ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
PHYLACTOU ν. MICHAEL (1982) 1 CLR 204
Bush Steven και Άλλη ν. Γιαννάκη Γιαννή (2001) 1 ΑΑΔ 1342
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.33
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2013) 1 ΑΑΔ 2546
17 Δεκεμβρίου, 2013
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΜΑΡΙΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Εφεσείουσα,
ν.
ΕΛΕΝΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΣΑΓΓΑΡΙΔΗ,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 162/2010)
Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση επαναφοράς ― Διάταξη 33 ― Τα Δικαστήρια κατά την άσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας για επαναφορά ή όχι ενός ένδικου μέσου που έχει απορριφθεί, προσπαθούν να ισοζυγίσουν από τη μια το θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα ενός διαδίκου να ακουστεί η υπόθεση του ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου και από την άλλη να διασφαλίσει την ταχεία διεκπεραίωση των υποθέσεων και την τελεσιδικία ― Το Εφετείο δεν υποκαθιστά τη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός και αν αυτή ασκήθηκε λανθασμένα.
Η έφεση στράφηκε εναντίον πρωτόδικης απορριπτικής απόφασης σε αίτηση επαναφοράς αίτησης έφεσης με την οποία η εφεσείουσα-αιτήτρια είχε προσβάλει την απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας αναφορικά με συνοριακή διαφορά.
Η αίτηση ήταν αρχικά ορισμένη στις 13.2.2008 και στη συνέχεια αναβλήθηκε σε άλλες ημερομηνίες.
Στις 4.7.2008 όταν η αίτηση ήταν ορισμένη για τελευταία φορά ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, παρόντες ήταν τόσο οι δύο δικηγόροι των διαδίκων, όσο και η ίδια η εφεσείουσα. Ο δικηγόρος της υπέβαλε αίτημα για να αποσυρθεί ως αποτέλεσμα διαφωνίας που προέκυψε μεταξύ του και της εφεσείουσας ως προς το χειρισμό της υπόθεσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραχώρησε την αιτούμενη άδεια για απόσυρση και η εφεσείουσα ζήτησε αναβολή για να διορίσει νέο δικηγόρο.
Η υπόθεση αναβλήθηκε για οδηγίες και επιστήθηκε η προσοχή της εφεσείουσας ότι μέχρι τη νέα δικάσιμο, αυτή όφειλε να διορίσει νέο δικηγόρο.
Παρά ταύτα, η εφεσείουσα δεν εμφανίστηκε κατά την επόμενη δικάσιμο.
Στις 12.9.2008 εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου μόνο η δικηγόρος των Εφεσιβλήτων. Η Εφεσείουσα δεν εμφανίστηκε ούτε οποιοσδήποτε δικηγόρος εκ μέρους της. Υπήρξε αναμονή της ως επίσης και εκφώνηση της και ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο ενέκρινε σχετικό αίτημα και η υπόθεση απορρίφθηκε λόγω έλλειψης προώθησης.
Ύστερα από τρεις μήνες, η εφεσείουσα καταχώρισε μέσω νέας δικηγόρου, αίτηση για επαναφορά της απορριφθείσας Γενικής Αίτησης, δυνάμει της Δ.33.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, υποδεικνύοντας ότι η εφεσείουσα - αιτήτρια ενώ γνώριζε για την δικάσιμο της 12.09.08 παρέλειψε να εμφανισθεί στο Δικαστήριο την ημέρα εκείνη.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του, η τελευταία, όχι μόνο δεν πρόβαλε οποιοδήποτε λόγο που να δικαιολογούσε την παράλειψή της αυτή, αλλά με την ένορκό της δήλωση και στην προσπάθεια της να δικαιολογήσει την εν λόγω παράλειψη κατέφυγε σε αναληθείς ισχυρισμούς, οι οποίοι καταρρίπτονταν από τα πρακτικά του Δικαστηρίου.
Με αυτούς προσπάθησε να επιρρίψει την ευθύνη για την απουσία της από το Δικαστήριο στον πρώην δικηγόρο της, ο οποίος έπαυσε να την εκπροσωπεί.
Επίσης, σύμφωνα με το πρωτόδικο σκεπτικό, δεν δικαιολόγησε την απουσία της από το Δικαστήριο και δεν πρόβαλε δικαιολογία για την τρίμηνη καθυστέρηση στην υποβολή της υπό κρίση αίτησης.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Υπήρχαν θέματα επί της ουσίας της Γενικής Αίτησης, με βάση τα οποία, ήταν δίκαιο να διατασσόταν η επαναφορά της.
β) Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε την αναφορά στην ένορκη δήλωση της εφεσείουσας για μη εμφάνιση του δικηγόρου της, με τον πρώην δικηγόρο της.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν προέκυπτε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε τα όσα αναφέρονταν στην ένορκη δήλωση της εφεσείουσας.
2. Ήταν η εφεσείουσα και η προηγούμενη δικηγόρος της, εκείνες που επέλεξαν να είναι ασαφείς ως προς τα γεγονότα.
3. Εν πάση περιπτώσει, παγίως η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου θεωρεί ότι η απουσία δικηγόρου δεν είναι αρκετή για να δικαιολογήσει επαναφορά της αγωγής.
4. Από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν προέκυπτε ότι η κατάληξη του ήταν αυθαίρετη, όπως εισηγήθηκε η δικηγόρος της εφεσείουσας.
5. Ούτε τα πρόσθετα σχόλια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την καθυστέρηση της καταχώρισης της αίτησης για επαναφορά μπορούσαν να θεωρηθούν ανεπίτρεπτα ή αυθαίρετα, όπως περαιτέρω εισηγήθηκε η δικηγόρος της εφεσείουσας.
6. Στην προκειμένη περίπτωση η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν μέσα στα ορθά πλαίσια που χαράσσει η νομολογία.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Στυλιανού ν. Σκύρα Λίμα Λτδ (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1234,
Bush κ.ά. ν. Γιαννή (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1342,
Παπανικολάου ν. Κότσαπα (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1800,
Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204.
Έφεση.
Έφεση από την Αιτήτρια εναντίον της απορριπτικής απόφασης σε αίτηση επαναφοράς ημερ. 16/12/2008 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Μιχαηλίδης, Ε.Δ.), (Γενική Αίτηση Αρ. 3/2008), ημερομ. 9/9/2009.
Ε. Πουλλά-Μακαρούνα (κα), για την Εφεσείουσα.
Ε. Κορακίδης, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η απορριπτική απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου να επαναφέρει την Γενική Αίτηση 3/2008 με την οποία η Εφεσείουσα-Αιτήτρια προσέβαλλε την απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας αναφορικά με συνοριακή διαφορά.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, η Εφεσείουσα στις 11.1.2008 καταχώρισε Γενική Αίτηση με την οποία ζητούσε την ακύρωση της απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου ημερ. 17.12.2007, με την οποία καθόριζε συνοριακή διαφορά μεταξύ της Εφεσείουσας-Αιτήτριας και της Εφεσίβλητης, κατά τρόπο που ευνοούσε την τελευταία. Η αίτηση ήταν αρχικά ορισμένη στις 13.2.2008 και φαίνεται στη συνέχεια να αναβλήθηκε σε άλλες ημερομηνίες. Στις 4.7.2008 όταν η αίτηση ήταν ορισμένη για τελευταία φορά ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, παρόντες ήταν τόσο οι δύο δικηγόροι των διαδίκων, όσο και η ίδια η Εφεσείουσα. Ο δικηγόρος της υπέβαλε αίτημα για να αποσυρθεί ως αποτέλεσμα διαφωνίας που προέκυψε μεταξύ του και της Εφεσείουσας ως προς το χειρισμό της υπόθεσης. Το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε την αιτούμενη άδεια για απόσυρση και η Εφεσείουσα ζήτησε αναβολή για να διορίσει νέο δικηγόρο. Η υπόθεση αναβλήθηκε για οδηγίες μετά από δύο μήνες και συγκεκριμένα στις 12.9.2008 και ώρα 8.30 π.μ.. Ταυτόχρονα εφιστήθηκε η προσοχή της Εφεσείουσας ότι μέχρι την νέα δικάσιμο αυτή όφειλε να διορίσει νέο δικηγόρο.
Στις 12.9.2008 εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου μόνο η δικηγόρος των Εφεσιβλήτων. Η Εφεσείουσα δεν εμφανίστηκε και ούτε οποιοσδήποτε δικηγόρος εμφανίστηκε εκ μέρους της. Το πρωτόδικο δικαστήριο ανέμενε την εμφάνιση της Εφεσείουσας ή του νέου δικηγόρου της μέχρι τις 10.10 π.μ.. Η Εφεσείουσα εκφωνήθηκε ονομαστικά επανειλημμένως, αλλά δεν υπήρξε ανταπόκριση με αποτέλεσμα η συνήγορος των Εφεσιβλήτων να ζητήσει την απόρριψη της υπόθεσης. Το πρωτόδικο δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα και η υπόθεση απορρίφθηκε λόγω έλλειψης προώθησης.
Μετά από τρεις μήνες και συγκεκριμένα στις 16.12.2008 η Εφεσείουσα καταχώρισε μέσω της δικηγόρου Ελένης Ταλιώτου αίτηση για επαναφορά της απορριφθείσας Γενικής Αίτησης, δυνάμει της Δ.33. Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση, η Εφεσείουσα αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι:-
«2. Εξ όσων προσωπικώς γνωρίζω και πληροφορούμαι η ως άνω Έφεση/Αίτηση απερρίφθη διότι ο δικηγόρος ο οποίος με εκπροσωπούσε δεν εμφανίστηκε κατά την ημερομηνία που ήτο ορισμένη η ως άνω Έφεση/Αίτηση και δεν με ενημέρωσε για την πορεία της υπόθεσης μου.
3. Ειλικρινώς, αν και επανειλημμένα τον καλούσα να με ενημερώσει δεν γνώριζα τις ενέργειες του μέχρι την 12/12/08 που μου επεδόθηκε η απόφαση ημερομηνίας 12/9/08.
4. Είμαι η Αιτήτρια/Εφεσείουσα εις την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Έφεση/Αίτηση. Έχω ταλαιπωρηθεί πάρα πολύ από τα γεγονότα που σχετίζονται με την απαίτηση μου, είμαι μεγάλης ηλικίας και η απόρριψη της ως άνω Έφεσης/Αίτησης δεν οφείλεται σε εμένα.
5. Για όλα τα ανωτέρω θεωρώ ότι είναι ορθόν και δίκαιον και προς το συμφέρον δικαίας απονομής της δικαιοσύνης όπως η ανωτέρω Έφεση/Αίτηση επαναφερθεί.»
Η Εφεσίβλητη έφερε ένσταση. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, με το πιο κάτω σκεπτικό:-
«Στην υπό εξέταση περίπτωση η Αιτήτρια ενώ γνώριζε για την δικάσιμο της 12.09.08 παρέλειψε να εμφανισθεί στο Δικαστήριο την ημέρα εκείνη. Όχι μόνο δεν πρόβαλε οποιοδήποτε λόγο που να δικαιολογεί την παράλειψή της αυτή, αλλά με την ένορκό της δήλωση και στην προσπάθεια της να δικαιολογήσει την εν λόγω παράλειψη κατέφυγε, όπως και πιο πάνω διεφάνη, σε αναληθείς ισχυρισμούς, οι οποίοι καταρρίπτονται από τα πρακτικά του Δικαστηρίου. Με αυτούς προσπάθησε να επιρρίψει την ευθύνη για την απουσία της από το Δικαστήριο στον πρώην δικηγόρο της, ο οποίος έπαυσε να την εκπροσωπεί από τις 4.7.08. Επίσης, όχι μόνο δεν δικαιολόγησε την απουσία της από το Δικαστήριο στις 12.9.08, αλλά και καμία δικαιολογία δεν πρόβαλε για την τρίμηνη καθυστέρηση στην υποβολή της υπό κρίση αίτησης.
Υπό το φως των πιο πάνω κρίνω, πως η Αιτήτρια επέδειξε συμπεριφορά που δεν συνάδει με την διαγωγή που πρέπει να επιδεικνύει κάθε διάδικος σεβόμενος την δικαστική διαδικασία και τα δικαιώματα του αντιδίκου του. Φθάνει δε σε σημείο που μπορεί αν θεωρηθεί περιφρονητική τόσο της δικαστικής διαδικασίας όσο και των δικαιωμάτων της Καθ' ης η αίτηση, όπως είναι η εκδίκαση της υπόθεσης εντός εύλογου χρόνου. Επισημαίνεται, ότι το δικαίωμα ενός διαδίκου να ακουσθεί θα πρέπει να εξετάζεται σε συνδυασμό με το δικαίωμα της διεξαγωγής της ακρόασης σε εύλογο χρονικό διάστημα, δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, το οποίο διασφαλίζει την ορθή λειτουργία της δικαστικής εξουσίας και βαρύνει τις δικαστικές αρχές.»
Η Εφεσείουσα προσβάλλει την πιο πάνω κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Στο περίγραμμα αγόρευσης της η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσείουσα αναφέρθηκε και σε θέματα ουσίας για να δείξει ότι ήταν δίκαιο να διαταχθεί η επαναφορά της Γενικής Αίτησης. Πέραν τούτου, ανάφερε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρερμήνευσε την αναφορά στην ένορκη δήλωση της Εφεσείουσας για μη εμφάνιση του δικηγόρου της, με τον πρώην δικηγόρο της. Θεωρεί ότι μια τέτοια ερμηνεία είναι αυθαίρετη, αφού ήταν φανερό ότι δεν μπορούσε η Εφεσείουσα να αναφέρεται στον πρώην δικηγόρο της, αφού αυτός είχε αποσυρθεί από τις 4.7.2008. Κατά την κα Πουλλά-Μακαρούνα, η αναφορά στην ένορκη δήλωση της Εφεσείουσας «ότι ο δικηγόρος που την εκπροσωπούσε δεν εμφανίστηκε..» αφορούσε τη δικηγόρο Έλενα Ταλιώτου και όχι τον προηγούμενο δικηγόρο της.
Δεν έχουμε πειστεί ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρερμήνευσε τα όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση της Εφεσείουσας. Ήταν η Εφεσείουσα και η προηγούμενη δικηγόρος της που επέλεξαν να είναι ασαφείς ως προς τα γεγονότα. Αν η κα Ε. Ταλιώτου, η οποία προφανώς συνέταξε τη σχετική ένορκη δήλωση που συνόδευσε την αίτηση για επαναφορά, αναφερόταν στον εαυτό της θα χρησιμοποιούσε το θηλυκό άρθρο του λόγου και όχι το αρσενικό. Τα όσα αναφέρει σήμερα η δικηγόρος της περί ευθύνης της προηγούμενης δικηγόρου της Εφεσείουσας, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, αφού αποτελούν μαρτυρία η οποία όχι μόνον δεν είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, αλλά ούτε μπορεί να ληφθεί υπόψη στο στάδιο της έφεσης χωρίς άδεια. Αν όντως η δεύτερη δικηγόρος της Εφεσείουσας ήθελε να αναλάβει οποιαδήποτε ευθύνη για το λάθος, θα το έπραττε η ίδια καταχωρώντας πρωτοδίκως σχετική ένορκη δήλωση. Όμως κάτι τέτοιο δεν έγινε. Εν πάση περιπτώσει, παγίως η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου θεωρεί ότι η απουσία δικηγόρου δεν είναι αρκετή για να δικαιολογήσει επαναφορά της αγωγής (βλ. Στυλιανού ν. Σκύρα Λίμα Λτδ (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1234). Από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, δεν μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η κατάληξη του ήταν αυθαίρετη, όπως εισηγήθηκε η δικηγόρος της Εφεσείουσας. Ούτε τα πρόσθετα σχόλια του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την καθυστέρηση της καταχώρισης της αίτησης για επαναφορά μπορούν να θεωρηθούν ανεπίτρεπτα ή αυθαίρετα, όπως περαιτέρω εισηγήθηκε η δικηγόρος της Εφεσείουσας (βλ. Bush κ.ά. ν. Γιαννή (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1342 και Παπανικολάου ν. Κότσαπα (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1800).
Σύμφωνα με τη νομολογία, τα δικαστήρια κατά την άσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας για επαναφορά ή όχι ενός ένδικου μέσου που έχει απορριφθεί, προσπαθούν να ισοζυγίσουν από τη μια το θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα ενός διαδίκου να ακουστεί η υπόθεση του ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου και από την άλλη να διασφαλίσει την ταχεία διεκπεραίωση των υποθέσεων και την τελεσιδικία. Το Εφετείο δεν υποκαθιστά τη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου, εκτός και αν αυτή ασκήθηκε λανθασμένα (βλ. Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204).
Στην προκειμένη περίπτωση η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν κατά την κρίση μας μέσα στα ορθά πλαίσια που χαράσσει η νομολογία.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.