ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 1 ΑΑΔ 2101

11 Οκτωβρίου, 2013

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 7, 8, 30, 33 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1, 2, 3, 6 ΚΑΙ 13 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 29(3) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ

ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΟΜΟY ΤΟΥ 2004 (133(Ι)/2004) ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟ ΑΡΘΡΟ 23 ΤΗΣ

ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΠΛΑΙΣΙΟ 2002/584/ΔΕΥ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΥΠΕΡΜΑΧΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 25/09/2013 ΓΙΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΓΙΑ ΣΟΒΑΡΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ, Ή/ΚΑΙ ΛΟΓΩ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ Ή ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΤΟΥ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΓΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ, ΩΣ ΕΧΕΙ ΠΡΟΚΥΨΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ 146/2013 ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ 4/2013 ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΡΝΗΣΗ Ή/ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ Ή/ΚΑΙ ΑΜΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΝΑ ΤΟ ΠΡΑΞΕΙ ΤΟΥΤΟ,

 

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΥΠΕΡΜΑΧΟΥ ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ MANDAMUS (ΑΡ. 2).

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 184/2013)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Mandamus ― Αίτηση για παραχώρηση άδειας προς καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Mandamus με το οποίο να διατασσόταν το Υπουργείο Δικαιοσύνης, υπό την ιδιότητά του ως Κεντρική Αρχή δυνάμει του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων, όπως υποβάλει στην αρμόδια Δικαστική Αρχή Εκτέλεσης, αίτηση για προσωρινή αναστολή εκτέλεσης της παράδοσης του αιτητή στις ελληνικές αρχές, δυνάμει Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης ― Στην προκειμένη περίπτωση δεν διαπιστωνόταν να υπάρχει εκ μέρους της αρμόδιας Κεντρικής Αρχής άρνηση άσκησης του καθήκοντός της.

 

Προνομιακά εντάλματα ― Mandamus ― Tο προνομιακό ένταλμα Mandamus εκδίδεται για να διαταχθούν κατώτερα δικαστήρια να ασκήσουν συγκεκριμένη εξουσία της αρμοδιότητάς τους ― Το ένταλμα μπορεί επίσης να εκδοθεί και εναντίον διοικητικής αρχής για να υποχρεωθεί να εκτελέσει δημόσιο καθήκον που επιβάλλεται από νόμο, το οποίο αρνείται να εκτελέσει.

 

Με την αίτηση επιδιώχθηκε από τον αιτητή η παραχώρηση άδειας προς καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος φύσεως Mandamus με το οποίο να διατασσόταν το Υπουργείο Δικαιοσύνης, υπό την ιδιότητά του ως Κεντρική Αρχή δυνάμει του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004 (Ν. 133(Ι)/2004), όπως υποβάλει στην αρμόδια Δικαστική Αρχή Εκτέλεσης, αίτηση για προσωρινή αναστολή εκτέλεσης της παράδοσης του στις ελληνικές αρχές, δυνάμει Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης.

 

Στις αρχές του 2013 το Υπουργείο Δικαιοσύνης ως Κεντρική Αρχή της Δημοκρατίας, με βάση το Νόμο 133(Ι)/2004 εξέδωσε τα αναγκαία πιστοποιητικά για προώθηση της διαδικασίας σύλληψης του Αιτητή στην Κύπρο, πράγμα που έγινε στις 17.5.2013. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στο οποίο διεξήχθη η διαδικασία της Αίτησης ΕΕΣ 4/13, στις 8.7.2013 ενέκρινε την αίτηση μερικώς (για ορισμένα μόνο ΕΕΣ) και διέταξε την εκτέλεση των ΕΕΣ και την άμεση παράδοση του Αιτητή στις αρμόδιες ελληνικές αρχές, σύμφωνα με το Άρθρο 29(1) του Νόμου 133(Ι)/2004.

 

Ο αιτητής εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση για έκδοση του στην Ελλάδα στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε απορριπτική απόφαση. Ταυτόχρονα επιβεβαίωσε την πρωτόδικη απόφαση και διέταξε όπως ακολουθούνταν οι πρόνοιες του Άρθρου 29(1) του Νόμου το αργότερο εντός 10 ημερών.

 

Κατόπιν διαφόρων δικαστικών διαβημάτων που προώθησε και αφού παρήλθε ο χρόνος αναστολής που παρασχέθηκε με προηγούμενη απόφαση με την οποία διατάχθηκε η αναστολή της απόφασης για έκδοση, ο αιτητής  καταχώρισε την παρούσα αίτηση αιτούμενος την ως άνω άδεια.

 

Με την αίτηση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων  ότι:

 

α)  Η Κεντρική Αρχή όφειλε να είχε απαντήσει στο αίτημα του για να υποβάλει στο Επαρχιακό Δικαστήριο νέα αίτηση για αναστολή της παράδοσης λόγω της συνεχιζόμενης κακής κατάστασης της υγείας του Αιτητή και του κινδύνου για τη ζωή του από τυχόν μετακίνηση.

 

β)  Παραβιάζονταν  συνταγματικά κατοχυρωμένα θεμελιώδη δικαιώματα του Αιτητή [Άρθρα 7 και 35 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Στην προκειμένη περίπτωση τα ερωτήματα που τίθενται, έχουν απάντηση από τον ίδιο το Νόμο 133(Ι)/2004, ο οποίος ενσωματώνει το προοίμιο της Απόφασης-Πλαίσιο του Συμβουλίου 2002/584/ΔΕΥ, η οποία τροποποιήθηκε μεταγενέστερα από την Απόφαση-Πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ.

 

2.  Είναι φανερό από τις πρόνοιες του Άρθρου 29 ότι από τη στιγμή που η απόφαση για παράδοση καταστεί τελεσίδικη, όπως στην προκειμένη περίπτωση, αναλαμβάνει η Κεντρική Αρχή για να μεριμνήσει για την παράδοση.

 

3.  Δυνάμει του Άρθρου 29(3), το οποίο προβλέπει ένα κατ' εξαίρεση μέτρο, η Κεντρική Αρχή δύναται να αναστείλει προσωρινά την παράδοση αν πεισθεί ότι υπάρχουν «σοβαροί ανθρωπιστικοί λόγοι, ιδίως όταν ευλόγως εκτιμάται ότι αυτή (η παράδοση) θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή ή την υγεία του εκζητουμένου».

 

4.    Η ουσιαστική εμπλοκή της Δικαστικής Αρχής στην όλη διαδικασία, ολοκληρώνεται με την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης για παράδοση ή της απόφασης σε τυχόν έφεση επί της πρωτόδικης απόφασης. Σύμφωνα με το Νόμο, αυτό συνιστά επαρκή έλεγχο.

 

5.  Απ' εκεί και πέρα αναλαμβάνει η Κεντρική Αρχή η οποία δύναται να ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια δυνάμει του Άρθρου 29(2) ή (3). Η διακριτική της ευχέρεια δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί από το Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, εκτός αν η δημόσια αρχή αρνηθεί να εκτελέσει το καθήκον της δυνάμει του Νόμου.

 

6.  Στην προκειμένη περίπτωση δεν διαπιστωνόταν να υπάρχει εκ μέρους της αρμόδιας Κεντρικής Αρχής άρνηση άσκησης του καθήκοντός της. Εκείνο που υπήρχε ήταν άσκηση των εξουσιών της με συγκεκριμένο τρόπο.

 

7.  Το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος δεν μπορεί να υπαγορεύσει στη δημόσια αρχή να ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια με συγκεκριμένο τρόπο. Εδώ η αρμόδια Κεντρική Αρχή δεν θεωρούσε ότι υφίσταντο σοβαροί ανθρωπιστικοί λόγοι ώστε κατ' εξαίρεση να αναστείλει προσωρινά την παράδοση.

 

8.  Ο Αιτητής είχε επαρκή ευκαιρία να θέσει όλα τα παράπονα του ενώπιον της αρμόδιας Δικαστικής Αρχής και του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αποφασίστηκε τελεσίδικα ότι δεν υπήρχαν λόγοι για να μην παραδοθεί στις ελληνικές αρχές.

 

9.  Αναφορικά με τη δεύτερη αιτούμενη θεραπεία για αναστολή εκτέλεσης μέχρι την ολοκλήρωση της παρούσας διαδικασίας που ζήτησε ο αιτητής, το Δικαστήριο δεν παραχώρησε την αιτούμενη αναστολή εκτέλεσης, γιατί κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με αναστολή αρνητικής απόφασης της Κεντρικής Αρχής, η οποία στην ουσία θα μετατρεπόταν σε θετική.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2013) 1 Α.Α.Δ. 1546,

 

Soering v. UK [1989] 11 EHRR 439,

 

Re Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,

 

Re Μεστάνα (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1469,

 

Re Hellenger Trading Ltd (2000) 1(Γ) A.A.Δ. 1965,

 

Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1535,

 

Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2013) 1 Α.Α.Δ. 1764,

 

Υπερμάχου (2013) 1 Α.Α.Δ. 1685.

 

Αίτηση.

 

Γ. Πολυχρόνης, για τον Αιτητή.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής με μονομερή αίτηση ζητά δύο θεραπείες:-

 

Α.   Άδεια για να καταχωρίσει αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος φύσεως Mandamus με το οποίο να διατάσσεται το Υπουργείο Δικαιοσύνης, υπό την ιδιότητά του ως Κεντρική Αρχή δυνάμει του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004 (Ν. 133(Ι)/2004), στο εξής «ο Νόμος», όπως υποβάλει στην αρμόδια Δικαστική Αρχή Εκτέλεσης αίτηση για προσωρινή αναστολή εκτέλεσης της παράδοσης του στις ελληνικές αρχές, δυνάμει Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, και

 

Β.   Ενδιάμεσο διάταγμα αναστολής εκτέλεσης του διατάγματος παράδοσης του Αιτητή στις ελληνικές αρχές, μέχρι τελεσίδικης ολοκλήρωσης της διαδικασίας της παρούσας αίτησης.

 

Η περίπτωση του Αιτητή έχει μακρύ ιστορικό, εφόσον απασχόλησε τα δικαστήρια σε αρκετές περιπτώσεις.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα, ο Αιτητής είναι κύπριος πολίτης ηλικίας 58 ετών, πατέρας τριών παιδιών και διαμένει μαζί με τη σύζυγό του στη Λάρνακα. Στις 5.3.2012 εκδόθηκαν από την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών δύο Ευρωπαϊκά Εντάλματα Σύλληψης. Το πρώτο αφορά σε παράνομες πράξεις μεταξύ 9.12.2004 και 22.12.2004 στην Αθήνα σε σχέση με αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων τα οποία εκδόθηκαν για ανύπαρκτες συναλλαγές και για εξαπάτηση τράπεζας για να εγκρίνει όριο χρηματοδότησης ύψους €750.000, ενώ η επιχείρησή του δεν διέθετε ικανή εμπορική δραστηριότητα.

 

Το δεύτερο Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης εκδόθηκε στις 7.3.2013 και αφορά και αυτό στην έκδοση μεταξύ 1.1.2005 έως 31.5.2005 εικονικών φορολογικών στοιχείων.

 

Στις αρχές του 2013 το Υπουργείο Δικαιοσύνης ως Κεντρική Αρχή της Δημοκρατίας, με βάση το Νόμο 133(Ι)/2004 εξέδωσε τα αναγκαία Πιστοποιητικά για προώθηση της διαδικασίας σύλληψης του Αιτητή στην Κύπρο, πράγμα που έγινε στις 17.5.2013. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στο οποίο διεξήχθη η διαδικασία της Αίτησης ΕΕΣ 4/13, στις 8.7.2013 ενέκρινε την αίτηση μερικώς (για ορισμένα μόνο ΕΕΣ) και διέταξε την εκτέλεση των ΕΕΣ και την άμεση παράδοση του Αιτητή στις αρμόδιες ελληνικές αρχές, σύμφωνα με το Άρθρο 29(1) του Νόμου 133(Ι)/2004.

 

Ο Αιτητής εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση για έκδοση του στην Ελλάδα. Πρόκειται για την υπόθεση Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2013) 1 Α.Α.Δ. 1546, στην οποία στις 19.7.2013 το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση απορρίπτοντας την. Ταυτόχρονα επιβεβαίωσε την πρωτόδικη απόφαση και διέταξε όπως ακολουθηθούν οι πρόνοιες του Άρθρου 29(1) του Νόμου το αργότερο εντός 10 ημερών.

 

Στο μεταξύ ο δικηγόρος του Αιτητή προέβη σε διάφορα διαβήματα προς την αρμόδια Κεντρική Αρχή για αναστολή της απόφασης, επικαλούμενος την άθλια κατάσταση της υγείας του Αιτητή και τους κινδύνους στη ζωή του από τη μετακίνησή του. Το αίτημα του δεν είχε επιτυχή κατάληξη.

 

Στις 23.7.2013 ο Αιτητής καταχώρησε αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο, την Πολιτική Αίτηση ημερ. 146/13, ζητώντας άδεια για την καταχώρηση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Mandamus με το οποίο να διατάσσεται η Κεντρική Αρχή να υποβάλει αίτηση για αναστολή εκτέλεσης της παράδοσης του Αιτητή για λόγους υγείας και γιατί με τη μετακίνησή του θα ετίθετο σε κίνδυνο η ζωή του. Αφού εξασφάλισε την απαιτούμενη άδεια, καταχώρησε αίτηση για Mandamus. Παρά την επίδοση στην Κεντρική Αρχή, δεν εμφανίστηκε κανείς. Το Δικαστήριο, αφού άκουσε το δικηγόρο του Αιτητή, στις 25.7.2013 εξέδωσε το αιτούμενο διάταγμα Mandamus, διατάσσοντας την «Κεντρική Αρχή όπως υποβάλει αίτηση στην αρμόδια δικαστική αρχή εκτέλεσης των ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης για εξέταση ενδεχόμενης παροχής αναστολής εκτέλεσης της παράδοσης του εκζητουμένου στις ελληνικές αρχές».

 

Η Κεντρική Αρχή συμμορφούμενη με το διάταγμα, καταχώρισε στις 24.7.2013 σχετική αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας για εξέταση του ενδεχομένου προσωρινής αναστολής εκτέλεσης, θέτοντας ενώπιον του Δικαστηρίου σχετική Έκθεση Ιατροσυμβουλίου ημερ. 31.7.2013, η οποία υποστήριζε ότι η ψυχική υγεία του Αιτητή δεν ήταν επικίνδυνη για τη ζωή του. Στις 26.7.2013 το Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα για προσωρινή αναστολή εκτέλεσης, εκτιμώντας ότι η παράδοση του Αιτητή θα έθετε σε κίνδυνο την υγεία του. Δόθηκε δίμηνη αναστολή από 29.7.2013 που ήταν ο προηγούμενος χρόνος που είχε καθοριστεί για παράδοση. Ως αποτέλεσμα νέος χρόνος παράτασης ορίστηκε η 29.9.2013. Κατά τη διαδικασία ο δικηγόρος του Αιτητή ένεκα της κατάστασης της υγείας του πελάτη του, έφερε ένσταση στην περαιτέρω κράτηση, αλλά το Δικαστήριο διέταξε την κράτηση του Αιτητή, διατάσσοντας να παρασχεθεί στον Αιτητή κάθε δυνατή βοήθεια από τη διεύθυνση των Φυλακών. Στις 13.8.2013 ο Αιτητής καταχώρησε την Αίτηση Αρ. 159/13 με την οποία αιτείτο άδεια για καταχώριση αίτησης φύσεως Certiorari εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερ. 6.8.2013, με την οποία αποφασίστηκε η κράτησή του. Το Ανώτατο Δικαστήριο χορήγησε την αιτούμενη άδεια, με αποτέλεσμα ο Αιτητής να καταχωρίσει την Πολιτική Αίτηση 164/2013, αιτούμενος την έκδοση εντάλματος Certiorari αναφορικά με την κράτηση του η οποία απορρίφθηκε.

 

Στο μεταξύ ο Αιτητής προσκόμισε νέα ιατρικά πιστοποιητικά αναφορικά με την υγεία του τα οποία τονίζουν την επικινδυνότητα της κατάστασή τους και τους κινδύνους από τη μεταφορά του.  Όσο πλησίαζε ο νέος χρόνος που ορίστηκε για παράδοση του Αιτητή, ο δικηγόρος του με επιστολές του καλούσε την Κεντρική Αρχή να καταχωρίσει νέα αίτηση στην ένορκη δήλωση με την οποία να ζητά εκ νέου αναστολή εκτέλεσης της απόφασης και παράταση του χρόνου παράδοσης του Αιτητή.

 

Αφού παρήλθε ο χρόνος αναστολής της απόφασης για έκδοση, ο Αιτητής στις 30.9.2013 καταχώρισε την παρούσα αίτηση αιτούμενος άδεια για να καταχωρίσει νέα αίτηση για Mandamus και ενδιάμεσο διάταγμα αναστολής της παράδοσης μέχρι εκδίκασης της αίτησης. Βασίζει την αίτησή του στο ότι η Κεντρική Αρχή όφειλε να είχε απαντήσει στο αίτημα του για να υποβάλει στο Επαρχιακό Δικαστήριο νέα αίτηση για αναστολή της παράδοσης λόγω της συνεχιζόμενης κακής κατάστασης της υγείας του Αιτητή και του κινδύνου για τη ζωή του από τυχόν μετακίνηση. Προς υποστήριξη των θέσεων του ισχυρίστηκε ότι παραβιάζονται συνταγματικά κατοχυρωμένα θεμελιώδη δικαιώματα του Αιτητή [Άρθρα 7 και 35 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Άρθρα 1, 2, 3 και 13) και έκαμε αναφορά σε νομολογία του ΕΔΑΔ, με ιδιαίτερη έμφαση στην υπόθεση Soering v. UK [1989] 11 EHRR 439. Επίσης επικαλέστηκε το καθήκον που έχει η πολιτεία για προστασία του δικαιώματος των ασθενών (Νόμος 1(Ι)/2005) καθώς και την Απόφαση-Πλαίσιο του Συμβουλίου 2002/584/ΔΕΥ, ημερ. 13.6.2002 η οποία αφορά στο Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης καταζητούμενου προσώπου μεταξύ των κρατών μελών. Έκαμε ιδιαίτερη αναφορά στο προοίμιο (8) της πιο πάνω Απόφασης-Πλαίσιο, στο οποίο αναφέρεται ότι: «οι αποφάσεις για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης πρέπει να υπόκεινται σε επαρκή έλεγχο, πράγμα που σημαίνει ότι η δικαστική αρχή κράτους μέλους στο οποίο συνελήφθη το καταζητούμενο πρόσωπο θα πρέπει να αποφάσιζε σχετικά με την παράδοσή του». Η αναφορά του κ. Πολυχρόνη στην παράγραφο (8) του προοιμίου, έγινε για να υποστηρίξει τη θέση ότι είναι το Δικαστήριο που έχει τον τελικό λόγο για την αναστολή και όχι η Κεντρική Αρχή.

 

Για να παραχωρηθεί άδεια για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσης Mandamus ή Certiorari θα πρέπει να καταδειχθεί από τον Αιτητή ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμο ζήτημα. Κατά κανόνα, δεν χορηγείται άδεια στις περιπτώσεις που διαφαίνεται ότι υπάρχει άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, εκτός αν αποδειχθεί ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που καθιστούν αναγκαία την παρέκκλιση από τον κανόνα (βλ. Re Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Re Μεστάνα (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1469, Re Hellenger Trading Ltd (2000) 1(Γ) A.A.Δ.1965 και Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1535).

 

Συγκεκριμένα, το προνομιακό ένταλμα Mandamus εκδίδεται για να διαταχθούν κατώτερα δικαστήρια να ασκήσουν συγκεκριμένη εξουσία της αρμοδιότητάς τους. Το ένταλμα μπορεί επίσης να εκδοθεί και εναντίον διοικητικής αρχής για να υποχρεωθεί να εκτελέσει δημόσιο καθήκον που επιβάλλεται από νόμο, το οποίο αρνείται να εκτελέσει (βλ. Σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα του Π. Αρτέμη, 1η Έκδοση 2004, σελ. 248-254).

Στην προκειμένη περίπτωση τα ερωτήματα που τίθενται μπορούν να απαντηθούν από τον ίδιο το Νόμο 133(Ι)/2004, ο οποίος ενσωματώνει το προοίμιο της Απόφασης-Πλαίσιο του Συμβουλίου 2002/584/ΔΕΥ, η οποία τροποποιήθηκε μεταγενέστερα από την Απόφαση-Πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ.

 

Η όλη διαδικασία που διέπει την έκδοση και εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης όπως προβλέπεται από το Νόμο, έχει πρόσφατα θεωρηθεί στην υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2013) 1 Α.Α.Δ. 1764. Όπως αναφέρθηκε:-

 

«Στόχος λοιπόν της όλης διαδικασίας είναι η παροχή δικαστικής συνδρομής μεταξύ των κρατών μελών ώστε να συμμορφώνονται και να παραδίδονται οι ύποπτοι χωρίς ιδιαίτερες περίπλοκες διαδικασίες ή αχρείαστες καθυστερήσεις. Γι' αυτό και οι στενές χρονικές περίοδοι, διότι η όλη διαδικασία δεν αφορά, ούτε ανάγεται σε καθαυτή ποινική δίωξη, ούτε η διαδικασία προσφέρεται για την εξέταση και θεμελίωση τυχόν ποινικής ευθύνης του εκζητουμένου. Αυτό αποτελεί κατ' εξοχήν το έργο της χώρας η οποία επιδιώκει την έκδοση του υπόπτου στο έδαφος της, οι δικαστικές αρχές της οποίας είναι και οι μόνες υπεύθυνες για την εξέταση και διαπίστωση της όποιας ποινικής ευθύνης του εκζητουμένου, στη βάση των ισχυόντων στην επικράτεια της, κανόνων δικαίου, ουσιαστικών και δικονομικών.

 

Εύστοχα το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέμνησε στην απόφαση του τα ανωτέρω, διατρέχοντας τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Hadjiametovic ν. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 Α.Α.Δ. 473, Πηγασίου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 Α.Α.Δ. 519 και της εντελώς πρόσφατης Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2013)1 Α.Α.Δ. 1546. Προεξάρχον στοιχείο όπως απορρέει από τις αποφάσεις, είναι η εστίαση στην απλοποίηση των διαδικασιών σύλληψης και παράδοσης μέσα από μια sui generis διαδικασία, η οποία στοχεύει στην αποτελεσματική δικαστική συνδρομή μεταξύ των κρατών-μελών, δικαστική συνδρομή που περιλαμβάνει και την υπόδειξη δημοσίου κατηγόρου ως αρχής ("judicial authority"), κάτω από το Άρθρο 6 της Απόφασης-Πλαίσιο, υπό το φως των διαφορετικών συστημάτων δικαίου στον Ευρωπαϊκό χώρο, όπως υπέδειξε η πρόσφατη απόφαση του Supreme Court του Ηνωμένου Βασιλείου στην Assange ν. Swedish Prosecution Attorney [2012] UKSC 22

 

Στην ίδια απόφαση επαναβεβαιώθηκε η αναγνώριση της εφαρμογής των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην περίπτωση έκδοσης εκζητούμενων προσώπων (βλ. Soering v. UK, ανωτέρω).

 

Δεν αμφισβητείται ότι η απόφαση κατέστη τελεσίδικη στις 11.7.2013 με την έκδοση της απόφασης του Εφετείου στην Πολιτική Έφεση 196/13. Το Δικαστήριο απορρίπτοντας την έφεση του Αιτητή, διέταξε να ακολουθηθεί η διαδικασία παράδοσης του Αιτητή όπως προβλέπεται στο Άρθρο 29 του Νόμου 133(Ι)/2004 το οποίο προβλέπει ότι:-

 

«29.         (1) Με μέριμνα της Κεντρικής Αρχής, ο εκζητούμενος παραδίδεται το ταχύτερο δυνατόν σε ημερομηνία που συμφωνείται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης του εντάλματος. Η προθεσμία παράδοσης του εκζητουμένου δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δέκα (10) ημέρες, αφότου εκδόθηκε η τελεσίδικη απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Κατά την παράδοση, με μέριμνα της Κεντρικής Αρχής, διαβιβάζονται στην αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης του εντάλματος όλες οι πληροφορίες σχετικά με τη διάρκεια κράτησης του εκζητουμένου στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

 

(2)  Αν η παράδοση του εκζητουμένου, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1, αποδειχθεί αδύνατη λόγω ανώτερης βίας σε ένα από τα κράτη μέλη, ο Δικαστής, αφού υποβληθεί προς τούτο γραπτό αίτημα από την Κεντρική Αρχή και η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος συμφωνούν αμέσως νέα ημερομηνία παράδοσης. Στην περίπτωση αυτή, η παράδοση διενεργείται εντός δέκα (10) ημερών από τη συμφωνηθείσα νέα ημερομηνία.

 

(3)  Κατ' εξαίρεση, η παράδοση μπορεί να αναστέλλεται προσωρινά για σοβαρούς ανθρωπιστικούς λόγους, ιδίως όταν ευλόγως εκτιμάται ότι αυτή θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή ή την υγεία του εκζητουμένου. Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκτελείται μόλις παύσουν να υφίστανται οι λόγοι αυτοί. Ο Δικαστής, αφού υποβληθεί γραπτό αίτημα από την Κεντρική Αρχή, ενημερώνει σχετικά τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος και συμφωνεί με αυτή νέα ημερομηνία παράδοσης. Στην περίπτωση αυτή, η παράδοση διενεργείται εντός δέκα ημερών μετά τη συμφωνηθείσα νέα ημερομηνία.

 

(4)  Αν μετά την παρέλευση των ανωτέρω προθεσμιών ο εκζητούμενος εξακολουθεί να κρατείται, απολύεται. Σε περίπτωση που έχουν επιβληθεί σε βάρος του περιοριστικοί όροι, αυτοί αίρονται αυτοδικαίως.»

 

Είναι φανερό από τις πρόνοιες του Άρθρου 29 ότι από τη στιγμή που η απόφαση για παράδοση καταστεί τελεσίδικη, όπως στην προκειμένη περίπτωση, αναλαμβάνει η Κεντρική Αρχή για να μεριμνήσει για την παράδοση. Αν η Κεντρική Αρχή αδυνατεί να προβεί στην παράδοση του καταζητούμενου μέσα στην προθεσμία των 10 ημερών που τάσσει ο Νόμος, τότε έχει δύο επιλογές. Η πρώτη αφορά στην περίπτωση που η παράδοση καταστεί αδύνατη για λόγους ανωτέρας βίας σε ένα από τα κράτη μέλη. Σε τέτοια περίπτωση η Κεντρική Αρχή δυνάμει του Άρθρου 29(2), αποτείνεται γραπτώς στη Δικαστική Αρχή για τον καθορισμό νέας ημερομηνίας παράδοσης. Αρμόδια Δικαστική Αρχή καθορίζεται από το Νόμο αρμόδιος Επαρχιακός Δικαστής.

 

Η δεύτερη επιλογή προσφέρεται από το Άρθρο 29(3). Πρόκειται για «κατ' εξαίρεση» μέτρο. Η Κεντρική Αρχή δύναται να αναστείλει προσωρινά την παράδοση αν πεισθεί ότι υπάρχουν «σοβαροί ανθρωπιστικοί λόγοι, ιδίως όταν ευλόγως εκτιμάται ότι αυτή (η παράδοση) θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή ή την υγεία του εκζητουμένου».

 

Σε τέτοια περίπτωση η παράδοση αναστέλλεται μέχρι να παύσουν να υφίστανται οι λόγοι αυτοί. Η Κεντρική Αρχή έχει υποχρέωση να υποβάλει γραπτό αίτημα σε αρμόδιο Δικαστή από τον οποίο να ζητά όπως ενημερώσει σχετικά τη δικαστική αρχή της χώρας έκδοσης του εντάλματος και να συμφωνήσει με αυτή νέα ημερομηνία παράδοσης.

 

Η ουσιαστική εμπλοκή της Δικαστικής Αρχής στην όλη διαδικασία ολοκληρώνεται με την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης για παράδοση ή της απόφασης σε τυχόν έφεση επί της πρωτόδικης απόφασης. Σύμφωνα με το Νόμο, αυτό συνιστά επαρκή έλεγχο.  Επ' εκεί και πέρα αναλαμβάνει η Κεντρική Αρχή η οποία δύναται να ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια δυνάμει του Άρθρου 29(2) ή (3). Η διακριτική της ευχέρεια δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί από το Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, εκτός αν η δημόσια αρχή αρνηθεί να εκτελέσει το καθήκον της δυνάμει του Νόμου.

 

Στην προκειμένη περίπτωση δεν διαπιστώνεται να υπάρχει εκ μέρους της αρμόδιας Κεντρικής Αρχής άρνηση άσκησης του καθήκοντός της. Εκείνο που υπάρχει είναι άσκηση των εξουσιών της με συγκεκριμένο τρόπο. Το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος δεν μπορεί να υπαγορεύσει στη δημόσια αρχή να ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια με συγκεκριμένο τρόπο. Εδώ η αρμόδια Κεντρική Αρχή δεν θεωρεί ότι υφίστανται σοβαροί ανθρωπιστικοί λόγοι ώστε κατ' εξαίρεση να αναστείλει προσωρινά την παράδοση.

 

Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι παραβιάστηκαν τα συνταγματικά και θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα του από τη μη αναστολή της παράδοσης. Ανεξάρτητα του ότι η διεκδίκηση προνομιακού εντάλματος της φύσης Mandamus δεν είναι το ορθό ένδικο μέσο, δεν συμφωνώ με την ουσία των ισχυρισμών. Η Κεντρική Αρχή αφού έλαβε υπόψη την έκθεση του Ιατροσυμβουλίου και το όλο ιστορικό, κατέληξε ότι δεν ετίθετο σε κίνδυνο η ζωή του εκζητουμένου και ούτε υπήρχαν άλλοι ανθρωπιστικοί λόγοι, ώστε κατ' εξαίρεση να ανασταλεί προσωρινά η παράδοση του στις ελληνικές αρχές. Κατά την κρίση μου, ο Αιτητής είχε επαρκή ευκαιρία να θέσει όλα τα παράπονα του ενώπιον της αρμόδιας Δικαστικής Αρχής και του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αποφασίστηκε τελεσίδικα ότι δεν υπήρχαν λόγοι για να μην παραδοθεί στις ελληνικές αρχές. Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ανωτέρω, η όλη διαδικασία δυνάμει του Νόμου 133(Ι)/2004 αποσκοπεί στην «παροχή συνδρομής μεταξύ των κρατών μελών ώστε να συμμορφώνονται και να παραδίδονται οι ύποπτοι χωρίς ιδιαίτερες περίπλοκες διαδικασίες ή αχρείαστες καθυστερήσεις.».

 

Ο δικηγόρος του Αιτητή έκαμε κατ' επανάληψη αναφορά στην απόφαση του αδελφού Δικαστή Παμπαλλή, στην υπόθεση Υπερμάχου (2013) 1 Α.Α.Δ. 1685. Με κάθε σεβασμό δεν μπορώ να συμφωνήσω ότι το παρόν δικαστήριο κέκτηται εξουσίας δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος να παρέμβει στον τρόπο που η Κεντρική Αρχή επέλεξε να ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια.

 

Αναφορικά με τη θεραπεία (Β) που ζητά ο Αιτητής, το Δικαστήριο δεν παραχώρησε την αιτούμενη αναστολή εκτέλεσης, γιατί κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με αναστολή αρνητικής απόφασης της Κεντρικής Αρχής, η οποία στην ουσία θα μετατρεπόταν σε θετική. Όχι μόνο θα ισοδυναμούσε με την άσκηση από το Δικαστήριο των αρμοδιοτήτων της Κεντρικής Αρχής, αλλά θα υποχρέωνε την Αρχή να προβεί σε θετική ενέργεια. Ο Νόμος δεν εναποθέτει στο Δικαστήριο οποιαδήποτε αρμοδιότητα για αναστολή. Τη μόνη αρμοδιότητα που παρέχει δυνάμει του Άρθρου 29(3) του Νόμου στο Δικαστήριο, ως δικαστική αρχή, είναι μετά από αίτημα της Κεντρικής Αρχής να ενημερώσει τη Δικαστική Αρχή του κράτους έκδοσης του εντάλματος για την προσωρινή αναστολή που δόθηκε από την Κεντρική Αρχή ώστε να  εξευρεθεί νέα ημερομηνία.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η αίτηση δεν έχει έρεισμα και απορρίπτεται.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο