ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 2001
26 Σεπτεμβρίου, 2013
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ,
Εφεσείων - Αιτητής,
ν.
ALPHA BANK LTD,
Εφεσιβλήτων - Καθ' ων η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 319/2009)
Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Τερματισμός απασχόλησης ― Κατά πόσο, ενόψει των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, ο εργοδότης εδικαιολογείτο να τερματίσει άμεσα την απασχόληση εργοδοτουμένου ― Κατά πόσο είχε εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση η αρχή του Άρθρου 7 του περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου του 1967 (Ν. 24/67).
Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Πειθαρχική διαδικασία εναντίον εργοδοτουμένου ― Φυσική Δικαιοσύνη ― Σε υποθέσεις ιδιωτικού δικαίου, όπου η σχέση εργασίας των διαδίκων διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο, δεν αναμένεται από έναν εργοδότη να προχωρήσει σε διαδικασία ως εάν επρόκειτο περί πειθαρχικής δίκης στον τομέα δημοσίου δικαίου ― Απόρριψη σχετικού λόγου έφεσης.
Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Τερματισμός απασχόλησης ― Η παροχή δυνατότητας στον εργοδοτούμενο να υπερασπίσει τον εαυτό του και να προβάλει τη θέση του, που προνοείται από το Άρθρο 7 του Νόμου, δεν συναρτάται, προς την τήρηση συγκεκριμένης διαδικασίας η οποία ταυτίζεται με πειθαρχικές διαδικασίες, αλλά με τη διαπίστωση του εύλογου της απόφασης για απόλυση ― Δεν αναμένεται από τον εργοδότη, να προχωρήσει σε διαδικασία υπό μορφή δικαστικής διαδικασίας.
Ο εφεσείων προσλήφθηκε στην υπηρεσία της εφεσίβλητης Τράπεζας, στις 30/12/1990 και κατά τον ουσιώδη χρόνο κατείχε τη θέση του Διευθυντή Περιουσίας.
Οι υπηρεσίες του εφεσείοντα, τερματίστηκαν από την εφεσίβλητη, στις 5/9/2005, χωρίς να δοθεί στον εφεσείοντα προειδοποίηση, επειδή ο τελευταίος υπέπεσε, σύμφωνα με την εφεσίβλητη, σε συγκεκριμένα σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα, αποτέλεσμα των οποίων ήταν να κλονισθεί ανεπανόρθωτα η εμπιστοσύνη της εφεσίβλητης προς το πρόσωπο του και να καταστεί αδύνατη η συνέχιση της μεταξύ τους σχέσης εργοδότη - εργοδοτουμένου.
Σύμφωνα με σχετική επιστολή που κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα την ίδια μέρα, αυτός, εκμεταλλευόμενος τη θέση του ως Διευθυντής Περιουσίας, όπως και την εμπιστοσύνη της Τράπεζας:
(α) Προέβη σε σοβαρότατες αλλά παντελώς αβάσιμες και ψευδείς κατηγορίες και/ή σε υβριστική συμπεριφορά εναντίον του Διευθύνοντα Συμβούλου και Γενικού Διευθυντή της Τράπεζας.
(β) Απουσίασε αυθαίρετα από την εργασία του κατά το χρονικό διάστημα 20/7/2005 μέχρι 26/7/2005.
(γ) Χρησιμοποίησε καταχρηστικά και χωρίς έγκριση της Γενικής Διεύθυνσης κτηματομεσίτες για αγορά γραφείων της Τράπεζας καθώς και για την πώληση περιουσιακών στοιχείων της Τράπεζας (οικοπέδου).
(δ) Ενήργησε αντιδεοντολογικά ώστε να μειοδοτήσει συγκεκριμένος προμηθευτής σε διαγωνισμό προμήθειας χαρτιού εκθέτοντας την Τράπεζα και
(ε) Πλήρωσε τιμολόγια του εν λόγω προμηθευτή τα οποία χρονολογούνταν μέχρι και 10 έτη, χωρίς να παρουσιαστούν τα πρωτότυπα και χωρίς την έγκριση, ή έστω απλή ενημέρωση της Γενικής Διεύθυνσης.
Σύμφωνα με την ίδια επιστολή, η πιο πάνω συμπεριφορά του εφεσείοντα ήταν ασυμβίβαστη με το λειτούργημα του τραπεζικού υπαλλήλου και δη υψηλόβαθμου στελέχους, ως ήταν ο εφεσείων, και αντίθετη με τις συμβατικές του υποχρεώσεις. Δημιούργησε για την εφεσίβλητη διαρκή κίνδυνο οικονομικής ζημιάς και της προκάλεσε σημαντική ηθική βλάβη, ενώ παράλληλα έπληξε στο μέγιστο βαθμό το κύρος της έναντι του προσωπικού της και του συναλλακτικού κοινού γενικότερα, με αποτέλεσμα να καταστεί σαφές ότι η σχέση εργοδότη και εργοδοτουμένου δεν μπορούσε να συνεχιστεί.
Αντιδρώντας ο εφεσείων στην απόλυση του, καταχώρισε Αίτηση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αξιώνοντας αποζημιώσεις λόγω παράνομης απόλυσης και παράλληλα, διάταγμα επαναπρόσληψής του.
Τόσο στο δικόγραφο του, όσο και στη μαρτυρία του πρωτοδίκως, αλλά και στις προβαλλόμενες θέσεις του, στην έφεση, ο εφεσείων απέδιδε την απόλυση του σε λόγους εκδικητικούς, διότι κατά/ή περί τις 16/6/2005 δεν αποδέχθηκε πρόταση του Διευθύνοντα Συμβούλου της Τράπεζας και αρνήθηκε να υποκύψει στις αφόρητες πιέσεις του τελευταίου και άλλων υψηλόβαθμων αξιωματούχων της Τράπεζας, όπως συμμετάσχει σε παράνομες ενέργειες.
Του τερματισμού των υπηρεσιών του εφεσείοντα προηγήθηκε πειθαρχική έρευνα, την οποία διεξήγαγε η Διεύθυνση Επιθεώρησης της Τράπεζας.
Την εν λόγω έρευνα ακολούθησε παραπομπή του εφεσείοντα σε τριμελή Πειθαρχική Επιτροπή, ενώπιον της οποίας κλήθηκε και ο εφεσείων, ο οποίος παρουσιάστηκε, συνοδευόμενος από το δικηγόρο του και δύο εκπροσώπους της συντεχνίας του, ενώ τις θέσεις και απόψεις του έθεσε ενώπιον της Επιτροπής με γραπτό υπόμνημα.
Σύμφωνα με το πόρισμα της εν λόγω Επιτροπής, το οποίο κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα μαζί με την επιστολή απόλυσης του, ο τελευταίος υπέπεσε σε αριθμό πειθαρχικών παραπτωμάτων, τα οποία αφού αξιολογήθηκαν από την εν λόγω Επιτροπή, δύο κρίθηκαν ως πολύ σοβαρά, τρία ως σοβαρά, ενώ δύο άλλα όπως και μέρος τρίτου, ως λιγότερο σοβαρά.
Παράλληλα με τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών την οποία προώθησε, ο εφεσείων καταχώρισε ιδιωτική ποινική υπόθεση εναντίον, μεταξύ άλλων, και του Διευθύνοντα Συμβούλου της εφεσίβλητης, για το αδίκημα της συνωμοσίας. Οι κατηγορούμενοι απαλλάγηκαν και αθωώθηκαν επειδή δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον τους.
Οι θέσεις του εφεσείοντα αναφορικά με ισχυριζόμενη παράνομη απόλυση του, αφού εξετάστηκαν, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.
Μεταξύ άλλων, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών έκρινε ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε και η οποία οδήγησε στην απόλυση του εφεσείοντα ήταν μια καθόλα λογική και νομικά επαρκής διαδικασία και ότι κάποια παραπτώματα του εφεσείοντα «ήταν τέτοιας φύσης που δικαιολογημένα οι εργοδότες κατέληξαν στη διακοπή της μεταξύ τους εργασιακής τους σχέσης», ενώ κάποια άλλα, αν και σοβαρά, «δεν ήταν τέτοια που ένας λογικός εργοδότης θα δικαιολογείτο να προβεί στο έσχατο μέτρο τιμωρίας που ήταν η απόλυση, αλλά θα μπορούσε να του επιβληθούν ηπιότερες ποινές ...», σύμφωνα με σχετική εγκύκλιο της εφεσίβλητης.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
Λόγοι Έφεσης 2, 3, 6 και 9.
Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα περιορίστηκε στο να υπαγάγει τη συγκεκριμένη υπόθεση με τα εντελώς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σημεία εις την υπόθεση Κακοφεγγίτου ν. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ. (2005) 1 Α.Α.Δ. 1478, υπερφαλαγγίζοντας μιαν άκρως παράνομη διαδικασία με το σκεπτικό ότι «δήθεν» στον ιδιωτικό τομέα δεν διεξάγονται δίκες.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η Αγγλική υπόθεση στην οποία παρέπεμψε η πλευρά του εφεσείοντα κρίθηκε στη βάση ρητής νομοθετικής πρόνοιας και συγκεκριμένα στη βάση των προνοιών του Άρθρου 98 του Employment Rights Act του 1996, οι οποίες δεν αποτελούν μέρος της νομοθεσίας μας και συνεπώς η ερμηνεία που δόθηκε από τα αγγλικά δικαστήρια στις εν λόγω πρόνοιες, δεν δεσμεύει τα κυπριακά δικαστήρια.
2. Περαιτέρω στην παρούσα περίπτωση όμως, το σχετικό με τους λόγους έφεσης 2, 3, 6 και 9 επίδικο θέμα που εγειρόταν, ήταν άλλο και συγκεκριμένα το κατά πόσο, η διαδικασία που ακολουθήθηκε, κρινόμενη με βάση τα διαπιστωθέντα από το πρωτόδικο δικαστήριο γεγονότα, υπό το φως των αρχών που διαμορφώθηκαν από τη δική μας νομολογία στην υπόθεση Κακοφεγγίτου (πιο πάνω), συνήδε ή όχι με τις πρόνοιες του Άρθρου 5 του Νόμου 24/67, όπως και με τις πρόνοιες του Άρθρου 7 του ίδιου Νόμου.
3. Στην κρινόμενη περίπτωση, τα γεγονότα επί των οποίων κρινόταν το συγκεκριμένο επίδικο θέμα, ήταντα διαπιστωθέντα από το πρωτόδικο δικαστήριο γεγονότα, τα οποία ουδόλως συνήδαν με τα όσα ισχυριζόταν ο εφεσείων ότι αναδύονταν από τη μαρτυρία και συνιστούν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υπόθεσης, αλλά διαφέρουν ουσιωδώς.
4. Η διερεύνηση της συμπεριφοράς του εφεσείοντα άρχισε και διεκπεραιώθηκε μέσα σε λογικά πλαίσια. Η διερεύνηση ανατέθηκε σε ανεξάρτητο αξιωματούχο της εφεσίβλητης∙ τον Εσωτερικό Ελεγκτή, σύμφωνα με τη μαρτυρία του οποίου, μαρτυρία η οποία κρίθηκε αξιόπιστη, ουδείς παρενέβη στην εκτέλεση των καθηκόντων του ως ερευνώντα λειτουργού της υπόθεσης.
5. Τα πειθαρχικά παραπτώματα του εφεσείοντα διαπιστώθηκαν από τριμελή Πειθαρχική Επιτροπή, στη σύνθεση της οποίας ούτε ο Διευθύνων Σύμβουλος, ούτε και ο Γενικός Διευθυντής της εφεσίβλητης μετείχαν.
6. Η εν λόγω Επιτροπή κατέληξε στα σχετικά πορίσματα της, χωρίς οποιαδήποτε, -σύμφωνα με τη μαρτυρία του Προέδρου της Επιτροπής, η οποία επίσης κρίθηκε αξιόπιστη-, εξωτερική επέμβαση. Τόσο ο ερευνών λειτουργός, όσο και η Πειθαρχική Επιτροπή, έδωσαν την ευκαιρία στον εφεσείοντα να θέσει τις δικές του θέσεις και απόψεις, ενώπιον μάλιστα της Επιτροπής να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο της επιλογής του.
7. Εκείνο που ουσιαστικά υποστήριξε πρωτόδικα και επανέλαβε κατ' έφεση η πλευρά του εφεσείοντα, είναι πως η υπόθεση του θα έπρεπε να είχε εξεταστεί από την εφεσίβλητη ως αν η τελευταία να ήταν δημόσια υπηρεσία και να υπόκειτο στους νόμους και κανονισμούς της Δημόσιας Υπηρεσίας. Η εν λόγω θέση δεν ήταν ορθή.
8. Σε υποθέσεις ιδιωτικού δικαίου, και επ' αυτού το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι στην κρινόμενη υπόθεση, η σχέση των διαδίκων διέπετο από το ιδιωτικό δίκαιο ήταν απολύτως ορθή, δεν αναμένεται από έναν εργοδότη να προχωρήσει σε διαδικασία ως εάν επρόκειτο περί πειθαρχικής δίκης στον τομέα δημοσίου δικαίου, ως είναι ουσιαστικά και η εισήγηση των ευπαίδευτων συνηγόρων του εφεσείοντα.
9. Είναι αρκετό για το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί ότι ο εργοδότης είχε εύλογες υποψίες που του δημιουργούσαν την πεποίθηση ότι ο εργοδοτούμενος ήταν ένοχος και ότι προχώρησε στη διερεύνηση της υπόθεσης μέσα σε λογικά αναμενόμενα πλαίσια ακολουθώντας μια λογική διαδικασία, προτού καταλήξει στην απόλυση του τελευταίου.
10. Επομένως, όχι μόνο ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο, για σκοπούς εξέτασης της ορθότητας της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, υπήγαγε τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης στην υπόθεση Κακοφεγγίτου, αλλά και ορθά κατέληξε ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν μια καθόλα λογική και νομικά επαρκής διαδικασία.
Λόγοι Έφεσης 1, 4, 5, 7, 8 και 10.
Η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείων περιέπεσε σε παραπτώματα, η φύση των οποίων δικαιολογούσε τον τερματισμό των υπηρεσιών του, ήταν εσφαλμένη.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο, έκρινε ως πολύ σοβαρά και ως δικαιολογούντα τη διακοπή της εργοδοσίας του εφεσείοντα, το γεγονός των καταγγελιών που ο τελευταίος είχε διατυπώσει τόσο γραπτώς, στην επιστολή του εναντίον συναδέλφων του και ειδικότερα εναντίον του Γενικού Διευθυντή και Διευθύνοντα Συμβούλου, όπως και το γεγονός της απουσίας του από την εργασία του στο εξωτερικό χωρίς την άδεια και έγκριση της εφεσίβλητης κατά την περίοδο 20/7/2005 - 26/7/2005.
