ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 1 ΑΑΔ 2090

11 Οκτωβρίου, 2013

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33 ΤΟΥ 1964 ΟΠΩΣ ΑΥΤΟΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΑ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΛΕΥΚΟΝΟΙΚΟ ΛΤΔ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (Χ. ΣΟΛΟΜΩΝΙΔΗΣ, Π.Ε.Δ.) ΠΟΥ ΔΟΘΗΚΕ ΤΗΝ 22/05/2013 ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΜΑΡΙΟΥ ΧΑΤΖΗΓΑΒΡΙΗΛ ΚΑΙ ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΧΑΤΖΗΓΑΒΡΙΗΛ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 3783/2002 ΤΟΥ Ε.Δ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΠΙΔΟΘΗΚΕ ΣΤΟΥΣ ΑΙΤΗΤΕΣ ΤΗΝ 12/08/2013 (ΑΡ. 2).

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 167/2013)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Απορρίφθηκε αίτηση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari με στόχο την ακύρωση του επιβαρυντικού διατάγματος που εκδόθηκε σε αγωγή Επαρχιακού Δικαστηρίου ύστερα από μονομερή αίτηση των Καθ' ων η αίτηση δυνάμει του νόμου Νόμου 31(Ι)/92 και για σκοπούς εκτέλεσης απόφασης ― Διάταγμα που δεν είχε το χαρακτήρα προσωρινού  και δεν ετύγχαναν εφαρμογής τα Άρθρα 7 και 9 του Κεφ. 6 όπως στην περίπτωση έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων δυνάμει του Ν. 31(Ι)/92 ― Ύπαρξη και εναλλακτικού ένδικου μέσου, δυνάμει του Νόμου 31(Ι)/92 .

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Το Δικαστήριο εξετάζοντας κατά πόσο θα πρέπει να χορηγήσει άδεια ή όχι, δεν υπεισέρχεται στην ορθότητα της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου, αλλά περιορίζεται στην εξέταση της νομιμότητας γι' αυτό και η νομολογία υιοθετεί αυστηρή άποψη όταν υπάρχουν άλλα εναλλακτικά ένδικα μέσα.

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Επιβαρυντικά διατάγματα ― Ο περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμος του 1992 (N. 31(I)/1992)- Εκδίδονται για σκοπούς εκτέλεσης, είτε εκκρεμούσης αγωγής.

 

Οι αιτητές, αφού εξασφάλισαν σχετική άδεια, καταχώρησαν την παρούσα αίτηση με την οποία αιτούνται την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari με στόχο την ακύρωση του παρεμπίπτοντος διατάγματος σε αγωγή Επαρχιακού Δικαστηρίου το οποίο εξεδόθη ύστερα από μονομερή αίτηση των Καθ' ων η αίτηση.

 

Με βάση τα επίδικα γεγονότα, οι καθ' ων η αίτηση είχαν πληροφορηθεί ότι η περιουσία των αιτητών δεν ήταν αρκετή για να καλύψει τις εξ αποφάσεως οφειλές της προς τους ίδιους και καταχώρησαν στα πλαίσια της ως άνω αγωγής, μονομερή αίτηση με την οποία αιτούνταν διάταγμα επιβάρυνσης των μετοχών που κατείχαν οι αιτητές ήτοι 6.999.999 μετοχές, ονομαστικής αξίας €1,71 η κάθε μία, ώστε να εξασφαλιστεί η πληρωμή του εξ αποφάσεως ποσού που τους όφειλαν οι τελευταίοι. 

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε το αιτούμενο διάταγμα για επιβάρυνση των μετοχών, το οποίο επιδόθηκε στους αιτητές.

 

Πλην του διατάγματος, κανένα άλλο έγγραφο δεν τους επεδόθη, όπως για παράδειγμα η μονομερής αίτηση και η ένορκη δήλωση με την οποία εξασφαλίστηκε το διάταγμα. Περαιτέρω το διάταγμα τους επιδίκασε και τα έξοδα της αίτησης.

 

Με την αίτηση για Certiorari υποστηρίχθηκε ότι:

 

α)  Στο διάταγμα, το οποίο εκδόθηκε μονομερώς, δεν καθοριζόταν η ημερομηνία ισχύος και έτσι δεν δινόταν στους Αιτητές, η δυνατότητα να παρουσιαστούν ενώπιον του εκδόσαντος το διάταγμα Δικαστηρίου, για να ενστούν στο διάταγμα.

 

β)  Υπήρξε σαφής παραβίαση του Άρθρου 9(3) του Κεφ. 6, το οποίο επιτάσσει όπως όλα τα διατάγματα που εκδόθηκαν χωρίς ειδοποίηση δεν πρέπει να παραμένουν σε ισχύ για χρόνο μεγαλύτερο απ' ό,τι απαιτείται για να επιδοθεί ειδοποίηση στους επηρεαζόμενους, ώστε να τους παρασχεθεί η δυνατότητα να εμφανιστούν στο Δικαστήριο και να ενστούν.

 

γ)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπερέβη την εξουσία που είχε δυνάμει του Νόμου 31(Ι)/92, και παραβίασε τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης εκδίδοντας το επίδικο «διάταγμα επιβάρυνσης» δυνάμει του Άρθρου 3 του Νόμου. 

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Στην προκειμένη περίπτωση η μονομερής αίτηση με την οποία ζητήθηκε το διάταγμα, δεν στηριζόταν στο Άρθρο 32 του Ν. 14/60, ούτε στο Άρθρο 9 του Κεφ. 6, αλλά στο Νόμο 31(Ι)/92.

 

2.  Δυνάμει του συγκεκριμένου Νόμου μπορούν, μεταξύ άλλων να εκδοθούν δύο ειδών διατάγματα: τελικά «διατάγματα επιβάρυνσης» δυνάμει του Άρθρου 3 και «προσωρινά διατάγματα επιβάρυνσης» δυνάμει του Άρθρου 9 του Νόμου 31(Ι)/92. Τα πρώτα εκδίδονται για σκοπούς εκτέλεσης, όπως είναι η παρούσα περίπτωση και τα δεύτερα εκκρεμούσης της αγωγής.

 

3.  Το Άρθρο 9(4) του Κεφ. 6 ρητά εξαιρεί διατάγματα που αφορούν σε εκτέλεση. Ούτε το προσβαλλόμενο διάταγμα μπορούσε να θεωρηθεί «προσωρινό διάταγμα επιβάρυνσης» δυνάμει του Άρθρου 9(1) του Νόμου 31(Ι)/92, διότι δεν εκδόθηκε ενώ εκκρεμούσε αγωγή, που αποτελεί προϋπόθεση για έκδοση ενός τέτοιου προσωρινού διατάγματος δυνάμει του Άρθρου 9(1) του Ν. 31(Ι)/92.

 

4.  Αν το διάταγμα εκδιδόταν ως «προσωρινό» εκκρεμούσης της αγωγής, τότε η διαδικασία οπωσδήποτε θα ήταν διαφορετική αφού το ίδιο το Άρθρο 9(4) του Ν. 31(Ι)/92 προβλέπει για εφαρμογή των Άρθρων 7 και 9 του Κεφ. 6 στην περίπτωση έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων δυνάμει του Ν. 31(Ι)/92.

 

5.  Με βάση τα πιο πάνω, είναι φανερό ότι το Δικαστήριο ούτε υπερέβη την εξουσία που είχε δυνάμει του Νόμου 31(Ι)/92, ούτε παραβίασε τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης εκδίδοντας το επίδικο «διάταγμα επιβάρυνσης» δυνάμει του Άρθρου 3 του Νόμου.

 

6.  Περαιτέρω το Άρθρο 3(4) του Νόμου 31(Ι)/92 προβλέπει ότι σε περίπτωση που εκδοθεί «επιβαρυντικό διάταγμα» ως μέτρο εκτέλεσης, ο οφειλέτης ή άλλο επηρεαζόμενο πρόσωπο έχει δικαίωμα να αποταθεί στο Δικαστήριο και με αίτηση να ζητήσει την ακύρωση του επιβαρυντικού διατάγματος.

 

7.  Επομένως οι αιτητές είχαν στη διάθεσή τους άλλο ένδικο μέσο το οποίο δεν χρησιμοποίησαν για να ακυρώσουν το επιβαρυντικό διάταγμα.

 

8.    Από τη στιγμή που διαπιστώνεται η ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου, οι αιτητές όφειλαν να αποδείξουν ότι υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις που υπαγόρευαν την κατ' εξαίρεση παραχώρηση του αιτούμενου προνομιακού εντάλματος. Όμως δεν είχε αποδειχθεί ότι υπήρχαν τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Τράπεζα Κύπρου Λτδ (Αρ. 6) (1997) 1 Α.Α.Δ. 1639,

 

Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 878,

 

Ψάλτης ν. Χ"Λόη (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1454

 

Αίτηση.

 

Γ. Παπαθεοδώρου, για τον Αιτητή.

 

Κ. Χατζηϊωάννου με Ν. Χατζηϊωάννου (κα), για τους Καθ' ων η αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Αιτητές, το Συνεργατικό Συγκρότημα Συνεργατικών Εταιρειών Λευκόνοικο Λτδ, αφού εξασφάλισαν σχετική άδεια, καταχώρησαν την παρούσα αίτηση με την οποία αιτούνται την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari με στόχο την ακύρωση του παρεμπίπτοντος διατάγματος ημερ. 22.5.2013 στην Αγωγή Αρ. 3783/2002 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, το οποίο εξεδόθη μετά από μονομερή αίτηση των Καθ' ων η αίτηση.

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου, οι Αιτητές το 2002 καταχώρησαν την Αγωγή Αρ. 3783/2002 εναντίον του Κώστα Χατζηγαβριήλ ως πρωτοφειλέτη και των Μάριου και Μιχαλάκη Χατζηγαβριήλ ως εγγυητών σχετικά με γραμμάτιο συνήθους τύπου για το ποσό των Λ.Κ.1.700.000. Οι δύο εγγυητές στη συνέχεια καταχώρησαν ανταπαίτηση εναντίον των Αιτητών και μιας άλλης εταιρείας, της Λευκόνοικο Χρηματιστηριακής Λίμιτεδ, με την οποία αξίωναν το ποσό των Λ.Κ.7.751.669 (€13.244.513) σε σχέση με διάφορες χρηματιστηριακές και άλλες συναλλαγές μεταξύ τους.

 

Στις 26.2.2009 εκδόθηκε διάταγμα παραλαβής εναντίον του πρωτοφειλέτη Κώστα Χατζηγαβριήλ.

 

Στις 27.10.2011, εκδόθηκε απόφαση στην αγωγή 3783/02 υπέρ των Αιτητών (Εναγόντων στην αγωγή) και εναντίον του πρωτοφειλέτη και των Καθ' ων η αίτηση (Εναγομένων 1 και 2), για το ποσό του Λ.Κ.1.700.000 ή το αντίστοιχο σε €2.904.622,50, πλέον τόκο και έξοδα. Επίσης στην Ανταπαίτηση εξεδόθη απόφαση με την οποία οι Αιτητές (εξ' ανταπαιτήσεως Εναγόμενοι 1), διατάσσονταν να πληρώσουν στον πρωτοφειλέτη, Κώστα Χατζηγαβριήλ, το ποσό των €3.364.746,48, πλέον τόκο και στους εγγυητές Μάριο Χατζηγαβριήλ και Μιχάλη Χατζηγαβριήλ το ποσό των €669.558,90 και €334.757,60 αντίστοιχα.

 

Μετά την έκδοση των πιο πάνω αποφάσεων, υπήρξε αλληλογραφία, την οποία προκάλεσαν οι Καθ' ων η αίτηση, για συμψήφιση των εκατέρωθεν εξ αποφάσεως οφειλών. Δεν υπήρξε κατάληξη. Αντίθετα, τον Ιούλιο του 2012 οι Αιτητές ενέγραψαν τη δική τους απόφαση στην Αγωγή στο Κτηματολόγιο επί της ακίνητης περιουσίας των Εναγομένων (memo). Οι δύο Καθ' ων η αίτηση, Μάριος και Μιχάλης Χατζηγαβριήλ, συνέχισαν να ισχυρίζονται ότι οι Αιτητές, τους όφειλαν περισσότερα ποσά από ό,τι οι ίδιοι όφειλαν σ' αυτούς και ζητούσαν όπως γίνει συμψηφισμός τέτοιος που να συμπεριλαμβάνει και τις οφειλές των Αιτητών προς τον πρωτοφειλέτη. Ενώ τα μέρη βρίσκονταν ακόμα σε διαπραγματεύσεις ως προς το συμψηφισμό, γύρω στον Οκτώβριο του 2012 οι Καθ' ων η αίτηση Μάριος και Μιχαλάκης Χατζηγαβριήλ, φαίνεται να προχώρησαν με μέτρα εκτέλεσης εναντίον της περιουσίας των Αιτητών. Το ένταλμα κατάσχεσης κινητής περιουσίας των Αιτητών, φαίνεται να επιστράφηκε ανεκτέλεστο με το αιτιολογικό ότι οι Αιτητές είχαν αλλάξει διεύθυνση.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση άρχισαν να ανησυχούν για τις πιθανότητες επιτυχούς εκτέλεσης της απόφασης εις βάρος των Αιτητών, αφού περιήλθε σε γνώση τους ότι και σε άλλες αγωγές εκδίδονταν αποφάσεις εναντίον των Αιτητών για μεγάλα χρηματικά ποσά και ότι αυτοί αποξένωναν περιουσιακά τους στοιχεία. Στις 24.1.2013 με διαβήματα των Καθ' ων η αίτηση εκδόθηκε διάταγμα δικαστηρίου με το οποίο διατάχθηκε η επιβάρυνση των μετοχών των Αιτητών στη Δήμητρα Επενδυτική Δημόσια Λτδ, των οποίων η συνολική χρηματιστηριακή αξία ανερχόταν στο €1.019.076. Στη συνέχεια φαίνεται ότι καταχωρήθηκε αίτηση από τους Καθ' ων η αίτηση για εκτέλεση της υπέρ τους απόφασης στην ανταπαίτηση.

Μετά από έρευνα οι Καθ' ων η αίτηση πληροφορήθηκαν ότι η περιουσία των Αιτητών δεν ήταν αρκετή για να καλύψει τις εξ αποφάσεως οφειλές της προς τους ίδιους και καταχώρησαν στα πλαίσια της Αγωγής 3783/2002 μονομερή αίτηση με την οποία αιτούνταν διάταγμα επιβάρυνσης των μετοχών που κατείχαν οι Αιτητές στη Λευκόνοικο Χρηματιστηριακή, ήτοι 6.999.999 μετοχές, ονομαστικής αξίας €1,71 η κάθε μία, ώστε να εξασφαλιστεί η πληρωμή του εξ αποφάσεως ποσού που τους όφειλαν οι Αιτητές.

 

Στις 22.5.2013 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε το αιτούμενο διάταγμα για επιβάρυνση των μετοχών, το οποίο επιδόθηκε στους Αιτητές στις 12.8.2013. Πλην του διατάγματος, κανένα άλλο έγγραφο δεν τους επεδόθη, όπως για παράδειγμα η μονομερής αίτηση και η ένορκη δήλωση με την οποία εξασφαλίστηκε το διάταγμα. Περαιτέρω το διάταγμα τους καταδίκαζε στην απουσία τους και στα έξοδα της αίτησης.

 

Οι Αιτητές παραπονούνται κυρίως ότι στο διάταγμα, το οποίο εκδόθηκε μονομερώς, δεν καθορίζεται η ημερομηνία ισχύος και έτσι δεν δίδεται στους Αιτητές, οι οποίοι είναι το επηρεαζόμενο με το διάταγμα μέρος, η δυνατότητα να παρουσιαστούν ενώπιον του εκδόσαντος το διάταγμα Δικαστηρίου, για να ενστούν στο διάταγμα. Όπως αναφέρουν, έχουν ουσιαστική ένσταση στο διάταγμα καθότι αμφισβητούν τα ποσά που ισχυρίζονται οι Καθ' ων η αίτηση ότι τους οφείλουν.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση καταχώρησαν γραπτή ένσταση στην παρούσα διαδικασία, με την οποία ισχυρίζονται ότι οι Αιτητές δεν προσήλθαν στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, ότι απέκρυψαν πραγματικά γεγονότα, όπως για παράδειγμα ότι η απόφαση υπέρ τους στην ανταπαίτηση υπερκάλυπτε την απόφαση υπέρ των Αιτητών στην αγωγή, με αποτέλεσμα οι Καθ' ων η αίτηση να μην οφείλουν οτιδήποτε στους Αιτητές. Επίσης ισχυρίζονται ότι οι Αιτητές απέκρυψαν από το Δικαστήριο ότι είχε εκδοθεί παρόμοιο διάταγμα για επιβάρυνση μετοχών των Αιτητών που κατέχουν στη Δήμητρα Επενδυτική Δημόσια Λτδ. Άλλο παράπονο τους είναι ότι δεν πληρούνται οι δικονομικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari και ότι υπάρχει άλλο ένδικο μέσο στη διάθεση των Αιτητών προς ακύρωση του διατάγματος.

 

Θα αρχίσω από το κύριο παράπονο των Αιτητών, ότι με το να μην οριστεί ημερομηνία ισχύος ή για επιστροφή του διατάγματος, παραβιάστηκαν οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης και το δικαίωμα των Αιτητών να ακουστούν. Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο των Αιτητών, τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης μπορούν να παραλληλιστούν με τα γεγονότα στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Λτδ (Αρ. 6) (1997) 1 Α.Α.Δ. 1639. Κατά το συνήγορο των Αιτητών, στην προκειμένη περίπτωση υπήρξε σαφής παραβίαση του  Άρθρου 9(3) του Κεφ. 6, το οποίο επιτάσσει όπως όλα τα διατάγματα που εκδόθηκαν χωρίς ειδοποίηση δεν πρέπει να παραμένουν σε ισχύ για χρόνο μεγαλύτερο απ' ό,τι απαιτείται για να επιδοθεί ειδοποίηση στους επηρεαζόμενους, ώστε να τους παρασχεθεί η δυνατότητα να εμφανιστούν στο Δικαστήριο και να ενστούν. Ο δικηγόρος των Αιτητών εισηγήθηκε επίσης ότι υπήρξε παραβίαση των προνοιών της Δ.48 θ.13 που επιτάσσουν όπως ταυτόχρονα με την επίδοση διατάγματος που εκδόθηκε μονομερώς, επιδίδεται και η μονομερής αίτηση μαζί με την ένορκη δήλωση στη βάση των οποίων εκδόθηκε το μονομερές διάταγμα.

 

Από την άλλη, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Καθ' ων η αίτηση εισηγείται ότι οι Αιτητές προσπαθούν να παραπλανήσουν το δικαστήριο, επικαλούμενοι αυθεντίες που αφορούν στην έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων, εκκρεμούσης της αγωγής. Οι Αιτητές δεν αμφισβητούν ότι σε τέτοιες περιπτώσεις το Δικαστήριο θα πρέπει να ορίσει το παρεμπίπτον διάταγμα επιστρεπτέο και ότι μαζί με το διάταγμα θα πρέπει να επιδοθεί και η μονομερής αίτηση και ένορκη δήλωση σύμφωνα με τη Δ.48 θ.13. Όμως οι Αιτητές αποκρύπτουν ότι στην προκειμένη περίπτωση το διάταγμα δεν είναι ενδιάμεσο διάταγμα εκκρεμούσης της αγωγής, αλλά διάταγμα που εκδόθηκε προς εκτέλεση απόφασης δυνάμει του Άρθρου 9 του περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμου του 1992 (Ν. 31(Ι)/92).  Κατά τον κ. Χατζηϊωάννου, δεν ισχύουν εδώ οι πρόνοιες του Άρθρου 9(3) του Κεφ. 6, αφού το εδάφιο (4) του Άρθρου 9 εξαιρεί από τις πρόνοιες του Άρθρου 9 του Κεφ. 6 την εξουσία του δικαστηρίου να εκδίδει εντάλματα εκτέλεσης αποφάσεων.

 

Σύμφωνα με τις νομολογιακές αρχές για να χορηγηθεί αίτηση για έκδοση Certiorari ο Αιτητής, ο οποίος έχει το σχετικό βάρος, θα πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν την παρέκκλιση από το γενικό κανόνα. Η συγκεκριμένη αρχή επιβεβαιώθηκε πρόσφατα από την Ολομέλεια στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 878, στην οποία έγινε ανασκόπηση της νομολογίας επί του θέματος και των διαφόρων νομολογιακών τάσεων που επικρατούν.

Το δικαστήριο εξετάζοντας κατά πόσο θα πρέπει να χορηγήσει άδεια ή όχι δεν υπεισέρχεται στην ορθότητα της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου, αλλά περιορίζεται στην εξέταση της νομιμότητας γι' αυτό και η νομολογία υιοθετεί αυστηρή άποψη όταν υπάρχουν άλλα εναλλακτικά ένδικα μέσα.

 

Στην προκειμένη περίπτωση η μονομερής αίτηση με την οποία ζητήθηκε το διάταγμα, δεν στηρίζεται στο Άρθρο 32 του Ν. 14/60, ούτε στο Άρθρο 9 του Κεφ. 6, αλλά στο Νόμο 31(Ι)/92. Δυνάμει του συγκεκριμένου Νόμου μπορούν, μεταξύ άλλων να εκδοθούν δύο ειδών διατάγματα: τελικά «διατάγματα επιβάρυνσης» δυνάμει του Άρθρου 3 και «προσωρινά διατάγματα επιβάρυνσης» δυνάμει του Άρθρου 9 του Νόμου 31(Ι)/92. Τα πρώτα εκδίδονται για σκοπούς εκτέλεσης, όπως είναι η παρούσα περίπτωση και τα δεύτερα εκκρεμούσης της αγωγής. Το Άρθρο 3 του Νόμου 31(Ι)/92 που αφορά σε τελικά «διατάγματα επιβάρυνσης» προβλέπει ότι:-

 

«3.-(1) Όταν κατόπιν απόφασης ή διατάγματος Δικαστηρίου πρόσωπο καλείται να πληρώσει χρηματικό ποσό (οφειλέτης) σε άλλο πρόσωπο (πιστωτή), τότε, προς το σκοπό εκτέλεσης της απόφασης ή του διατάγματος, το Δικαστήριο, με βάση τις διατάξεις του Νόμου αυτού, δύναται να εκδώσει διάταγμα (το οποίο θα αναφέρεται ως επιβαρυντικό διάταγμα), με το οποίο επιβάλλει επιβάρυνση σε οποιοδήποτε συμφέρον, το οποίο ο εξ αποφάσεως οφειλέτης έχει επί περιουσιακών στοιχείων για τα οποία ο Νόμος αυτός εφαρμόζεται και τα οποία καθορίζονται στο διάταγμα, με σκοπό την εξασφάλιση πληρωμής του οφειλόμενου ποσού.

 

(2)  Το Δικαστήριο, προτού αποφασίσει κατά πόσο θα εκδώσει επιβαρυντικό διάταγμα, εξετάζει όλα τα περιστατικά της υπόθεσης και ειδικότερα οποιαδήποτε ενώπιον του αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με-

(α) Την προσωπική και περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη· και

(β) το ενδεχόμενο ζημιάς άλλου πιστωτή του οφειλέτη από την έκδοση του διατάγματος.

 

(3)  Το Δικαστήριο δύναται κατά την έκδοση του διατάγματος να επιβάλει όρους σχετικά με την πληροφόρηση του οφειλέτη και άλλου ενδιαφερόμενου ή επηρεαζόμενου προσώπου ή σχετικά με οποιοδήποτε άλλο ζήτημα, οι οποίοι κατά την κρίση του είναι αναγκαίοι και υπό τις περιστάσεις δίκαιοι.

(4) Το Δικαστήριο το οποίο εξέδωσε το επιβαρυντικό διάταγμα δύναται οποτεδήποτε, κατόπιν αίτησης του οφειλέτη ή άλλου προσώπου που δυνατό να έχει συμφέρον σε περιουσιακό στοιχείο στο οποίο αναφέρεται το διάταγμα, να εκδώσει διάταγμα δυνάμει του οποίου να ακυρώνει ή να διαφοροποιεί το επιβαρυντικό διάταγμα.

 

(5)  Όταν επιβάλλεται επιβάρυνση με βάση τις πρόνοιες του Νόμου αυτού, το Δικαστήριο εκδίδοντας το διάταγμα δύναται να προβλέψει όπως η επιβάρυνση επεκτείνεται σε οποιοδήποτε μέρισμα ή άλλο εισόδημα πληρωτέο σε σχέση με το βαρυνόμενο στοιχείο.

 

(6)  Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του Άρθρου 5 διάταγμα επιβάρυνσης εκδιδόμενο με βάση τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου θα έχει τις συνέπειες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του ίδιου άρθρου.»

 

Από την άλλη, το Άρθρο 9 του Νόμου 31(Ι)/1992 προβλέπει ότι:-

 

«9.-(1) Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί αγωγή για χρέος ή για αποζημιώσεις δύναται κατόπιν αίτησης του ενάγοντος σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας να εκδώσει προσωρινό διάταγμα επιβάρυνσης με όλες ή μερικές από τις συνέπειες του διατάγματος επιβάρυνσης, όπως αυτό θα καθορίσει.

 

(2) Το Δικαστήριο εκδίδει το πιο πάνω διάταγμα, μόνο αφού ικανοποιηθεί ότι ο ενάγων έχει βάσιμη αξίωση και ότι με τη μεταβίβαση ή αποξένωση των περιουσιακών στοιχείων που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του Άρθρου 4 δυνατό να μείνει ανικανοποίητη η απόφαση του Δικαστηρίου.

 

(3) Κάθε διάταγμα που εκδίδεται βάσει των πιο πάνω προνοιών πρέπει να περιλαμβάνει λεπτομερή περιγραφή των περιουσιακών στοιχείων που επηρεάζονται από αυτό, καθώς επίσης και το πρόσωπο (ή πρόσωπα) προς το οποίο το εν λόγω διάταγμα πρέπει να επιδοθεί.

 

(4) Οι πρόνοιες των Άρθρων 7 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου εφαρμόζονται στην περίπτωση διατάγματος επιβάρυνσης που εκδίδεται με βάση τις πρόνοιες του παρόντος άρθρου.»

 

Είναι φανερό από το περιεχόμενο του Άρθρου 3 ότι η διαδικασία που χαράσσεται με το Νόμο 31(Ι)/92 είναι μια ιδιόμορφη διαδικασία διακριτή από αυτή που προβλέπεται στο Άρθρο 9 του Κεφ. 6 και αφορά στην έκδοση «προσωρινών διαταγμάτων» εκκρεμούσης της αγωγής (βλ. Ψάλτης ν. Χ"Λόη (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1454, 1458). Σε τέτοιες περιπτώσεις το δικαστήριο για διασφάλιση των δικαιωμάτων του εναγομένου, εφαρμόζοντας τις πρόνοιες του Άρθρου 9(3) του Κεφ. 6 ορίζει το διάταγμα επιστρεπτέο.  Όμως για την έκδοση «επιβαρυντικών διαταγμάτων» ως μέτρο εκτέλεσης, ο Νόμος δεν ορίζει παρόμοια διαδικασία. Αντίθετα, δια του Άρθρου 3(3) του Νόμου, ορίζεται διαφορετική διαδικασία προβλέποντας ότι το Δικαστήριο δύναται «να επιβάλει όρους σχετικά με την πληροφόρηση του οφειλέτη .. ή σχετικά με οποιοδήποτε άλλο ζήτημα.». Πέραν τούτου, το Άρθρο 3(4) του Νόμου δεν προβλέπει για καταχώρηση ένστασης για αμφισβήτηση του διατάγματος, αλλά για υποβολή αίτησης για ακύρωση ή διαφοροποίηση του διατάγματος. Πρόκειται για άλλη μια ουσιαστική διαφορά που τονίζει το ιδιόμορφο της διαδικασίας δυνάμει του Άρθρου 3 του Νόμου.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Αιτητές εισηγήθηκε ότι ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του Άρθρου 3 του Νόμου 31(Ι)/92, ισχύουν οι πρόνοιες του 9(3) του Κεφ. 6. Δεν συμφωνώ. Το Άρθρο 9(4) του Κεφ. 6 ρητά εξαιρεί διατάγματα που αφορούν σε εκτέλεση. Συγκεκριμένα το Άρθρο 9(4) του Κεφ. 6 προνοεί ότι:-

 

«9.-(4) Καμιά διάταξη που περιλαμβάνεται στο άρθρο αυτό, δεν θα ερμηνεύεται ότι επηρεάζει ή εφαρμόζεται στις εξουσίες του Δικαστηρίου να εκδίδει εντάλματα εκτέλεσης.»

 

Ούτε το προσβαλλόμενο διάταγμα μπορεί να θεωρηθεί «προσωρινό διάταγμα επιβάρυνσης» δυνάμει του Άρθρου 9(1) του Νόμου 31(Ι)/92, όπως εισηγείται ο δικηγόρος των Αιτητών, διότι δεν εκδόθηκε ενώ εκκρεμεί αγωγή, που αποτελεί προϋπόθεση για έκδοση ενός τέτοιου προσωρινού διατάγματος δυνάμει του Άρθρου 9(1) του Ν. 31(Ι)/92. Αν το διάταγμα εκδίδετο ως «προσωρινό» εκκρεμούσης της αγωγής, τότε η διαδικασία οπωσδήποτε θα ήταν διαφορετική αφού το ίδιο το Άρθρο 9(4) του Ν. 31(Ι)/92 προβλέπει για εφαρμογή των Άρθρων 7 και 9 του Κεφ. 6 στην περίπτωση έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων δυνάμει του Ν. 31(Ι)/92.

 

Με βάση τα πιο πάνω, είναι φανερό ότι το δικαστήριο ούτε υπερέβη την εξουσία που είχε δυνάμει του Νόμου 31(Ι)/92, ούτε παραβίασε τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης εκδίδοντας το επίδικο «διάταγμα επιβάρυνσης» δυνάμει του Άρθρου 3 του Νόμου.  Κατά συνέπεια η αίτηση δεν μπορεί να εγκριθεί.

 

Υπάρχει όμως και ένας άλλος λόγος εξίσου σοβαρός για τον οποίο η αίτηση δεν μπορεί να εγκριθεί. Το Άρθρο 3(4) του Νόμου 31(Ι)/92 προβλέπει ότι σε περίπτωση που εκδοθεί «επιβαρυντικό διάταγμα» ως μέτρο εκτέλεσης, ο οφειλέτης ή άλλο επηρεαζόμενο πρόσωπο έχει δικαίωμα να αποταθεί στο δικαστήριο και με αίτηση να ζητήσει την ακύρωση του επιβαρυντικού διατάγματος.  Επομένως οι Αιτητές είχαν στη διάθεσή τους άλλο ένδικο μέσο το οποίο δεν χρησιμοποίησαν για να ακυρώσουν το επιβαρυντικό διάταγμα. Από τη στιγμή που διαπιστώνεται η ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου, οι Αιτητές όφειλαν να αποδείξουν ότι υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις που υπαγόρευαν την κατ' εξαίρεση παραχώρηση του αιτούμενου προνομιακού εντάλματος. Όμως δεν έχει αποδειχθεί ότι υπάρχουν τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις.

 

Η αίτηση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, τα οποία θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο