ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 1 ΑΑΔ 2035

2 Οκτωβρίου, 2013

 

[ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, Ν. 33/64, ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ VIATCHESLAV ROVNEIKO ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΒΕΛΓΙΟ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΔΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 596/2013 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΠΟΥ ΚΑΤΑΧΩΡΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ URALS ENERGY PUBLIC

COMPANY LIMITED ΕΝΑΝΤΙΟΝ VIATCHESLAV ROVNEIKO ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΒΕΛΓΙΟ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 2.3.2013 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (Χ. ΣΟΛΟΜΩΝΙΔΗΣ, Π.Ε.Δ.) ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΡ. 596/2013 ΚΑΤΟΠΙΝ ΜΟΝΟΜΕΡΟΥΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΤΗΣ URALS ENERGY PUBLIC COMPANY LIMITED HMEΡOMHNIAΣ 15/03/2013 ME TO ΟΠΟΙΟ ΔΙΑΤΑΧΘΗΚΕ ΟΠΩΣ Η ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 111889 ΤΟΥ LONDON COURT OF INTERNATIONAL ARBITRATION (LCIA) ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΘΕΙ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΙ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 172/2013)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης Certiorari προς ακύρωση διατάγματος που εκδόθηκε από Επαρχιακό Δικαστήριο με το οποίο διατάχθηκε η αναγνώριση και εκτέλεση στην Κύπρο διαιτητικής απόφασης του L.C.I.A. Λονδίνου ― Απορρίφθηκε λόγω ύπαρξης εναλλακτικού ένδικου μέσου.

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Δεν είναι επιτρεπτή η επίκληση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έκδοση προνομιακών διαταγμάτων όπως Certiorari και Prohibition, όταν υπάρχει διαθέσιμο άλλο ένδικο μέσο και ειδικά στην περίπτωσή της αίτησης παραμερισμού ― Ο κανόνας δεν είναι άκαμπτος εφόσον το Δικαστήριο διαπιστώνει εξαιρετικές περιστάσεις ― Το τι συνιστά εξαιρετική περίσταση κρίνεται πάντοτε με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.

 

Ο αιτητής επιδίωξε την παραχώρηση άδειας για την καταχώρηση αίτησης προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, με αιτητικό την ακύρωση  διατάγματος που εκδόθηκε από Επαρχιακό Δικαστήριο κατόπιν μονομερούς αίτησης εταιρείας από την Κύπρο, με το οποίο διατάχθηκε όπως Διαιτητική Απόφαση του London Court of International Arbitration (LCIA) αναγνωρισθεί και εκτελεστεί εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Η αίτηση για άδεια στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Το διάταγμα είχε εκδοθεί κατά παράβαση των προνοιών του περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή και Εκτέλεση Δυνάμει Συμβάσεως) Νόμου του 2000, Ν. 121(Ι)/2000, ή και της Συμβάσεως περί της Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων (Κυρωτικός) Νόμος του 1979, Ν. 84/79 που υπερισχύει του περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμου του 1987, Ν. 101/1987.

 

β)  Το διάταγμα έχει εκδοθεί καθ' υπέρβαση εξουσίας ή και δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, καθ' ότι η αίτηση για αναγνώριση της διαιτητικής απόφασης στην Κύπρο θα έπρεπε να γίνει διά κλήσεως και όχι μονομερώς, Άρθρο 5(1)(α) του Ν. 121(1)/2000.

 

γ)  Δεν υφίστατο άλλο αποτελεσματικό ένδικο μέσο αλλά και συνέτρεχαν ειδικές περιστάσεις που καθιστούσαν την περίπτωση κατεπείγουσα.

 

δ)  Η άλλη πλευρά είχε προχωρήσει με μέτρα εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης στην Κύπρο με αποτέλεσμα το ζήτημα να καθίστατο κατεπείγον.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Στην προκειμένη δεν ετύγχανε εφαρμογής ο Κανονισμός 44/2001 ΕΚ, 22.12.2000 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία, την Αναγνώριση και την Εκτέλεση Αποφάσεων σε Αστικές και Εμπορικές Υποθέσεις, εφόσον δυνάμει του Άρθρου 1, Κεφ. 1 από το πεδίο εφαρμογής του εξαιρείται η διαιτησία.

 

2.  Στο αμφισβητούμενο διάταγμα διαλαμβανόταν ότι ο καθ' ου η αίτηση/αιτητής στην παρούσα, είχε τη δυνατότητα αν το επιθυμούσε, γεγονός το οποίο ήταν παραδεκτό από την πλευρά του αιτητή, να αμφισβητήσει την εγγραφή και εκτελεστότητα της διαιτητικής απόφασης εντός 30 ημερών από την επίδοση του διατάγματος, πράγμα που δεν έπραξε.

 

3.  Προκύπτει με σαφήνεια από  τις ρητές πρόνοιες του Άρθρου 5(1)(α) του Νόμου (121(Ι)/2000 ότι η διαδικασία αναγνώρισης άρχεται με καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως, πράγμα που δεν είχε τηρηθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση εφόσον η αίτηση καταχωρίστηκε μονομερώς και στη βάση των Διατάξεων του Νόμου  101/87.

 

4.  Με το νόμο 121(Ι)/2000 τα πράγματα έχουν πλέον διαφοροποιηθεί έναντι της προηγούμενης νομοθεσίας. Προνοείται πλέον με την παράγραφο 5(1)(α), ρητώς, η έναρξη της διαδικασίας και το ζήτημα δεν επιδέχεται οποιασδήποτε αμφισβήτησης: ότι αυτή άρχεται με την καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως συνοδευόμενη από ένορκη δήλωση συμφώνως των διατάξεων των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

 

5.  Με το Άρθρο 5(δ) του Νόμου προνοείται ότι μετά την επίδοση ο καθ' ου υποβάλλει, εάν το επιθυμεί, γραπτή ένσταση τουλάχιστον δύο ημέρες πριν από την ημερομηνία ακρόασης της αίτησης.

 

6.  Ο αιτητής είχε στη διάθεσή του άλλο ένδικο μέσο ή μέσα τα οποία δεν μπήκε στη διαδικασία να ενεργοποιήσει. Προς παράθεση παραδείγματος, αίτηση παραμερισμού του εκδοθέντος διατάγματος ως μια δυνατότητα αντίδρασης, παραμερισμού ή τροποποίησης της διαταγής που εκδίδεται ex parte όπως εκδόθηκε και εδώ κατ΄αντίθεση με τις ρητές πρόνοιες του Άρθρου 5(1)(α).

 

7.  Στην παρούσα περίπτωση, το διάταγμα επιδόθηκε στον αιτητή και αναστάληκε για περίοδο 30 ημερών. Εντός της περιόδου αυτής ο αιτητής είχε το δικαίωμα να κινηθεί με άλλο διαθέσιμο ένδικο μέσο, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πράγμα που δεν έπραξε.

 

8.  Το να αφεθεί η υπόθεση κατ' επιλογήν στον αιτητή, και μάλιστα μετά από παρέλευση ικανού χρονικού διαστήματος, να φθάσει μέχρι του σημείου της εκτέλεσης, δεν οδηγούσε τα πράγματα μέσα στις παραμέτρους των εξαιρετικών περιστάσεων.

 

9.  Σε καμιά περίπτωση δεν αποστερήθηκε ο αιτητής του θεμελιακού του δικαιώματος να ακουστεί ή να έχει πρόσβαση στο Δικαστήριο ώστε να παραμερίσει το διάταγμα το οποίο κατά τον ίδιο οδηγεί σε καταστροφικές συνέπειες.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Udruzena Beogradska Banka ν. Westacre Investment Inc (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 124,

 

Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,

 

Παπακόκκινου (1993) 1 Α.Α.Δ. 31,

 

R. v. Chief Constable of Merseyside [1986] 1 All E.R. 257,

 

Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 853.

 

Αίτηση.

 

Χ. Αρτέμης και Μ. Μάρκου, για τον Αιτητή.

 

Cur. adv. vult.

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την υπό κρίση αίτηση επιδιώκεται:

 

«1. Άδεια για να καταχωρίσει αίτηση με κλήση με την οποία να ζητείται από το Ανώτατο Δικαστήριο Ενταλμα της φύσεως Certiorari για μεταφορά (to remove) ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς ακύρωση του διατάγματος ημερομηνίας 22/03/2013 που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην Αίτηση αρ. 596/2013 στα πλαίσια της μονομερούς αίτησης της Urais Energy Public Company Limited από την Κύπρο ημερομηνίας 15/03/2013 με το οποίο διατάχτηκε όπως η Διαιτητική Απόφαση με αριθμό 111889 του London Court of International Arbitration (LCIA) αναγνωρισθεί και εκτελεστεί εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

2.  Διάταγμα του Δικαστηρίου όπως η ισχύς του επίδικου διατάγματος ημερομηνίας 22/03/2013 ανασταλεί μέχρι την αποπεράτωση της παρούσας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου διαδικασίας και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

3. Διάταγμα του Δικαστηρίου όπως όλα τα διαβήματα και όλες οι διαδικασίες (proceedings) στην Αίτηση αρ. 596/2013 του Ε.Δ. Λευκωσίας ανασταλούν μέχρι νεότερης διαταγής του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

4. Οποιοδήποτε άλλο παρεμφερές και/ή συνακόλουθο διάταγμα και/ή θεραπείες και/ή οδηγίες που το Δικαστήριο κρίνει πρέπον.»

 

Προκύπτει από την έκθεση γεγονότων και από το ίδιο το διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 22.3.13 που εκδόθηκε στα πλαίσια μονομερούς αίτησης ότι κατ' ουσία το Δικαστήριο αναγνώρισε διαιτητική απόφαση με αρ. 111889 του London Court of International Arbitration (LCΙA), για να εκτελεσθεί εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Είναι η θέση των Αιτητών ότι το διάταγμα έχει εκδοθεί κατά παράβαση των προνοιών του περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή και Εκτέλεση Δυνάμει Συμβάσεως) Νόμου του 2000, Ν. 121(Ι)/2000, στο εξής «ο Νόμος» ή και της Συμβάσεως περί της Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων (Κυρωτικός) Νόμος του 1979, Ν. 84/79 στο εξής «η Σύμβαση» που υπερισχύει του περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμου του 1987, Ν. 101/1987 ή ότι έχει εκδοθεί καθ' υπέρβαση εξουσίας ή και δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου για τους πιο κάτω λόγους:

 

Δεδομένου ότι η Αιτήτρια στην Αίτηση για εγγραφή έχει την έδρα της στην Κύπρο και συγκεκριμένα στη Λευκωσία και δεδομένου ότι το άρθρο ΙΙΙ της Σύμβασης προβλέπει ότι έκαστο συμβαλλόμενο κράτος θα αναγνωρίζει τις διαιτητικές αποφάσεις ως δεσμευτικές και θα τις εκτελεί σύμφωνα με τους κανόνες της διαδικασίας της εδαφικής επικράτειας στην οποία λαμβάνει χώρα η επίκληση της απόφασης, η αίτηση για αναγνώριση της διαιτητικής απόφασης στην Κύπρο θα έπρεπε να γίνει διά κλήσεως και όχι μονομερώς, Άρθρο 5(1)(α) του Ν. 121(1)/2000.

 

Στον αιτητή επεδόθηκε το διάταγμα του Δικαστηρίου στις 24.7.13 ο οποίος μετά από αναζήτηση νομικής συμβουλής στο Βέλγιο και διαβούλευσης με τους ρώσους συμβούλους του, αποτάθηκε στους δικηγόρους του στην Κύπρο για καταχώρηση της παρούσης εφόσον υπό τας περιστάσεις δεν υφίσταται άλλο αποτελεσματικό ένδικο μέσο αλλά και επειδή συντρέχουν ειδικές περιστάσεις που καθιστούν την περίπτωση κατεπείγουσα. Ο αιτητής επικαλείται αδυναμία να προχωρήσει με αίτηση για παραμερισμό του επίδικου διατάγματος εφόσον όπως προνοείται στο Άρθρο 5(1)(α) του νόμου και/ή των άρθρων ΙΙΙ και V της Σύμβασης, αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπής απόφασης δύναται να απορριφθεί μόνο για συγκεκριμένους λόγους, στους οποίους όμως δεν περιλαμβάνεται ο,τιδήποτε αναφορικά με την προαπαιτούμενη και/ή ακολουθητέα διαδικασία έναρξης για εγγραφή, αναγνώριση ή εκτέλεση της αλλοδαπής απόφασης.

 

Μετά την παρέλευση των 30 ημερών που προβλεπόταν στο επίδικο διάταγμα, εντός της οποίας θεωρητικά ο αιτητής θα μπορούσε να αμφισβητήσει την εγγραφή και εκτελεστότητα της διαιτητικής απόφασης, η άλλη πλευρά έχει προχωρήσει με μέτρα εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης στην Κύπρο με αποτέλεσμα το ζήτημα να καθίσταται κατεπείγον.

 

Εξέτασα το ζήτημα με ιδιαίτερη προσοχή ενόψει της διαδικασίας και του μηχανισμού που ενεργοποιήθηκε για την αναγνώριση της διαιτητικής απόφασης στη βάση του περί Διεθνούς Διαιτησίας Νόμου του 1987 Ν. 101/87, Άρθρα 35 και 36. Διερευνήθηκε το ζήτημα με τους δικηγόρους των αιτητών και κατά την ακρόαση όπου υποστηρίχθηκε ότι εφαρμογή υπό τις περιστάσεις έχει ο περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή και Εκτέλεση Δυνάμει Συμβάσεως) Νόμος του 2000 (121(Ι)/2000), ως απόρροια της υπογραφής της Σύμβασης περί της Αναγνώρισης και Εκτελέσεως Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων Κυρωτικός Νόμος του 1979, Ν. 84/79 που υπερισχύει του περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμου του 1987 Ν. 101/87. Είναι επίσης ξεκάθαρο ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής ο Κανονισμός 44/2001 ΕΚ, 22.12.2000 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία, την Αναγνώριση και την Εκτέλεση Αποφάσεων σε Αστικές και Εμπορικές Υποθέσεις, εφόσον δυνάμει του Άρθρου 1, Κεφ. 1 από το πεδίο εφαρμογής του εξαιρείται η διαιτησία.

 

Στο αμφισβητούμενο διάταγμα διαλαμβάνεται ότι ο καθ' ου η αίτηση είχε τη δυνατότητα αν το επιθυμούσε, γεγονός το οποίο γίνεται παραδεκτό από την πλευρά του αιτητή, να αμφισβητήσει την εγγραφή και εκτελεστότητα της διαιτητικής απόφασης εντός 30 ημερών από της επίδοσης του διατάγματος, πράγμα που δεν έπραξε.

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 5(1)(α) του Νόμου:

 

«5.-(1) Η διαδικασία η οποία ακολουθείται δυνάμει του παρόντος Νόμου για την εγγραφή, αναγνώριση ή εκτέλεση απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου είναι η ακόλουθη:

 

(α) Η διαδικασία αρχίζει με καταχώριση στο δικαστήριο αίτησης διά κλήσεως που συνοδεύεται από ένορκη δήλωση, σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, με τις ανάλογες προσαρμογές, στην οποία εμφαίνεται ως αιτητής η αρμόδια αρχή ή το πρόσωπο προς όφελος του οποίου εξεδόθη η απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου, αναλόγως της περιπτώσεως, και ως καθ' ου η αίτηση το πρόσωπο εναντίον του οποίου ζητείτο η αναγνώριση, εγγραφή ή εκτέλεση της απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου:

 

Νοείται ότι οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί για υποκατάστατη επίδοση ισχύουν:

 

Νοείται περαιτέρω ότι σε περιπτώσεις όπου στη διαδικασία κατά την οποία έχει εκδοθεί η απόφαση δεν υπήρχε αντίδικος, η διαδικασία αρχίζει με μονομερή αίτηση που συνοδεύεται από ένορκη δήλωση.»

 

Προκύπτει με σαφήνεια ότι η διαδικασία άρχεται με καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως, πράγμα που δεν έχει τηρηθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση εφόσον η αίτηση καταχωρίστηκε μονομερώς και στη βάση όπως είπα των Διατάξεων του Νόμου 101/87.

 

Με το Ν. 84/79 κυρώθηκε η Σύμβαση περί Αναγνώρισης και Εκτέλεσης Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων. Στο άρθρο V προνοούνται οι λόγοι δυνάμει των οποίων δύναται να απορριφθεί η αναγνώριση και εκτέλεση της αποφάσεως τη αιτήσει του μέρους εναντίον του οποίου γίνεται επίκλησης αυτής. Πριν την εισαγωγή του νόμου 121(Ι)/2000 ο οποίος συμπλήρωσε το κενό που υπήρξε πριν την ψήφισή του, εφόσον προηγουμένως δεν υπήρχαν ειδικοί δικονομικοί κανονισμοί όσον αφορά την εφαρμογή της Σύμβασης, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε εξετάζοντας την εμβέλεια των Νόμων 4/79 και 101/87, ότι ο 101/87 δεν ενδιέφερε εφόσον υπερίσχυε η Σύμβαση, Άρθρο 3(1) και με την υπόθεση Udruzena Beogradska Banka v. Westacre Investment Inc (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 124 ότι δεν αποκλείεται η μονομερής αίτηση προς έκδοση του προκαταρκτικού και υπό αίρεση διατάγματος εφόσον διατηρείτο στην άλλη πλευρά η δυνατότητα να αντιταχθεί και να ακουστεί βάσει του άρθρου (V) κρίνοντας ότι δεν διακρίνεται οτιδήποτε το άτοπο ή οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός του προσώπου κατά του οποίου κρίθηκε η διαιτητική απόφαση. Τα πράγματα όμως πλέον διαφοροποιούνται. Προνοείται όπως είπα ανωτέρω με την παράγραφο 5(1)(α) ρητώς η έναρξη της διαδικασίας και το ζήτημα δεν επιδέχεται οποιασδήποτε αμφισβήτησης: άρχεται με την καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως συνοδευόμενη από ένορκη δήλωση συμφώνως των διατάξεων των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Εξαίρεση υπάρχει μόνο εκεί όπου έχει εκδοθεί απόφαση και δεν υπάρχει αντίδικος οπότε η διαδικασία αρχίζει με μονομερή αίτηση που συνοδεύεται και πάλι από ένορκη δήλωση.

 

Με το Άρθρο 5(δ) του Νόμου προνοείται ότι μετά την επίδοση ο καθ' ου υποβάλλει, εάν το επιθυμεί, γραπτή ένσταση τουλάχιστον δύο ημέρες πριν από την ημερομηνία ακρόασης της αίτησης. Οι λόγοι πάνω στους οποίους μπορεί να στηριχθεί η ένσταση περιορίζονται στα θέματα που διαγράφονται από τις πρόνοιες της υποπαραγράφου (ε).

 

Το Δικαστήριο δεν θα υποδείξει στους αιτητές ποια πορεία θα έπρεπε να ακολουθήσουν για να άρουν την κατάσταση όπως διαμορφώθηκε από την εγγραφή της αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης. Οφείλει όμως να υποδείξει ότι οι αιτητές είχαν στη διάθεσή τους άλλο ένδικο μέσο ή μέσα τα οποία δεν μπήκαν καν στη διαδικασία να ενεργοποιήσουν. Προς παράθεση παραδείγματος αίτηση παραμερισμού του εκδοθέντος διατάγματος ως μια δυνατότητα αντίδρασης, παραμερισμού ή τροποποίησης της διαταγής που εκδίδεται ex parte όπως εκδόθηκε και εδώ κατ΄αντίθεση με τις ρητές πρόνοιες του Άρθρου 5(1)(α). Ο αιτητής στον οποίο όπως είπα επιδόθηκε το Διάταγμα στις 24.7.2013, αντί να προχωρήσει και να χρησιμοποιήσει τη θεραπεία η οποία του παρεχόταν με προσφυγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου το οποίο εξέδωσε το διάταγμα, ανάλωσε το χρόνο του στην παροχή νομικών συμβουλών για να αποταθεί στη συνέχεια με την εξαιρετικής φύσης αίτηση όπως η παρούσα και η οποία πρέπει να ασκείται με φειδώ, για να αποφύγει το σκόπελο και τα προβλήματα που δημιουργεί η εκτέλεση πλέον της απόφασης με την καταχώρηση διαφόρων αιτήσεων, όπως την αίτηση κατάσχεσης εις χείρας τρίτου.

Είναι θεμελιωμένο ότι δεν είναι επιτρεπτή η επίκληση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έκδοση προνομιακών διαταγμάτων όπως Certiorari και Prohibition, όταν υπάρχει διαθέσιμο άλλο ένδικο μέσο και ειδικά στην περίπτωσή μας της αίτησης παραμερισμού. Κανόνας ο οποίος βεβαίως δεν είναι άκαμπτος εφόσον το Δικαστήριο κέκτηται διακριτικής εξουσίας, παρά το διαθέσιμο του παράλληλου ένδικου μέσου, να επιληφθεί του θέματος στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του εφόσον διαπιστώνει εξαιρετικές περιστάσεις. Αναφορικά με την αίτηση του Ανθίμου (1991) 1 Α.Δ.Δ. 41 και Παπακόκκινου (1993) 1 Α.Α.Δ. 31. Το τι συνιστά εξαιρετική περίσταση δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί εκ των προτέρων. Το ζήτημα κρίνεται πάντοτε με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Παράδειγμα στην υπόθεση R. v. Chief Constable of Merseyside [1986] 1 All E.R. 257 κρίθηκε πως ήταν τόσο σοβαρή η παρέκκλιση από τις προβλεπόμενες διαδικασίες ώστε να δικαιολογείται, παρά το διαθέσιμο άλλου ένδικου μέσου, να ασκηθεί η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου υπέρ της αναθεώρησης της απόφασης στα πλαίσια της δικαιοδοσίας για την έκδοση διατάγματος certiorari. Υπόθεση που υιοθετείται στην Παπακόκκινου, ανωτέρω, με παραπομπή και σε άλλες αποφάσεις αγγλικών δικαστηρίων.

 

Στην παρούσα περίπτωση, όπως έχω πει, το διάταγμα επιδόθηκε στον αιτητή και αναστάληκε για περίοδο 30 ημερών. Εντός της περιόδου αυτής ο αιτητής είχε το δικαίωμα να κινηθεί με άλλο διαθέσιμο ένδικο μέσο, ενώπιον όπως είπα του πρωτόδικου δικαστηρίου, πράγμα που δεν έπραξε. Το να αφεθεί η υπόθεση κατ' επιλογήν στον Αιτητή, και μάλιστα μετά από παρέλευση ικανού χρονικού διαστήματος, να φθάσει μέχρι του σημείου της εκτέλεσης, δεν οδηγεί τα πράγματα μέσα στις παραμέτρους των εξαιρετικών περιστάσεων. Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 853, Ανθίμου (ανωτέρω). Σε καμιά περίπτωση δεν αποστερήθηκε ο αιτητής του θεμελιακού του δικαιώματος και μάλιστα του δικαιώματος να ακουστεί ή να έχει πρόσβαση στο Δικαστήριο ώστε να παραμερίσει το διάταγμα το οποίο κατά τον ίδιο οδηγεί σε καταστροφικές συνέπειες.

 

Υπό τις περιστάσεις εφόσον υπάρχει στη διάθεση του αιτητή άλλο ένδικο μέσο η αίτηση απορρίπτεται.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο