι να οριστεί η έφεση για ακρόαση.
Σε ό,τι αφορά τα έξοδα, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του θέματος, το οποίο το Δικαστήριο έχει εγείρει, δεν εκδίδουμε οποιαδήποτε διαταγή.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
/ΕΑΠ, ΜΠ