ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Marketrends Finance Ltd ν. Ανδρέα Πέρδικου και Άλλων (2006) 1 ΑΑΔ 1042
Συρίμη Μαρία ν. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 1131
Καλλικάς Γιαννάκης ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 1238
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2013) 1 ΑΑΔ 2392
22 Νοεμβρίου, 2013
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΜΑΡΙΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Εφεσείουσα - Ενάγουσα,
ν.
1. ELLINAS FINANCE LTD,
2. ELLINAS FINANCE (CUSTODIAN) LTD,
3. SHARELINK SECURITIES LTD,
Εφεσιβλήτων - Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 373/2009)
Συμβάσεις ― Εφεσείουσα η οποία συνήψε γραπτή συμφωνία χρηματοδότησης επενδυτικού σχεδίου με τραπεζικό οργανισμό τον οποίο ενήγαγε στη συνέχεια για ζημιά που ισχυρίστηκε ότι υπέστη λόγω παράβασης γραπτής συμφωνίας χρηματοδότησης επενδυτικού σχεδίου, διεκδικώντας αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας και/ή δόλου και/ή αμέλειας ― Εάν με τη σύμβαση επιχειρείτο να καταστεί η εφεσίβλητη διαχειρίστρια της συγκεκριμένης περιουσίας της εφεσείουσας, θα αναμενόταν ότι οι όροι και η όλη δομή της συμφωνίας θα ήταν πολύ πιο εξειδικευμένοι ως προς τον τρόπο διαχείρισης των κινδύνων ― Επικύρωση απορριπτικής κατάληξης και έκδοση απόφασης με βάση την ανταπαίτηση για οφειλόμενο υπόλοιπο.
Συμβάσεις ― Κατά πόσον η συμφωνία αντίκειτο στη δημόσια πολιτική και κατά πόσον ήταν παράνομη, καθότι αυτή αποτελούσε χρηματοδότηση επενδυτή.
Συμβάσεις ― Ρήτρες σε γραπτή σύμβαση ― ο περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμος του 1996 (Ν. 93(Ι)/96), ευσταθούσε ― Ακόμη και αν συγκεκριμένος όρος κρινόταν καταχρηστικός, η εφεσείουσα δεν θα απαλλασσόταν, αλλά το πιθανότερο ήταν ότι η συμφωνία θα εξακολουθούσε να δεσμεύει, αφού διαγραφόταν ο καταπιεστικός όρος.
Η εφεσείουσα με αγωγή που καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας το 2002 αξίωσε από τους Εφεσίβλητους το ποσό των £41.953,98, το οποίο σύμφωνα με τις θέσεις της αντιπροσώπευε τη ζημιά που αυτή υπέστη λόγω παράβασης γραπτής συμφωνίας χρηματοδότησης επενδυτικού σχεδίου, καθώς και αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας και/ή δόλου και/ή αμέλειας. Επίσης, αξίωσε διάταγμα με το οποίο να διατάσσονταν οι εφεσίβλητοι 1 να αποδεσμεύσουν 20.000 μετοχές της εταιρείας White Knight Holdings Ltd.
Αποτέλεσε ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι εξωθήθηκε και πιέστηκε στο να υποβάλει αίτηση στο επενδυτικό σχέδιο των εφεσιβλήτων 1 μετά από υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις ότι θα τηρούσαν τις νόμιμες υποχρεώσεις τους.
Περαιτέρω ισχυρίστηκε ότι η επίδικη Συμφωνία ήταν το αποτέλεσμα απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή απόκρυψης ουσιωδών στοιχείων. Επίσης ότι υπέγραψε το πληρεξούσιο έγγραφο, διορίζοντας το χρηματιστηριακό γραφείο των εναγομένων 3 ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπό της, ύστερα από πίεση των εφεσιβλήτων 1, χωρίς η ίδια να έχει επιλογή. Διατύπωσε, μεταξύ άλλων, τη θέση ότι η επίδικη συμφωνία αντίκειται στη δημόσια πολιτική και ότι υπεγράφη άνευ ανταλλάγματος.
Πέραν της απόρριψης των αξιώσεων της εφεσείουσας, οι εφεσίβλητοι ήγειραν ανταπαίτηση με την οποία αξίωναν από την εφεσείουσα το ποσό των £26.587,50 ως υπόλοιπο λογαριασμού, δυνάμει της επίδικης συμφωνίας. Περαιτέρω, αξίωσαν διάταγμα για πώληση των 20.000 μετοχών της εταιρείας White Knight Holdings Ltd για εξαργύρωση του ποσού που αξίωναν εναντίον της εφεσείουσας. Οι συγκεκριμένες μετοχές ανήκαν στην εφεσείουσα, αλλά παρέμειναν εγγεγραμμένες στο όνομα των εφεσιβλήτων 2 ως εγγύηση για τις υποχρεώσεις της εφεσείουσας.
Σύμφωνα με τα αναντίλεκτα γεγονότα, όπως αυτά παρατέθηκαν στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι εναγόμενοι 1, έχοντας μετονομαστεί σε Ellinas Finance Public Company Ltd είναι δημόσια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δεόντως εγγεγραμμένη και κατά τον ουσιώδη προς την παρούσα αγωγή χρόνο, ήταν χρηματοδοτικός οργανισμός, παρέχοντας δάνεια και πιστωτικές διευκολύνσεις για διάφορους σκοπούς, μεταξύ άλλων και για χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων.
Μετά την έγκριση σχετικής αίτησης της ενάγουσας, στις 5.6.2000 συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας και των τριών εναγομένων η Συμφωνία Χρηματοδότησης Επενδυτικού Σχεδίου δυνάμει της οποίας οι εναγόμενοι 1 παραχώρησαν στην ενάγουσα πιστωτικές διευκολύνσεις με όριο £30.000.
Ίδιας ημερομηνίας είναι και το επισυνημμένο στη Συμφωνία πληρεξούσιο έγγραφο με το οποίο η ενάγουσα διόρισε τους εναγόμενους 3 ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπό της για να προβαίνουν σε συγκεκριμένες ενέργειες εξ ονόματος και για λογαριασμό της σε σχέση με τη λειτουργία του προαναφερθέντος σχεδίου.
Η ενάγουσα έχοντας υποχρέωση βάσει της Συμφωνίας μεταβίβασε στους εναγόμενους 2 ως αξίες περιθωρίου ασφαλείας 980 μετοχές SFS Group Public Company Ltd αξίας τότε £29.806,70, παραχωρώντας επίσης σταδιακά ως επιπρόσθετη εξασφάλιση μετοχές. Από τις μετοχές αυτές παρέμεναν εγγεγραμμένες επ' ονόματι των εναγομένων 2, μόνο 20.000 μετοχές της White Knight Holdings Ltd.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, απέρριψε τη μαρτυρία της εφεσείουσας και των μαρτύρων της, ενώ θεώρησε το μοναδικό μάρτυρα υπεράσπισης ως αξιόπιστο. Έκρινε ότι η συμφωνία αποτελούσε έγκυρη σύμβαση, η οποία συνήφθη με νόμιμη αντιπαροχή.
Απέρριψε τις θέσεις της εφεσείουσας ότι η συμφωνία αντίκειτο στη δημόσια πολιτική και ότι ήταν παράνομη, καθότι αυτή αποτελούσε χρηματοδότηση επενδυτή, η οποία δεν απαγορευόταν από το Νόμο ή τις Εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας.
Επίσης απέρριψε τους ισχυρισμούς ότι η συμφωνία ήταν το αποτέλεσμα επηρεασμού, ψυχικής πίεσης, εξαπάτησης ή παραπλάνησης της εφεσείουσας ή συνεπεία απάτης ή ψευδών παραστάσεων εκ μέρους των εφεσιβλήτων 1 και 2. Απορριπτική κατάληξη είχε και η εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας ότι οι όροι της συμφωνίας περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες κατά παράβαση του Νόμου 93(Ι)/1996.
Στην ανταπαίτηση εξέδωσε απόφαση εναντίον της εκδίδοντας περαιτέρω διάταγμα πώλησης των 20.000 μετοχών που ανήκαν στην εφεσείουσα, διατάσσοντας όπως το ποσό που θα εισπραττόταν θα αφαιρείτο από το ποσό που επιδικάστηκε υπέρ των εφεσιβλήτων.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι μεταξύ άλλων λόγους:
α) Υπήρξε εσφαλμένη ερμηνεία της Συμφωνίας Επενδυτικού Σχεδίου (Λόγοι έφεσης 1, 3, 5, 7, 16, 19, 22, 24 και 26) ως επίσης και
β) μη εφαρμογή ή εσφαλμένη εφαρμογή της προγενέστερης νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος του καταπιστεύματος (Λόγοι έφεσης 2, 4, 12 και 15),
γ) εσφαλμένη κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την υποχρέωση των Εφεσιβλήτων να πωλήσουν τις υπό εγγύηση μετοχές για αποτροπή ζημιάς (Λόγοι έφεσης 3, 6, 8, 9, 11, 12, 17, 18, 27, 30 και 31) και
δ) εσφαλμένη έκδοση απόφασης στην ανταπαίτηση, χωρίς να αποδειχθεί το χρέος των εφεσιβλήτων 1 (λόγοι έφεσης 10, 13, 14, 23, 25, 28, 29 και 32).
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι εκείνο που προέκυπτε από τους σχετικούς όρους της συμφωνίας ήταν ότι οι εφεσίβλητοι 1 είχαν δικαίωμα πώλησης των μετοχών του χαρτοφυλακίου της εφεσείουσας για διασφάλιση του οφειλόμενου προς αυτούς ποσού. Δεν είχαν όμως αναλάβει υποχρέωση να εκποιήσουν τις μετοχές, ώστε να μην προκληθεί ζημιά στην εφεσείουσα, όπως εισηγείτο ο δικηγόρος της.
2. Σύμφωνα με σχετική νομολογία, η μόνη υποχρέωση της χρηματοδότριας εταιρείας, η οποία εξισώνεται με ενεχυροδανειστή, είναι ότι σε περίπτωση που αποφασίσει να ασκήσει το δικαίωμα πώλησης, πρέπει να το πράξει επιδεικνύοντας εύλογη επιμέλεια.
3. Ούτε ο λόγος έφεσης ότι ο πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι δεν είχε εφαρμογή η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ και ο περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμος του 1996 (Ν. 93(Ι)/96), ευσταθούσε.
4. Δεν προέκυπτε ότι οι συγκεκριμένοι όροι δεν έτυχαν διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών ή ότι από τους όρους δημιουργείται σημαντική ανισότητα ανάμεσα στα δύο μέρη. Όμως ακόμα και αν κάποιες πρόνοιες των όρων της Συμφωνίας δυνητικά θα μπορούσαν να τύχουν «εκμετάλλευσης» από τους εφεσίβλητους, όπως για παράδειγμα ο συμφωνηθείς όρος περί 24ωρης προειδοποίησης για αύξηση του «περιθωρίου ασφαλείας», εντούτοις οι εφεσίβλητοι δεν εφάρμοσαν τους όρους κατά τρόπο που να αποκτούσαν αδίκως πλεονεκτήματα εις βάρος της εφεσείουσας.
5. Πέραν τούτου, ακόμη και αν ο συγκεκριμένος όρος κρινόταν καταχρηστικός, η εφεσείουσα δεν θα απαλλασσόταν, αλλά το πιθανότερο είναι ότι η συμφωνία θα εξακολουθούσε να δεσμεύει, αφού διαγραφόταν ο καταπιεστικός όρος.
6. Δεν προέκυπτε ότι στην προκείμενη περίπτωση η μεταξύ των μερών συμφωνία καθιστούσε την εφεσίβλητη 1 διαχειρίστρια των μετοχών της εφεσείουσας. Αντίθετα, η παροχή «δικαιώματος» στην εφεσίβλητη ήταν ενδεικτική των προθέσεων των συμβαλλομένων.
7. Και είναι αυτό που τονίστηκε σε προηγούμενη νομολογία ότι το απλό «δικαίωμα» για πώληση των μετοχών δεν μπορεί να εξισωθεί με υποχρέωση για διαχείριση του χαρτοφυλακίου της εφεσείουσας.
8. Εάν με τη σύμβαση επιχειρείτο να καταστεί η εφεσίβλητη διαχειρίστρια της συγκεκριμένης περιουσίας της εφεσείουσας, θα αναμενόταν ότι οι όροι και η όλη δομή της συμφωνίας θα ήταν πολύ πιο εξειδικευμένοι ως προς τον τρόπο διαχείρισης των κινδύνων.
9. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση τις συμφωνίες που τέθηκαν ενώπιον του, ορθά κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν υποχρέωση να διαχειρίζονται τις μετοχές της εφεσείουσας.
10. Το ότι η εφεσείουσα δεν είχε δικαίωμα να δίδει η ίδια απευθείας εντολές στους εφεσίβλητους, δεν διαφοροποιούσε τα πράγματα, εφόσον η ίδια μπορούσε σύμφωνα με τους όρους του Συμβολαίου να δώσει τις όποιες εντολές της στους Εφεσίβλητους μέσω του χρηματιστηριακού γραφείου που ενεργούσαν ως πληρεξούσιοι αντιπρόσωποί της.
11. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έσφαλε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε.1. Εν πάση περιπτώσει, αν οι εφεσίβλητοι δεν εκτελούσαν τις εντολές της εφεσείουσας, εγειρόταν το ερώτημα γιατί δεν έδωσε η ίδια γραπτές εντολές μέσω του χρηματιστηριακού γραφείου που ενεργούσε με βάση το πληρεξούσιο που τους παραχώρησε ή γιατί δεν τερμάτισε τη Συμφωνία για το λόγο ότι δεν εκτελούσαν τις εντολές της.
12. Αναφορικά με τον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι η εναντίον της έκδοση απόφασης στην ανταπαίτηση του ισχυριζόμενου χρέους ήταν εσφαλμένη, καθότι αγνοήθηκαν διάφορα στοιχεία μαρτυρίας δεν υπήρχε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία του.
13. Το Δικαστήριο έκρινε ότι από πλευράς εφεσείουσας δεν προσκομίστηκε ικανοποιητική μαρτυρία που να ανέτρεπε τα εκ πρώτης όψεως συμπεράσματα που προέκυπταν από τις συγκεκριμένες καταστάσεις.
14. Εάν η εφεσείουσα ήθελε σοβαρά να αμφισβητήσει την εγκυρότητα των καταστάσεων, θα μπορούσε να επικαλεστεί τη μαρτυρία του χρηματιστηριακού γραφείου μέσω του οποίου διενεργούσε όλες τις συναλλαγές της.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Silver Properties Ltd a.ο. v. Royal Bank of Scotland plc a.ο. [2004] 4 All E.R. 484,
China and South Sea Bank Ltd v. Tan [1989] 3 All E.R. 839,
Marketrends Finance Ltd v. Πέρδικου κ.ά. (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1042,
Συρίμη ν. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1131,
Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238.
Έφεση.
Έφεση από την Ενάγουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Καουτζιάνη, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4120/2002), ημερομ. 2/11/2009.
Α. Παπαντωνίου, για την Εφεσείουσα.
Λ. Παπαχαραλάμπους, για τους Εφεσίβλητους 1 και 2.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η Εφεσείουσα με αγωγή που καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας το 2002 αξίωσε από τους Εφεσίβλητους το ποσό των £41.953,98, το οποίο αντιπροσωπεύει τη ζημιά που αυτή υπέστη λόγω παράβασης γραπτής συμφωνίας χρηματοδότησης επενδυτικού σχεδίου, καθώς και αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας και/ή δόλου και/ή αμέλειας. Επίσης, αξίωσε διάταγμα με το οποίο να διατάσσονται οι Εφεσίβλητοι 1 να αποδεσμεύσουν 20.000 μετοχές της εταιρείας White Knight Holdings Ltd. Η αγωγή αρχικά είχε καταχωρηθεί εναντίον τριών Εναγομένων, αλλά κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αποσύρθηκε εναντίον των Εναγομένων 3 οι οποίοι ενεργούσαν ως χρηματιστές, με αποτέλεσμα η διαδικασία να συνεχίσει μόνο για τους Εφεσίβλητους 1 και 2.
Η Εφεσείουσα κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν επενδύτρια σε μετοχές. Οι Εφεσίβλητοι 1 ασχολούνταν με τη χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων, ενώ οι Εφεσίβλητοι 2, οι οποίοι ήταν θυγατρική των πρώτων, με τη φύλαξη τίτλων εταιρειών εισαγμένων στο ΧΑΚ. Όπως οι ίδιοι ισχυρίστηκαν, αποδέχονταν απλά την εγγραφή αξιών στο όνομα τους στα πλαίσια συμφωνίας χρηματοδότησης επενδυτικού σχεδίου για σκοπούς των υποχρεώσεων του επενδυτή, όπως ήταν η Εφεσείουσα, και του χρηματοδοτικού οργανισμού, όπως ήταν οι Εφεσίβλητοι 1.
Η Εφεσείουσα, με την Έκθεση Απαίτησής της, ισχυρίστηκε ότι με βάση γραπτή συμφωνία ημερ. 5.6.2000 για χρηματοδότηση επενδυτικού σχεδίου, οι Εφεσίβλητοι 1, συμφώνησαν να της παρέχουν πιστωτικές διευκολύνσεις και/ή δάνεια μέσω λογαριασμού που ανοίχθηκε στο όνομά της, με όριο το ποσό των £30.000. Επίσης ισχυρίστηκε ότι συμφωνήθηκε το ποσό των £60.000 ως περιθώριο ασφάλειας και ότι η Εφεσείουσα κατά την υπογραφή της συμφωνίας κατέθεσε στον λογαριασμό μετοχές αξίας £29.806 ως αρχικό κεφάλαιο.
Αποτελεί ισχυρισμό της Εφεσείουσας ότι εξωθήθηκε και πιέστηκε στο να υποβάλει αίτηση στο επενδυτικό σχέδιο των Εφεσιβλήτων 1 μετά από υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις ότι θα τηρούσαν τις νόμιμες υποχρεώσεις τους. Περαιτέρω ισχυρίστηκε ότι η επίδικη Συμφωνία είναι το αποτέλεσμα απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή απόκρυψης ουσιωδών στοιχείων. Επίσης ότι υπέγραψε το πληρεξούσιο έγγραφο, διορίζοντας το χρηματιστηριακό γραφείο των Εναγομένων 3 ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπό της, μετά από πίεση των Εφεσιβλήτων 1, χωρίς η ίδια να έχει επιλογή. Διατύπωσε, μεταξύ άλλων, τη θέση ότι η επίδικη συμφωνία αντίκειται στη δημόσια πολιτική και ότι υπεγράφη άνευ ανταλλάγματος.
Οι Εφεσίβλητοι 1 και 2 με την Έκθεση Υπεράσπισής τους απέρριψαν τους ισχυρισμούς της Εφεσείουσας. Ειδικά αρνήθηκαν τους ισχυρισμούς της Εφεσείουσας αναφορικά με το περιθώριο ασφάλειας, ισχυριζόμενοι ότι αυτό ήταν ισόποσο με το όριο των £30.000 και η Εφεσείουσα είχε υποχρέωση με την υπογραφή της Συμφωνίας να καταβάλει μετρητά ή να μεταβιβάσει στο όνομα των Εφεσιβλήτων 2 αξίες περιθωρίου ασφαλείας ποσού £30.000 και ότι πράγματι η Εφεσείουσα με την υπογραφή της Συμφωνίας μεταβίβασε αρχικά στο όνομα των Εφεσιβλήτων 2 μετοχές της SFS αξίας £29.806,70.
Πέραν της απόρριψης των αξιώσεων της Εφεσείουσας, οι Εφεσίβλητοι ήγειραν και ανταπαίτηση με την οποία αξίωναν από την Εφεσείουσα το ποσό των £26.587,50 ως υπόλοιπο λογαριασμού, δυνάμει της επίδικης συμφωνίας. Περαιτέρω, αξίωσαν διάταγμα για πώληση των 20.000 μετοχών της εταιρείας White Knight Holdings Ltd για εξαργύρωση του ποσού που αξίωναν εναντίον της Εφεσείουσας. Οι συγκεκριμένες μετοχές ανήκουν στην Εφεσείουσα, αλλά παρέμειναν εγγεγραμμένες στο όνομα των Εφεσιβλήτων 2 ως εγγύηση για τις υποχρεώσεις της Εφεσείουσας.
Κατά την ακροαματική πρωτόδικη διαδικασία, πλην της Εφεσείουσας, κατέθεσε ο αδελφός της και ένας άλλος μάρτυρας από το ΧΑΚ, ενώ εκ μέρους των Εφεσιβλήτων κατέθεσε ο Διευθύνων Σύμβουλός τους.
Το ιστορικό της μεταξύ των διαδίκων διαφοράς, προκύπτει από τα αναντίλεκτα γεγονότα, όπως αυτά παρατίθενται στην απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου και τα οποία παραθέτουμε:-
«Οι εναγόμενοι 1, έχοντας μετονομαστεί σε Ellinas Finance Public Company Ltd από τις 19.5.2005 (Τεκμήρια 21(Α) και 21(Β)), είναι δημόσια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δεόντως εγγεγραμμένη και κατά τον ουσιώδη προς την παρούσα αγωγή χρόνο ήταν χρηματοδοτικός οργανισμός, παρέχοντας δάνεια και πιστωτικές διευκολύνσεις για διάφορους σκοπούς, μεταξύ άλλων και για χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων. Στις 2.5.2000 η ενάγουσα υπέβαλε «αίτηση δια επενδυτικό σχέδιο», αποδεχόμενη τους σχετικούς όρους λειτουργίας του εν λόγω σχεδίου (βλ. Τεκμήριο 14 (και Τεκμήριο 1, που κατατέθηκε από τον ΜΕ1 ως ασυμπλήρωτο δείγμα της εν λόγω αίτησης). Μετά την έγκριση της αίτησης της ενάγουσας, στις 5.6.2000 συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας και των τριών εναγομένων η Συμφωνία Χρηματοδότησης Επενδυτικού Σχεδίου δυνάμει της οποίας οι εναγόμενοι 1 παραχώρησαν στην ενάγουσα πιστωτικές διευκολύνσεις με όριο £30.000 (βλ. Τεκμήρια 2 και 16). Ίδιας ημερομηνίας είναι και το επισυνημμένο στη Συμφωνία πληρεξούσιο έγγραφο με το οποίο η ενάγουσα διόρισε τους εναγόμενους 3 ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπό της για να προβαίνει σε συγκεκριμένες ενέργειες εξ ονόματος και για λογαριασμό της σε σχέση με τη λειτουργία του προαναφερθέντος σχεδίου. Με την υπογραφή της Συμφωνίας οι εναγόμενοι 1 άνοιξαν λογαριασμό στο όνομα της ενάγουσας με κωδικό αριθμό EFC 10267 και έθεσαν στη διάθεσή της το συμφωνηθέν όριο των £30.000. Η ενάγουσα έχοντας υποχρέωση βάσει της Συμφωνίας μεταβίβασε στους εναγόμενους 2 ως αξίες περιθωρίου ασφαλείας 980 μετοχές SFS Group Public Company Ltd αξίας τότε £29.806,70, παραχωρώντας επίσης σταδιακά ως επιπρόσθετη εξασφάλιση μετοχές (βλ. Τεκμήρια 9, 23, 27 και 28). Από τις μετοχές αυτές παραμένουν εγγεγραμμένες επ' ονόματι των εναγομένων 2, μόνο 20.000 μετοχές της White Knight Holdings Ltd.»
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, απέρριψε τη μαρτυρία της Εφεσείουσας και των μαρτύρων της, ενώ θεώρησε το μοναδικό μάρτυρα υπεράσπισης ως αξιόπιστο. Έκρινε ότι η συμφωνία αποτελούσε έγκυρη σύμβαση, η οποία συνήφθη με νόμιμη αντιπαροχή. Απέρριψε τις θέσεις της Εφεσείουσας ότι η συμφωνία αντίκειτο στη δημόσια πολιτική και ότι ήταν παράνομη, καθότι αυτή αποτελούσε χρηματοδότηση επενδυτή, η οποία δεν απαγορευόταν από το Νόμο ή τις Εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας. Επίσης απέρριψε τους ισχυρισμούς ότι η συμφωνία ήταν το αποτέλεσμα επηρεασμού, ψυχικής πίεσης, εξαπάτησης ή παραπλάνησης της Εφεσείουσας ή συνεπεία απάτης ή ψευδών παραστάσεων εκ μέρους των Εφεσιβλήτων 1 και 2. Απορριπτική κατάληξη είχε και η εισήγηση του δικηγόρου της Εφεσείουσας ότι οι όροι της συμφωνίας περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες κατά παράβαση του Νόμου 93(Ι)/1996.
Τελικά το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της Εφεσείουσας, με έξοδα εις βάρος της, ενώ στην ανταπαίτηση εξέδωσε απόφαση εναντίον της για το ποσό των €45.399,24 (£26.571), πλέον τόκο προς 8,5% ετησίως από 1.7.2003 μέχρι εξοφλήσεως, πλέον έξοδα. Περαιτέρω εξέδωσε διάταγμα πώλησης των 20.000 μετοχών που ανήκαν στην Εφεσείουσα, διατάσσοντας όπως το ποσό που θα εισπράττετο θα αφαιρείτο από το ποσό που επιδικάστηκε υπέρ των Εφεσιβλήτων.
Η Εφεσείουσα με 32 λόγους, εφεσιβάλλει την πρωτόδικη απόφαση. Λόγω του περίπλοκου τρόπου που συντάχθηκε η 36σέλιδη ειδοποίηση έφεσης και το 90σέλιδο περίγραμμα αγόρευσης, ζητήθηκε από το δικηγόρο της Εφεσείουσας να ομαδοποιήσει τους λόγους, πράγμα που έπραξε, εντάσσοντας όλους τους λόγους έφεσης, πλην των λόγων έφεσης 20 και 21 τους οποίους απέσυρε, στις πιο κάτω τέσσερις ενότητες:-
(Α) Εσφαλμένη ερμηνεία της Συμφωνίας Επενδυτικού Σχεδίου (Λόγοι έφεσης 1, 3, 5, 7, 16, 19, 22, 24 και 26).
(Β) Μη εφαρμογή ή εσφαλμένη εφαρμογή της προγενέστερης νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος του καταπιστεύματος (Λόγοι έφεσης 2, 4, 12 και 15).
(Γ) Εσφαλμένη κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την υποχρέωση των Εφεσιβλήτων να πωλήσουν τις υπό εγγύηση μετοχές για αποτροπή ζημιάς (Λόγοι έφεσης 3, 6, 8, 9, 11, 12, 17, 18, 27, 30 και 31).
(Δ) Εσφαλμένη έκδοση απόφασης στην ανταπαίτηση, χωρίς να αποδειχθεί το χρέος των Εφεσιβλήτων 1 (λόγοι έφεσης 10, 13, 14, 23, 25, 28, 29 και 32).
Εσφαλμένη ερμηνεία όρων της Συμφωνίας επενδυτικού σχεδίου σε σχέση με το δικαίωμα πώλησης των μετοχών - Πρώτη ενότητα λόγων έφεσης.
Οι όροι 2(Ε) και 2(ΣΤ) της επίδικης Συμφωνίας, Τεκμήριο 2, προέβλεπαν τα εξής:-
«2(E) O επενδυτής υποχρεούται για σκοπούς εξασφάλισης, κατόπιν σχετικής προειδοποίησης 24 ωρών, να αυξάνει το Περιθώριο Ασφάλειας προβαίνοντας σε κατάθεση μετρητών ή μεταβιβάζοντας στο όνομα της Θυγατρικής Εταιρείας επιπρόσθετες Αξίες ούτως ώστε το σύνολο:
(i) της Τιμής Διάθεσης των Αξιών Χαρτοφυλακίου και
(ii) της Τιμής Διάθεσης των Αξιών που έχουν μεταβιβαστεί στο όνομα της Θυγατρικής Εταιρείας (οι «Αξίες Περιθωρίου Ασφάλειας») και τραπεζικών καταθέσεων που έχουν δεσμευθεί ως Περιθώριο Ασφάλειας και
(iii) το περιθώριο του Ορίου που παραμένει διαθέσιμο,
να διατηρείται ίσο προς το διπλάσιο του Περιθωρίου Ασφαλείας. Κατά τον ίδιο τρόπο ο Επενδυτής υποχρεούται όπως μετατρέπει τη σύνθεση του Περιθωρίου Ασφαλείας κατά τον τρόπο που ήθελε από καιρού εις καιρό υποδειχθεί προς αυτόν από την Εταιρεία. Σε περίπτωση μη ανταπόκρισης στη σχετική προειδοποίηση ή υπόδειξη ή σε περίπτωση που δεν ήταν δυνατή η επικοινωνία με τον Επενδυτή, ή Εταιρεία και/ή ο Χρηματιστής διατηρούν το δικαίωμα να προβαίνουν σε πώληση των Αξιών Χαρτοφυλακίου και/ή κλείσιμο του λογαριασμού και/ή τερματισμό της Συμφωνίας.
(ΣΤ) Τόσο οι Αξίες Χαρτοφυλακίου όσο και οι Αξίες Περιθωρίου Ασφάλειας θα παραμείνουν για σκοπούς εγγύησης εγγεγραμμένες επ' ονόματι της Θυγατρικής Εταιρείας η οποία θα ενεργεί ως εμπιστευματοδόχος (trustee) της Εταιρείας ενόσω υπάρχει υπόλοιπο οφειλόμενο από τον Επενδυτή προς την Εταιρεία και η Εταιρεία έχει το δικαίωμα να πωλεί τις εν λόγω Αξίες Χαρτοφυλακίου και άλλες Αξίες και να εισπράττει το εκ της πωλήσεως εισόδημα ή να εισπράττει οποιοδήποτε εισόδημα από μερίσματα ή άλλο ποσό προς εξόφληση οποιουδήποτε ποσού οφείλεται στην Εταιρεία από τον επενδυτή άνευ επηρεασμού του δικαιώματος της Εταιρείας να απαιτήσει από τον Επενδυτή οποιοδήποτε οφειλόμενο προς αυτή ποσό.»
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι εκείνο που προέκυπτε από τους πιο πάνω όρους ήταν ότι οι Εφεσίβλητοι 1 είχαν δικαίωμα πώλησης των μετοχών του χαρτοφυλακίου της Εφεσείουσας για διασφάλιση του οφειλόμενου προς αυτούς ποσού. Δεν είχαν όμως αναλάβει υποχρέωση να εκποιήσουν τις μετοχές, ώστε να μην προκληθεί ζημιά στην Εφεσείουσα, όπως εισηγείτο ο δικηγόρος της. Συγκεκριμένα το σκεπτικό του δικαστηρίου επί του σημείου έχει ως ακολούθως:-
«Από τους όρους της Συμφωνίας, που παρατέθηκαν πιο πάνω, προβάλλει το δικαίωμα των εναγομένων 1 να πωλήσουν τις αξίες προς διασφάλιση του οφειλόμενου προς αυτούς ποσού εκ μέρους της ενάγουσας που δεν μπορεί να μετατραπεί σε υποχρέωση, ως έγινε εισήγηση εκ μέρους της. Παρόλο που οι εναγόμενοι 1 δεν άσκησαν άμεσα το δικαίωμα τους αυτό, σύμφωνα με τον όρο 13 της Συμφωνίας το διατηρούσαν και οι ενέργειες τους μετά την αποστολή προς την ενάγουσα των επιστολών, Τεκμηρίων 26 (Α-Ε), κρίνονται εντός των συμφωνηθέντων δυνάμει της Συμφωνίας. Ούτε μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι εναγόμενοι 1 και 2 ανέλαβαν βάσει της Συμφωνίας υποχρέωση έναντι της ενάγουσας να εκποιήσουν τις μετοχές ώστε να μην προκληθεί σ' αυτήν ζημιά. Κατά συνέπεια και ενόψει όσων λέχθηκαν σχετικά στην υπόθεση Ανδρέου ν. Τράπεζας Κύπρου (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 740, το δικαίωμα εκποίησης δεν δημιουργεί υποχρέωση στους εναγόμενους 1 και 2 ώστε να τους καταλογισθεί αμέλεια ή παράβαση καθήκοντος, ως είναι η εισήγηση του κ. Παπαντωνίου. Το δικαίωμα πώλησης των αξιών δυνάμει των όρων 2 Ε και 2 ΣΤ της Συμφωνίας, μετά την εγγραφή τους επ' ονόματι των εναγομένων 2 σύμφωνα με τους όρους 2 Β και 2 Γ, δεν δημιουργεί συμβατική υποχρέωση των εναγομένων 1 για πώληση των αξιών σε καθορισμένο χρόνο. Αυτό θα ήταν αντίθετο με το Άρθρο 134 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, και τη νομολογία σύμφωνα με την οποία ο ενεχυρούχος δανειστής μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα πώλησης όταν το αποφασίσει επιδεικνύοντας εύλογη επιμέλεια ώστε να εξασφαλίσει την τρέχουσα τιμή αγοράς και όχι χαμηλότερη (βλ. σύγγραμμα Chitty On Contracts, Specific Contracts, 27η Έκδοση, σελ. 165, παρ. 32-097 και την υπόθεση Silver Properties Ltd a.o. v. Royal Bank of Scotland plc a.o. [2004] 4 All E.R. 484. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση China and South Sea Bank Ltd v. Tan [1989] 3 All E.R. 839, ο δανειστής δεν καθίσταται εμπιστευματοδόχος των ενεχυριασθεισών αξιών και δεν έχει ευθύνη προς τον οφειλέτη αν δεν ασκήσει το δικαίωμα πώλησης, με συνέπεια η αξία τους να μειωθεί ή μηδενιστεί. Περαιτέρω αν είχε δημιουργηθεί παρακαταθήκη σύμφωνα με το Άρθρο 106 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, ως είναι άλλη εισήγηση του κ. Παπαντωνίου είναι προφανές ότι ο σκοπός της παράδοσης των αξιών ήταν να αποτελούν ενέχυρο προς εξασφάλιση των εναγομένων 1 και ο θεματοφύλακας σε τέτοια περίπτωση, σύμφωνα με το Άρθρο 110 δεν υπέχει ευθύνη για την απώλεια, καταστροφή ή χειροτέρευση των παρακαταθέντων αγαθών αν κατέβαλε την επιμέλεια, την οποία θα κατέβαλε άνθρωπος συνηθισμένης σύνεσης υπό παρόμοιες περιστάσεις για δικά του παρόμοια αγαθά (βλ. Άρθρο 109). Παρά κάποιους υπαινιγμούς της ενάγουσας για χειραγώγηση των τιμών των μετοχών του ΧΑΚ εκ μέρους των εναγομένων 1, η μείωση της αξίας των μετοχών στο ΧΑΚ δεν μπορεί να αποδοθεί σε ευθύνη των εναγομένων 1. Κατά συνέπεια δεν μπορούν να αποδοθούν στους εναγόμενους 1 και 2 ενέργειες που να έχουν προκαλέσει ζημιά στην ενάγουσα, όπως αυτή ισχυρίζεται.»
Η Εφεσείουσα με την πρώτη ομάδα λόγων έφεσης θεωρεί εσφαλμένη την πιο πάνω προσέγγιση. Αντίθετη είναι βέβαια η θέση των Εφεσιβλήτων. Ο δικηγόρος της Εφεσείουσας είχε εισηγηθεί στο πρωτόδικο δικαστήριο να ακολουθήσει επί του σημείου την υπόθεση Marketrends Finance Ltd v. Πέρδικου κ.ά. (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1042. Όμως το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι τα γεγονότα εκείνης της υπόθεσης ήταν διαφορετικά και ως εκ τούτου η υπόθεση εκείνη διακρίνετο. Η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε στις 2.11.2009. Μεταγενέστερα εκδόθηκαν επί του ιδίου θέματος και οι αποφάσεις στις υποθέσεις Συρίμη ν. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1131 και Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238 τις οποίες ο δικηγόρος της Εφεσείουσας μας κάλεσε να μην ακολουθήσουμε.
Δεν έχουμε πειστεί ότι οι υποθέσεις Συρίμη και Καλλικάς, ανωτέρω, είναι εσφαλμένες. Αντίθετα διαπιστώνουμε ότι επί των βασικών γεγονότων υπάρχουν πολλές ομοιότητες, σε αντίθεση με την υπόθεση Marketrends Finance v. Πέρδικου κ.ά., ανωτέρω, τα ιδιαίτερα γεγονότα της οποίας συμφωνούμε ότι δεν μπορούν να ταυτιστούν με αυτά στην παρούσα υπόθεση στην οποία μεταξύ της Εφεσείουσας και των Εφεσιβλήτων μεσολαβούσε χρηματιστηριακό γραφείο (Εναγόμενοι 3) προς το οποίο η Εφεσείουσα υπέγραψε πληρεξούσιο (Τεκμήριο 17) με εξουσιοδότηση «να αγοράζει και να πωλεί» χρηματιστηριακές αξίες στο όνομα της και λογαριασμό της «εκτελούμενες τις εντολές τις οποίες θα δίδονται από εμένα τηλεφωνικώς ή γραπτώς και ιδιοχείρως». Στην προκείμενη περίπτωση το λεκτικό που χρησιμοποιείται στον όρο 2 του Τεκμηρίου 2 για παροχή «δικαιώματος» στους Εφεσίβλητους 1 ως χρηματοδότες να προβαίνουν σε πώληση των αξιών, είναι το ίδιο με αυτό που χρησιμοποιήθηκε στις δύο πιο πάνω υποθέσεις στις οποίες το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι δημιουργείτο απλό «δικαίωμα» για την πώληση των μετοχών, και όχι «υποχρέωση». Όπως εξηγείται στη Συρίμη με αναφορά στη China and South Sea Bank v. Tan [1989] 3 All ER 839 η μόνη υποχρέωση της χρηματοδότριας εταιρείας, η οποία εξισώνεται με ενεχυροδανειστή, είναι ότι σε περίπτωση που αποφασίσει να ασκήσει το δικαίωμα πώλησης, να το πράξει επιδεικνύοντας εύλογη επιμέλεια.
Στην πρώτη ενότητα λόγων έφεσης εντάσσεται και το παράπονο της Εφεσείουσας (λόγος έφεσης 16) ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι δεν είχε εφαρμογή η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ και ο περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμος του 1996 (Ν. 93(Ι)/96).
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Ένας από τους λόγους που το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση του δικηγόρου των Εφεσειόντων περί εφαρμογής του Νόμου, ήταν ότι η Εφεσείουσα δεν κατονόμασε τις συγκεκριμένες πρόνοιες της συμφωνίας που κατά τον ισχυρισμό της ήταν καταχρηστικές. Παρά ταύτα, το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε διάφορους όρους της Σύμβασης πριν καταλήξει. Κατ' έφεση ο συνήγορος της Εφεσείουσας, πέραν των γενικών σχολίων περί σημαντικής ανισορροπίας εις βάρος του καταναλωτή, αναφέρθηκε στους όρους 2Ε και 2ΣΤ του Τεκμηρίου 2 ως παράδειγμα έλλειψης ατομικής διαπραγμάτευσης. Με βάση τα ενώπιον μας στοιχεία, δεν έχουμε πειστεί ότι οι συγκεκριμένοι όροι δεν έτυχαν διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών ή ότι από τους όρους δημιουργείται σημαντική ανισότητα ανάμεσα στα δύο μέρη. Όμως ακόμα και αν κάποιες πρόνοιες των όρων της Συμφωνίας δυνητικά θα μπορούσαν να τύχουν «εκμετάλλευσης» από τους Εφεσίβλητους, όπως για παράδειγμα ο συμφωνηθείς όρος περί 24ωρης προειδοποίησης για αύξηση του «περιθωρίου ασφαλείας», εντούτοις οι Εφεσίβλητοι δεν εφάρμοσαν τους όρους κατά τρόπο που να αποκτούν αδίκως πλεονεκτήματα εις βάρος της Εφεσείουσας. Πέραν τούτου, όπως ορθά υποδεικνύει ο συνήγορος των Εφεσιβλήτων, ακόμη και αν ο συγκεκριμένος όρος κρινόταν καταχρηστικός, η Εφεσείουσα δεν θα απαλλασσόταν, αλλά το πιθανότερο είναι ότι η συμφωνία θα εξακολουθούσε να δεσμεύει, αφού διαγραφόταν ο καταπιεστικός όρος.
Παρόμοια συμφωνία και όροι εξετάστηκαν από το Εφετείο στην υπόθεση Συρίμη, ανωτέρω και κρίθηκε ότι οι όροι δεν μπορούσαν να θεωρηθούν καταχρηστικοί. Όπως υποδεικνύεται, από τη στιγμή που ο επενδυτής, όπως και εδώ, έχει ανά πάσα στιγμή το δικαίωμα κατά την απόλυτη κρίση του να ρευστοποιήσει, δεν είναι δυνατό οποιαδήποτε ρήτρα στη Σύμβαση να κριθεί καταχρηστική.
Εσφαλμένη εφαρμογή προηγούμενης νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος του καταπιστεύματος - Δεύτερη ενότητα λόγων έφεσης.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας, εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε θεωρώντας ότι οι Εφεσίβλητοι δεν υπείχαν θέση εμπιστευματοδόχου-διαχειριστή. Ήταν η θέση του ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο διέκρινε την Marketrends Finance Ltd v. Πέρδικου κ.ά., ανωτέρω, αφού εκεί ό όρος 3 ο οποίος προέβλεπε για «ετήσιο δικαίωμα διαχείρισης» ήταν ακριβώς ο ίδιος με τον όρο 2 της επίδικης συμφωνίας (Τεκμήριο 2) στην παρούσα υπόθεση.
Ήταν επίσης η θέση του ότι οι δύο αποφάσεις Συρίμη και Καλλικάς, ανωτέρω οι οποίες εκδόθηκαν μεταγενέστερα της εκκαλούμενης απόφασης, διακρίνονταν, μεταξύ άλλων, και για τους πιο κάτω λόγους:-
(α) Στην παρούσα υπόθεση όλες οι αξίες που αποτελούσαν το περιθώριο ασφαλείας του λογαριασμού εγγράφονταν στο όνομα θυγατρικής εταιρείας η οποία ενεργούσε ως εμπιστευματοδόχος, σε αντίθεση με τις δύο πιο πάνω υποθέσεις στις οποίες οι μετοχές παρέμεναν εγγεγραμμένες στο όνομα του επενδυτή και ενεχυριάζονταν προς όφελος του χρηματοδότη-δανειστή.
(β) Στην παρούσα υπόθεση δεν υπάρχει στη Συμφωνία χρηματοδότησης του Επενδυτικού Σχεδίου (Τεκμήριο 2) όρος ότι ο επενδυτής είναι ελεύθερος να αγοράζει και να πωλεί μετοχές του λογαριασμού μετά την παραβίαση της Συμφωνίας, ενώ στις Συρίμη και Καλλικάς, υπήρχε τέτοιος όρος (Όρος 3). Αντίθετα στην παρούσα περίπτωση ο όρος 5 της Αίτησης για Επενδυτικό Δάνειο (Τεκμήριο 14) προβλέπει ακριβώς το αντίθετο.
(γ) Στην παρούσα υπόθεση η Εφεσείουσα σύμφωνα με τον όρο 1Δ και 3Β του Τεκμηρίου 2 δεν είχε δικαίωμα να δίδει εντολές προς την Εφεσίβλητη 1.
Έχουμε εξετάσει τόσο τα πιο πάνω, όσο και όλα τα άλλα επιχειρήματα που αναπτύσσει στην πολυσέλιδη αγόρευση του ο δικηγόρος της Εφεσείουσας και τα οποία δεν καταγράφουμε ξεχωριστά για χάριν συντομίας, αλλά δεν έχουμε πειστεί ότι στην προκείμενη περίπτωση η μεταξύ των μερών συμφωνία καθιστούσε την Εφεσίβλητη 1 διαχειρίστρια των μετοχών της Εφεσείουσας. Αντίθετα, η παροχή «δικαιώματος» στην Εφεσίβλητη είναι ενδεικτική των προθέσεων των συμβαλλομένων. Και είναι αυτό που τονίστηκε στη Συρίμη και Καλλικάς ότι το απλό «δικαίωμα» για πώληση των μετοχών δεν μπορεί να εξισωθεί με υποχρέωση για διαχείριση του χαρτοφυλακίου της Εφεσείουσας. Εάν με τη σύμβαση επιχειρείτο να καταστεί η Εφεσίβλητη διαχειρίστρια της συγκεκριμένης περιουσίας της Εφεσείουσας, θα αναμενόταν ότι οι όροι και η όλη δομή της συμφωνίας θα ήταν πολύ πιο εξειδικευμένοι ως προς τον τρόπο διαχείρισης των κινδύνων.
Το πρωτόδικο δικαστήριο με βάση τις συμφωνίες που τέθηκαν ενώπιον του [Αίτηση για Επενδυτικό Σχέδιο - Τεκμήριο 1, Συμφωνία Χρηματοδότησης Επενδυτικού Σχεδίου - Τεκμήριο 2 και Πληρεξούσιο - Τεκμήριο 17 - στην εταιρεία Share Link Securities Limited (Εναγόμενοι 3)], ορθά κατά την άποψή μας κατέληξε ότι οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν υποχρέωση να διαχειρίζονται τις μετοχές της Εφεσείουσας. Στη Συμφωνία (Τεκμήριο 2), έλαβαν μέρος τέσσερα μέρη:- (Α) Η Εφεσείουσα ως Επενδυτής, (Β) οι Εφεσίβλητοι 1 ως οι χρηματοδότες της Εφεσείουσας για συμμετοχή στο Σχέδιο για αγορά μετοχών, (Γ) οι Εφεσίβλητοι 2 ως η θυγατρική εταιρεία στην οποία απλώς θα ενεγράφονταν οι μετοχές και (Δ) οι Εναγόμενοι 3 οι οποίοι ήταν διά του Τεκμηρίου 17 εξουσιοδοτημένοι πληρεξούσιοι της Εφεσείουσας να εκτελούν τις εντολές της για αγορά και πώληση μετοχών. Σύμφωνα με τους όρους του Τεκμηρίου, οι Εφεσίβλητοι θα παρείχαν τις πιστωτικές διευκολύνσεις υπό τους όρους και εγγυήσεις που συμφωνήθηκαν. Οι διευκολύνσεις του λογαριασμού θα χρησιμοποιούνταν, σύμφωνα με τον όρο 1Γ του Τεκμηρίου 2, «αποκλειστικά και μόνο από τον χρηματιστή» ο οποίος ήταν ο πληρεξούσιος της Εφεσείουσας και ο οποίος θα εκτελούσε τις εντολές της για σκοπούς της Συμφωνίας. Όλες οι μετοχές τόσο αυτές που θα αγοράζονταν όσο και αυτές που θα κατατίθεντο για σκοπούς εγγύησης θα παρέμεναν εγγεγραμμένες στο όνομα των Εφεσιβλήτων 2 οι οποίοι θα ενεργούσαν ως εμπιστευματοδόχοι των Εφεσιβλήτων 1 ενόσω υπήρχε υπόλοιπο οφειλόμενο από την Εφεσείουσα προς τους Εφεσίβλητους 1. Οι Εφεσίβλητοι 2 αναλάμβαναν την υποχρέωση αποδοχής των εντολών του πληρεξουσίου της.
Η Εφεσείουσα για να ενισχύσει τον ισχυρισμό της περί ύπαρξης υποχρεώσεων εκ μέρους των δύο Εφεσιβλήτων και ιδιαίτερα της μεταξύ τους διασύνδεσης, υπερτόνισε το γεγονός ότι η Εφεσείουσα δεν είχε δικαίωμα να δίδει εντολές στον Εφεσίβλητο 2 με αποτέλεσμα η Εφεσίβλητη 1 να ήταν η μόνη που θα μπορούσε ως εμπιστευματοδόχος της να διαχειριστεί τις μετοχές της. Δεν συμφωνούμε. Στη Συμφωνία δεν υπάρχει κατά την κρίση μας οποιοσδήποτε όρος ο οποίος θα μπορούσε να ερμηνευθεί, όπως εισηγείται ο δικηγόρος της Εφεσείουσας, κατά τρόπο που να αποδίδει υποχρέωση στους Εφεσίβλητους 1 και 2 για διαχείριση του χαρτοφυλακίου της Εφεσείουσας. Το ότι η Εφεσείουσα δεν είχε δικαίωμα να δίδει η ίδια απευθείας εντολές στους Εφεσίβλητους, δεν διαφοροποιεί τα πράγματα, εφόσον η ίδια μπορούσε σύμφωνα με τους όρους του Συμβολαίου να δώσει τις όποιες εντολές της στους Εφεσίβλητους μέσω του χρηματιστηριακού γραφείου που ενεργούσαν ως πληρεξούσιοι αντιπρόσωποί της.
Υποχρέωση Εφεσιβλήτων για πώληση των υπό εγγύηση μετοχών για αποτροπή ζημιάς - Επαγγελματική αμέλεια - Τρίτη ενότητα λόγων έφεσης.
Με αυτή την ενότητα λόγων έφεσης, η Εφεσείουσα επαναλαμβάνοντας τους ισχυρισμούς της ότι οι Εφεσίβλητοι 1 ήταν εμπιστευματοδόχοι και διαχειριστές της περιουσίας της και ότι υπό αυτή την ιδιότητα υπείχαν ευθύνη για τον τρόπο που διαχειρίστηκαν την περιουσία της, προσβάλλει την κρίση του δικαστηρίου ότι οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν καμιά ευθύνη είτε συμβατική, είτε άλλη.
Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε, εφόσον η κατάληξη μας στις προηγούμενες ενότητες απαντά και στα κύρια παράπονα της Εφεσείουσας σε σχέση με την τρίτη ενότητα λόγων έφεσης. Ειδικά ως προς το παράπονο της Εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε ότι η Εφεσείουσα ζητούσε μέσω του αδελφού της να πωλήσει τις υπό εγγύηση μετοχές με σκοπό την αποτροπή ή μείωση της ζημιάς, αλλά οι Εφεσίβλητοι 1 αρνήθηκαν, σημειώνουμε ότι ο αδελφός της Εφεσείουσας Γ. Κουλλαπής (ΜΕ 1), πρόβαλε διάφορους ισχυρισμούς στην παράγραφο 17 της γραπτής του κατάθεσης. Όμως ο ίδιος δεν δήλωσε ότι έδωσε οδηγίες, αλλά ότι εξέφρασε «έντονες ανησυχίες για την κατάσταση των λογαριασμών» και κατά πόσο οι Εφεσίβλητοι 1 θα έπρεπε να πωλήσουν και να κλείσουν το λογαριασμό. Όμως ό,τι και να ισχυρίστηκε ο Μ.Ε.1, το πρωτόδικο δικαστήριο τον έκρινε αναξιόπιστο και δεν έδωσε πίστη στη μαρτυρία του. Το δικαστήριο έκρινε ότι οι σχετικοί ισχυρισμοί του Μ.Ε.1 ήταν εκ των υστέρων σκέψεις. Δεν έχουμε πειστεί ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε.1. Εν πάση περιπτώσει, όπως εύλογα υποδεικνύουν οι δικηγόροι των Εφεσιβλήτων, αν οι Εφεσίβλητοι δεν εκτελούσαν τις εντολές της Εφεσείουσας, εγείρεται το ερώτημα γιατί δεν έδωσε η ίδια γραπτές εντολές μέσω του χρηματιστηριακού γραφείου που ενεργούσε με βάση το πληρεξούσιο που τους παραχώρησε ή γιατί δεν τερμάτισε τη Συμφωνία για το λόγο ότι δεν εκτελούσαν τις εντολές της.
Κατά την κρίση μας, ούτε αυτή η ενότητα λόγων έφεσης ευσταθεί.
Μη απόδειξη του ισχυριζόμενου στην ανταπαίτηση χρέους - Τέταρτη ενότητα λόγων έφεσης.
Η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η εναντίον της έκδοση απόφασης στην ανταπαίτηση είναι εσφαλμένη, καθότι αγνοήθηκαν διάφορα στοιχεία μαρτυρίας. Πέραν τούτου, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η ανταπαίτηση των Εφεσιβλήτων 1 παρέμεινε αόριστη και μετέωρη και ότι αυτοί δεν απέσεισαν το απαιτούμενο βάρος απόδειξης, δεν απέδειξαν όλες τις καταχωρίσεις στις καταστάσεις λογαριασμού και ούτε παρουσίασαν καμιά εντολή της Εφεσείουσας. Στην ίδια ενότητα προσβάλλονται ως λανθασμένα τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Έχουμε εξετάσει τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 σχετικά με τη λειτουργία του λογαριασμού, τις σχετικές καταχωρίσεις σ' αυτόν, καθώς και το υπόλοιπο του λογαριασμού. Πολλά κρίνονται από το θετικό εύρημα για την αξιοπιστία του συγκεκριμένου μάρτυρα. Δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία του. Ο μάρτυρας ήταν υπεύθυνος για την παρακολούθηση και έλεγχο του λογαριασμού. Κατά την κρίση μας ορθά το δικαστήριο στηριζόμενο στη μαρτυρία του Μ.Υ.1, αποδέχθηκε την ορθότητα των καταστάσεων του λογαριασμού. Εν πάση περιπτώσει οι συγκεκριμένες καταστάσεις λογαριασμού αποτελούσαν σύμφωνα με τον περί Αποδείξεως Νόμο, Κεφ. 9, εκ πρώτης όψεως απόδειξη για τα θέματα που ήταν καταχωρημένα σ' αυτές. Το δικαστήριο έκρινε ότι από πλευράς Εφεσείουσας δεν προσκομίστηκε ικανοποιητική μαρτυρία που να ανατρέπει τα εκ πρώτης όψεως συμπεράσματα που προέκυπταν από τις συγκεκριμένες καταστάσεις. Συμφωνούμε με το δικηγόρο των Εφεσιβλήτων ότι η Εφεσείουσα αν ήθελε σοβαρά να αμφισβητήσει την εγκυρότητα των καταστάσεων, θα μπορούσε να επικαλεστεί τη μαρτυρία του χρηματιστηριακού γραφείου μέσω του οποίου διενεργούσε όλες τις συναλλαγές της. Όμως δεν κάλεσε ως μάρτυρα εκπρόσωπο του χρηματιστηριακού γραφείου ώστε να διαφανεί τι ακριβώς έγινε, εφόσον είχε διαφορετική θέση. Εν πάση περιπτώσει, το χρηματιστηριακό γραφείο, ως πληρεξούσιοι της Εφεσείουσας, ήταν μέρος της επίδικης τριμερούς συμφωνίας και τα αποδεικτικά στοιχεία που ενδεχομένως να κατάθεταν θα ήταν καταλυτικά στο θέμα της εγκυρότητας των λογαριασμών.
Κατά την άποψή μας, δεν ευσταθεί ούτε αυτή η ενότητα λόγων έφεσης.
Η έφεση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των Εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.