2. Ήταν επίσης ορθά τα καταληκτικά σχόλια του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την λήψη άδειας από τον εφεσείοντα. Ο Αιτητής, σημείωσε, υπέβαλε την αίτηση του για συγκεκριμένες ημερομηνίες η οποία εγκρίθηκε και εντελώς αυθαίρετα, χωρίς έγκριση από την αρμόδια αρχή, αποφάσισε να την αλλάξει και να αναχωρήσει στο εξωτερικό. Αυτό δείχνει παντελή έλλειψη σεβασμού προς τις διαδικασίες και τους συναδέλφους του.
3. Για όλους τους πιο πάνω λόγους, ήταν αναπόφευκτο το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι η σχέση των διαδίκων, κρινόμενη με βάση τα γεγονότα, είχε ανεπανόρθωτα τρωθεί, με αποτέλεσμα, ο τερματισμός των υπηρεσιών του εφεσείοντα να προέκυπτε ως αναγκαία συνέπεια.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Whitbread Plc (trading as Whitbread Medway Inns) v. Hall [2001] 1 C.R. 699,
Κακοφεγγίτου ν. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ. (2005) 1 Α.Α.Δ. 1478,
Σιέλλη ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ. (2012) 1 Α.Α.Δ. 302,
British Leyland (U.K.) Ltd. v. Swift [981] 1 R.L.R. 9.
Έφεση.
Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Λευκωσίας (Zαμπακίδου, Π.), (Αίτηση Αρ. 386/06), ημερομ. 16/9/2009 .
Ε. Ευσταθίου με Κ. Καμένο και Κ. Καμένο, για τον Εφεσείοντα.
Π. Πολυβίου, για τους Εφεσιβλήτους.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων προσλήφθηκε στην υπηρεσία της εφεσίβλητης Τράπεζας, θυγατρικής εταιρείας του τραπεζικού οργανισμού Alpha Bank Α.Ε. που εδρεύει στην Ελλάδα, στις 30/12/1990 και κατά τον ουσιώδη χρόνο κατείχε τη θέση του Διευθυντή Περιουσίας, με συνολικές ετήσιες απολαβές Λ.Κ.70.000 περίπου.
Οι υπηρεσίες του εφεσείοντα, τερματίστηκαν από την εφεσίβλητη, στις 5/9/2005, χωρίς να δοθεί στον εφεσείοντα προειδοποίηση, επειδή ο τελευταίος υπέπεσε, σύμφωνα με την εφεσίβλητη, σε συγκεκριμένα σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα, αποτέλεσμα των οποίων ήταν να κλονισθεί ανεπανόρθωτα η εμπιστοσύνη της εφεσίβλητης προς το πρόσωπο του και να καταστεί αδύνατη η συνέχιση της μεταξύ τους σχέσης εργοδότη - εργοδοτουμένου. Σύμφωνα με σχετική επιστολή που κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα την ίδια μέρα, αυτός, εκμεταλλευόμενος τη θέση του ως Διευθυντής Περιουσίας, όπως και την εμπιστοσύνη της Τράπεζας:
(α) Προέβηκε σε σοβαρότατες αλλά παντελώς αβάσιμες και ψευδείς κατηγορίες και/ή σε υβριστική συμπεριφορά εναντίον του Διευθύνοντα Συμβούλου και Γενικού Διευθυντή της Τράπεζας.
(β) Απουσίασε αυθαίρετα από την εργασία του κατά το χρονικό διάστημα 20/7/2005 μέχρι 26/7/2005.
(γ) Χρησιμοποίησε καταχρηστικά και χωρίς έγκριση της Γενικής Διεύθυνσης κτηματομεσίτες για αγορά γραφείων της Τράπεζας καθώς και για την πώληση περιουσιακών στοιχείων της Τράπεζας (οικοπέδου).
(δ) Ενήργησε αντιδεοντολογικά ώστε να μειοδοτήσει συγκεκριμένος προμηθευτής σε διαγωνισμό προμήθειας χαρτιού εκθέτοντας την Τράπεζα και
(ε) Πλήρωσε τιμολόγια του εν λόγω προμηθευτή τα οποία χρονολογούντο μέχρι και 10 έτη, χωρίς να παρουσιαστούν τα πρωτότυπα και χωρίς την έγκριση, ή έστω απλή ενημέρωση της Γενικής Διεύθυνσης.
Σύμφωνα με την ίδια επιστολή, η πιο πάνω συμπεριφορά του εφεσείοντα ήταν ασυμβίβαστη με το λειτούργημα του τραπεζικού υπαλλήλου και δη υψηλόβαθμου στελέχους, ως ήταν ο εφεσείων, και αντίθετη με τις συμβατικές του υποχρεώσεις. Δημιούργησε για την εφεσίβλητη διαρκή κίνδυνο οικονομικής ζημιάς και της προκάλεσε σημαντική ηθική βλάβη, ενώ παράλληλα έπληξε στο μέγιστο βαθμό το κύρος της έναντι του προσωπικού της και του συναλλακτικού κοινού γενικότερα, με αποτέλεσμα να καταστεί σαφές ότι η σχέση εργοδότη και εργοδοτουμένου δεν μπορούσε να συνεχίσει.
Κατά την αποχώρηση του από την Τράπεζα, ο εφεσείων έλαβε φιλοδώρημα αφυπηρέτησης ύψους Λ.Κ.104.708,29. Πληρώθηκε επίσης, άδεια την οποία είχε εις πίστη του Λ.Κ.1.054,39, Λ.Κ.54,19 λόγω αναδρομικής ισχύος της συλλογικής σύμβασης, εθελοντικό ταμείο Λ.Κ.11.030,07, αναλογία μισθού Λ.Κ.696 και αναλογία 13ου μισθού Λ.Κ.2.845,40.
Αντιδρώντας ο εφεσείων στην απόλυση του, καταχώρισε Αίτηση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αξιώνοντας αποζημιώσεις λόγω παράνομης απόλυσης και παράλληλα, διάταγμα επαναπρόσληψής του.
Τόσο στο δικόγραφο του, όσο και στη μαρτυρία του πρωτοδίκως, αλλά και στις ενώπιον μας προβαλλόμενες θέσεις του, ο εφεσείων αποδίδει την απόλυση του σε λόγους εκδικητικούς, διότι κατά/ή περί τις 16/6/2005 δεν αποδέχθηκε πρόταση του Διευθύνοντα Συμβούλου της Τράπεζας και αρνήθηκε να υποκύψει στις αφόρητες πιέσεις του τελευταίου και άλλων υψηλόβαθμων αξιωματούχων της Τράπεζας, όπως συμμετάσχει σε παράνομες ενέργειες οι οποίες ισοδυναμούσαν με διάπραξη ποινικών αδικημάτων που στόχο είχαν την απόσπαση μεγάλου ποσού χρημάτων από τους μετόχους της Τράπεζας.
Η Τράπεζα απορρίπτοντας τα όσα επιλήψιμα ο εφεσείων της καταλογίζει, ισχυρίζεται ότι ο τελευταίος απολύθηκε γιατί υπέπεσε σε σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα, η διάπραξη των οποίων διαπιστώθηκε από την τριμελή Πειθαρχική Επιτροπή, η οποία συστάθηκε για το σκοπό αυτό.
Τα γεγονότα που προηγήθηκαν και τελικά οδήγησαν στην απόλυση του εφεσείοντα, όπως αυτά διαπιστώθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο με βάση τα παραδεκτά γεγονότα και τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη, είναι απλά και σε συντομία έχουν ως πιο κάτω.
Όλα άρχισαν, όταν ο εφεσείων αρνείτο επίμονα να υπογράψει, όπως του ζητήθηκε από τον τότε Διευθύνοντα Σύμβουλο της Τράπεζας, επιστολή που ο τελευταίος είχε ετοιμάσει, ημερομηνίας 16/6/2005, με την οποία η Τράπεζα πληροφορούσε την κτηματομεσιτική εταιρεία Landtourist Estates Ltd ότι, αναφορικά με την αγορά από την Τράπεζα γραφείων στο κτιριακό συγκρότημα Matosian Tower, η Τράπεζα θα έδινε την απάντηση της εντός του χρόνου που οι δύο πλευρές είχαν συμφωνήσει, για το σκοπό αυτό.
Για να υπογράψει την εν λόγω επιστολή, ο εφεσείων έθετε ως όρο τη συμπερίληψη στην επιστολή πρόσθετης παραγράφου στην οποία να κατονομάζεται ως κτηματομεσίτης του έργου, η εταιρεία Pittas Real Estate, όρο τον οποίο ο Διευθύνων Σύμβουλος της Τράπεζας απέρριπτε κατηγορηματικά.
Η επίμονη άρνηση του εφεσείοντα να υπογράψει την επιστολή, εκτός και αν σε αυτήν γινόταν ρητή αναφορά στην εταιρεία Pittas ως κτηματομεσίτη του έργου, ήταν η απαρχή των όσων ακολούθησαν, τα οποία τελικά οδήγησαν στον τερματισμό των υπηρεσιών του. Η τριβή στις σχέσεις εργοδότη και εργοδοτουμένου που δημιουργήθηκε με την άρνηση του εφεσείοντα να υπογράψει την επιστολή ημερομηνίας 16/6/2005, εξελίχθηκε σε έντονη αντιπαράθεση μεταξύ των δύο πλευρών, με αποτέλεσμα ο εφεσείων να αρχίσει να αλληλογραφεί με τους ανωτέρους του στην Τράπεζα, τόσο στην Κύπρο, όσο και στην Ελλάδα.
Στα πλαίσια της εν λόγω αλληλογραφίας, ο εφεσείων, στις 29/7/2005, σε απάντηση επιστολής του Διευθυντή Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού της Τράπεζας, Μ.1 στην πρωτόδικη διαδικασία, με την οποία ο τελευταίος του ζητούσε εξηγήσεις για την απουσία του από την εργασία του και τη μετάβαση του στο εξωτερικό χωρίς την άδεια και την έγκριση της Τράπεζας, απέστειλε στον τελευταίο, μακροσκελή επιστολή, την οποία ο εφεσείων κοινοποίησε στον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της μητρικής εταιρείας Alpha Bank Α.Ε., στον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της εφεσίβλητης και στο Διευθύνοντα Σύμβουλο και Γενικό Διευθυντή της εφεσίβλητης. Στην εν λόγω επιστολή του, ο εφεσείων εκθέτοντας τις θέσεις και τους ισχυρισμούς του αναφορικά με το ζήτημα για το οποίο του ζητήθηκαν εξηγήσεις, αναφέρει και τα εξής:
"Με την αποστολή της εν λόγω επιστολής σας, η οποία εστάλει προφανώς καθ' υπόδειξη του Διευθύνοντα Συμβούλου και Γενικού Διευθυντή, εισάγετε νέους τρόπους απαράδεκτης και προκλητικής συμπεριφοράς έναντι των στελεχών της τραπέζης η οποία βασίζεται στην διαστρέβλωση της πραγματικότητας με στόχο να εξυπηρετήσετε αλλότριους σκοπούς της νέας Γενικής Διεύθυνσης όπως καταδεικνύεται πιο κάτω.
.............................................................................
Ουδεμία απάντηση πήρα από τον κ. Κόκκινο και ως εκ τούτου αποφάσισα να συνοδεύσω την οικογένεια μου στην Κέρκυρα κατά την διάρκεια του ελεύθερου μου χρόνου, ενέργεια για την οποία δεν χρειαζόμουν οποιαδήποτε έγκριση και αναμένοντας την απάντηση του κ. Κόκκινου. Ο τελευταίος δεν επικοινώνησε μαζί μου, αλλά ούτε και εσείς, καθ' όλη την διάρκεια του απογεύματος και της νυκτός.
......................................................................
Σας υποβάλλω κύριε ότι σκόπιμα και σε πλήρη συνεννόηση με τον Διευθύνοντα Σύμβουλο και Γενικό Διευθυντή προβήκατε στις ανωτέρω ενέργειες σας με σκοπό
(α) να με παγιδεύσετε με σκοπό να επικαλεσθείτε αργότερα αυθαίρετη συμπεριφορά, ως επράξατε,
(β) να μου προκαλέσετε ψυχικό και σωματικό πόνο,
(γ) να με μειώσετε σαν στέλεχος της Τραπέζης και να με διασύρετε έναντι τρίτων ατόμων, εντός των κύκλων του Ομίλου της Alpha Τραπέζης και των συναδέλφων μου,
(δ) να καταστρέψετε σκόπιμα τις διακοπές της οικογένειας μου, και
(ε) γενικά να εξασκήσετε αφόρητη πίεση προς εμένα.
Επίσης σας υποβάλλω Κύριε ότι καθ' υπόδειξη του κ. Κόκκινου μετά που του ζήτησα να λάβει νομική συμβουλή δια το θέμα του διαμεσολαβητή στις 17 Ιουνίου 2005 προβήκατε σε μετακίνηση ουσιώδους μάρτυρα των γεγονότων της υποθέσεως για την αγορά κτιρίου της τραπέζης, ήτοι της γραμματέως της Διεύθυνσης Περιουσίας και Εμπορικών Πληροφοριών κ. Στέλλα Στυλιανού, σε άλλο τμήμα την αμέσως επόμενη εργάσιμη μέρα χωρίς την έγκριση μου και χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε μελέτη για τις ανάγκες της Διεύθυνσης Περιουσίας σε ανθρώπινο δυναμικό. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι την μετακινήσατε για να εργαστεί ουσιαστικά ως λειτουργός χορηγήσεων, χωρίς να λάβετε υπόψη την κατάσταση της υγείας της την οποίαν γνωρίζατε, και για την οποία σας προειδοποίησα όταν στις 21 Ιουνίου 2005 μου ανακοινώσατε ξαφνικά ότι θα μετακινόταν η κ. Στυλιανού και μάλιστα με ισχύ από την επομένη μέρα.
Θέλω να σας προειδοποιήσω ότι η όλη συμπεριφορά σας και πράξεις σας έναντι ενός Διευθυντή Διεύθυνσης της Τραπέζης, του οποίου το μόνο αμάρτημα ήταν ότι ήθελε να προστατεύσει τα συμφέροντα του εργοδότη του, συνιστούν κατάφωρη παραβίαση στοιχειωδών δικαιωμάτων μου και επίσης εξόφθαλμη καταδίωξη μου. Για όλα αυτά επιφυλάσσω κάθε νόμιμο δικαίωμα μου."
Επίσης, όταν ρωτήθηκε από το Μ.1 κατά πόσο προτίθεται να υπογράψει την επιστολή που είχε ετοιμάσει ο Διευθύνων Σύμβουλος της εφεσίβλητης ημερομηνίας 16/6/2005, ως αυτή είχε, ο εφεσείων επιμένοντας στην άρνηση του, ανέφερε στο μάρτυρα, «δεν σε προβληματίζει που παρουσιάσθηκε ο συγκεκριμένος κτηματομεσίτης, ουρανοκατέβατος, ενώ η Τράπεζα συζητά με άλλο γραφείο;», ενώ όταν ο ίδιος μάρτυρας του συνέστησε όπως, προτού μεταβεί στο εξωτερικό, φροντίσει όπως εξασφαλίσει την έγκριση του Διευθύνοντα Συμβούλου, ο εφεσείων ανέφερε «έχω κλείσει και πλήρωσα £2.000 για ένα ταξίδι στην Κέρκυρα με την οικογένεια μου και θα φύγω σήμερα στις 7 το απόγευμα και ότι θέλει ας γίνει».
Του τερματισμού των υπηρεσιών του εφεσείοντα προηγήθηκε πειθαρχική έρευνα, την οποία διεξήγαγε η Διεύθυνση Επιθεώρησης της Τράπεζας. Ως ερευνών λειτουργός διορίστηκε ο Εσωτερικός Ελεγκτής της Τράπεζας Σ. Αδάμου, Μ.2 στην πρωτόδικη διαδικασία. Στα πλαίσια της εν λόγω έρευνας κλήθηκε και έδωσε τις δικές του απόψεις και θέσεις και ο εφεσείων, στον οποίο, μετά το πέρας της έρευνας, κοινοποιήθηκε το πόρισμα του ερευνώντα λειτουργού. Την εν λόγω έρευνα ακολούθησε παραπομπή του εφεσείοντα σε τριμελή Πειθαρχική Επιτροπή, ενώπιον της οποίας κλήθηκε και ο εφεσείων, ο οποίος παρουσιάστηκε, συνοδευόμενος από το δικηγόρο του και δύο εκπροσώπους της συντεχνίας του, ενώ τις θέσεις και απόψεις του έθεσε ενώπιον της Επιτροπής με γραπτό υπόμνημα. Σύμφωνα με το πόρισμα της εν λόγω Επιτροπής, το οποίο κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα μαζί με την επιστολή απόλυσης του, ο τελευταίος υπέπεσε σε αριθμό πειθαρχικών παραπτωμάτων, τα οποία αφού αξιολογήθηκαν από την εν λόγω Επιτροπή, δύο κρίθηκαν ως πολύ σοβαρά, τρία ως σοβαρά, ενώ δύο άλλα όπως και μέρος τρίτου, ως λιγότερο σοβαρά. Πρόκειται για τα παραπτώματα στα οποία γίνεται ρητή αναφορά στην επιστολή απόλυσης του εφεσείοντα, ημερομηνίας 5/9/2005, στο περιεχόμενο της οποίας έχουμε ήδη αναφερθεί πιο πάνω.
Για σκοπούς ολοκλήρωσης της εικόνας που αναδύεται μέσα από τα διαπιστωθέντα πρωτοδίκως γεγονότα, θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε επίσης και τα πιο κάτω.
Παράλληλα με τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, ο εφεσείων καταχώρισε ιδιωτική ποινική υπόθεση εναντίον, μεταξύ άλλων, των Μ.1 και Μ.2, όπως και του Διευθύνοντα Συμβούλου της εφεσίβλητης, για το αδίκημα της συνωμοσίας. Οι κατηγορούμενοι απαλλάγηκαν και αθωώθηκαν επειδή δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον τους.
Τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση, η επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα περιστράφηκε γύρω από δύο άξονες∙ τη διαδικαστική πτυχή της υπόθεσης, στα πλαίσια της οποίας προβλήθηκε και υποστηρίχθηκε η θέση ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε και τελικά οδήγησε στον τερματισμό των υπηρεσιών του εφεσείοντα ήταν ανεπαρκής, άδικη, μεροληπτική και γενικά παράνομη και την ουσιαστική πτυχή της υπόθεσης στα πλαίσια της οποίας προβλήθηκε και υποστηρίχθηκε η θέση ότι η εφεσίβλητη απέτυχε να αποδείξει ότι η απόλυση του εφεσείοντα ήταν δικαιολογημένη σύμφωνα με τις πρόνοιες των εδαφίων (ε) και (στ)(i)(ii) του Άρθρου 5* του Νόμου 24/67 και συνεπώς απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης που στην προκείμενη περίπτωση την βάρυνε.
Και οι δύο πιο πάνω θέσεις του εφεσείοντα, αφού εξετάστηκαν, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, η κρίση του οποίου αμφισβητείται στην ολότητα της με την παρούσα έφεση, στα πλαίσια της οποίας προβάλλονται δέκα συνολικά λόγοι έφεσης. Έξι από αυτούς (Λόγοι έφεσης 1, 4, 5, 7, 8 και 10) πλήττουν την ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς το αξιόπιστο της μαρτυρίας των Μ.1 και Μ.2 και παράλληλα, το αναξιόπιστο της μαρτυρίας του εφεσείοντα και τον τρόπο προσέγγισης της μαρτυρίας του μάρτυρος του, όπως και την ορθότητα του σκεπτικού με βάση το οποίο το δικαστήριο κατέληξε στη διαπίστωση του ότι η εφεσίβλητη απέσεισε το βάρος απόδειξης που την βάρυνε και συνεπώς δικαιολογημένα τερμάτισε την εργοδότηση του εφεσείοντα, ενώ οι υπόλοιποι τρεις λόγοι έφεσης (Λόγοι έφεσης 2, 3 και 6), πλήττουν την ορθότητα της διαπίστωσης του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς τη νομιμότητα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε. Ως εκ τούτου, θα πραγματευθούμε τους λόγους έφεσης κάτω από τις δύο αυτές ενότητες, στις οποίες, ειρήσθω εν παρόδω, και οι δύο πλευρές επέλεξαν να τους εντάξουν, αρχίζοντας με τους λόγους έφεσης που αφορούν στη νομιμότητα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, εφόσον τυχόν επιτυχία οποιουδήποτε από αυτούς θα καταστήσει περιττή την εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης.
Λόγοι Έφεσης 2, 3, 6 και 9.
Με αιχμή του δόρατος τους την απόφαση του Αγγλικού Εφετείου στην υπόθεση Whitbread Plc (trading as Whitbread Medway Inns) v. Hall [2001] 1 C.R. 699, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του εφεσείοντα υποστήριξαν ότι ο τερματισμός των υπηρεσιών του εφεσείοντα στην παρούσα περίπτωση, ήταν άδικος γιατί η διαδικασία, στα πλαίσια της οποίας ο εν λόγω τερματισμός κρίθηκε δίκαιος και εύλογος, ήταν διαβλητή, άδικη και απαράδεκτη και συνεπώς παράνομη. Ενώ τις εργασιακές σχέσεις σήμερα «διαχέουν πλέον», σύμφωνα με τους συνηγόρους, «η σύγχρονη ευρωπαϊκή νομολογία και οι αντιλήψεις της δικαιότητας», το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα «επεριορίσθη στο να υπαγάγει τη συγκεκριμένη υπόθεση με τα εντελώς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σημεία εις την υπόθεση Κακοφεγγίτου ν. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ. (2005) 1 Α.Α.Δ. 1478, υπερφαλαγγίζοντας μιαν άκρως παράνομη διαδικασία ότι δήθεν στον ιδιωτικό τομέα δεν διεξάγονται δίκες» (Λόγος Έφεσης 9).
Για να γίνει κατανοητή η περί παράνομης διαδικασίας θέση του εφεσείοντα και συνακόλουθα οι επί του προκειμένου εισηγήσεις των συνηγόρων του, θεωρούμε σκόπιμο, να αναφέρουμε τα πιο κάτω, τα οποία προκύπτουν, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, από τη μαρτυρία και συμπληρώνουν την εικόνα που μέσα από την εν λόγω μαρτυρία αναδύεται και τα οποία αποτελούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, σύμφωνα πάντα με την πλευρά του εφεσείοντα, της υπόθεσης:
Κατήγορος και παραπονούμενος στην περίπτωση του εφεσείοντα ήταν το ίδιο και το αυτό πρόσωπο∙ ο τότε Διευθύνων Σύμβουλος της εφεσίβλητης κ. Κόκκινος. Αυτός ήταν και το πρόσωπο, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, που διέταξε την πειθαρχική έρευνα εναντίον του και διόρισε τον εσωτερικό ελεγκτή ως ερευνώντα λειτουργό. Σ' αυτόν είναι που ο ερευνών λειτουργός, μετά το πέρας της έρευνας του, υπέβαλε τα πορίσματα του. Η Πειθαρχική Επιτροπή στην οποία παραπέμφθηκε ο εφεσείων, συστάθηκε με οδηγίες του Διευθύνοντα Συμβούλου από τον άμεσα υφιστάμενο του, Γενικό Διευθυντή της εφεσίβλητης και απαρτιζόταν από υπαλλήλους της εφεσίβλητης, υφιστάμενους του Διευθύνοντα Συμβούλου, διεξήγαγε δε την πειθαρχική διαδικασία με βάση κώδικα που συντάχθηκε μετά τη διάπραξη των κατ' ισχυρισμών αδικημάτων. Το πόρισμα της η Πειθαρχική Επιτροπή υπέβαλε στους Διευθύνοντα Σύμβουλο και Γενικό Διευθυντή της εφεσίβλητης, οι οποίοι είναι και τα πρόσωπα που πήραν την απόφαση για απόλυση του εφεσείοντα. Τέλος, είναι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι, ο μεν ερευνών λειτουργός ενήργησε μεροληπτικά, αρνούμενος να πάρει καταθέσεις και από εμπλεκόμενα στην υπόθεση πρόσωπα που ο εφεσείων του υπέδειξε, ενώ, παρέλειψε να ζητήσει τις θέσεις του επί του συνόλου των θεμάτων που διερευνούσε. Επίσης, στην Πειθαρχική Επιτροπή δεν προωθήθηκε το σύνολο των θέσεων που ο εφεσείων είχε προβάλει ως υπεράσπιση στον ερευνώντα λειτουργό, ενώ η τριμελής Πειθαρχική Επιτροπή στην οποία παραπέμφθηκε ο εφεσείων, δεν πήρε καταθέσεις από τους άμεσα εμπλεκόμενους, ούτε και διερεύνησε τα ερωτήματα που ο εφεσείων ήγειρε τόσο με την επιστολή του ημερομηνίας 29/7/2005, όσο και στο υπόμνημα του ημερομηνίας 1/9/2005.
Κατ' αρχάς κρίνουμε σκόπιμο να επισημάνουμε ότι η υπόθεση Whitbread κρίθηκε στη βάση ρητής νομοθετικής πρόνοιας και συγκεκριμένα στη βάση των προνοιών του Άρθρου 98 του Employment Rights Act του 1996, οι οποίες δεν αποτελούν μέρος της νομοθεσίας μας και συνεπώς η ερμηνεία που δόθηκε από τα αγγλικά δικαστήρια στις εν λόγω πρόνοιες, δεν δεσμεύει τα κυπριακά δικαστήρια. Πέραν όμως τούτου, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το πρωταρχικό επίδικο θέμα της έφεσης σε εκείνη την υπόθεση, ήταν το κατά πόσο, στις περιπτώσεις όπου ο εργοδοτούμενος παραδέχεται τη διάπραξη του πειθαρχικού παραπτώματος, η νομοθετική υποχρέωση που επιβάλλεται, δυνάμει των συγκεκριμένων νομοθετικών προνοιών, στο σώμα που εκδίκασε την υπόθεση πρωτόδικα (Employment Tribuneral), να αποφασίσει επί του εύλογου της απόλυσης, επεκτείνεται και σε υποχρέωση εξέτασης του εύλογου της διαδικασίας που ακολουθήθηκε.
Στην παρούσα περίπτωση όμως, το σχετικό με τους λόγους έφεσης 2, 3, 6 και 9 επίδικο θέμα που εγείρεται, είναι άλλο και συγκεκριμένα είναι το κατά πόσο, η διαδικασία που ακολουθήθηκε, κρινόμενη με βάση τα διαπιστωθέντα από το πρωτόδικο δικαστήριο γεγονότα, υπό το φως των αρχών που διαμορφώθηκαν από τη δική μας νομολογία στην υπόθεση Κακοφεγγίτου (πιο πάνω) και επαναβεβαιώθηκαν λίγο αργότερα στην υπόθεση Σιέλη ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ. (2012) 1 Α.Α.Δ. 302, συνήδε ή όχι με τις πρόνοιες του Άρθρου 5 του Νόμου 24/67, τις οποίες, στο βαθμό και την έκταση που μας ενδιαφέρουν έχουμε παραθέσει πιο πάνω, όπως και με τις πρόνοιες του Άρθρου 7* του ίδιου Νόμου.
Στην κρινόμενη περίπτωση, τα γεγονότα επί των οποίων θα κριθεί το συγκεκριμένο επίδικο θέμα, είναι τα διαπιστωθέντα από το πρωτόδικο δικαστήριο γεγονότα, εφόσον οι επί του προκειμένου διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου αποτελούν προϊόν αποκλειστικά αξιολόγησης μαρτυρίας επί γεγονότων και συνεπώς δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης. Υπενθυμίζουμε ότι η έφεση από απόφαση Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών χωρεί μόνο επί νομικών θεμάτων, (Άρθρο 12(11Α) του περί Ετησίων Αδειών Μετ' Απολαβών (Τροποποιητικός) Νόμος 1999, Ν. 110(Ι)/99).
Τα διαπιστωθέντα από το πρωτόδικο δικαστήριο γεγονότα, ουδόλως συνάδουν με τα όσα ισχυρίζεται ο εφεσείων ότι αναδύονται από τη μαρτυρία και συνιστούν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υπόθεσης, αλλά διαφέρουν ουσιωδώς. Η διερεύνηση της συμπεριφοράς του εφεσείοντα άρχισε και διεκπεραιώθηκε μέσα σε λογικά πλαίσια. Η διερεύνηση ανατέθηκε σε ανεξάρτητο αξιωματούχο της εφεσίβλητης∙ τον Εσωτερικό Ελεγκτή, σύμφωνα με τη μαρτυρία του οποίου, μαρτυρία η οποία κρίθηκε αξιόπιστη, ουδείς παρενέβη στην εκτέλεση των καθηκόντων του ως ερευνώντα λειτουργού της υπόθεσης. Τα πειθαρχικά παραπτώματα του εφεσείοντα διαπιστώθηκαν από τριμελή Πειθαρχική Επιτροπή, στη σύνθεση της οποίας ούτε ο Διευθύνων Σύμβουλος, ούτε και ο Γενικός Διευθυντής της εφεσίβλητης μετείχαν. Η εν λόγω Επιτροπή κατέληξε στα σχετικά πορίσματα της, χωρίς οποιαδήποτε, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Προέδρου της Επιτροπής, η οποία επίσης κρίθηκε αξιόπιστη, εξωτερική επέμβαση. Τόσο ο ερευνών λειτουργός, όσο και η Πειθαρχική Επιτροπή, έδωσαν την ευκαιρία στον εφεσείοντα να θέσει τις δικές του θέσεις και απόψεις, ενώπιον μάλιστα της Επιτροπής να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο της επιλογής του.
Εκείνο που ουσιαστικά υποστήριξε πρωτόδικα και επανέλαβε κατ' έφεση η πλευρά του εφεσείοντα, είναι πως η υπόθεση του θα έπρεπε να είχε εξεταστεί από την εφεσίβλητη ως αν η τελευταία να ήταν δημόσια υπηρεσία και να υπόκειτο στους νόμους και κανονισμούς της Δημόσιας Υπηρεσίας. Η εν λόγω θέση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Σε υποθέσεις ιδιωτικού δικαίου, και επ' αυτού το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι στην κρινόμενη υπόθεση, η σχέση των διαδίκων διέπετο από το ιδιωτικό δίκαιο μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους, δεν αναμένεται από έναν εργοδότη να προχωρήσει σε διαδικασία ως εάν επρόκειτο περί πειθαρχικής δίκης στον τομέα δημοσίου δικαίου, ως είναι ουσιαστικά και η εισήγηση των ευπαίδευτων συνηγόρων του εφεσείοντα. Είναι αρκετό για το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί ότι ο εργοδότης είχε εύλογες υποψίες που του δημιουργούσαν την πεποίθηση ότι ο εργοδοτούμενος ήταν ένοχος και ότι προχώρησε στη διερεύνηση της υπόθεσης μέσα σε λογικά αναμενόμενα πλαίσια ακολουθώντας μια λογική διαδικασία, προτού καταλήξει στην απόλυση του τελευταίου. Η παροχή δυνατότητας στον εργοδοτούμενο να υπερασπίσει τον εαυτό του και να προβάλει τη θέση του, που προνοείται από το Άρθρο 7 του Νόμου, δεν συναρτάται, όπως εύστοχα επισημαίνεται στην υπόθεση Κακοφεγγίτου (πιο πάνω), προς την τήρηση συγκεκριμένης διαδικασίας η οποία ταυτίζεται με πειθαρχικές διαδικασίες, αλλά με τη διαπίστωση του εύλογου της απόφασης για απόλυση. Με άλλα λόγια, δεν αναμένεται από τον εργοδότη, σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, να προχωρήσει σε διαδικασία υπό μορφή δικαστικής διαδικασίας.
Επομένως, όχι μόνο ορθά κατά τη γνώμη μας το πρωτόδικο δικαστήριο, για σκοπούς εξέτασης της ορθότητας της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, υπήγαγε τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης στην υπόθεση Κακοφεγγίτου, αλλά και ορθά κατέληξε ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν μια καθόλα λογική και νομικά επαρκής διαδικασία.
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, κρίνουμε ότι δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης μας στο συγκεκριμένο τομέα.
Συνεπώς, οι λόγοι έφεσης 2, 3, 6 και 9 απορρίπτονται.
Λόγοι Έφεσης 1, 4, 5, 7, 8 και 10.
Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης έχουν ως κοινό παρονομαστή τη γενική θέση ότι η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείων περιέπεσε σε παραπτώματα, η φύση των οποίων δικαιολογούσε τον τερματισμό των υπηρεσιών του, είναι εσφαλμένη. Στα πλαίσια βέβαια ενός εκάστου από τους πιο πάνω λόγους έφεσης, προβάλλονται, επικουρικά προς την εν λόγω γενική θέση, συγκεκριμένοι ισχυρισμοί. Συγκεκριμένα, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι, εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο οδηγήθηκε στην κατάληξη ότι η εφεσίβλητη απέσεισε το επί του προκειμένου βάρος απόδειξης που την βάρυνε (λόγος έφεσης 1), εσφαλμένα κατέληξε ότι το περιεχόμενο της επιστολής του ημερομηνίας 29/7/2005 ήταν υβριστικό για το Διευθύνοντα Σύμβουλο και ότι απουσίασε από την εργασία του χωρίς άδεια για συγκεκριμένη περίοδο (λόγος έφεσης 4), εσφαλμένα απέρριψε αίτημα του όπως κληθεί για σκοπούς αντεξέτασης ο Διευθύνων Σύμβουλος, του οποίου τη μαρτυρία, αν και εξ' ακοής μαρτυρία, το δικαστήριο έκαμε αποδεκτή (λόγος έφεσης 5), εσφαλμένα δεν αξιολόγησε πτυχές της μαρτυρίας του, όπως και της μάρτυρος του και γενικότερα πτυχές της μαρτυρίας (λόγοι έφεσης 7 και 8) και τέλος ότι, εσφαλμένα αξιολογώντας τα παραπτώματα στα οποία σύμφωνα με την Πειθαρχική Επιτροπή, υπέπεσε, τα χαρακτήρισε ως σοβαρά ή πολύ σοβαρά δικαιολογούντα την απόλυση του (λόγος έφεσης 10).
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αρχικά, ασχολήθηκε με το κριτήριο που τυγχάνει εφαρμογής σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, το οποίο και έθεσε με αναφορά στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Λόρδου Denning M.R., στην υπόθεση British Leyland (U.K.) Ltd. v. Swift [1981] 1 R.L.R. 91 (σελ. 93), στο οποίο αναφέρθηκε με επιδοκιμασία και το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Κακοφεγγίτου (πιο πάνω):
"The correct test is this: Was it reasonable for the employers to dismiss him? If no reasonable employer would have dismissed him, then the dismissal was unfair. But if a reasonable employer might reasonably have dismissed him, then the dismissal was fair. It must be remembered in all these cases there is a bank of reasonableness, within which one employer might reasonable take one view: another quite reasonably take a different view."
Σε ελεύθερη μετάφραση του πρωτόδικου δικαστηρίου:
"Το κριτήριο είναι αυτό: Ήταν λογικά αναμενόμενο από τον εργοδότη να τον απολύσει; Εάν κανένας λογικός εργοδότης δεν θα τον απέλυε τότε η απόλυση είναι αδικαιολόγητη. Αλλά εάν ένας λογικός εργοδότης μπορούσε να τον απολύσει τότε η απόλυση ήταν δικαιολογημένη. Θα πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη μας ότι σε όλες τις περιπτώσεις υπάρχει μια γραμμή λογικής κάτω από την οποία ένας εργοδότης μπορεί δικαιολογημένα να πάρει μια θέση και ένας άλλος εντελώς διαφορετική". (Βλέπε The Law of Unfair Dismissal, Steven D. Anderman, Second Edition, p. 113).
Ακολούθως, προέβη στην επισήμανση ότι, προκειμένου περί πολιτικής υπόθεσης το βάρος απόδειξης το οποίο βαραίνει τον εργοδότη είναι επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων και πως εκείνο που απαιτείται από τον εργοδότη να αποδείξει δεν είναι η πρόκληση ζημιάς, αλλά το γεγονός ότι η πίστη και εμπιστοσύνη (confidence and trust), έχουν κλονισθεί ανεπανόρθωτα.
Στη συνέχεια, σταθμίζοντας την ενώπιον του μαρτυρία το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού, για τους λόγους που ήδη έχουμε παραθέσει πιο πάνω στα πλαίσια συζήτησης των λόγων έφεσης 2, 3, 6 και 9, έκρινε ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε και η οποία οδήγησε στην απόλυση του εφεσείοντα ήταν μια καθόλα λογική και νομικά επαρκής διαδικασία, οδηγήθηκε στην κατάληξη ότι κάποια παραπτώματα του εφεσείοντα «ήταν τέτοιας φύσης που δικαιολογημένα οι εργοδότες κατέληξαν στη διακοπή της μεταξύ τους εργασιακής τους σχέσης», ενώ κάποια άλλα, αν και σοβαρά, «δεν ήταν τέτοια που ένας λογικός εργοδότης θα δικαιολογείτο να προβεί στο έσχατο μέτρο τιμωρίας που ήταν η απόλυση, αλλά θα μπορούσε να του επιβληθούν ηπιότερες ποινές ...», σύμφωνα με σχετική εγκύκλιο της εφεσίβλητης.
Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο δικαστήριο, ορθά κατά τη γνώμη μας, έκρινε ως πολύ σοβαρά και ως δικαιολογούντα τη διακοπή της εργοδοσίας του εφεσείοντα, το γεγονός των καταγγελιών που ο τελευταίος είχε διατυπώσει τόσο γραπτώς, στην επιστολή του ημερομηνίας 29/7/2005, όσο και προφορικά στους Μιχαήλ και Κούλλουρο, εναντίον συναδέλφων του και ειδικότερα εναντίον του Γενικού Διευθυντή και Διευθύνοντα Συμβούλου, όπως και το γεγονός της απουσίας του από την εργασία του στο εξωτερικό χωρίς την άδεια και έγκριση της εφεσίβλητης κατά την περίοδο 20/7/2005 - 26/7/2005. Ενδεικτικό του βαθμού σοβαρότητας που το Δικαστήριο απέδωσε στο πρώτο από τα πιο πάνω γεγονότα, συνιστούν τα πιο κάτω καταληκτικά σχόλια του πρωτόδικου δικαστηρίου, τα οποία μας βρίσκουν σύμφωνους:
"Προσπάθησε ευθέως και με υπονοούμενα να υποβιβάσει στα μάτια των κατωτέρων υπαλλήλων το Διευθύνοντα Σύμβουλο της Τράπεζας. Έστω κι' αν δεν συμφωνούσε μαζί του, έστω κι' αν τον παραγνώρισε σε κάποιες περιπτώσεις δεν είχε δικαίωμα να τον κατηγορεί για οτιδήποτε για το οποίον μάλιστα δεν είχε τρόπο απόδειξης. Οι κατηγορίες αυτές ήταν τόσο προφορικές όσο και γραπτές (επιστολή ημερ. 29.7.05 πιο πάνω).
......................................................................................
Είναι ανεπίτρεπτο κι αν ακόμα τον έπνιγε το δίκαιο, όπως πίστευε, να εκθέσει τόσο προφορικά όσο και γραπτώς στους ανωτέρους του στα μάτια κατωτέρων υπαλλήλων της Τράπεζας και/ή υφισταμένων του. Το γεγονός ότι όσα ανέφερε στην επιστολή ήταν για υπεράσπιση των θέσεων του δεν δικαιολογεί την στάση του."
Ενδεικτικό του βαθμού σοβαρότητας που το Δικαστήριο απέδωσε στο δεύτερο από τα εν λόγω γεγονότα, συνιστούν τα πιο κάτω καταληκτικά σχόλια του, τα οποία επίσης μας βρίσκουν σύμφωνους. Σημειώνουμε ότι στα συγκεκριμένα σχόλια του το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη, αφού επεσήμανε τη συμπεριφορά του εφεσείοντα προς την εφεσίβλητη, τόσο πριν την αναχώρηση του από την Κύπρο όταν δήλωσε στον προϊστάμενο του «πλήρωσα £2.000 θα πάω με την οικογένεια μου και ότι θέλει ας γίνει», όσο και μετέπειτα όταν κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κέρκυρα, ενώ επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον προϊστάμενο του την επομένη της άφιξης του στον προορισμό του για να του αναφέρει ότι ήταν άρρωστος, απέφυγε να του αποκαλύψει πού ήταν. Επίσης, για την περίοδο απουσίας του υπέβαλε αίτημα επιβεβαιωμένο από την εφεσίβλητη ζητώντας, να του καταβληθεί επίδομα ασθενείας, για να προβάλει μετά, τον ισχυρισμό ότι η εφεσίβλητη κωλύεται από του να ισχυρίζεται ότι αυτός απουσίαζε χωρίς την άδεια της. Η εφεσίβλητη πληροφορήθηκε για το πού στο εξωτερικό βρισκόταν ο εφεσείων, όταν, αναζητώντας τον, υπάλληλος της εφεσίβλητης τηλεφώνησε στο σπίτι του στην Κύπρο, όταν δε άλλος υπάλληλος της Alpha Bank στην Ελλάδα τον αναζήτησε στο ξενοδοχείο που διέμενε στην Κέρκυρα, ο εφεσείων απουσίαζε από το δωμάτιο του. Παραπέμπουμε στα σχετικά καταληκτικά σχόλια του Δικαστηρίου, τα οποία, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, μας βρίσκουν σύμφωνους:
"Αυτό δείχνει παντελή απαξίωση προς τους ανωτέρους και τους συναδέλφους του στην Τράπεζα και καμιά δικαιολογία δεν μπορεί να γίνει αποδεχτή επί τούτου. Κανένας λογικός εργοδότης δεν μπορεί να το ανεχθεί.
Οι ετήσιες άδειες είναι κατοχυρωμένες για Νόμου. Αποτελούν δικαίωμα του εργοδοτουμένου αλλά αυτές παραχωρούνται σε πλήρη συνεννόηση με τους εργοδότες και μετά από έγκριση τους.
Είναι φυσικό, σε μεγάλους οργανισμούς όπως είναι οι Τράπεζες, να υπάρχει προγραμματισμός για τις άδειες του προσωπικού. Όπως έγινε και με τις άδειες του προσωπικού τη συγκεκριμένη περίοδο.
Ο Αιτητής υπέβαλε την αίτηση του για τις συγκεκριμένες ημερομηνίες που αναφέραμε πιο πάνω, η οποία εγκρίθηκε και εντελώς αυθαίρετα, χωρίς έγκριση από την αρμόδια αρχή, αποφάσισε να την αλλάξει και να αναχωρήσει στο εξωτερικό. Αυτό δείχνει παντελή έλλειψη σεβασμού προς τις διαδικασίες και τους συναδέλφους του."
Αναφορικά με τα υπόλοιπα παραπτώματα, το πρωτόδικο δικαστήριο, όπως έχουμε ήδη σημειώσει, έκρινε ότι αυτά, αν και σοβαρά, εντούτοις δεν δικαιολογούσαν τη διακοπή της εργοδοσίας του εφεσείοντα.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, θεωρούμε αναπόφευκτο το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι η σχέση των διαδίκων, κρινόμενη με βάση τα γεγονότα είχε ανεπανόρθωτα τρωθεί, με αποτέλεσμα, ο τερματισμός των υπηρεσιών του εφεσείοντα να προκύπτει ως αναγκαία συνέπεια και συνεπώς βρίσκουμε ότι ορθά κατέληξε, ότι η εφεσίβλητη απέσεισε το βάρος απόδειξης που την βάρυνε.
Η πιο πάνω κατάληξη μας σφραγίζει και τη μοίρα των επικουρικών ισχυρισμών που ο εφεσείων εγείρει στα πλαίσια των πιο πάνω λόγων έφεσης, οι οποίοι επίσης απορρίπτονται.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.