ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 2337
21 Νοεμβρίου, 2013
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΝΙΤΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LTD,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 339/2009)
Συμβάσεις ― Ιδιώτης ο οποίος υπέβαλε αίτηση για συμμετοχή του σε σχέδιο επενδυτικού επενδυτών λογαριασμού τραπεζικού ιδρύματος, υπέγραψε συμφωνία στη βάση της οποίας ανοίχτηκε τρεχούμενος επενδυτικός λογαριασμός, που τελικώς ακολούθησε πτωτική πορεία ― Κατά πόσο η συμφωνία μπορούσε να ακυρωθεί λόγω απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή παρανομίας και/ή αμέλειας ― Κατά πόσον οι εφεσίβλητη τράπεζα επέδειξε επαγγελματική αμέλεια ως προς τη λειτουργία του επενδυτικού της σχεδίου, και κατά πόσον υπήρξαν παραλείψεις των εφεσιβλήτων να αποκαλύψουν σχετικές εγκυκλίους και οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας και να λάβουν διορθωτικά μέτρα για αποτροπή ζημιών στο λογαριασμό του εφεσείοντα ενώ είχαν την ευθύνη παρακολούθησης του.
Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία εκδόθηκε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων σε αγωγή που ήγειραν εναντίον του εφεσείοντα, διεκδικώντας οφειλόμενο υπόλοιπο συμφωνίας για συμμετοχή του εφεσείοντα σε σχέδιο επενδυτικού λογαριασμού.
Με την υπογραφή της συμφωνίας οι εφεσίβλητοι άνοιξαν επ' ονόματι του εφεσείοντος τρεχούμενο χρεωστικό λογαριασμό (επενδυτικό λογαριασμό) με πιστωτικό όριο μέχρι ΛΚ 30.000.
Ο εφεσείων σε αντάλλαγμα για τη συμμετοχή του στο επενδυτικό σχέδιο, υπέγραψε πληρεξούσιο έγγραφο γενικής διαχείρισης του λογαριασμού του, δυνάμει του οποίου διόρισε την Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπό του. Οι τελευταίοι θα λειτουργούσαν ως χρηματιστές για την αγορά και πώληση μετοχών και θα ενημέρωναν τον ενάγοντα για τις αντίστοιχες χρεοπιστώσεις του λογαριασμού του όπως επίσης και για τη χρέωση διαφόρων άλλων ποσών.
Δυνάμει της μεταξύ των μερών συμφωνίας ο εφεσείων ήταν υποχρεωμένος να συνεισφέρει εξασφαλίσεις υπό μορφή μετρητών ή άλλων ισάξιων αξιών του Κυπριακού Χρηματιστηρίου σε ποσοστό 25% πέραν του εγκεκριμένου ορίου του λογαριασμού του. Η όποια εξασφάλιση θα έπρεπε να ενεχυριάζεται προς όφελος των εφεσιβλήτων. Ο εφεσείων αρχικά παραχώρησε μετοχές προς εξασφάλιση του λογαριασμού, όμως αργότερα οι εφεσίβλητοι με επιστολές τους πληροφόρησαν τον εφεσείοντα ότι η αξία των εξασφαλίσεων που είχε συνεισφέρει υπό μορφή μετοχών, ως χαμηλότερη από την προβλεπόμενη στη συμφωνία, απαιτούσε την παραχώρηση νέων εξασφαλίσεων.
Σε μεταγενέστερο στάδιο οι εφεσίβλητοι με επιστολή τους τερμάτισαν τη λειτουργία του εν λόγω λογαριασμού λόγω μη τήρησης εκ μέρους του εφεσείοντος των όρων της σύμβασης και απαίτησαν από τον εφεσείοντα την καταβολή του οφειλόμενου ποσού, πλέον τόκους.
Την πρωτόδικη δικάσιμο απασχόλησαν διάφορα ζητήματα μεταξύ των οποίων και αίτημα του εφεσείοντα όπως το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας μεταβεί το ίδιο, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού για να λάβει τη μαρτυρία του εφεσείοντος εκεί επειδή λόγω της ψυχικής υγείας του και των προβλημάτων του, ήταν αδύνατον ο τελευταίος να μεταβεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για να καταθέσει ενόρκως.
Το εν λόγω αίτημα είχε απορριπτική αντίκριση από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι μεταξύ άλλων λόγους:
Λόγοι έφεσης 1, 2 και 4.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με τις ενέργειες του στέρησε από τον εφεσείοντα το δικαίωμα να εμφανιστεί ενώπιον του και να παρουσιάσει την υπόθεση του, ενώ το ίδιο μετατράπη σε εμπειρογνώμονα ιατρό.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Είναι αντιληπτό ότι το να κινηθεί το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας προς το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού χωρίς να διαπιστωνόταν ικανοποιητικός λόγος, θα οδηγούσε σε εκτός λογικής πρακτικές.
2. Ήταν ορθή η παρατήρησή του Δικαστηρίου, όπως διατυπωνόταν στην υπό κρίση τελική απόφαση, ότι ουδέποτε το ίδιο το Δικαστήριο έθεσε ζήτημα κατά πόσο ο εφεσείων ήταν σε θέση να αντιληφθεί τη διαδικασία. Το ερώτημα παρέμενε πάντοτε στο κατά πόσον ο εφεσείων ήταν σε θέση να προσέλθει να καταθέσει σε αστική δίκη στην οποία ήταν διάδικος, προφανώς για προώθηση της υπεράσπισης και ανταξίωσής του.
3. Ορθώς κρίθηκε ότι δεν αποδείχθηκε ικανοποιητικός λόγος γιατί το Δικαστήριο να κάνει δεκτό το αίτημα και ορθώς απορρίφθηκε.
4. Σε καμιά περίπτωση το Δικαστήριο δεν αποστέρησε τον εφεσείοντα του δικαιώματος του να υπερασπιστεί στην υπόθεση ή να προωθήσει την υπόθεση του.
Λόγοι έφεσης 5, 6, 9 και 10.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι οι εφεσίβλητοι συμμορφώθηκαν με τις οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας για να κλείσουν τον επίδικο λογαριασμό ενώ υπήρχε ενώπιόν του αναντίλεκτη μαρτυρία περί του αντιθέτου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι Εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας που εκδόθηκαν μετά τη σύναψη μιας συμφωνίας, δεν επηρέαζαν αναδρομικώς τη νομιμότητα μιας συμφωνίας.
2. Με βάση πάγια νομολογία, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε τη φύση των Εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας, τις ερμήνευσε και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε παραβίαση τους από τους εφεσίβλητους, αλλά ούτε και οποιαδήποτε ακυρότητα της επίδικης συμφωνίας εξ αιτίας της μη συμμόρφωσης με τις πιο πάνω Εγκυκλίους.
