ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 1 ΑΑΔ 2022

2 Οκτωβρίου, 2013

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 1964,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 7. 11, 12, 30, 33 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1, 2, 3, 5, 6 ΚΑΙ 13 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΤΗΝ 6.8.2013 ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 29(3) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004 (133(Ι)/2004) ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΜΗΝΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΥΠΕΡΜΑΧΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI (ΑΡ. 2).

 

(Πολιτική Αίτηση Aρ. 164/2013)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Απορρίφθηκε αίτηση για την έκδοση εντάλματος Certiorari με την οποία επιδιωκόταν η ακύρωση απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου το οποίο διέταξε την κράτηση του αιτητή, αφού προηγουμένως ενέκρινε τη δίμηνη αναστολή  παράδοσης του στις Δικαστικές Αρχές της Ελλάδας, στη βάση έκδοσης Ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης που εξέδωσε η τελευταία, η έγκριση της εκτέλεσης του οποίου, είχε επικυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Εξαιρετικές περιστάσεις ― Το χρονοβόρο μιας έφεσης δεν συνιστά εξαιρετική περίσταση για σκοπούς έκδοσης εντάλματος Certiorari.

 

Κατόπιν παροχής σχετικής αδείας, ο αιτητής  καταχώρησε αίτηση με κλήση με την οποία ζητούσε την έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari για ακύρωση, της απόφασης και/ή του διατάγματος για την αποστέρηση της ελευθερίας του και/ή την κράτηση του, που εξέδωσε Επαρχιακό Δικαστήριο εναντίον του.

 

Με βάση τα επίδικα γεγονότα, είχε επικυρωθεί σε προγενέστερο χρόνο από το Εφετείο, η έγκριση εκτέλεσης δύο Ευρωπαϊκών Ενταλμάτων Σύλληψης, με αιτούσα χώρα την Ελλάδα, για παράδοση του εκζητουμένου, αιτητή στην παρούσα διαδικασία, στην Ελλάδα.

 

Στη συνέχεια ο αιτητής, ύστερα από διαδικασία που προώθησε για έκδοση προνομιακού εντάλματος τύπου Mandamus, πέτυχε τη δίμηνη αναστολή της παράδοσης του για ανθρωπιστικούς λόγους και λόγους υγείας.

 

Μετά την αναστολή τέθηκε θέμα κατά πόσον ο εκζητούμενος θα παρέμενε υπό κράτηση ή θα αφηνόταν ελεύθερος υπό όρους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέτασε τις διάφορες παραμέτρους του θέματος, με ειδική αναφορά στην κατάσταση της υγείας του εκζητουμένου και τις σχετικές ιατρικές εκθέσεις, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, στην προκείμενη περίπτωση όπου ο εκζητούμενος είχε ήδη καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης στην Ελλάδα, έστω και αν αυτή είναι εξαγοράσιμη, ενυπήρχε αυξημένος κίνδυνος, αυτός, να θελήσει να αποφύγει την παράδοση. 

 

Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο, διέταξε την κράτηση του αιτητή μέχρι την παράδοση του, αφού έκρινε ότι κέκτηται εξουσίας να επανεξετάσει το ζήτημα της κράτησης ενός εκζητουμένου προσώπου όταν αποφασίζεται η αναστολή της παράδοσης του στη βάση ανθρωπιστικών λόγων.

 

Με την αίτηση Certiorari υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση και/ή διάταγμα:

 

α)  Εκδόθηκε καθ' υπέρβαση εξουσίας και/ή στηρίχθηκε σε δικαιοδοτικό σφάλμα που προκύπτει έκδηλα από την όψη του πρακτικού, καθότι το πρωτόδικο δικαστήριο βάσισε την εξουσία του για κράτηση του αιτητή στο Άρθρο 29(3) του Ν. 133(Ι)/2004, το οποίο δεν παρέχει εξουσία κράτησης, στο Δικαστήριο.

 

β)  Λήφθηκε κατά παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, εφόσον δεν υποβλήθηκε αίτημα κράτησης του αιτητή από την αρμόδια Κεντρική Αρχή.  

 

γ)  Λήφθηκε κατά παράβαση του Άρθρου 11.2 (στ) του Συντάγματος και του αντίστοιχου Άρθρου 5(1)(f) της ΕΣΔΑ, γεγονός που καθιστούσε την απόφαση νομικά μεμπτή λόγω υπέρβασης δικαιοδοσίας. 

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η αίτηση που υποβλήθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο για αναστολή της παράδοσης του αιτητή αλλά και το ζήτημα της κράτησης του κατά την περίοδο της αναστολής της εκτέλεσης της απόφασης για παράδοση του, εμπίπτουν στα πλαίσια πολιτικής δικαιοδοσίας και αφορούν σε πολιτική διαδικασία και επομένως υπόκεινται σε έφεση, βάσει του Άρθρου 25(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60).

 

2.  Σύμφωνα με τις θεμελιωμένες αρχές, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση υπόκειται σε έφεση και εφόσον το προνομιακό ένταλμα Certiorari δεν είναι υποκατάστατο της έφεσης, ο αιτητής είχε την υποχρέωση να καταδείξει εξαιρετικές περιστάσεις για να επιτύχει στην παρούσα αίτηση.

 

3.  Δεν μπορούσε να προκύψει συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να διατάξει την κράτηση του αιτητή. Αυτό ήταν εμφανές, από τις παραγράφους (3) και (4) του Άρθρου 29 του Ν. 133(Ι)/2004, στο οποίο βασίστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης εξέτασε με προσοχή τόσο τις προσωπικές περιστάσεις του εκζητούμενου αιτητή όσο και άλλους λόγους που καθιστούσαν την απόλυσή του υπό όρους επικίνδυνη, και αφού στάθμισε τα υπέρ και τα κατά, έκρινε ότι ήταν ορθό και δίκαιο να παραμείνει ο αιτητής υπό κράτηση.

 

5.  Δεν μπορούσε να διαγνωστεί οποιοδήποτε νομικό σφάλμα και το ζήτημα της κράτησης του αιτητή ενέπιπτε στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου η οποία ασκήθηκε δικαστικά.

 

6.  Ως εκ τούτου δεν είχαν καταδειχθεί εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούσαν την έκδοση του ζητούμενου προνομιακού εντάλματος.

 

7.  Τα όσα επικαλείτο ο αιτητής για  παραβίαση των συνταγματικών  και άλλων δικαιωμάτων του, αποτελούσαν ζητήματα που μπορούσε να εγείρει σε πιθανή έφεση που θα καταχωρούσε.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

R. v. Chief Constable of Merseyside [1986] 1 All E.R. 257,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Vlatislav (2009) 1 Α.Α.Δ. 1299,

 

Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 361,

 

Kotlyarenko v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 269.

 

Aίτηση.

 

Γ. Πολυχρόνης προσωπικά και για Α. Πελεκάνο, για τον Αιτητή.

 

Χρ. Κυθραιώτου (κα), για τους Καθ' ων η αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Κατόπιν αδείας του παρόντος δικαστηρίου ο αιτητής καταχώρησε αίτηση με κλήση με την οποία ζητά την έκδοση προνομιακού εντάλματος φύσεως Certiorari για τη μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο, για ακύρωση, της απόφασης και/ή του διατάγματος για την αποστέρηση της ελευθερίας του και/ή την κράτηση του, που εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εναντίον του, στις 6.8.13. Με την αίτηση ζητείται επίσης ενδιάμεση απόφαση και/ή διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η απόλυση του αιτητή με εγγύηση και/ή υπό όρους που θα κρίνει δίκαιους το δικαστήριο.

 

Η αίτηση βασίζεται σε σειρά άρθρων του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε άρθρα της ΕΣΔΑ, στο Ν. 133(Ι)/2004 και τις αντίστοιχες διατάξεις της απόφασης πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ, του Συμβουλίου της 13.6.2002, για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των Κρατών Μελών, καθώς επίσης και στον περί Δικαστηρίων Νόμο του 1960, Ν. 14/60, Άρθρο 32 και σε διάφορες δικονομικές πρόνοιες.

 

Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της κας Έλενας Στασή, αδελφής του αιτητή.

 

Είναι η βασική θέση του αιτητή, όπως φαίνεται από τα ενώπιον μου στοιχεία, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση και/ή διάταγμα εκδόθηκε καθ' υπέρβαση εξουσίας και/ή στηρίχθηκε σε δικαιοδοτικό σφάλμα που προκύπτει έκδηλα από την όψη του πρακτικού, καθότι το πρωτόδικο δικαστήριο βάσισε την εξουσία του για κράτηση του αιτητή στο Άρθρο 29(3) του Ν. 133(Ι)/2004, το οποίο δεν παρέχει εξουσία κράτησης, στο δικαστήριο. Επιπρόσθετα είναι θέση του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση και το διάταγμα λήφθηκαν κατά παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, εφόσον δεν υποβλήθηκε αίτημα κράτησης του αιτητή από την αρμόδια Κεντρική Αρχή, αλλά το διάταγμα κράτησης εκδόθηκε με πρωτοβουλία του δικαστηρίου. Ακόμα η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του Άρθρου 11.2 (στ) του Συντάγματος και του αντίστοιχου Άρθρου 5(1) (f) της ΕΣΔΑ, γεγονός που καθιστά την απόφαση νομικά μεμπτή λόγω υπέρβασης δικαιοδοσίας. Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε επίσης κατά παράβαση του Άρθρου 11.7 του Συντάγματος και του Άρθρου 5(4) της ΕΣΔΑ. Ακόμα το πρωτόδικο δικαστήριο, κατά την έκδοση του επίδικου διατάγματος κράτησης του αιτητή, υπέπεσε σε νομικό σφάλμα θεωρώντας ότι για να αφεθεί ελεύθερος ο αιτητής θα έπρεπε να συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις. Στο πρωτόδικο δικαστήριο επίσης αποδίδονται σφάλματα παράβασης των αρχών της δίκαιης δίκης, έκδοσης αναιτιολόγητης απόφασης, έκδοσης απόφασης κατά παράβαση του Άρθρου 2 της ΕΣΔΑ, απόφασης εμφανώς εσφαλμένης και παράλογης, που παραβιάζει το Άρθρο 35 του Συντάγματος αλλά και τα ανθρώπινα δικαιώματα του αιτητή.

 

Τα ουσιώδη γεγονότα σε συντομία έχουν ως εξής:

 

Στις 8.7.13 εγκρίθηκε αίτηση εκτέλεσης δύο Ευρωπαϊκών Ενταλμάτων Σύλληψης, των οποίων αιτούσα χώρα ήταν η Ελλάδα, για παράδοση του εκζητουμένου, αιτητή στην παρούσα διαδικασία, στην Ελλάδα. Τα Ευρωπαϊκά Εντάλματα Συλλήψεως αφορούσαν έκτιση πενταετούς ποινής φυλάκισης με βάση απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και δίωξη του στη βάση δύο ελληνικών ενταλμάτων σύλληψης. Με την έκδοση της προαναφερόμενης απόφασης διατάχθηκε και η κράτηση του εκζητούμενου αιτητή μέχρι την παράδοση του, η οποία θα έπρεπε να γίνει, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 29(1) του προαναφερόμενου νόμου, δηλαδή εντός 10 ημερών από την έκδοση της απόφασης. Η πρωτόδικη απόφαση εφεσιβλήθηκε αλλά επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 19.7.13 και το Ανώτατο Δικαστήριο έδωσε οδηγίες να ακολουθηθούν οι πρόνοιες του Άρθρου 29(1), δηλαδή η παράδοση να γίνει εντός 10 ημερών. Το Ανώτατο Δικαστήριο διέταξε επίσης όπως ο αιτητής παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την παράδοση του. 

 

Στη συνέχεια ο αιτητής, μετά από διαδικασία για έκδοση προνομιακού εντάλματος τύπου Mandamus και για λόγους υγείας, πέτυχε την αναστολή της παράδοσης του για ανθρωπιστικούς λόγους και λόγους υγείας. Κρίθηκε ότι ήταν ορθό και δίκαιο να ανασταλεί η παράδοση του προσωρινά και μετά από διαβούλευση με τη Δικαστική Αρχή της αιτούσας χώρας, δόθηκε αναστολή εκτέλεσης δύο μηνών μέχρι τις 27.9.13. Μετά την αναστολή τέθηκε θέμα κατά πόσον ο εκζητούμενος θα παρέμενε υπό κράτηση ή θα αφήνετο ελεύθερος υπό όρους. Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού εξέτασε τις διάφορες παραμέτρους του θέματος, με ειδική αναφορά στην κατάσταση της υγείας του εκζητουμένου και τις σχετικές ιατρικές εκθέσεις, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, στην προκείμενη περίπτωση όπου ο εκζητούμενος έχει ήδη καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης στην Ελλάδα, έστω και αν αυτή είναι εξαγοράσιμη, ενυπάρχει αυξημένος κίνδυνος, αυτός, να θελήσει να αποφύγει την παράδοση. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη τελεσίδικη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία διατάχθηκε η έκδοση του αιτητή και η κράτηση του μέχρι την παράδοση του και έκρινε τον κίνδυνο διαφυγής του αιτητή, σε περίπτωση που αφεθεί ελεύθερος, ως αυξημένο, ενόψει της ποινής που του επιβλήθηκε αλλά και των διώξεων για σοβαρά αδικήματα που αντιμετωπίζει, για τα οποία προβλέπονται μακρόχρονες ποινές φυλάκισης.

 

Κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό κέκτηται εξουσίας να επανεξετάσει το ζήτημα της κράτησης ενός εκζητουμένου προσώπου όταν αποφασίζεται η αναστολή της παράδοσης του στη βάση ανθρωπιστικών λόγων που καθιστούν την παράδοση επικίνδυνη για την ζωή και την υγεία του. Αυτό συνάγεται, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή, από το λεκτικό της παραγράφου (4) του Άρθρου 29 του Ν. 133(Ι)/2004, σύμφωνα με το οποίο, αν μετά την παρέλευση των προθεσμιών ο εκζητούμενος εξακολουθεί να κρατείται, απολύεται. Αυτό κατά το πρωτόδικο δικαστήριο εξυπακούει την εξουσία κράτησης του εκζητουμένου κατά την περίοδο αναστολής της παράδοσης του.

 

Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε και το ενδεχόμενο ο αιτητής να αφεθεί ελεύθερος με περιοριστικούς όρους, το οποίο επίσης διαφαίνεται από το Άρθρο 29 του προαναφερόμενου νόμου και ειδικά τις παραγράφους (3) και (4). Τελικά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι οι λόγοι υγείας που επικαλείτο ο αιτητής δεν συνιστούσαν εξαιρετικές περιστάσεις που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν στις Κεντρικές Φυλακές και κατά συνέπεια εξέδωσε διάταγμα κράτησης του αιτητή μέχρι την παράδοση του στις Αρχές της αιτήτριας χώρας, σύμφωνα με τις διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας (Άρθρο 29 (3)).

 

Το κύριο θέμα που εγείρεται ενώπιον μου είναι το κατά πόσον η προαναφερόμενη απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου για κράτηση του αιτητή  μέχρι την παράδοση του, είναι εφέσιμη. Το ζήτημα αυτό είναι ουσιώδους σημασίας καθότι, όπως είναι θεμελιωμένο, όταν μια πρωτόδικη απόφαση είναι εφέσιμη, τότε κατά γενικό κανόνα δεν εκδίδεται προνομιακό ένταλμα Certiorari εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις. Πότε και υπό ποιές συνθήκες εκδίδεται προνομιακό ένταλμα Certiorari επεξηγείται στο σύγγραμμα Π. Αρτέμης, Προνομιακά Εντάλματα, Κεφ. 4, σελ. 109 κ. επ.. Η γενική αρχή είναι ότι αν υπάρχει άλλο ένδικο μέσο στη διάθεση του αιτητή και ειδικά η έφεση, το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις και κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις εκδίδει ένταλμα Certiorari, όμως σε περιπτώσεις όπου η αίτηση βασίζεται στην έλλειψη δικαιοδοσίας ή σε νομικό σφάλμα που είναι εμφανές στο πρακτικό τότε η περίπτωση θεωρείται ως εξαιρετική και καθίσταται δυνατή η έκδοση τέτοιου εντάλματος (Δέστε: Αρτέμης, ανωτέρω, σελ. 166 και 167 και R. v. Chief Constable of Merseyside [1986] 1 All E.R. 257).

 

Θεωρώ ότι η αίτηση που υποβλήθηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο για αναστολή της παράδοσης του αιτητή αλλά και το ζήτημα της κράτησης του κατά την περίοδο της αναστολής της εκτέλεσης της απόφασης για παράδοση του, εμπίπτουν στα πλαίσια πολιτικής δικαιοδοσίας και αφορούν σε πολιτική διαδικασία και επομένως υπόκεινται σε έφεση, βάσει του Άρθρου 25(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60). Το Άρθρο 25(1), μετά την τροποποίηση που έγινε με το Ν. 118(Ι)/2008, προνοεί ότι, τηρουμένου του διαδικαστικού κανονισμού, κάθε απόφαση ή διαταγή δικαστηρίου που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία, ανεξάρτητα αν αυτή είναι καθοριστική ή δηλωτική για τα δικαιώματα των διαδίκων, είτε αυτή είναι ενδιάμεση είτε είναι τελική, υπόκειται σε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Vlatislav (2009) 1 Α.Α.Δ. 1299 αποφασίστηκε ότι η διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου συνιστά πολιτική διαδικασία συνυφασμένη με την πολιτική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της οποίας, οι αποφάσεις υπόκεινται σε έφεση βάσει του Άρθρου 25(1) του Ν. 14/60 (Δέστε επίσης: Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 361 και Kotlyarenko v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 269). Στην τελευταία απόφαση το Εφετείο, με αναφορά στην μέχρι τότε νομολογία, έδωσε αρνητική απάντηση στο ερώτημα κατά πόσον η διαδικασία της ποινικής έφεσης συνιστά το ενδεδειγμένο ένδικο μέσο αμφισβήτησης απόφασης δικαστηρίου που εκδόθηκε στα πλαίσια διαδικασίας, δυνάμει του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου.

 

Ενόψει των προαναφερομένων εκτιμώ ότι και η υπό εξέταση διαδικασία, η οποία είναι διαδικασία εκτέλεσης Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως σύμφωνα με τον προαναφερόμενο νόμο, όπως και η διαδικασία δυνάμει του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου, εμπίπτει στα πλαίσια της πολιτικής δικαιοδοσίας και ότι το ζήτημα της κράτησης εκζητουμένου προσώπου κατά τη διάρκεια της αναστολής της εκτέλεσης Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως είναι ζήτημα πολιτικής δικαιοδοσίας και διαδικασίας και επομένως η απόφαση του πρωτόδικου δικαστήριου για το ζήτημα της κράτησης, είναι απόφαση δικαστηρίου ασκούντος πολιτική δικαιοδοσία και υπόκειται σε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Σύμφωνα με τις θεμελιωμένες αρχές, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση υπόκειται σε έφεση και εφόσον το προνομιακό ένταλμα Certiorari δεν είναι υποκατάστατο της έφεσης, ο αιτητής είχε την υποχρέωση να δείξει εξαιρετικές περιστάσεις για να επιτύχει στην παρούσα αίτηση. Μεταξύ των εξαιρετικών περιστάσεων είναι η έλλειψη δικαιοδοσίας ή το νομικό σφάλμα που είναι εμφανές στο πρακτικό, τα οποία ο αιτητής επικαλείται.

 

Εξέτασα με προσοχή την πρωτόδικη απόφαση και δεν μπορώ να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να διατάξει την κράτηση του αιτητή. Αυτό είναι εμφανές, κατά την κρίση μου, από τις παραγράφους (3) και (4) του Άρθρου 29 του Ν. 133(Ι)/2004, στο οποίο βασίστηκε το πρωτόδικο δικαστήριο. Το πρωτόδικο δικαστήριο επίσης εξέτασε με προσοχή τόσο τις προσωπικές περιστάσεις του εκζητούμενου αιτητή όσο και άλλους λόγους που καθιστούσαν την απόλυσή του υπό όρους επικίνδυνη, και αφού στάθμισε τα υπέρ και τα κατά έκρινε ότι ήταν ορθό και δίκαιο να παραμείνει ο αιτητής υπό κράτηση. Δεν μπορώ να διαγνώσω οποιοδήποτε νομικό σφάλμα που είναι εμφανές στο πρακτικό και θεωρώ ότι το ζήτημα της κράτησης του αιτητή ενέπιπτε στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου η οποία ασκήθηκε δικαστικά. Ως εκ τούτου καταλήγω στο συμπέρασμα ότι δεν έχουν καταδειχθεί εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν την έκδοση του ζητούμενου προνομιακού εντάλματος.

 

Όσον αφορά άλλους λόγους που επικαλείται ο αιτητής, όπως παραβίαση των συνταγματικών και γενικά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του, παραβίαση αρχών δίκαιης δίκης και φυσικής δικαιοσύνης κλπ., αυτά είναι, κατά την κρίση μου, ζητήματα που μπορεί να εγείρει σε πιθανή έφεση που θα καταχωρήσει. Το χρονοβόρο μιας έφεσης δεν συνιστά εξαιρετική περίσταση για σκοπούς έκδοσης εντάλματος Certiorari, όπως έχει αποφασιστεί στη νομολογία.

 

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του αιτητή, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.

 

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο