ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 2131
15 Οκτωβρίου, 2013
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
ΓΑΒΡΙΗΛ ΓΑΒΡΙΗΛ,
Εφεσείων,
ν.
ΓΕΩΡΓΙΑΣ Χ"ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 321/09)
Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα το οποίο επισυνέβη όταν το αυτοκίνητο του εφεσείοντα συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης που προπορευόταν ― Στην προσπάθεια της εφεσίβλητης να εισέλθει σε χωμάτινο δρόμο στρίβοντας δεξιά, ο εφεσείων επιχειρώντας να την προσπεράσει, προσέκρουσε στην πίσω δεξιά γωνία του αυτοκινήτου της ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης για καταμερισμό ευθύνης δύο τρίτων στον Εφεσείοντα ― Απουσία αντέφεσης για τη συντρέχουσα αμέλεια της εφεσίβλητης.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του Δικαστηρίου που εκδικάζει πρωτοδίκως την υπόθεση ― Το δε Εφετείο επεμβαίνει προς ανατροπή συμπερασμάτων που αφορούν στην αξιοπιστία μάρτυρα υπό συγκεκριμένες, και μόνο, προϋποθέσεις ― Εφόσον, δηλαδή, διαπιστωθεί ότι τα πρωτόδικα συμπεράσματα δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά ή είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα.
Ο εφεσείων στράφηκε εναντίον πρωτόδικης απόφασης με την οποία κρίθηκε κατά τα δύο τρίτα υπεύθυνος για την πρόκληση τροχαίου ατυχήματος.
Το τροχαίο ατύχημα επισυνέβη όταν το αυτοκίνητο του εφεσείοντα συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης το οποίο προπορευόταν. Στην προσπάθεια της εφεσίβλητης να εισέλθει σε χωμάτινο δρόμο στρίβοντας δεξιά, ο εφεσείων επιχειρώντας να την προσπεράσει προσέκρουσε στην πίσω δεξιά γωνία του αυτοκινήτου της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού καθόρισε ως ιδιαίτερα σημαντικό ως προς το ζήτημα του καταμερισμού της ευθύνης, το κατά πόσον η εφεσίβλητη εκδήλωσε την πρόθεσή της να στρίψει δεξιά και αποδεχόμενο τη σχετική προς τούτο μαρτυρία του ουσιωδέστερου μάρτυρα για την υπεράσπιση, του συζύγου της εφεσίβλητης, ότι η εφεσίβλητη εκδήλωσε αυτή την πρόθεση, απέδωσε ευθύνη δύο τρίτων (2/3) στον φεσείοντα και ενός τρίτου (1/3) στην εφεσίβλητη. Ο καθορισμός ευθύνης στην εφεσίβλητη δικαιολογήθηκε στη βάση παράλειψής της να έχει πλήρη και συνεχή έλεγχο της τροχαίας κίνησης που ακολουθούσε.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι μεταξύ άλλων λόγους:
α) Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι η επίδικη σύγκρουση έλαβε χώρα στο κέντρο του δρόμου.
β) Υπήρξε σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και παράλειψη επαρκούς αξιολόγησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, του γεγονότος ότι η εφεσίβλητη δεν προσήλθε να καταθέσει.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Είναι πρόδηλο, μέσα από όλο το περιεχόμενο της πρωτόδικης απόφασης, ότι το Δικαστήριο καθόρισε ορθά και στη βάση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν του, το σημείο σύγκρουσης.
2. Απεδέχθη τη μαρτυρία του αστυνομικού εξεταστή, ο οποίος παρουσίασε ως Τεκμήριο 9 το σχεδιάγραμμα της σκηνής του ατυχήματος. Επί του τεκμηρίου αυτού σημειωνόταν το σημείο σύγκρουσης, το οποίο βρίσκεται στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας.
3. Το συγκεκριμένο σημείο έγινε αποδεκτό και από τον μάρτυρα υπεράσπισης, σύζυγο της εφεσίβλητης, του οποίου τη μαρτυρία, επίσης, είχε αποδεχθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο.
4. Στην υπό κρίση υπόθεση δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος επέμβασης στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ούτε και διαπιστωνόταν πλημμελής ή κατ' οιονδήποτε τρόπο προβληματική αξιολόγηση της μαρτυρίας, επί της οποίας στηρίχθηκε το εν λόγω Δικαστήριο προκειμένου να αποφασίσει το επίδικο θέμα της ευθύνης.
5. Δόθηκε επαρκής αιτιολογία των λόγων απόρριψης της μαρτυρίας του εφεσείοντα, η οποία, όπως επεξηγείται στην πρωτόδικη απόφαση, συγκρουόταν με την πραγματική μαρτυρία.
6. Περαιτέρω, δεν εντοπιζόταν οποιαδήποτε ουσιαστική αντίφαση μεταξύ των όσων ο σύζυγος της εφεσίβλητης κατέθεσε και αυτών που ο αστυνομικός εξεταστής παρέθεσε.
7. Αναφορικά με το λόγο έφεσης σχετικά με το γεγονός ότι η εφεσίβλητη δεν προσήλθε να καταθέσει, προκειμένου να δώσει τη δική της εκδοχή ως προς τα γεγονότα που κάλυπταν την επίδικη σύγκρουση, δεν ετύγχανε εφαρμογής η σχετική νομολογία που επικαλέστηκε η πλευρά του εφεσίβλητου.
8. Ήταν απόλυτο δικαίωμα της πλευράς της υπεράσπισης, αναλαμβάνοντας και τον ανάλογο κίνδυνο, η επιλογή της μαρτυρίας που θα πρόσφερε προς υποστύλωση των θέσεών της. Η μαρτυρία, δε, που παρουσίασε, κρίθηκε αξιόπιστη και ικανή να θεμελιώσει τις βασικές θέσεις της υπεράσπισης.
9. Η ευθύνη του εφεσείοντα συνίστατο στο γεγονός ότι παρέλειψε, οδηγώντας σε σημείο του δρόμου όπου δεν υπήρχε οποιοδήποτε πρόβλημα περιορισμού της ορατότητάς του, να αντιληφθεί την πρόθεση της εφεσίβλητης να στρίψει δεξιά. Πρόθεση που εκδηλώθηκε εγκαίρως με περιορισμό της ταχύτητας και χρήση του δείκτη πορείας. Υπό αυτές τις συνθήκες, η αμέλεια του ήταν έκδηλη.
10. Η απόδοση στον εφεσείοντα ποσοστού ευθύνης δύο τρίτων δεν μπορούσε να ανατραπεί κατ' έφεση. Αιωρείτο στην απουσία, αντέφεσης το ζήτημα του ποσοστού ευθύνης που αποδόθηκε στην εφεσίβλητη.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Constantinou v. Katsouris (1975) 1 C.L.R. 188,
Αποστολίδης v. Ζούλη (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1695,
Δημητρίου v. Δημητριάδη (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1654.
Έφεση.
Έφεση από τον Ενάγοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαμιχαήλ, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 2711/2003 και 4868/2005), ημερομ. 30/9/2009.
Στ. Ερωτοκρίτου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Θ. Ιωαννίδης, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Λιάτσος.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Στις 17.11.2002 η Εφεσίβλητη (Εναγόμενη) οδηγούσε το αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής SA 254 κατά μήκος του κυρίου δρόμου Περιστερώνας - Πλατανιστάσας, ακολουθώντας τον σύζυγό της, ο οποίος οδηγούσε ένα μικρό βαν με αριθμούς εγγραφής PG 675. Σκοπό είχαν να μεταβούν σε κτήμα τους για μάζεμα ελιών. Σε κάποιο σημείο του δρόμου, ο σύζυγος της Εφεσίβλητης έστριψε δεξιά, σε χωμάτινο δρόμο, ο οποίος οδηγεί στο προαναφερθέν κτήμα. Στην προσπάθεια της Εφεσίβλητης να εισέλθει στον εν λόγω χωμάτινο δρόμο, επεσυνέβη το υπό κρίση τροχαίο ατύχημα. Συγκεκριμένα, ο Εφεσείων (Ενάγοντας), ο οποίος, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ακολουθούσε την Εφεσίβλητη οδηγώντας το όχημα υπ' αριθμό εγγραφής VW 804, επιχειρώντας να την προσπεράσει προσέκρουσε στην πίσω δεξιά γωνία του αυτοκινήτου SA 254.
Ως προς το υπό αμφισβήτηση θέμα της ευθύνης, ο Εφεσείων προέβαλε τη θέση ότι, ακολουθώντας τα δύο προπορευόμενα αυτοκίνητα από απόσταση 80 με 100 περίπου μέτρων, αντελήφθη το προπορευόμενο μικρό βαν να στρίβει δεξιά προκειμένου να εισέλθει στον χωμάτινο δρόμο, γνωστοποιώντας την πρόθεσή του με τον δείκτη πορείας του (trafficator). Υπό αυτές τις συνθήκες και αφού βεβαιώθηκε ότι ο δρόμος ήταν πλέον καθαρός, ξεκίνησε τη διαδικασία προσπεράσματος του αυτοκινήτου της Εφεσίβλητης. Τη συγκεκριμένη στιγμή ο Εφεσείων, πάντα κατά τη θέση του, βρισκόταν σε απόσταση 10 με 15 μέτρων πίσω από το εν λόγω αυτοκίνητο. Αναπτύσσοντας ταχύτητα και κινούμενος λοξώς δεξιά, αντιλήφθηκε την Εφεσίβλητη να εισέρχεται «σιηστά» και χωρίς καμία ένδειξη στην πορεία του. Παρά την προσπάθειά του, επήλθε σύγκρουση μεταξύ των δύο οχημάτων.
Η Εφεσίβλητη προώθησε πρωτόδικα την εκδοχή της μέσω της μαρτυρίας του συζύγου της, ο οποίος ήταν πρώην αξιωματικός της Αστυνομίας. Η ίδια δεν έδωσε μαρτυρία. Ήταν η βασική θέση υπεράσπισης ότι η Εφεσίβλητη ελάττωσε ταχύτητα πλησιάζοντας στη χωμάτινη πάροδο και, ταυτόχρονα, 100 περίπου μέτρα προηγουμένως, εκδήλωσε την πρόθεσή της να στρίψει δεξιά, χρησιμοποιώντας το δείκτη πορείας. Όταν δε το αυτοκίνητο της Εφεσίβλητης πλησίαζε τη χωμάτινη πάροδο, το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα ακολουθούσε σε απόσταση 200 με 250 περίπου μέτρων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού καθόρισε ως ιδιαίτερα σημαντικό ως προς το ζήτημα του καταμερισμού της ευθύνης, το κατά πόσον η Εφεσίβλητη εκδήλωσε την πρόθεσή της να στρίψει δεξιά και αποδεχόμενο τη μαρτυρία του ουσιωδέστερου μάρτυρα για την υπεράσπιση, του συζύγου της Εφεσίβλητης, απέδωσε ευθύνη δύο τρίτων (2/3) στον Εφεσείοντα και ενός τρίτου (1/3) στην Εφεσίβλητη. Ο καθορισμός ευθύνης στην Εφεσίβλητη δικαιολογήθηκε στη βάση παράλειψής της να έχει πλήρη και συνεχή έλεγχο της τροχαίας κίνησης που ακολουθούσε.
Ο Εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Προβάλλει, μέσα από τους λόγους έφεσης, πως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι η επίδικη σύγκρουση έλαβε χώρα στο κέντρο του δρόμου. Περαιτέρω, καταλογίζει σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Τέλος, αποδίδει παράληψη επαρκούς αξιολόγησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, του γεγονότος ότι η Εφεσίβλητη δεν προσήλθε να καταθέσει.
Προσδιορίζοντας τον πρώτο λόγο έφεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντα έθεσε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, παραγνωρίζοντας το σύνολο των αντικειμενικών ευρημάτων - όπως αυτά προκύπτουν από την πραγματική μαρτυρία - αλλά και την κοινή συνισταμένη της ενώπιόν του προφορικής μαρτυρίας, λανθασμένα απεφάνθη ότι η σύγκρουση έγινε στο κέντρο του δρόμου. Βάση στήριξης των θέσεων της κας Ερωτοκρίτου συνιστά το ακόλουθο απόσπασμα στη σελίδα 12 της πρωτόδικης απόφασης :
«Η παρούσα περίπτωση είναι πανομοιότυπη με την υπόθεση Constantinou (ανωτέρω). Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, το προπορευόμενο όχημα ευρίσκετο εις το μέσον του δρόμου, (αυτό υποδηλώνει το σημείο συγκρούσεως), το ακολουθούν όχημα είχε αυξημένη ταχύτητα, η ορατότητα ήταν μεγάλη, η σύγκρουση ήταν με το μπροστινό μέρος του ακολουθούντος οχήματος στο πίσω δεξιό μέρος του προπορευομένου.»
Δεν εντοπίζουμε να τεκμηριώνεται η εξεταζόμενη εισήγηση της πλευράς του Εφεσείοντα. Είναι πρόδηλο, μέσα από όλο το περιεχόμενο της πρωτόδικης απόφασης, ότι το Δικαστήριο καθόρισε ορθά και στη βάση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν του, το σημείο σύγκρουσης. Καταρχάς, απεδέχθη τη μαρτυρία του αστυνομικού εξεταστή, ο οποίος παρουσίασε ως Τεκμήριο 9 το σχεδιάγραμμα της σκηνής του ατυχήματος. Επί του τεκμηρίου αυτού σημειώνεται το σημείο σύγκρουσης, το οποίο βρίσκεται στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας. Το συγκεκριμένο σημείο έγινε αποδεκτό και από τον μάρτυρα υπεράσπισης, σύζυγο της Εφεσίβλητης, του οποίου τη μαρτυρία, επίσης, είχε αποδεχθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το προαναφερθέν απόσπασμα της σελίδας 12 της απόφασης, δεν προσδιορίζει σημείο σύγκρουσης, αλλά την θέση του οχήματος της Εφεσίβλητης κατά τον κρίσιμο χρόνο και είναι ξεκάθαρο ότι καταγράφηκε για σκοπούς σύγκρισης των γεγονότων της υπό κρίση υπόθεσης με αυτά της υπόθεσης Constantinou v. Katsouris (1975) 1 C.L.R. 188.
Όπως ήδη λέχθηκε, ο δεύτερος λόγος έφεσης περιστρέφεται γύρω από το ζήτημα της αξιοπιστίας του βασικότερου μάρτυρα υπεράσπισης, του συζύγου της Εφεσίβλητης. Προβάλλεται η θέση ότι η μαρτυρία του βρίθει αντιφάσεων και συγκρούεται, τόσο με την πραγματική μαρτυρία, όσο και με μέρος της μαρτυρίας του αστυνομικού εξεταστή.
Όπως εύκολα μπορεί να εντοπιστεί από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, η αντεξέταση του εν λόγω μάρτυρα από την ευπαίδευτη συνήγορο του Εφεσείοντα ήταν εκτεταμένη και εξαντλητική. Κάλυπτε όλο το φάσμα των λεπτομερειών που αφορούσαν το επίδικο τροχαίο ατύχημα, με ιδιαίτερη έμφαση στις θέσεις του μάρτυρα ως προς τις συνθήκες οδήγησης από την Εφεσίβλητη σύζυγό του αμέσως πριν τη σύγκρουση. Τόσο, δε, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όσο και ενώπιον του Εφετείου, η κα Ερωτοκρίτου προέβαλε έντονα την ιδιότητα του μάρτυρα ως πρώην αξιωματικού της αστυνομίας, θέλοντας να δώσει επίρρωση στη θέση που προωθούσε περί ύπαρξης διαπλοκής και κατασκευασμένης μαρτυρίας.
Έχουμε διεξέλθει με ιδιαίτερη προσοχή το σύνολο της μαρτυρίας του συγκεκριμένου μάρτυρα σε συνάρτηση με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό, προκειμένου να διαπιστώσουμε κατά πόσο ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης ευσταθεί. Υπό το φως, βεβαίως, της πάγιας γραμμής της νομολογίας, σύμφωνα με την οποία η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του Δικαστηρίου που εκδικάζει πρωτοδίκως την υπόθεση, το δε Εφετείο επεμβαίνει προς ανατροπή συμπερασμάτων που αφορούν στην αξιοπιστία μάρτυρα υπό συγκεκριμένες, και μόνο, προϋποθέσεις. Εφόσον, δηλαδή, διαπιστωθεί ότι τα πρωτόδικα συμπεράσματα δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά ή είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα.
Στην υπό κρίση υπόθεση δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος επέμβασης μας στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ούτε και διαπιστώνουμε πλημμελή ή κατ' οιονδήποτε τρόπο προβληματική αξιολόγηση της μαρτυρίας, επί της οποίας στηρίχθηκε το εν λόγω Δικαστήριο προκειμένου να αποφασίσει το επίδικο θέμα της ευθύνης. Καταρχάς, δόθηκε επαρκής αιτιολογία των λόγων απόρριψης της μαρτυρίας του Εφεσείοντα, η οποία, όπως επεξηγείται στην πρωτόδικη απόφαση, συγκρούεται με την πραγματική μαρτυρία. Περαιτέρω, δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε ουσιαστική αντίφαση μεταξύ των όσων ο σύζυγος της Εφεσίβλητης κατέθεσε και αυτών που ο αστυνομικός εξεταστής παρέθεσε. Είναι χωρίς καθοριστική σημασία το κατά πόσο το μικρό βαν που οδηγούσε ο υπό αναφορά μάρτυρας εξετάστηκε ως προς το ζήτημα της λειτουργίας του δείκτη πορείας του στη σκηνή του ατυχήματος ή στον αστυνομικό σταθμό Περιστερώνας. Ό,τι έχει σημασία, είναι το αδιαμφισβήτητο γεγονός πως οι δείκτες πορείας του εν λόγω οχήματος δεν λειτουργούσαν. Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με τη θέση του ιδίου του Εφεσείοντα ότι αντιλήφθηκε προπορευόμενο όχημα να εκδηλώνει την πρόθεση να στρίψει δεξιά με τη χρήση του δείκτη πορείας του, επιβεβαιώνει τη βασική θέση του συζύγου της Εφεσίβλητης, σύμφωνα με την οποία, η τελευταία χρησιμοποίησε το δείκτη πορείας της προτού αρχίσει να διαπραγματεύεται στροφή προς τα δεξιά, προκειμένου να εισέλθει στον χωμάτινο δρόμο.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης κινείται γύρω από τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει επαρκώς το γεγονός ότι η Εφεσίβλητη δεν προσήλθε να καταθέσει, προκειμένου να δώσει τη δική της εκδοχή ως προς τα γεγονότα που κάλυπταν την επίδικη σύγκρουση. Ο δικαστικός λόγος της απόφασης Αποστολίδης v. Ζούλη (2001)1(Γ) Α.Α.Δ. 1695, αποτέλεσε τη νομική θεμελίωση του εξεταζόμενου λόγου έφεσης. Η υπό αναφορά απόφαση αφορούσε επίσης επίδικη διαφορά η οποία δημιουργήθηκε από τροχαίο ατύχημα. Κατά την ακροαματική διαδικασία, οι συνήγοροι κατέθεσαν εκ συμφώνου την κατάθεση του Εφεσείοντα στην αστυνομία ως κανονικό τεκμήριο στο Δικαστήριο, χωρίς καμία αναφορά για το σκοπό και την αποδεικτική αξία της κατάθεσης αυτής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με την εν λόγω κατάθεση, γιατί αυτή δεν είχε καμία αποδεικτική αξία, νοουμένου ότι ο ίδιος ο Εφεσείων δεν έδωσε ένορκη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, ούτως ώστε να αντεξετασθεί προς κρίση της αξιοπιστίας του. Το Ανώτατο Δικαστήριο, έχοντας ως νομολογιακή βάση την απόφαση Δημητρίου v. Δημητριάδη (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1654, 1659-1660, επικύρωσε την πρωτόδικη προσέγγιση.
Είναι έκδηλο από τα πιο πάνω ότι, τα γεγονότα της υπό κρίση περίπτωσης δε σχετίζονται με αυτά της υπόθεσης Αποστολίδης (ανωτέρω). Άλλωστε, ήταν απόλυτο δικαίωμα της πλευράς της υπεράσπισης, αναλαμβάνοντας και τον ανάλογο κίνδυνο, η επιλογή της μαρτυρίας που θα πρόσφερε προς υποστύλωση των θέσεών της. Η μαρτυρία, δε, που παρουσίασε κρίθηκε αξιόπιστη και ικανή να θεμελιώσει τις βασικές θέσεις της υπεράσπισης. Συνεπώς, και ο τελευταίος λόγος έφεσης είναι έκθετος σε απόρριψη.
Η ευθύνη του Εφεσείοντα συνίσταται στο γεγονός ότι παρέλειψε, οδηγώντας σε σημείο του δρόμου όπου δεν υπήρχε οποιοδήποτε πρόβλημα περιορισμού της ορατότητάς του, να αντιληφθεί την πρόθεση της Εφεσίβλητης να στρίψει δεξιά. Πρόθεση που εκδηλώθηκε εγκαίρως με περιορισμό της ταχύτητας και χρήση του δείκτη πορείας. Υπό αυτές τις συνθήκες, η αμέλεια του είναι έκδηλη. Υπό το πρίσμα των γεγονότων της υπόθεσης, η απόδοση στον Εφεσείοντα ποσοστού ευθύνης δύο τρίτων (2/3), την οποία καθόρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν μπορεί να ανατραπεί κατ' έφεση. Αιωρείται το ζήτημα του ποσοστού ευθύνης που αποδόθηκε στην Εφεσίβλητη. Στην απουσία, όμως, αντέφεσης, δεν υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω διερεύνησης του όλου θέματος.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α. υπέρ της Εφεσίβλητης και εις βάρος του Εφεσείοντα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.