3. Οι Εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας δεν απαγόρευαν το άνοιγμα επενδυτικού λογαριασμού και ούτε υπαγόρευαν το κλείσιμο τους. Περιορίζονταν στο να παράσχουν υποδείξεις προς τις τράπεζες για καλύτερο χειρισμό διαφόρων θεμάτων, χωρίς να εγείρεται θέμα δημόσιας πολιτικής.
Λόγος έφεσης 17.
Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάσισε ότι η ενάγουσα επέδειξε επαγγελματική αμέλεια ως προς τη λειτουργία του επενδυτικού της σχεδίου, ισχυρισμός που τεκμηριωνόταν επί των παραλείψεων των εφεσιβλήτων να αποκαλύψουν τις σχετικές εγκυκλίους και οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας και να λάβουν διορθωτικά μέτρα για αποτροπή ζημιών στο λογαριασμό του εφεσείοντα ενώ είχαν την ευθύνη παρακολούθησης του.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η θέση αυτή ήταν αντίθετη και ασυμβίβαστη με τις συμβατικές και νομικές υποχρεώσεις των εφεσιβλήτων.
2. Στο τέλος της ημέρας το Δικαστήριο ενήργησε στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας και ορθά κατέληξε στα συμπεράσματά του.
Λόγος έφεσης 7.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπερέβη τις εξουσίες του και μετατράπηκε σε οικονομικό εμπειρογνώμονα εφ' όσον προέβηκε σε οικονομικές σκέψεις και θέσεις, που επηρέασαν αρνητικά τη δικανική του κρίση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Από τα όσα η πρωτόδικη απόφαση κατέγραφε, δεν διαπιστωνόταν να υπήρχε έρεισμα στην πιο πάνω παρατήρηση.
2. Με βάση πάγια νομολογία, δεν μπορούσε να μετατραπεί το δικαίωμα σε υποχρέωση, υπάρχει δικαίωμα εκποίησης και όχι υποχρέωση. Σε περίπτωση που εξασκηθεί το δικαίωμα, τότε θα πρέπει να επιδειχθεί εύλογη η επιμέλεια.
Λόγος έφεσης 8.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με τις νομικές υπερασπίσεις του εναγομένου και τις απέρριψε συλλήβδην και χωρίς να τις αιτιολογήσει επαρκώς.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ούτε και ο λόγος αυτός ευσταθούσε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και αξιολόγησε τις νομικές θέσεις του εφεσείοντος πριν καταλήξει μεταξύ άλλων στην ορθή διαπίστωση ότι οι Εφεσίβλητοι ως δανειστές δεν μπορούσαν να καταστούν εμπιστευματοδόχοι των μετοχών που είχαν ενεχυριαστεί και ούτε μπορούσαν να θεωρηθούν υπεύθυνοι έναντι της Εφεσίβλητης ως οφειλέτιδας, σε περίπτωση που ασκούσαν το δικαίωμα πώλησης και ακολούθως η αξία των μετοχών μειωνόταν ή εκμηδενιζόταν.
2. Η μόνη υποχρέωση του ενεχυροδανειστή, όπως ήταν οι Εφεσίβλητοι, σε περίπτωση που αποφασίσει να ασκήσει το δικαίωμα πώλησης, είναι να το πράξει επιδεικνύοντας εύλογη επιμέλεια ώστε να εξασφαλίσει την τιμή της αγοράς, τη δεδομένη στιγμή.
3. Ο δανειστής δεν καθίσταται και εμπιστευματοδόχος μετοχών που έχουν ενεχυριαστεί και ούτε έχει οποιαδήποτε ευθύνη προς τον οφειλέτη σε περίπτωση που δεν ασκήσει το δικαίωμα πώλησης που έχει και η αξία των μετοχών μειωθεί.
Λόγοι έφεσης 11, 12 και 14.
Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα και όχι υποχρέωση να πωλήσουν ενεχυριασμένες μετοχές που εξασφάλιζαν τον επίδικο λογαριασμό και εσφαλμένα αποφάσισε ότι οι εφεσίβλητοι δεν υπείχαν θέση διαχειριστή.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι όροι του επενδυτικού σχεδίου κατατέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, Τεκμήριο 3 και 3Α. Σε καμιά περίπτωση δεν προέκυπτε από αυτούς ότι οι εφεσίβλητοι είχαν υποχρέωση να πωλήσουν τις ενεχυριασμένες μετοχές.
2. Είναι σαφές από τη μαρτυρία που κατατέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όσο και από τα ενώπιόν του τεκμήρια, ότι το εν λόγω σχέδιο λειτουργούσε στη βάση εντολών του εφεσείοντος.
3. Δεν εισήχθη μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που να καταδείκνυε το αντίθετο, όπως εισηγείται ο συνήγορος του εφεσείοντος.
Λόγος έφεσης 13.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αρνήθηκε να αποφασίσει επί του νομικού ισχυρισμού ότι δημιουργήθηκε σχέση εμπιστεύματος μεταξύ των διαδίκων η οποία δημιουργούσε αυξημένες υποχρεώσεις των εφεσιβλήτων έναντι του εφεσείοντος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν εισήχθη οποιαδήποτε μαρτυρία από πλευράς εφεσείοντος που να υποστήριζε τη θέση.
2. Εκείνο που αποδείχθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι οι πράξεις οι οποίες διενεργούνταν στο λογαριασμό του εφεσείοντος γίνονταν πάντοτε κατόπιν και μόνο των δικών του εντολών. Οι εφεσίβλητοι ουδέποτε φάνηκε να ενέργησαν αυθαίρετα.
Λόγοι έφεσης 15 και 16.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναιτιολόγητα έκαμε εύρημα ότι ο εναγόμενος έδωσε όλες τις εντολές που αφορούσαν τον επενδυτικό λογαριασμό, χωρίς να έχει προς τούτο ρητή μαρτυρία.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Δικαστήριο αποδεχόμενο τη μοναδική μαρτυρία για τους εφεσίβλητους και στηριζόμενο στα τεκμήρια που κατατέθησαν ενώπιόν του, γραπτές εντολές του εναγομένου, καθώς και τα Τεκμήρια που αποτελούσαν τις τραπεζικές καταστάσεις λογαριασμού του, αποδέχθηκε ότι καταδείχθηκε με λεπτομέρεια οι χρηματιστηριακές πράξεις οι οποίες διενεργήθηκαν.
2. Το Δικαστήριο εξέτασε την αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού την οποία κατέθεσε η Μ.Υ.1, σύμφωνα με την οποία περιοριζόταν το υπόλοιπο του λογαριασμού του εφεσείοντος-εναγομένου 1 στο ποσό της απόφασης, περιλαμβανομένων και των τόκων, ενώ είχαν αφαιρεθεί έξοδα και δεν κεφαλαιοποιούνταν τόκοι.
Λόγος έφεσης 18.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε το Δικαστήριο τον ισχυρισμό για την αναγκαιότητα λήψης ανεξάρτητης νομικής συμβουλής.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι όροι του σχεδίου ήσαν απλοί και δεν χρειαζόταν κανείς ιδιαίτερες γνώσεις για να αντιληφθεί τους κινδύνους.
2. Άλλωστε, δεν επρόκειτο για παροχή εγγύησης σε τρίτο πρόσωπο ώστε η υπόθεση να καλύπτεται από τη νομολογία που αφορά στους εγγυητές.
Λόγος έφεσης 19.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε και δεν ενδιέτριψε επί των στοιχείων της υπεράσπισης και απέρριψε αναιτιολόγητα τόσο την υπεράσπιση όσο και την ανταπαίτηση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν ήταν υποχρέωση των εφεσιβλήτων να διατηρήσουν την αναλογία της εξασφάλισης. Η υποχρέωση αυτή βάρυνε τον εφεσείοντα.
2. Δεν υπήρχε μαρτυρία που να υποστήριζε τις θέσεις του εφεσείοντος. Αντιθέτως, η μαρτυρία την οποία προσέφεραν οι εφεσίβλητοι κατέδειξε ότι οι τελευταίοι ενεργούσαν πάντοτε και σύμφωνα με τις εντολές του εφεσείοντος και ουδέποτε χωρίς εντολή.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ζερβού ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2013) 1 Α.Α.Δ. 38,
Συρίμη ν. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1131,
Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238,
Ζερβού κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2192,
Γρηγορίου ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ. 2229,
Μαρκίδης ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2012) 1 Α.Α.Δ. 324,
Καραγιάννης κ.ά. ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, (2012) 1 Α.Α.Δ. 2379,
Μάτση ν. Ellinas Finance Ltd. (2012) 1 Α.Α.Δ. 2400,
St Edmundsbury and Ipswich Diocesan Board of Finance a.ο. v. Clark [1973] 2 All E.R. 1155,
Stefanidou v. Pirgoti (1975) 1 C.L.R. 100,
Γιάλλουρου ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ κ.ά. (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ.1635,
Marketrends Finance Ltd ν. Πέρδικου (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1042,
Αργυρού κ.ά. ν. Κυπριακή Τράπεζα Αναπτύξεως Λτδ (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1255,
Suphire (Finance) Ltd v. Παπαμιχαήλ (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1649,
Γρηγορίου ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2012) 1 Α.Α.Δ. 1247,
Alpha Bank Ltd ν. Στεφάνου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1101.
Έφεση.
Έφεση από τον Εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαμιχαήλ, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 13729/2002), ημερομ. 30/9/2009.
Α. Παπαντωνίου, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Κωνσταντίνου (κα) για Α. Μαρκίδη και Α. Πασχαλίδη, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 30.9.2009 με την οποία συμπαρασύρεται και η ενδιάμεση απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου ημερομηνίας 24.3.2009.
Προβάλλονται συνολικά 20 λόγοι έφεσης. Ο 20ος αποσύρθηκε κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας. Πριν προχωρήσουμε στην εξέταση των λόγων έφεσης κρίνουμε χρήσιμο και καλό να παραθέσουμε το πλαίσιο των δικογραφημένων θέσεων και το ιστορικό που οδήγησε στην όλη διαφορά μεταξύ των μερών.
Στις 13.5.1999 ο εφεσείων αιτήθηκε διά μέσου της Ελληνικής Τράπεζας Επενδύσεις Λτδ, συμμετοχή στο σχέδιο επενδυτικού λογαριασμού των εφεσιβλήτων, η οποία και έγινε αποδεκτή. Ακολούθησε υπογραφή συμφωνίας ημερ. 13.5.1999 και οι εφεσίβλητοι άνοιξαν επ' ονόματι του εφεσείοντος τρεχούμενο χρεωστικό λογαριασμό (επενδυτικό λογαριασμό) με πιστωτικό όριο μέχρι ΛΚ 30.000. Ο εφεσείων σε αντάλλαγμα για τη συμμετοχή του στο επενδυτικό σχέδιο, υπέγραψε πληρεξούσιο έγγραφο δυνάμει του οποίου διόρισε την Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπό του. Οι τελευταίοι θα λειτουργούσαν ως χρηματιστές για την αγορά και πώληση μετοχών και θα ενημέρωναν τον ενάγοντα για τις αντίστοιχες χρεοπιστώσεις του λογαριασμού του όπως επίσης και για τη χρέωση διαφόρων άλλων ποσών. Γενικά να διαχειρίζεται το λογαριασμό του.
Δυνάμει της μεταξύ των μερών συμφωνίας ο εφεσείων ήταν υποχρεωμένος να συνεισφέρει εξασφαλίσεις υπό μορφή μετρητών ή άλλων ισάξιων αξιών του Κυπριακού Χρηματιστηρίου σε ποσοστό 25% πέραν του εγκεκριμένου ορίου του λογαριασμού του. Η όποια εξασφάλιση θα έπρεπε να ενεχυριάζεται προς όφελος των εφεσιβλήτων. Ο εφεσείων αρχικά παραχώρησε μετοχές προς εξασφάλιση του λογαριασμού, όμως αργότερα οι εφεσίβλητοι με επιστολές τους πληροφόρησαν τον εφεσείοντα ότι η αξία των εξασφαλίσεων που είχε συνεισφέρει υπό μορφή μετοχών, ως χαμηλότερη από την προβλεπόμενη στη συμφωνία, απαιτούσε την παραχώρηση νέων εξασφαλίσεων. Στις 13.2.2001, οι εφεσίβλητοι με επιστολή τους τερμάτισαν τη λειτουργία του εν λόγω λογαριασμού λόγω μη τήρησης εκ μέρους του εφεσείοντος των όρων της σύμβασης και απαίτησαν από τον εφεσείοντα την καταβολή του οφειλόμενου ποσού πλέον τόκους.
Οι λόγοι έφεσης, τους οποίους θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε με τη μέγιστη δυνατή οικονομία που μας επιτρέπεται υπό τας περιστάσεις, έχουν ήδη τεθεί και απαντηθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο με την ευκαιρία άλλων συναφών εφέσεων στις οποίες ηγέρθησαν ταυτόσημοι αν όχι σχεδόν πανομοιότυποι λόγοι έφεσης.
Σειρά από προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου επεσήμαναν και έψεξαν τη στάση που επιδεικνύει ο κ. Παπαντωνίου έναντι των προηγούμενων δεσμευτικών αποφάσεων, ο οποίος δυστυχώς μέχρι σήμερα συνεχίζει με τη στάση του και τη συμπεριφορά του παραγνωρίζοντας τα όσα μέχρι σήμερα έχουν νομολογηθεί να προωθεί πανομοιότυπες εφέσεις: Ζερβού ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2013) 1 Α.Α.Δ. 38, Συρίμη ν. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1131, Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238, Ζερβού κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2192, Γρηγορίου ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2229, Μαρκίδης ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2012) 1 Α.Α.Δ. 324, Καραγιάννης κ.ά. ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2012) 1 Α.Α.Δ. 2379, Μάτση ν. Ellinas Finance Ltd. (2012) 1 Α.Α.Δ. 2400.
Η ιδιομορφία στην παρούσα περίπτωση και το καινοφανές της όλης υπόθεσης επικεντρώνεται στους λόγους έφεσης 1, 2 και 4 που άπτονται της θέσης του εφεσείοντος ότι το Δικαστήριο με τις ενέργειες του στέρησε από τον εφεσείοντα το δικαίωμα να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου και να παρουσιάσει την υπόθεση του, ενώ το ίδιο μετατράπη σε εμπειρογνώμονα ιατρό για να καταλήξει στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι ήταν επιλογή του ιδίου του εφεσείοντος να μην προσέλθει στο Δικαστήριο να καταθέσει. Ενέργειες και τελική απόφαση η οποία πλήττει το θεμέλιο της δίκαιης δίκης, το σκληρό πυρήνα, όπως εισηγείται ο κ. Παπαντωνίου, του αντιπαραθετικού συστήματος και της ισότητας των όπλων των διαδίκων. Σοβαρός λόγος όπως εισηγείται, ο οποίος από μόνος του θα πρέπει να οδηγήσει σε παραμερισμό και ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης χωρίς να απαιτείται να εξεταστούν και οι λοιποί λόγοι έφεσης.
Κρίνουμε ότι ο 1ος, 2ος και 4ος λόγος έφεσης όντως συνδέονται και έτσι θα τους εξετάσουμε.
Μετά το κλείσιμο της υπόθεσης για την εφεσίβλητη τράπεζα κατέθεσαν συνολικά έξι μάρτυρες. Ο κύριος Παπαντωνίου για τον εφεσείοντα υπέβαλε αίτημα το οποίο είχε υποβληθεί προηγουμένως και προφορικά ενώπιον του Δικαστηρίου και απορρίφθηκε: Λόγω της ψυχικής υγείας του εναγομένου-εφεσείοντος και των προβλημάτων του, ήταν αδύνατον ο τελευταίος να μεταβεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για να καταθέσει ενόρκως, τα προβλήματα του δεν του επέτρεπαν να ταξιδέψει μέχρι τη Λευκωσία, ζητούσε λοιπόν από το Δικαστήριο να μεταβεί το ίδιο στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού για να λάβει τη μαρτυρία του εφεσείοντος εκεί. Η συνήγορος των εφεσιβλήτων άφησε το ζήτημα στην κρίση του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο αφού εξέτασε τα ενώπιον του ιατρικά πιστοποιητικά όπως έθεσε κατά καιρούς ενώπιον του ο κ. Παπαντωνίου, ιατρικά πιστοποιητικά ψυχιάτρων διαφόρων ημερομηνιών, κατέληξε ότι ο εναγόμενος-εφεσείων δεν προσήλθε στο Δικαστήριο να καταθέσει γιατί αυτό ήταν δική του επιλογή και επιλογή του συνηγόρου της εκλογής του. Έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο εφεσείων-αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης: ότι ο ίδιος είχε τη δυνατότητα να καταθέσει ενώπιον Δικαστηρίου είτε αυτό συνεδρίαζε στη Λεμεσό είτε στη Λευκωσία, εν όψει και του ιατρικού πιστοποιητικού που κατατέθηκε και ότι εν πάση περιπτώσει η μαρτυρία των ειδικών ιατρών δεν ήταν τέτοια ώστε να ικανοποιήσει το αίτημα. Στις παραμέτρους του αιτήματος το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του την υπόθεση St Edmundsbury and Ipswich Diocesan Board of Finance a.ο. v. Clark [1973] 2 All E.R. 1155, την οποία επικαλέστηκε ο κ. Παπαντωνίου, όπου εκεί αποφασίστηκε, ως παρατηρεί και το Δικαστήριο, ότι θα ήταν καλύτερο για το Δικαστήριο να ακούσει τη μαρτυρία μιας 84χρονης μάρτυρος με πολλά προβλήματα υγείας στον τόπο διαμονής της παρά να εκδώσει διάταγμα σύμφωνα με την Αγγλική Δικονομική Πρακτική. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαφοροποίησε την υπό κρίση υπόθεση από την St Edmundsbury (ανωτέρω): εκεί έκρινε υπήρχε ένας ψυχολογικά και διανοητικά ικανός μάρτυρας, αλλά λόγω της κατάστασης της υγείας του, υπήρχε αντικειμενική αδυναμία να ταξιδέψει στο Δικαστήριο όπου διεξαγόταν η δίκη. Αδυναμία που στην περίπτωση του εφεσείοντος κρίθηκε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε.
Δεν θα σχολιάσουμε ούτε θα υπεισέλθουμε στη λογική της St Edmundsbury, (ανωτέρω). Είναι προφανές ότι κρίθηκε κάτω από τα δικά της ιδιαίτερα γεγονότα και τις συνθήκες της τότε εποχής. Γίνεται αντιληπτό ότι το να κινηθεί το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας προς το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού χωρίς να διαπιστωθεί ικανοποιητικός λόγος, «sufficient reason», θα οδηγούσε σε εκτός λογικής πρακτικές. Eίναι ορθή η παρατήρησή του Δικαστηρίου, όπως διατυπώνεται στην υπό κρίση τελική απόφαση, ότι ουδέποτε το ίδιο το Δικαστήριο έθεσε ζήτημα κατά πόσο ο εφεσείων ήταν σε θέση να αντιληφθεί τη διαδικασία. Το ερώτημα παρέμενε πάντοτε στο κατά πόσον ο εφεσείων ήταν σε θέση να προσέλθει να καταθέσει σε αστική δίκη στην οποία ήταν διάδικος, προφανώς για προώθηση της υπεράσπισης και ανταξίωσής του. Ορθώς κρίθηκε ότι δεν αποδείχθηκε ικανοποιητικός λόγος γιατί το Δικαστήριο να κάνει δεκτό το αίτημα και ορθώς κρίνουμε απορρίφθηκε.
Είναι η κατάληξη μας ότι σε καμιά περίπτωση το Δικαστήριο δεν αποστέρησε τον εφεσείοντα του δικαιώματος του να υπερασπιστεί στην υπόθεση ή να προωθήσει την υπόθεση του όπως ο ίδιος έκρινε προς το συμφέρον του ή να καλέσει μάρτυρες ή να παραθέσει ή τουλάχιστον να προσπαθήσει να προσαγάγει μαρτυρία μέσα στα πλαίσια του περί Αποδείξεως Νόμου όπως τροποποιήθηκε και ως είχε το δικαίωμα αλλά και τη δυνατότητα. Αντιθέτως, καμιά προσπάθεια καταβλήθηκε εκ μέρους του συνηγόρου του εφεσείοντος ώστε να υποστηριχθούν οι θέσεις του εναγομένου όπως προβάλλονταν με την υπεράσπισή του και το θέμα παρέμεινε μόνο στη διάσταση του αιτήματος όπως ο κ. Παπαντωνίου το πλαισίωσε.
Ο 1ος, 2ος και 4ος λόγος έφεσης απορρίπτονται.
Λόγος έφεσης 3.
Τα ευρήματα και διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ήταν καθ' όλα αρμόδιο να εκδικάσει την υπό κρίση υπόθεση είναι απολύτως ορθά και αιτιολογημένα. Ναι, μεν, ο εφεσείων είχε την κατοικία του στη Λεμεσό, όμως η συμφωνία ολοκληρώθηκε στη Λευκωσία, οι εφεσίβλητοι είχαν την έδρα τους στη Λευκωσία, ως εκ τούτου, σε τέτοια περίπτωση τόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, όσο και το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού είχαν συντρέχουσα δικαιοδοσία (Stefanidou v. Pirgoti (1975) 1 C.L.R. 100).
Λόγοι έφεσης 5, 6, 9 και 10.
Οι λόγοι άπτονται μιας σειράς Εγκυκλίων τις οποίες είχε εκδώσει η Κεντρική Τράπεζα, Τεκμήρια 25Α - Ζ: Ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι οι εφεσίβλητοι συμμορφώθηκαν με τις οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας για να κλείσουν τον επίδικο λογαριασμό, ενώ υπήρχε ενώπιόν του αναντίλεκτη μαρτυρία περί του αντιθέτου. Και όχι μόνο προωθεί τη θέση ότι ενώ το Δικαστήριο εσφαλμένα και αναιτιολόγητα έκρινε ότι οι ενάγοντες συμμορφώθηκαν με τις οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάσισε ότι οι Εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας εκφράζουν τη δημόσια πολιτική και συνεπώς η συνέχιση της λειτουργίας του επενδυτικού σχεδίου ήταν νόμιμη, δεν ασχολήθηκε καθόλου με ένα τέτοιο καίριο θέμα που αφορούσε τη νομιμότητα του επίδικου επενδυτικού λογαριασμού, και ενώ είχε υποχρέωση να αποκαλύψει την ύπαρξη τους δεν το έπραξε.
Όπως επισημάνθηκε στην απόφαση Μαρκίδης ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) (2012) 1 Α.Α.Δ. 324, η φύση των Εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας εξετάστηκε και στην υπόθεση Γιάλλουρου ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ κ.ά. (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1635, στην οποία τονίστηκε ότι οι Εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας που εκδόθηκαν μετά τη σύναψη μιας συμφωνίας, δεν επηρεάζουν αναδρομικώς τη νομιμότητα μιας συμφωνίας. Υιοθετώντας τις πιο πάνω αποφάσεις καταλήγουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε τη φύση των Εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας, τις ερμήνευσε και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε παραβίαση των Εγκυκλίων από τους εφεσίβλητους, αλλά ούτε και οποιαδήποτε ακυρότητα της επίδικης συμφωνίας εξ αιτίας της μη συμμόρφωσης με τις πιο πάνω Εγκυκλίους.
Όπως επιβεβαιώθηκε στη Συρίμη, (ανωτέρω):
«.οι Εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας δεν απαγόρευαν το άνοιγμα επενδυτικού λογαριασμού και ούτε υπαγόρευαν το κλείσιμο τους. Περιορίζονται στο να παράσχουν υποδείξεις προς τις τράπεζες για καλύτερο χειρισμό διαφόρων θεμάτων, χωρίς να εγείρεται θέμα δημόσιας πολιτικής.».
Λόγος έφεσης 17.
Ο 17ος λόγος έφεσης συναρτάται ουσιαστικά εκ του αποτελέσματος των αμέσως ανωτέρω λόγων έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάσισε ότι η ενάγουσα επέδειξε επαγγελματική αμέλεια ως προς τη λειτουργία του επενδυτικού της σχεδίου, ισχυρισμός που τεκμηριώνεται επί των παραλείψεων των εφεσιβλήτων να αποκαλύψουν τις σχετικές εγκυκλίους και οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας και να λάβει διορθωτικά μέτρα για αποτροπή ζημιών στο λογαριασμό του εφεσείοντα ενώ είχε την ευθύνη παρακολούθησης του. Στη βάση των όσων έχουμε αναφέρει ανωτέρω και υιοθετώντας τις παρατηρήσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, απορρίπτουμε τις πιο πάνω θέσεις και επαναλαμβάνουμε ότι η θέση αυτή είναι αντίθετη και ασυμβίβαστη με τις συμβατικές και νομικές υποχρεώσεις των εφεσιβλήτων. Στο τέλος της ημέρας το Δικαστήριο ενήργησε στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας και ορθά κατέληξε στα συμπεράσματά του.
Λόγος έφεσης 7.
Παραπονείται ο εφεσείων ότι το Δικαστήριο υπερέβη τις εξουσίες του και μετατράπηκε σε οικονομικό εμπειρογνώμονα εφ' όσον προέβηκε σε οικονομικές σκέψεις και θέσεις, που επηρέασαν αρνητικά τη δικανική του κρίση. Συνδέει το ζήτημα με το ότι οι εφεσίβλητοι δεν εξάσκησαν το δικαίωμά τους για πώληση των εν λόγω μετοχών των χαρτοφυλακίων του προς ικανοποίησή τους, γιατί η ενέργεια αυτή θα επέφερε βαρύτατο πλήγμα, όχι μόνο στους επενδυτές, αλλά και σε όλο το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Κύπρου και γενικά στην οικονομία. Από τα όσα η πρωτόδικη απόφαση καταγράφει δεν διαπιστώνουμε να υπάρχει έρεισμα στην πιο πάνω παρατήρηση. Παραθέτουμε απόσπασμα από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
«Μέσα από την αντεξέταση στην οποία υπεβλήθησαν οι έξι μάρτυρες των Εναγόντων ο κ. Παπαντωνίου προσπάθησε να εκμαιεύσει ανεπιτυχώς ότι οι οποιεσδήποτε πράξεις στο λογαριασμό του Εναγομένου γίνονταν χωρίς την εντολή του, ότι ο ίδιος υπέγραψε τη συγκεκριμένη συμφωνία κατόπιν παροτρύνσεων υπαλλήλου ή υπαλλήλων της ΕΤΕ ότι θα πραγματοποιούσε κέρδη, ότι ο Εναγόμενος δεν ελάμβανε τα contract notes, δεν ενημερώνετο για τις πράξεις που εκτελούντο όχι κατόπιν εντολών του και δεν ελάμβανε τις τριμηνιαίες καταστάσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Με την αντεξέταση επίσης ο κ. Παπαντωνίου προσπάθησε να υποδείξει στο Δικαστήριο ότι υπήρξε παράβαση των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας και ότι οι Ενάγοντες όφειλαν να ρευστοποιήσουν το χαρτοφυλάκιο του Εναγομένου σύμφωνα με τις οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας κατά το χρόνο ανατροπής του περιθωρίου ασφαλείας και για προστασία του επενδυτή αλλά και για ελαχιστοποίηση των ζημιών της Τράπεζας. Η θέση αυτή του κ. Παπαντωνίου εδράζεται στην αντίληψη ότι οι Ενάγοντες είχαν υποχρέωση ρευστοποίησης των ενεχυριασμένων προς αυτούς μετοχών κατά το χρόνο ανατροπής του περιθωρίου εξασφάλισης. Η θέση όμως αυτή είναι αντίθετη και ασυμβίβαστη με τις συμβατικές και τις νομικές υποχρεώσεις των Εναγόντων. Κατ' αρχή θα πρέπει να ειπωθεί ότι τέτοια υποχρέωση δεν υφίσταται στο Τεκμήριο 1, αλλά αυτό είναι δικαίωμα των Εναγόντων το οποίο είναι δυνατό να ασκήσουν εφόσον επιλέξουν να το ασκήσουν. Κατά τον ουσιώδη χρόνο η άσκηση τέτοιου δικαιώματος εκ μέρους των Τραπεζών θα επηρέαζε δυσμενώς χιλιάδες επενδυτές το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Κύπρου και γενικά την οικονομία. Ήταν μια διεργασία που δεν μπορούσε να υλοποιηθεί άμεσα. Βλ. China South Sea Bank Ltd v. Tan Soon Gin (1990) Α.C. 536, όπου αποφασίστηκε ότι ο πιστωτής δεν είχε ευθύνη προς τον χρεώστη για να εξασκήσει το δικαίωμα πώλησης που είχε και το οποίο αναφύετο από ενέχυρο αλλά δικαίωμα να αποφασίσει ο ίδιος εάν και πότε θα πωλούσε.».
Τα πιο πάνω εξετάστηκαν στις υποθέσεις Συρίμη και Καλλικά, (ανωτέρω), όπου αποφασίστηκε ότι δεν μπορούσε να μετατραπεί το δικαίωμα σε υποχρέωση, υιοθετώντας την υπόθεση Τan, (ανωτέρω) που υποστηρίζουν τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου: υπάρχει δικαίωμα εκποίησης και όχι υποχρέωση. Σε περίπτωση που εξασκηθεί το δικαίωμα τότε θα πρέπει να επιδειχθεί εύλογη η επιμέλεια.
Ο 7ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Λόγος έφεσης 8.
Με τον 8ο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με τις νομικές υπερασπίσεις του εναγομένου και ότι τις απέρριψε συλλήβδην και χωρίς να τις αιτιολογήσει επαρκώς. Ούτε και ο λόγος αυτός ευσταθεί. Το Δικαστήριο εξέτασε και αξιολόγησε τις νομικές θέσεις του εφεσείοντος πριν καταλήξει ότι:
«Ένας άλλος ισχυρισμός του Εναγομένου ότι δήθεν οι Ενάγοντες κατέστησαν εμπιστευματοδόχοι του νομίζω ότι δεν χρήζει σοβαρής αξιολόγησης γιατί είναι φανερό ότι από την μαρτυρία οι Ενάγοντες παραχώρησαν σ' αυτόν πιστωτικό όριο για να επενδύσει σε μετοχές που ο ίδιος επέλεγε να αγοράζει ή να πωλεί. Μέσα από το σύνολο της μαρτυρίας αλλά και από την αντεξέταση στην οποία υπεβλήθησαν οι μάρτυρες των Εναγόντων δεν καταφαίνεται ότι καμιά από τις εισηγήσεις του κ. Παπαντωνίου ευσταθεί. Η μαρτυρία των Εναγόντων παρέμεινε ουσιαστικά αναντίλεκτη.».
Πανομοιότυποι νομικοί ισχυρισμοί σε σχέση με πανομοιότυπες συμβάσεις και νομικά έγγραφα κρίθηκαν ανυπόστατοι από το Εφετείο το οποίο επιδοκίμασε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην Καλλικάς (ανωτέρω) απ' όπου και το απόσπασμα που ακολουθεί, σ. 1254-1255:
«Ούτε ο όρος 11 του σχεδίου θα μπορούσε να μετατρέψει το δικαίωμα σε υποχρέωση. Όπως ορθά υποδεικνύεται στην πρωτόδικη απόφαση με αναφορά στην China and South Sea Bank v. Tan [1989] 3 All ER 839, οι Εφεσίβλητοι ως δανειστές δεν μπορούσαν να καταστούν εμπιστευματοδόχοι των μετοχών που είχαν ενεχυριαστεί και ούτε μπορούσαν να θεωρηθούν υπεύθυνοι έναντι της Εφεσίβλητης ως οφειλέτριας, σε περίπτωση που ασκούσαν το δικαίωμα πώλησης και ακολούθως η αξία των μετοχών μειωνόταν ή εκμηδενιζόταν. Η μόνη υποχρέωση του ενεχυριοδανειστή, όπως ήταν οι Εφεσίβλητοι, σε περίπτωση που αποφασίσει να ασκήσει το δικαίωμα πώλησης, είναι να το πράξει επιδεικνύοντας εύλογη επιμέλεια ώστε να εξασφαλίσει την τιμή της αγοράς, τη δεδομένη στιγμή.
Δεν συμφωνούμε ότι στην προκειμένη περίπτωση εγείρεται θέμα παραβίασης του περί Επιτροπών Εμπιστεύματος Νόμου, Κεφ. 193, όπως εισηγείται στην εκατοντασέλιδη αγόρευση του ο κ. Παπαντωνίου, στα πλαίσια του δέκατου λόγου έφεσης. Ούτε συμφωνούμε ότι όσα διαπιστώθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο, έρχονται σε αντίθεση με τον δικαστικό λόγο της αγγλικής υπόθεσης China and South Sea Bank v. Tan (ανωτέρω). Η πιο πάνω υπόθεση χρησιμοποιήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ως ενισχύουσα τη θέση ότι ο δανειστής δεν καθίσταται και εμπιστευματοδόχος μετοχών που έχουν ενεχυριαστεί και ούτε έχει οποιαδήποτε ευθύνη προς τον οφειλέτη σε περίπτωση που δεν ασκήσει το δικαίωμα πώλησης που έχει και η αξία των μετοχών μειωθεί. Μπορεί η πιο πάνω αγγλική υπόθεση να έχει διαφορές με την υπό εκδίκαση, αλλά καμιά διαφορά δεν διαπιστώνεται στην πιο πάνω διαπιστωθείσα αρχή του κοινοδικαίου, η οποία συνάδει με το δικό μας δίκαιο, όπως αυτό κωδικοποιείται στο Κεφ. 149.».
Λόγοι έφεσης 11, 12 και 14.
Με τους λόγους έφεσης ο εφεσείων επανέρχεται με το επιχείρημα ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα και όχι υποχρέωση να πωλήσουν ενεχυριασμένες μετοχές που εξασφάλιζαν τον επίδικο λογαριασμό και ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι οι εφεσίβλητοι δεν υπήχαν θέση διαχειριστή και ότι ενεργούσαν ως εμπιστευματοδόχοι του εφεσείοντος.
Το ζήτημα ως προς τη σχέση εμπιστευματοδόχου συναρτάται άμεσα με το λόγο έφεσης 8. Οι όροι του επενδυτικού σχεδίου κατατέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, Τεκμήριο 3 και 3Α. Σε καμιά περίπτωση δεν προκύπτει από αυτούς ότι οι εφεσίβλητοι είχαν υποχρέωση να πωλήσουν τις ενεχυριασμένες μετοχές. Από το Τεκμήριο 6, έγγραφο ενεχυρίασης μετοχών και τους όρους αυτού, προκύπτει όντως ξεκάθαρα ότι πρόκειται για δικαίωμα της τράπεζας για πώληση των μετοχών και όχι για υποχρέωση. Οι πιο πάνω όροι είναι, κατά την άποψή μας, ξεκάθαροι και θέτουν πράγματι εκτός συζήτησης τα επιχειρήματα του δικηγόρου του εφεσείοντος που υποστηρίζουν τους λόγους έφεσης. Είναι σαφές από τη μαρτυρία που κατατέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όσο και από τα ενώπιόν του τεκμήρια ότι το εν λόγω σχέδιο λειτουργούσε στη βάση εντολών του εφεσείοντος-εντολέως του. Δεν εισήχθη μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που να καταδεικνύει το αντίθετο, όπως εισηγείται ο συνήγορος του εφεσείοντος.
Ο ίδιος λόγος καλύπτεται και συσχετίζεται στη γραπτή αγόρευση του εφεσείοντος για αμέλεια της τράπεζας και κακοπιστία. Πουθενά, όμως, τόσο από τα πρακτικά, όσο και από τα τεκμήρια τα οποία κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν προκύπτει ίχνος μαρτυρίας. Γίνεται επίσης αναφορά και πολύς λόγος για μη άσκηση εύλογης επιμέλειας από πλευράς της Ελληνικής Τράπεζας Επενδύσεις, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, δεν είναι διάδικος και ούτε υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία που να συνδέει ή να υποστηρίζει την εν λόγω τράπεζα με τις αιτιάσεις του εφεσείοντος.
Η υπόθεση Marketrends Finance Ltd ν. Πέρδικου (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1042, την οποία επικαλείται ο κ. Παπαντωνίου κρίθηκε με τα δικά της ιδιαίτερα γεγονότα. Εκεί αμφισβητήθηκε κατά πόσο το πρόσωπο που ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της εταιρείας και λάμβανε τις εντολές του εφεσίβλητου τα οικειοποιείτο για δικό του λογαριασμό. Στην υπό κρίση περίπτωση το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία την οποία έκρινε αξιόπιστη, σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων ήταν εκείνος που έδινε τις εντολές για να ακολουθήσουν οι όποιες χρηματοπιστωτικές πράξεις στον επίδικο λογαριασμό (Τεκμήρια 15, 15Α, 16-18) προφορικές εντολές του εφεσείοντος (Τεκμήριο 43), και βιβλίο εντολών (Τεκμήριο 31(β))
Οι αποφάσεις στις οποίες παραπέμπει ο κ. Παπαντωνίου, Αργυρού κ.ά. ν. Κυπριακή Τράπεζα Αναπτύξεως Λτδ (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1255 και άλλες, δεν έχουν σχέση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης: κρίθηκαν κάτω από τα δικά τους ιδιαίτερα περιστατικά. Κρίνουμε αχρείαστη λοιπόν την περαιτέρω ενασχόληση με το ζήτημα.
Λόγος έφεσης 13.
Ο εφεσείων παραπονείται ότι το Δικαστήριο αρνήθηκε να αποφασίσει επί του νομικού ισχυρισμού ότι δημιουργήθηκε σχέση εμπιστεύματος μεταξύ των διαδίκων η οποία δημιουργούσε αυξημένες υποχρεώσεις των εφεσιβλήτων έναντι του εφεσείοντος. Το Δικαστήριο στη σελ. 11 της απόφασής του παρατηρεί:
«ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν χρήζει σοβαρής αξιολόγησης γιατί είναι φανερό ότι από την μαρτυρία οι Ενάγοντες παραχώρησαν σ' αυτόν πιστωτικό όριο για να επενδύσει σε μετοχές που ο ίδιος επέλεγε να αγοράζει ή να πωλεί. Μέσα από το σύνολο της μαρτυρίας αλλά και από την αντεξέταση στην οποία υπεβλήθησαν οι μάρτυρες των Εναγόντων δεν (sic) καταφαίνεται ότι καμιά από τις εισηγήσεις του κ. Παπαντωνίου ευσταθεί. Η μαρτυρία των Εναγόντων παρέμεινε ουσιαστικά αναντίλεκτη.».
Η θέση επομένως του εφεσείοντος ότι δεν αποφάσισε το Δικαστήριο επί του συγκεκριμένου σημείου δεν ευσταθεί. Δεν υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία που να υποστηρίζει την πιο πάνω θέση, ούτε καν δικογραφημένος ισχυρισμός για τη δημιουργία εμπιστεύματος. Απλώς και μόνο αναφορά ότι οι εφεσίβλητοι κατέστησαν εμπιστευματοδόχοι. Σε κάθε όμως περίπτωση δεν εισήχθη οποιαδήποτε μαρτυρία από πλευράς εφεσείοντος που να υποστηρίζει τη θέση. Εκείνο που αποδείχθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ότι οι πράξεις οι οποίες διενεργούνταν στο λογαριασμό του εφεσείοντος γίνονταν πάντοτε κατόπιν και μόνο των δικών του εντολών. Οι εφεσίβλητοι ουδέποτε φάνηκε να ενέργησαν αυθαίρετα. Παραπέμπουμε και πάλιν στην Καλλικάς, (ανωτέρω) όπου το Δικαστήριο απέρριψε παρόμοιους ισχυρισμούς, και επαναλαμβάνουμε όσα αναφέρθηκαν σε συσχετισμό με το λόγο έφεσης 8.
Λόγοι έφεσης 15 και 16.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναιτιολόγητα έκαμε εύρημα ότι ο εναγόμενος έδωσε όλες τις εντολές που αφορούσαν τον επενδυτικό λογαριασμό, χωρίς να έχει προς τούτο ρητή μαρτυρία, λόγος που συνδυάζεται με τον 15ο λόγο έφεσης: Εσφαλμένα το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων επί μίας αιτήσεως αβέβαιης και ατεκμηρίωτης και δεν έλαβε υπ' όψιν ότι οι εφεσίβλητοι παρουσίασαν στο Δικαστήριο ως τεκμήρια διάφορους αναδομημένους λογαριασμούς για να καταλήξουν στην απαίτησή της. Δεν αιτιολόγησε καθόλου το Δικαστήριο πως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων οφείλει στους εφεσίβλητους το ποσό της απόφασης, καθιστώντας την απόφασή του ατεκμηρίωτη.
Το Δικαστήριο εξέτασε το εν λόγω ζήτημα στις σ. 7-10 της απόφασής του, αναφέρθηκε εκτενώς στη μαρτυρία των μαρτύρων που κατέθεσαν για τους εφεσίβλητους, οι οποίοι χειρίζονταν το λογαριασμό του εφεσείοντος, σε αναφορά με τις εντολές που έδινε στο τέλος της ημέρας ο ίδιος ο εφεσείων. Το Δικαστήριο αποδεχόμενο τη μοναδική μαρτυρία για τους εφεσίβλητους και στηριζόμενο στα τεκμήρια που κατατέθησαν ενώπιόν του, γραπτές εντολές του εναγομένου, Τεκμήρια 15-18 και 32Β και 33, καθώς και τα Τεκμήρια 1 και 7 που αποτελούν τις τραπεζικές καταστάσεις λογαριασμού του, αποδέχθηκε ότι καταδείχθηκε με λεπτομέρεια οι χρηματιστηριακές πράξεις οι οποίες διενεργήθηκαν.
Το Δικαστήριο εξέτασε την αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού την οποία κατέθεσε η Μ.Υ.1, Μαρία Κουμέρα, σύμφωνα με την οποία περιοριζόταν το υπόλοιπο του λογαριασμού του εφεσείοντος-εναγομένου 1 στο ποσό της απόφασης, περιλαμβανομένων και των τόκων, ενώ είχαν αφαιρεθεί έξοδα και δεν κεφαλαιοποιούνταν τόκοι. Οι υποθέσεις Suphire (Finance) Ltd v. Παπαμιχαήλ (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1649 και Γρηγορίου ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2012) 1 Α.Α.Δ. 1247, τις οποίες επικαλείται ο κ. Παπαντωνίου, διαφοροποιούνται από την παρούσα. Στη μεν πρώτη περίπτωση, το Δικαστήριο αποδέχθηκε ως ορθή τη μαρτυρία του εφεσείοντος και απέρριψε την αγωγή: Θεώρησε ως γεγονός ότι οι πράξεις στο λογαριασμό του εφεσείοντος δεν γίνονταν κατόπιν εντολών του τελευταίου, εικόνα ακριβώς αντίθετη με την υπό κρίση περίπτωση. Στην παρούσα περίπτωση από το σύνολο της μαρτυρίας που είχε αποδεχθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, δικαιολογούνται πλήρως τα ευρήματά του: οι εφεσίβλητοι δεν ενεργούσαν ποτέ χωρίς εντολή του εφεσείοντος. Το ίδιο και η υπόθεση Γρηγορίου ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, (ανωτέρω) διαφοροποιείται εφ' όσον εκεί δεν είχε κατατεθεί αναλυτική κατάσταση λογαριασμού και δεν είχε αποδειχθεί πως χρησιμοποιήθηκε το όριο του λογαριασμού, πράγμα επίσης που δεν συντρέχει στην παρούσα περίπτωση. Σημειώνουμε με παραπομπή στην υπεράσπιση του εφεσείοντος ότι οι ισχυρισμοί του δεν ήταν ότι δεν του παραχωρήθηκε η πιστωτική διευκόλυνση και αν αυτή χρησιμοποιήθηκε, αλλά ότι για τις πράξεις οι οποίες διενεργήθηκαν στο λογαριασμό του ευθύνη φέρουν οι εφεσίβλητοι οι οποίοι κατά τον ισχυρισμό του διενεργούσαν από μόνοι τους τις υπό αμφισβήτηση πράξεις, ή ότι οι εντολές που έδινε ο εφεσείων εκτελούνταν λανθασμένα και καθυστερημένα με συνέπεια να υποστεί ζημιές. Στη βάση όλων όσων αποδίδει στους εφεσίβλητους σχηματοποιεί και την ευθύνη τους για διάφορα ζητήματα τα οποία εγείρει πολλαπλώς στην υπεράσπισή του. Πανομοιότυπο επιχείρημα προωθήθηκε και απορρίφθηκε στην υπόθεση Καλλικάς, (ανωτέρω) με τη διαφοροποίηση ότι εδώ συντρέχει ένας ακόμη ισχυρός λόγος απόρριψης. Το Δικαστήριο αντίκρυσε όλα τα σημεία έχοντας ενώπιον του μόνο το λόγο των εφεσιβλήτων τον οποίο έκρινε αξιόπιστο. Οι λόγοι έφεσης 15 και 16 απορρίπτονται.
Λόγος έφεσης 18.
Ο εφεσείων παραπονείται ότι δεν αξιολόγησε το Δικαστήριο τον ισχυρισμό για την αναγκαιότητα λήψης ανεξάρτητης νομικής συμβουλής. Η κα Κωνσταντίνου παρατηρεί με τη γραπτή της αγόρευση ότι τέτοιος ισχυρισμός δεν προβλήθηκε ποτέ με την υπεράσπιση και ως εκ τούτου ο λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί χωρίς καν να εξεταστεί. Παρόμοιος ισχυρισμός προβλήθηκε στην υπόθεση Καλλικάς, (ανωτέρω) όπου κρίθηκε ότι οι όροι του σχεδίου ήσαν απλοί και δεν χρειαζόταν κανείς ιδιαίτερες γνώσεις για να αντιληφθεί τους κινδύνους. Άλλωστε, δεν επρόκειτο για παροχή εγγύησης σε τρίτο πρόσωπο ώστε η υπόθεση να καλύπτεται από τη νομολογία που αφορά στους εγγυητές (Alpha Bank Ltd ν. Στεφάνου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1101).
Λόγος έφεσης 19.
Με το λόγο έφεσης 19 ο εφεσείων παραπονείται ότι το Δικαστήριο αγνόησε και δεν ενδιέτριψε επί των στοιχείων της υπεράσπισης και απέρριψε αναιτιολόγητα τόσο την υπεράσπιση όσο και την ανταπαίτηση. Εδώ αρκούμαστε να επαναλάβουμε τα όσα αναφέραμε ως προς τους λόγους έφεσης 5 και 8 ανωτέρω: Δεν ήταν υποχρέωση των εφεσιβλήτων να διατηρήσουν την αναλογία της εξασφάλισης. Η υποχρέωση αυτή βάρυνε τον εφεσείοντα. Ανεξαρτήτως όμως από τα πιο πάνω, θα προβάλουμε το αυτονόητο. Δεν υπάρχει μαρτυρία που να υποστηρίζει τις θέσεις του εφεσείοντος. Αντιθέτως, η μαρτυρία την οποία προσέφεραν οι εφεσίβλητοι κατέδειξε ότι οι τελευταίοι ενεργούσαν πάντοτε και σύμφωνα με τις εντολές του εφεσείοντος και ουδέποτε χωρίς εντολή.
Και ο λόγος αυτός απορρίπτεται.
Για όλους τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω η έφεση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Τα έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντος όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.