ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 1 ΑΑΔ 2278

7 Νοεμβρίου, 2013

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ EASYGROUP HOLDINGS LIMITED ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΝΑΚΟ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΣΤΙΣ 9/10/13 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 18344/13, ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΗΚΕ ΚΑΙ/Ή ΚΡΙΘΗΚΕ ΟΤΙ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΝΟΜΙΚA ΕΓΚΥΡΗ ΕΠΙΔΟΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ 1 ΓΙΑΝΝΗ ΣΗΦΗ ΒΑΡΔΙΝΟΓΙΑΝΝΗ ΚΑΘ' ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΑΡΘΡΑ 12, 30, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 43-48, 89 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1-10 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕΤΑΞY ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ, ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, ΠΟΥ ΚΥΡΩΘΗΚΕ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 55/1984 ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ 1883, ΔΙΑΤΑΓΗ 59, 4(2), 5, 9, 18(1) ΚΑΙ 19 (2) (3), ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 195/2013)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για άδεια προς το σκοπό ακύρωσης απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία εκρίθη μη έγκυρη η επίδοση σε κατηγορούμενο ― Απόρριψη λόγω μη πλήρωσης των σχετικών προϋποθέσεων για ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας προνομιακών ενταλμάτων.

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Ο  έλεγχος των κατώτερων Δικαστηρίων με εντάλματα της φύσεως Certiorari ή Mandamus δεν περιλαμβάνει νομικά εσφαλμένες αποφάσεις ή λανθασμένη ερμηνεία Νόμου ― Όταν το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αποφασίσει ένα θέμα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπερέβη ή έκανε κατάχρηση της δικαιοδοσίας του, απλά και μόνο γιατί παρεμπιπτόντως ερμήνευσε λανθασμένα νομοθέτημα, αποδέχτηκε παράνομη μαρτυρία, απέρριψε νόμιμη μαρτυρία, προέβη σε λανθασμένη εκτίμηση της βαρύτητας της μαρτυρίας ή ακόμα και αν καταδικάσει χωρίς μαρτυρία.

 

Με την αίτηση επιδιώχθηκε η παραχώρηση άδειας για την καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, προς ακύρωση  απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου  που εξεδόθη στα πλαίσια ποινικής υπόθεσης και με την οποία αποφασίστηκε ότι δεν υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου νομικά έγκυρη επίδοση για τον κατηγορούμενο 1.

 

Η αιτήτρια καταχώρησε σε Επαρχιακό Δικαστήριο ποινική υπόθεση εναντίον δύο κατηγορουμένων, η οποία επιδόθηκε σ' αυτούς με τη διαδικασία που προνοείται στη σύμβαση νομικής συνεργασίας μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελληνικής Δημοκρατίας σε θέματα Αστικού, Οικογενειακού, Εμπορικού και Ποινικού Δικαίου που κυρώθηκε με το Νόμο 55/1984.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο απεδέχθη σχετική προδικαστική ένσταση, έκρινε ότι η επίδοση η οποία έγινε σύμφωνα με τον Κυρωτικό Νόμο 55/1984 σε συνεργασία με το Υπουργείο Δικαιοσύνης Κύπρου και Ελλάδας, δεν ήταν νομικά έγκυρη.

 

Κατέληξε σε αυτή την απόφαση αφού προέβη σε ερμηνεία του Άρθρου 1 της Σύμβασης και με δεδομένο ότι η παραπονούμενη εταιρεία έχει έδρα το Μονακό.

 

Η αίτηση για άδεια στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Η εν λόγω απόφαση ελήφθη κατά παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος και του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αφού το Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα ότι οι πρόνοιες του Νόμου 55/1984 σε σχέση με την επίδοση εγγράφων δεν έχουν εφαρμογή σε μη κατοίκους Κύπρου.

 

β)  Υπήρξε έκδηλη νομική πλάνη και εσφαλμένη νομική αξιολόγηση και εφαρμογή του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, και του κυρωτικού Νόμου 55/1984.

γ)   Υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις καθώς το Επαρχιακό Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για επίδοση σε χρόνο πολύ  περιορισμένο  και δεν υπήρχε στη διάθεση της αιτήτριας άλλο αποτελεσματικό ένδικο μέσο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εξετάσει το θέμα της επίδοσης του κατηγορητηρίου όπως εγέρθηκε από το συνήγορο του κατηγορουμένου 1, έχοντας υπόψη και τις πρόνοιες των περί Ποινικής Δικονομίας Κανονισμών (Κ.8).

 

2.  Το γεγονός ότι το θέμα ηγέρθηκε στην απουσία του κατηγορουμένου 1, δεν αποτελούσε στην όψη των πραγμάτων νομικό σφάλμα που μπορούσε να οδηγήσει σε ακυρότητα της διαδικασίας.

 

3.  Από το ίδιο το λεκτικό της απόφασης του Δικαστηρίου προέκυπτε  ότι ερμήνευσε τη συγκεκριμένη διάταξη του Άρθρου 1 του Νόμου 55/1984 με τρόπο που οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η επίδοση δεν ήταν έγκυρη.

 

4.  Το κατά πόσο αυτή η ερμηνεία ήταν ορθή ή όχι, δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης με τη διαδικασία προνομιακού εντάλματος.

 

5.  Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν στέρησε το δικαίωμα αποτελεσματικής πρόσβασης της αιτήτριας στο Δικαστήριο. Δόθηκε νέα ημερομηνία επίδοσης και συνεπώς μπορούσε να προβεί στα δέοντα διαβήματα για να επιτευχθεί η επίδοση του κατηγορητηρίου.

 

6.  Ο χρόνος που καθορίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο για ορισμό της υπόθεσης, δεν  δημιουργούσε ζήτημα εξαιρετικών περιστάσεων.

 

7.  Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, η αιτήτρια είχε καθυστερήσει υπό τις περιστάσεις στην υποβολή της αίτησης η οποία από μόνη της συνιστούσε λόγο για απόρριψη της αίτησης.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298,

 

Περρέλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,

 

Hellenger Trading Ltd (2000) 1(Γ) A.A.Δ. 1965,

 

Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552,

 

Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535,

 

Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 853,

 

Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 116,

 

Χρίστου (1996) 1 Α.Α.Δ. 398.

 

Aίτηση.

 

A. Μελάς, για τον Αιτητή.

 

Cur. adv. vult.

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την υπό εξέταση αίτηση ζητείται άδεια του Δικαστηρίου για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακού διατάγματος φύσεως Certiorari με το οποίο να ακυρώνεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 9.10.2013, που εξεδόθη στα πλαίσια της Ποινικής Υπόθεσης 18344/2013 με την οποία αποφασίστηκε ότι δεν υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου νομικά έγκυρη επίδοση για τον κατηγορούμενο 1.

 

Αποτελεί θέση της αιτήτριας ότι η εν λόγω απόφαση ελήφθη κατά παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος και του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αφού το Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα ότι οι πρόνοιες του Νόμου 55/1984 σε σχέση με την επίδοση εγγράφων δεν έχουν εφαρμογή σε μη κατοίκους Κύπρου. Επιπρόσθετα, επικαλείται έκδηλη νομική πλάνη και εσφαλμένη νομική αξιολόγηση και εφαρμογή του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, και του Κυρωτικού της Σύμβασης Νομικής Συνεργασίας Μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελληνικής Δημοκρατίας σε Θέματα Αστικού, Οικογενειακού, Εμπορικού και Ποινικού Δικαίου Νόμου του 1984 (Ν. 55/84). Το Δικαστήριο επέτρεψε στο δικηγόρο του κατηγορουμένου 1 να προβεί σε προδικαστικές ενστάσεις σε σχέση με τη διαδικασία επίδοσης του κατηγορητηρίου σ' αυτόν, χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια που να δίδει αυτό το δικαίωμα και ενώ τα σχετικά άρθρα της ποινικής δικονομίας επιτάσσουν την αυτοπρόσωπη παρουσία του κατηγορουμένου εκτός από εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες δεν ισχύουν στην παρούσα περίπτωση. Επίσης, το Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να προχωρήσει στην ακύρωση επίδοσης που πραγματοποιήθηκε βάσει του Ελληνικού Δικαίου, όπως επιτάσσουν οι πρόνοιες του Νόμου 55/1984.

 

Η αιτήτρια επικαλείται εξαιρετικές περιστάσεις καθώς το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για επίδοση στις 18.12.2013 και ο χρόνος είναι πολύ μικρός και δεν υπάρχει στη διάθεση της αιτήτριας άλλο αποτελεσματικό ένδικο μέσο για να ασκηθεί έναντι της απόφασης του Δικαστηρίου.

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου, η αιτήτρια καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την Ποινική Υπόθεση με αρ. 18344/2013 εναντίον δύο κατηγορουμένων, η οποία επιδόθηκε σ' αυτούς με τη διαδικασία που προνοείται στη σύμβαση νομικής συνεργασίας μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελληνικής Δημοκρατίας σε θέματα Αστικού, Οικογενειακού, Εμπορικού και Ποινικού Δικαίου που κυρώθηκε με το Νόμο 55/1984.

 

Στις 24.9.2013, όταν η υπόθεση ήταν ορισμένη ενώπιον του Δικαστηρίου για επίδοση, εμφανίστηκαν ένας δικηγόρος εκ μέρους του κατηγορουμένου 1 και δεύτερος δικηγόρος εκ μέρους του κατηγορουμένου 2. Δε θα με απασχολήσει περαιτέρω το θέμα του κατηγορουμένου 2, καθότι η συνήγορός του δήλωσε ότι δε θα θέσει θέμα επίδοσης του κατηγορητηρίου και απάντησε στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει. Ο συνήγορος του κατηγορουμένου 1 ήγειρε διάφορα θέματα σε σχέση με τη διαδικασία επίδοσης του κατηγορητηρίου στον κατηγορούμενο 1. Το Δικαστήριο επέτρεψε στον εν λόγω δικηγόρο να προβεί σε προδικαστικές ενστάσεις σε σχέση με τη διαδικασία επίδοσης του κατηγορητηρίου στον πελάτη του ο οποίος ήταν ενήμερος για την ημερομηνία της ακρόασης. Ακολούθως, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η επίδοση στον εν λόγω κατηγορούμενο η οποία έγινε σύμφωνα με τον Κυρωτικό Νόμο 55/1984, σε συνεργασία με το Υπουργείο Δικαιοσύνης Κύπρου και Ελλάδας, κρίθηκε ότι δεν ήταν νομικά έγκυρη.

 

Το Δικαστήριο κατέληξε σε αυτή την απόφαση αφού προέβη σε ερμηνεία του Άρθρου 1 της Σύμβασης και με δεδομένο ότι η παραπονούμενη εταιρεία έχει έδρα το Μονακό. Αναφέρεται σχετικά στη σελίδα 8 της απόφασης:

«Έχοντας εξετάσει με προσοχή τις πρόνοιες του Άρθρου 1 της Σύμβασης και υπό το φως των επιχειρημάτων και θέσεων των ευπαίδευτων δικηγόρων των δύο πλευρών και έχοντας κατά νου τα προαναφερόμενα σε ότι αφορά την Παραπονούμενη εταιρεία, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η Παραπονούμενη εταιρεία δεν είναι νομικό πρόσωπο που καλύπτεται από τις πρόνοιες της παραγράφου 2 του Άρθρου 1 της Σύμβασης που κυρώθηκε με τον Κυρωτικό Νόμο 55/84 και συνακόλουθα οι διατάξεις της Σύμβασης, δεν έχουν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση. Η παράγραφος 3 του Άρθρου 1 της Σύμβασης, κατά την άποψη μου, προσδιορίζει σαφέστατα ότι τα πρόσωπα τα οποία επωφελούνται των θεμάτων που ρυθμίζονται από την εν λόγω Σύμβαση, είναι αυτά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και 2 του ίδιου άρθρου. Δεδομένου ότι η Παραπονούμενη εταιρεία δεν καλύπτεται από τις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου, για τους λόγους που προανέφερα, έπεται ότι οι πρόνοιες της διμερούς Σύμβασης Νομικής Συνεργασίας μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελληνικής Δημοκρατίας σε θέματα Αστικού, Οικογενειακού, Εμπορικού και Ποινικού Δικαίου, η οποία ρυθμίζει την δικαστική αρωγή (βλέπε, άρθρο 2 της Σύμβασης), η οποία περιλαμβάνει τη διαβίβαση και την επίδοση εγγράφων, καθώς και τη διεξαγωγή αποδείξεων (βλέπε, Άρθρο 4 της Σύμβασης), καθιστά την επίδοση στον Κατηγορούμενο 1 άκυρη.»

 

Άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari παρέχεται εκεί όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό, προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση, δόλο ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298, Περρέλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692).

 

Περαιτέρω, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση η άδεια δεν δίδεται όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία εκτός και αν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα (Hellenger Trading Ltd (2000) 1(Γ) A.A.Δ. 1965, Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535).

 

Αποτελεί πάγια νομολογία ότι σε πολύ σπάνιες και εξαιρετικές περιστάσεις δίδεται άδεια καταχώρησης αίτησης προνομιακού εντάλματος ή θα χορηγηθεί η έκδοση τέτοιου εντάλματος εκεί όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο (Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 853).

 

Αντικείμενο της διαδικασίας για έκδοση διαταγμάτων Certiorari δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας μίας απόφασης αλλά της νομιμότητάς της (Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 116). Εκεί όπου εκ πρώτης όψεως προκύπτει ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία και ότι η διαδικασία εξελίχθηκε κανονικά, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν προχωρεί στην έκδοση προνομιακού διατάγματος επειδή ενδεχομένως το κατώτερο Δικαστήριο αντιλήφθηκε λανθασμένα ένα νομικό σημείο (Χρίστου (1996) 1 Α.Α.Δ. 398). Εκεί όπου το Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι έχει υπερβεί ή ότι καταχράστηκε τη δικαιοδοσία του απλώς και μόνο επειδή ερμήνευσε λανθασμένα ένα νομοθέτημα ή ακόμα αποδέχθηκε παράνομη μαρτυρία (Χρίστου, ανωτέρω), ή τέλος αν παραπλανήθηκε ως προς τα γεγονότα. Σε κάθε περίπτωση το ένταλμα τύπου certiorari δεν στοχεύει στη διόρθωση λανθασμένης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δεν τίθεται ζήτημα αντικατάστασης της κρίσης που διαμόρφωσε το κατώτερο Δικαστήριο αναφορικά με ζήτημα που αποφάσισε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, με την κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Πέτρου Αρτέμη, «Προνομιακά Εντάλματα», σελίδες 127-128, παρά. 4.26, 4.27 και 4.28, ο έλεγχος των κατώτερων Δικαστηρίων με εντάλματα της φύσεως Certiorari ή Mandamus δεν περιλαμβάνει νομικά εσφαλμένες αποφάσεις ή λανθασμένη ερμηνεία Νόμου. «Όταν το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αποφασίσει ένα θέμα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπερέβη ή έκανε κατάχρηση της δικαιοδοσίας του, απλά και μόνο γιατί παρεμπιπτόντως ερμηνευσε λανθασμένα νομοθέτημα, αποδέχτηκε παράνομη μαρτυρία, απέρριψε νόμιμη μαρτυρία, προέβη σε λανθασμένη εκτίμηση της βαρύτητας της μαρτυρίας ή ακόμα και αν καταδικάσει χωρίς μαρτυρία.» .

 

Το κατά πόσο ένα κατηγορητήριο έχει επιδοθεί δεόντως πρέπει να αποδειχθεί στο Δικαστήριο με βάση τον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 155 κάτι με το οποίο συμφωνεί και ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή. Το Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εξετάσει το θέμα της επίδοσης του κατηγορητηρίου όπως εγέρθηκε από το συνήγορο του κατηγορουμένου 1 έχοντας υπόψη και τις πρόνοιες των περί Ποινικής Δικονομίας Κανονισμών (κ.8). Το γεγονός ότι το θέμα ηγέρθηκε στην απουσία του κατηγορουμένου 1, δεν κρίνω ότι αποτελεί στην όψη των πραγμάτων νομικό σφάλμα που μπορεί να οδηγήσει σε ακυρότητα της διαδικασίας.

 

Από το ίδιο το λεκτικό της απόφασης του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ερμήνευσε τη συγκεκριμένη διάταξη του Άρθρου 1 του Νόμου 55/1984 με τρόπο που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η επίδοση δεν ήταν έγκυρη. Το κατά πόσο αυτή η ερμηνεία είναι ορθή ή όχι, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης με τη διαδικασία προνομιακού εντάλματος. Δε θεωρώ επίσης ότι η απόφαση του Δικαστηρίου στέρησε το δικαίωμα αποτελεσματικής πρόσβασης της αιτήτριας στο Δικαστήριο. Δόθηκε νέα ημερομηνία επίδοσης και συνεπώς η αιτήτρια μπορεί να προβεί στα δέοντα διαβήματα για να επιτευχθεί η επίδοση του κατηγορητηρίου.

 

Πρόβαλε ο συνήγορος το θέμα των εξαιρετικών περιστάσεων αναφορικά με την ημερομηνία ορισμού της υπόθεσης για επίδοση στις 18.12.2013, εισηγούμενος ότι δεν είναι αρκετός χρόνος για άλλο ένδικο μέσο. Αυτό από μόνο του δεν αποτελεί εξαιρετική περίσταση για να δικαιολογείται η χορήγηση άδειας.

 

Περαιτέρω και ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, θεωρώ ότι η αιτήτρια έχει καθυστερήσει υπό τις περιστάσεις στην υποβολή της αίτησης. Από τη στιγμή που επικαλείται ασφυκτικά χρονικά περιθώρια μέχρι την ημερομηνία που η υπόθεση ορίστηκε για επίδοση (ήτοι 18.12.2013) η υποβολή της αίτησης στην 31.10.2013 ενώ η απόφαση του Δικαστηρίου δόθηκε στις 9.10.2013 κρίνεται ως υπέρμετρη καθυστέρηση, η οποία από μόνη της συνιστά λόγο για απόρριψη της αίτησης.

 

Για τους πιο πάνω λόγους θεωρώ ότι η αίτηση δεν μπορεί να εγκριθεί και απορρίπτεται.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο