ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2013) 1 ΑΑΔ 2553

17 Δεκεμβρίου, 2013

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]

 

ATLASPANTOU CO LIMITED,

 

Εφεσείουσα - Ενάγουσα,

 

ν.

 

ANGELOS NICOLAIDES HOLDINGS LIMITED (Αρ. Εγγρ. 112602) ΕΜΠΟΡΕΥΟΜΕΝΗ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΠΩΝΥΜΙΑ ΚΑΙ/Ή ΤΗΝ ΟΝΟΜΑΣΙΑ Α. ΝICOLAIDES

HOLDINGS LTD,

 

Εφεσίβλητης - Εναγόμενης.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 21/2012)

 

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για συνοπτική απόφαση ― Κατά πόσον ήταν ορθή πρωτόδικη κρίση με την οποία απορρίφθηκε αίτηση για συνοπτική απόφαση με το σκεπτικό ότι η δικογράφιση διαζευκτικών νομικών βάσεων δεν επέτρεπε την εφαρμογή  της Δ.18.

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για συνοπτική απόφαση ― Διάταξη 18 ― Ο ενάγοντας προκειμένου να επιτύχει δυνάμει της Δ.18 θ. 1(α) θα πρέπει να ικανοποιήσει ορισμένα κριτήρια ― Το κλητήριο ένταλμα πρέπει να είναι ειδικά οπισθογραφημένο, ο εναγόμενος να έχει καταχωρήσει εμφάνιση και η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση να γίνεται από τον ενάγοντα ή άλλο πρόσωπο που μπορεί να ορκισθεί θετικά ως προς τα γεγονότα και που επαληθεύουν το αγώγιμο δικαίωμα ως και το ποσό που απαιτείται και να δηλώνεται ότι απ' ότι πιστεύει δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή ― Με την ικανοποίηση των πιο πάνω, το βάρος μετατοπίζεται στον εναγόμενο που πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση.

 

Αγωγή ― Η Δ.13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας καθιστά δυνατή τη στοιχειοθέτηση δυο ή περισσότερων βάσεων αγωγής στην ίδια αγωγή, οι οποίες συνεκδικάζονται εκτός εάν διαπιστωθούν λόγοι για το διαχωρισμό τους.

 

Αγωγή ― Έκθεση Απαίτησης ― Εφόσον στοιχειοθετούνται τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία περιβάλλουν την απαίτηση, είναι παραδεκτή η παροχή αρμόζουσας θεραπείας άσχετα από το ακριβές νομικό πέπλο κάτω από το οποίο τίθεται η απαίτηση.

 

Η έφεση στράφηκε εναντίον πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αίτηση για συνοπτική απόφαση που είχε προωθήσει η εφεσείουσα/ενάγουσα εταιρεία, στο πλαίσιο αγωγής που είχε εγείρει εναντίον της εφεσίβλητης.

 

Η εφεσείουσα αξίωνε ποσό €486.480,90 αναφορικά με εκτελεσθείσα εργασία και/ή παραδοθέντα υλικά συμφώνως της μεταξύ τους συμφωνίας για ανέγερση πολυκατοικίας στην επαρχία Λάρνακας, ιδιοκτησίας της εναγομένης/εφεσίβλητης.

 

Επιπρόσθετα και/ή διαζευκτικά η εφεσείουσα αξίωνε το πιο πάνω ποσό και σε άλλη νομική βάση.

 

Η εφεσίβλητη με την έκθεση υπεράσπισης της, αρνήθηκε τις αξιώσεις της εφεσείουσας προβάλλοντας κυρίως ότι η υποχρέωση της για πληρωμή βάσει της μεταξύ τους συμφωνίας στηριζόταν στην έκδοση σχετικού πιστοποιητικού από τον επιβλέποντα αρχιτέκτονα τον οποίο εν πάση περιπτώσει δεν αποδεχόταν ως αντιπρόσωπο της και ο οποίος δεν εξέδωσε τέτοιο πιστοποιητικό.

 

Η εφεσείουσα καταχώρησε αίτηση για συνοπτική απόφαση η οποία υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση του διευθυντή έργων της εφεσείουσας.

 

Η εφεσίβλητη καταχώρησε ένσταση η οποία υποστηριζόταν από  ένορκες δηλώσεις από τον διευθυντή της εφεσίβλητης, από επιμετρητή ποσοτήτων και από τον αρχιτέκτονα του έργου κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για ένα και μοναδικό λόγο. Καθοδηγούμενο από νομολογία κατέληξε ότι η εφεσείουσα δεν μπορούσε να επικαλεστεί τη δικονομική πρόνοια της Δ.18 διότι δεν ικανοποιείτο η προϋπόθεση της Δ.18 κ. 1(α) καθ' ότι με την ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση επιχειρήθηκε η επαλήθευση τριών διαζευκτικών αιτιών αγωγής που δικογράφησε η ενάγουσα στην έκθεση απαίτησης.

 

Η τοποθέτηση αυτή κάθε άλλο παρά ξεχώριζε συγκεκριμένη αιτία αγωγής, την οποία να επαλήθευε ως βάσιμη, στηρίζοντας αποκλειστικά σ' αυτή την αξίωση της ενάγουσας, κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας την αίτηση.

Παρά την πιο πάνω κατάληξη του το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και έκρινε ότι οι προβληθέντες ισχυρισμοί από την υπεράσπιση δεν αποτελούσαν επαρκή μαρτυρία από την οποία να προέκυπτε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση επί της ουσίας της αγωγής.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι μεταξύ άλλων λόγους:

 

α)  Ήταν λανθασμένη η πρωτόδικη κρίση με βάση την οποία η επίκληση διαζευκτικά διαφορετικών αιτιών αγωγής, αν και είναι δικογραφικά επιτρεπτό να γίνεται στην έκθεση απαίτησης, εντούτοις η επαλήθευση τους σύμφωνα με την Δ.18, κ. 1(α) δεν είναι δυνατή.

 

β)  Ήταν εσφαλμένη η ενέργεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ζητήσει από τους διάδικους επιχειρηματολογία επί του θέματος προώθησης διαζευκτικών αξιώσεων στη διαδικασία χωρίς να εγείρεται αυτό ως λόγος ένστασης. 

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η προβολή στην έκθεση απαίτησης διαζευκτικών αιτιών αγωγής είναι δικονομικά επιτρεπτή.

 

2.  Η εφαρμογή των ανωτέρω δεν διαφοροποιείται σε περίπτωση επίκλησης της Δ.18 θ. 1. Οι περιορισμοί που τίθενται από την εν λόγω διάταξη είναι σαφείς. Σ' αυτούς δεν περιλαμβάνεται οιοσδήποτε περιορισμός αναφορικά με το κλητήριο ένταλμα της Δ.6, θ. 2, ότι δηλαδή θα παρατίθεται σ' αυτό μια αιτία αγωγής ή ότι όπου υπάρχουν περισσότερες αιτίες αγωγής διαζευκτικά ή μη, θα πρέπει ο ενάγοντας, που κάνει χρήση της Δ.18, θ. 1, να επιλέγει μια αιτία αγωγής την οποία και να επαληθεύει.  Αντίθετα, όπου υπάρχουν πολλές αιτίες αγωγής η ένορκη δήλωση θα πρέπει να τις βεβαιώνει όλες.

 

3.  Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επαλήθευση των τριών διαζευκτικών αιτιών αγωγής που αναφέρουν στην έκθεση απαίτησης δεν αποτελούσε ικανή επαλήθευση σύμφωνα με τη Δ.18, θ. 1(α) αλλά ότι έπρεπε να γίνει επιλογή και επαλήθευση μας εξ  αυτών είναι λανθασμένη.

 

4.  Δεδομένου ότι δεν είχε εφεσιβληθεί υπό της εφεσίβλητης το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι προβληθέντες με την υπεράσπιση ισχυρισμοί «αν και ικανοί να δώσουν το στίγμα κάποιας υπεράσπισης εντούτοις δεν αποτελούσαν επαρκή μαρτυρία από την οποία να προέκυπτε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση επί της ουσίας της αγωγής»  η εφεσείουσα δικαιούτο σε απόφαση.

 

5.  Εκδόθηκε απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και σε βάρος της εφεσίβλητης.

 

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Μεττή κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 417,

 

J. & M. Loizides Agencies Ltd κ.ά. v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1280,

 

PCK Sports v. Persona Advertising Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 1074,

 

Ζερβός ν. Euroinvestment and Finance Ltd (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1968,

 

Νεάρχου κ.ά. ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 818,

 

Sensus Gymnasium Ltd κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2013) 1 Α.Α.Δ. 1795,

 

Ρ.Ι.Κ. κ.ά. ν. Νικολαΐδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 364,

 

Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Χίνη (2008) 1 Α.Α.Δ. 818,

 

Καστανός κ.ά. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2009) 1 Α.Α.Δ. 1374,

 

Maison Jenne Ltd v. Krashias Footwear Industry Ltd (2002) 1 A.Α.Δ. 1156,

 

Κennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992) 1 A.A.Δ. 400,

 

Stainer v. Tragett [1955] 3 All E.R. 742 C.A.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Ενάγουσα εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Γιασεμής, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3680/2010), ημερομ. 30/12/2011.

Γ. Λοϊζου για Γ. Τριανταφυλλίδη, για την Εφεσείουσα.

 

Γ. Ζαχαρίου (κα), για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Δικαστή Παρπαρίνο.

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Με την έφεση της η εφεσείουσα/ενάγουσα εταιρεία προσβάλλει την ορθότητα της απόφασης Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία απέρριψε αίτηση της για συνοπτική απόφαση.

 

Η εφεσείουσα καταχώρησε την 28/2/10 κλητήριο ειδικώς οπισθογραφημένο (Ο.2, r.6) εναντίον της εφεσίβλητης/εναγόμενης εταιρείας με το οποίο αξιώνει το ποσό των €486.480,90 για, όπως αποκαλύπτεται από την έκθεση απαίτησης, εκτελεσθείσα εργασία και/ή παραδοθέντα υλικά συμφώνως της μεταξύ τους συμφωνίας Ιουνίου 2005 γι' ανέγερση πολυκατοικίας με την ονομασία Nicolaides Sea View City στην επαρχία Λάρνακας, ιδιοκτησίας της εναγομένης/εφεσίβλητης. Στηρίζει περαιτέρω την απαίτηση και επί ενδιάμεσου πιστοποιητικού αρ. 38 που όφειλε ο αρχιτέκτονας αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης να εκδώσει και δεν έκδοσε παρόλο που ο επιμετρητής του έργου πιστοποίησε την εκτέλεση της σχετικής εργασίας και παράδοση των υλικών από την εφεσείουσα.

 

Επιπρόσθετα και/ή διαζευκτικά η εφεσείουσα αξιοί το πιο πάνω ποσό «ως εύλογη αμοιβή και/ή ως εύλογη αποζημίωση σύμφωνα και/ή με βάση την αρχή του quantum meruit και/ή σύμφωνα με τις αρχές του άδικου πλουτισμού και/ή τις αρχές του δικαίου της αποκατάστασης και/ή υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων για παράβαση συμφωνίας.

 

Πέραν του πιο πάνω ποσού αξιώνεται φόρος προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) με συντελεστή 15%, πλέον τόκος.

 

Η εφεσίβλητη με την έκθεση υπεράσπισης της αρνείται τις αξιώσεις της εφεσείουσας προβάλλοντας βασικά ότι η υποχρέωση της για πληρωμή βάσει της μεταξύ τους συμφωνίας στηριζόταν στην έκδοση σχετικού πιστοποιητικού από τον επιβλέποντα αρχιτέκτονα τον οποίο εν πάση περιπτώσει δεν δέχεται ως αντιπρόσωπο της και ο οποίος δεν εξέδωσε τέτοιο πιστοποιητικό. Η μη έκδοση ενδιάμεσου πιστοποιητικού από τον αρχιτέκτονα οφείλετο στο ότι αυτός βρισκόταν στο στάδιο ελέγχου του τελικού λογαριασμού και έκδοσης τελικού πιστοποιητικού πληρωμής με αποτέλεσμα να μην υποχρεούται στην έκδοση ενδιάμεσου πιστοποιητικού πληρωμής. Αρνείται ως συνέπεια ότι οιοδήποτε ποσό κατέστη πληρωτέο ή ότι οφείλει οιονδήποτε ποσό και προβάλλει ότι η αγωγή είναι πρόωρη.

 

Στις 11/5/11 η εφεσείουσα καταχώρησε αίτηση για συνοπτική απόφαση η οποία υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση του κ. Φοίβου Χαραλάμπους, Διευθυντή έργων της εφεσείουσας. Η εφεσίβλητη καταχώρησε ένσταση η οποία υποστηριζόταν από τρεις ένορκες δηλώσεις. Η πρώτη προερχόταν από τον κ. Άγγελο Νικολαΐδη, διευθυντή της εφεσίβλητης, η δεύτερη από τον κ. Ευθύμιο Ανδρέου, επιμετρητή ποσοτήτων και η τρίτη από τον κ. Γ. Χατζηαντωνίου, αρχιτέκτονα του έργου κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για ένα και μοναδικό λόγο. Καθοδηγούμενο από τη Μεττή κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 417, κατέληξε ότι η εφεσείουσα δεν μπορούσε να επικαλεστεί την δικονομική πρόνοια της Δ.18 διότι δεν ικανοποιείται η προϋπόθεση της Δ.18 κ. 1(α) καθ' ότι με την ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση επιχειρήθηκε η επαλήθευση τριών διαζευκτικών αιτιών αγωγής που δικογράφησε η ενάγουσα στην έκθεση απαίτησης. Το σχετικό απόσπασμα της απόφασης έχει ως ακολούθως:

 

«Στην παρούσα περίπτωση από τα διάφορα στοιχεία της έκθεσης απαιτήσεως που παρατίθενται πιο πάνω διαπιστώνεται ότι η ενάγουσα δικογραφικά ακολούθησε πορεία η οποία δεν της επιτρέπει να επικαλεστεί την εν λόγω δικονομική πρόνοια. Περιέλαβε σε αυτή τρεις διαζευκτικές αιτίες αγωγής και όσο και αν αυτές φαίνεται να προκύπτουν από τα ίδια περίπου γεγονότα, αυτά θα πρέπει, προφανώς, να τύχουν διαφορετικής νομικής αντιμετώπισης αναλόγως και της αρχής ή των αρχών που καθιερώνουν την κάθε αιτία. Με την ένορκη δήλωση δε η οποία συνοδεύει την αίτηση βασικά επιχειρείται επαλήθευση ολόκληρου του περιεχομένου της έκθεσης απαιτήσεως το οποίο ο ενόρκως δηλών, όπως αναφέρει, υιοθετεί και επαναλαμβάνει για σκοπούς της παρούσας αίτησης. Η τοποθέτηση αυτή κάθε άλλο παρά ξεχωρίζει συγκεκριμένη αιτία αγωγής, την οποία να επαληθεύει ως βάσιμη, στηρίζοντας αποκλειστικά σ' αυτή την αξίωση της ενάγουσας. Επομένως, υπό το φως των όσων έχουν προηγουμένως αναφερθεί θεωρώ ότι δεν αποτελεί αυτό ικανή επαλήθευση με αποτέλεσμα να μην ικανοποιείται η σχετική απαίτηση της Δ.18 κ.1(α).»

 

Παρ' όλη την κατάληξη του το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και έκρινε ότι οι προβληθέντες ισχυρισμοί από την υπεράσπιση δεν «αποτελούν επαρκή μαρτυρία από την οποία να προκύπτει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση επί της ουσίας της αγωγής».

 

Με την υπό εξέταση έφεση της η εφεσείουσα προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με δέκα συνολικά λόγους. Οι πρώτοι τέσσερεις ουσιαστικά αφορούν το ίδιο αντικείμενο, που είναι η κρίση του Δικαστηρίου, ότι η επίκληση διαζευκτικά διαφορετικών αιτίων αγωγής, αν και είναι δικογραφικά επιτρεπτό να γίνεται στην έκθεση απαίτησης, εντούτοις η επαλήθευση τους σύμφωνα με την Δ.18, κ. 1(α) δεν είναι δυνατή. Ο πέμπτος λόγος αφορά τη λανθασμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την εφεσείουσα, με την οποία αφήνεται να νοηθεί ότι ο αρχιτέκτονας δεν είναι στην προκείμενη περίπτωση αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης. Ο έκτος λόγος αφορά παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει ότι το αγώγιμο δικαίωμα της εφεσείουσας εγειρόταν από τη στιγμή που το επίδικο ενδιάμεσο πιστοποιητικό πληρωμής ώφειλε να είχε εκδοθεί από τον αρχιτέκτονα και δεν εκδόθηκε παρά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος. Η μη έκδοση του μπορούσε να παρακαμφθεί και το αξιούμενο ποσό να αξιωθεί για την πιστοποιηθείσα εργασία και παραδοθέντα υλικά.  Ο έβδομος λόγος αφορά την ενέργεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ζητήσει από τους διάδικους επιχειρηματολογία επί του θέματος προώθησης διαζευκτικών αξιώσεων στη διαδικασία χωρίς να εγείρεται αυτό ως λόγος ένστασης. Ο όγδοος λόγος αφορά το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου «ότι οι ισχυρισμοί της εφεσίβλητης στην υπεράσπιση της, ότι το επίδικο ενδιάμεσο πιστοποιητικό δεν είχε εκδοθεί από τον αρχιτέκτονα για ν' αποφευχθεί να λάβει η ενάγουσα μεγαλύτερο ποσό απ' αυτό που θα δικαιούτο με βάση τον τελικό λογαριασμό και η έκδοση του οποίου επίκειτο, είναι ικανοί να δώσουν το στίγμα κάποιας υπεράσπισης» είναι εσφαλμένο. Με τον ένατο λόγο προβάλλεται ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι αιτιολογημένη ως ορίζει το Σύνταγμα, η νομολογία και οι σχετικές αρχές και ο δέκατος αφορά την επιδίκαση εξόδων σε βάρος της εφεσείουσας, η οποία προσβάλλεται ως εσφαλμένη.

 

Όπως πολύ συνοπτικά αναφέρεται από τον Ναθαναήλ Δ στην J & M. Loizides Agencies Ltd κ.ά. v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1280:

«Η δυνατότητα που παρέχεται από τη Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας προς έκδοση συνοπτικής απόφασης, αποτελεί τον επιτρεπόμενο δικονομικά τρόπο παράκαμψης της συνήθους διεξαγωγής της δίκης και κατά συνέπεια αποτελεί από αυτή την άποψη ένα εξαιρετικό μέτρο. Από την άλλη πλευρά, η δυνατότητα αυτή προσφέρεται στα πλαίσια όσο το δυνατόν γρήγορης απονομής της δικαιοσύνης εκεί όπου ο ενάγων συμμορφούμενος με τις διατάξεις της Δ.18, θ.1, μετατοπίζει το βάρος στους ώμους του εναγομένου για να αποκαλύψει καλή υπεράσπιση. Ο εναγόμενος θα πρέπει σύμφωνα με σαφή καθιερωμένη νομολογία να δώσει επαρκείς λεπτομέρειες προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου για να του δοθεί άδεια να υπερασπιστεί την υπόθεση. Αναμφίβολα η εξουσία του Δικαστηρίου κάτω από τη Δ.18 ασκείται με φειδώ και όπου εμφανώς τα γεγονότα που η πλευρά του εναγομένου παραθέτει μέσα από την ένσταση της, δεν αφήνουν περιθώρια για νόμιμη υπεράσπιση.  (δέστε Μάρκος Νικολάου Λτδ ν Adamco Constructions Ltd (2005) 1 A.A.Δ. 376).»

 

Ο ενάγοντας προκειμένου να επιτύχει δυνάμει της Δ.18 θ. 1(α) θα πρέπει να ικανοποιήσει ορισμένα κριτήρια. Σύμφωνα με την Δ.18 θ. 1(α) και νομολογία (βλ. PCK Sports v. Persona Advertising Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 1074, Ζερβός ν. Euroinvestment and Finance Ltd (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1968, Νεάρχου κ.ά. ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 818, Sensus Gymnasium Ltd κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2013) 1 Α.Α.Δ. 1795) αυτά είναι:

 

1.     Το κλητήριο ένταλμα πρέπει να είναι ειδικά οπισθογραφημένο.

 

2.   Ο εναγόμενος να έχει καταχωρήσει εμφάνιση και

 

3.   Η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση πρεπει να γίνεται από τον ενάγοντα ή άλλο πρόσωπο που μπορεί να ορκισθεί θετικά ως προς τα γεγονότα και που επαληθεύουν το αγώγιμο δικαίωμα ως και το ποσό που απαιτείται και να δηλώνεται ότι απ' ότι πιστεύει δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή. Εκεί που ο ενάγοντας είναι νομικό πρόσωπο, τότε μπορεί να ορκισθεί κάποιο πρόσωπο που εργοδοτεί, το οποίο όμως, να μπορεί να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και να επιβεβαιώνει τη βάση της αγωγής και το αξιούμενο ποσό και όχι τα όσα αναφέρει να είναι από πληροφορίες που πήρε από άλλους ή να στηρίζεται απλώς στα όσα ο ίδιος πιστεύει (Βλ. Spyros Stavrinides ν. Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. (1972) 1 C.L.R. 130, 136-138 και Αθηνούλας Δημητρίου v. Tράπεζα Κύπρου Λτδ (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 782).

 

Με την ικανοποίηση των πιο πάνω προϋποθέσεων, το βάρος μετατοπίζεται στον εναγόμενο που πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρηθούν επαρκή ώστε να του δοθεί δυνατότητα καταχώρισης υπεράσπισης (βλ. Cyems Co Ltd v. Central Co-Operative Industries Co Ltd (1982) 1 C.L.R. 897 και Hermes Insurance Co Ltd ν. Theocharides (1983) 1 C.L.R. 333). Ο εναγόμενος μπορεί να πράξει τούτο είτε με ένορκη δήλωση είτε, με άδεια του Δικαστηρίου, με προφορική μαρτυρία (Βλ. Δ.18, Καν. 3(α)).

 

(Bλ. Sensus Gymnasium Ltd. κ.ά. (άνω))

 

Η προβολή στην έκθεση απαίτησης διαζευκτικών αιτιών αγωγής είναι δικονομικά επιτρεπτή. Η Δ.13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας καθιστά δυνατή την στοιχειοθέτηση δυο ή περισσότερων βάσεων αγωγής στην ίδια αγωγή, οι οποίες συνεκδικάζονται εκτός εάν διαπιστωθούν λόγοι για το διαχωρισμό τους (βλ. Ρ.Ι.Κ. κ.ά. ν. Νικολαΐδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 364, Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Χίνη (2008) 1 Α.Α.Δ. 818, Καστανός κ.ά. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2009) 1 Α.Α.Δ. 1374. Στις τελευταίες επιβεβαιώθηκε μάλιστα η αρχή σύμφωνα με την οποία «εφόσον στοιχειοθετούνται τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία περιβάλλουν την απαίτηση, είναι παραδεκτή η παροχή αρμόζουσας θεραπείας άσχετα από το ακριβές νομικό πέπλο κάτω από το οποίο τίθεται η απαίτηση» (Βλ. Maison Jenne Ltd v. Krashias Footwear Industry Ltd (2002) 1 A.Α.Δ. 1156, Κennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992) 1 A.A.Δ. 400).

 

Η εφαρμογή των ανωτέρω δεν διαφοροποιείται σε περίπτωση επίκλησης της Δ.18 θ. 1. Οι περιορισμοί που τίθενται από την εν λόγω διάταξη είναι σαφείς και έχουν αναφερθεί. Σ' αυτούς δεν περιλαμβάνεται οιοσδήποτε περιορισμός αναφορικά με το κλητήριο ένταλμα της Δ.6, θ. 2, ότι δηλαδή θα παρατίθεται σ' αυτό μια αιτία αγωγής ή ότι όπου υπάρχουν περισσότερες αιτίες αγωγής διαζευκτικά ή μη, θα πρέπει ο ενάγοντας, που κάνει χρήση της Δ.18, θ. 1, να επιλέγει μια αιτία αγωγής την οποία και να επαληθεύει. Αντίθετα, όπου υπάρχουν πολλές αιτίες αγωγής η ένορκη δήλωση θα πρέπει να τις βεβαιώνει όλες. Στη Stainer v. Tragett [1955] 3 All E.R. 742 C.A. σε σχέση με την αγγλική Δ.14 θ. 1(α) (Ο. 14, r. 1(a)) που είναι πανομοιότυπη με την Δ.18, θ.1(α) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας αναφέρονται τ' ακόλουθα:

 

«.... What is contemplated is that, in cases within R.S.C., Ord. 3, r. 6 (which provides for specially indorsed writs), a plaintiff, if he verifies his cause of action (or, if there is more than one, his causes of action) and says that there is no defence to any part of his action, may then ask the court to give him judgment at once for that to which he is entitled (that is to say, for all to which he is entitled) on the statement of claim. When the matter comes before the master on such an application, the master may think (particularly after any evidence has been filed by the defendant) that there is a defence either to one of the causes of action or to part of the one cause of action. He may then (and so much is clear from R.S.C., Ord. 14 r. 4) give judgment for part of the relief claimed and give liberty to the defendant to defend, conditionally or otherwise, on the other parts of the claim. It is quite clear that a plaintiff, having issued such a writ, cannot then swear an affidavit saying, in effect:

 

"Well, as to part of the claim, as a matter of fact, the defendant has got a defence if he chooses to take it; But as to the rest he has not, and I ask for judgment for that". It has been laid down in Ireland (in, for example, Lord Bellew v. Markey (1) (1878) (2 L.R.Ir. 185) and it is stated in the notes to R.S.C., Or. 14, r. 1, in the Annual Practice, 1955, p. 175, that that is a procedure outside the scope and purpose of Ord. 3, r. 6, and Ord. 14. These rules (for Ord. 14is confined to cases under Ord. 3, r. 6) can only be invoked where it can be shown that there is no defence, at any rate in the deponent's belief, to any of the matters which are being claimed.  Thus it is that, whatever remedy a plaintiff ultimately seeks or may obtain, a condition precedent to an application under R.S.C. Or. 14, r.1, is affidavit evidence verifying "the cause of action", and also stating that in the belief of the deponent there is no defence to the action.»

 

(Βλ. επίσης Halsbury's Laws of England, 3η έκδοση, Τόμος 22, σελ. 760)

 

Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επαλήθευση των τριών διαζευκτικών αιτιών αγωγής που αναφέρουν στην έκθεση απαίτησης δεν αποτελούσε ικανή επαλήθευση σύμφωνα με τη Δ.18, θ. 1(α) αλλά ότι έπρεπε να γίνει επιλογή και επαλήθευση μας εξ' αυτών είναι λανθασμένη. Η Μεττή κ.ά ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 417 στην οποία στηρίχθηκε ο ευπαίδευτος Πρόεδρος δεν αποφάσισε οτιδήποτε διαφορετικό από την υπάρχουσα πάγια νομολογία σχετικά με τη Δ.18 και δεν ασχολήθηκε με το εξεταζόμενο στην παρούσα έφεση, θέμα.

 

Ενόψει επιτυχίας των τεσσάρων πρώτων λόγων έφεσης που αφορούν το πιο πάνω θέμα δεν παρίσταται ανάγκη εξέτασης των άλλων λόγων έφεσης.

 

Περαιτέρω λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν έχει εφεσιβληθεί υπό της εφεσίβλητης το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι προβληθέντες με την υπεράσπιση ισχυρισμοί «αν και ικανοί να δώσουν το στίγμα κάποιας υπεράσπισης εντούτοις δεν αποτελούν επαρκή μαρτυρία από την οποία να προκύπτει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση επί της ουσίας της αγωγής» είναι η κρίση μας ότι η εφεσείουσα δικαιούται σε απόφαση. Επομένως η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και εκδίδεται υπέρ της εφεσείουσας και σε βάρος της εφεσίβλητης, απόφαση για

 

(α)  ποσό €486.480,90 (ΛΚ 284.724,62) πλέον Φ.Π.Α. 15% επί του ποσού αυτού.

 

(β)  Τόκος προς 4,25% ετησίως επί του άνω ποσού από 14/2/09 ως η μεταξύ τους συμφωνία.

 

Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και της έφεσης επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο