ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 1 ΑΑΔ 1897

11 Σεπτεμβρίου, 2013

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

1. PANPA ESTATES & INVESTMENTS LTD,

2. ΠΑΝΙΚΟΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ,

 

Εφεσείοντες - Εναγόμενοι,

 

ν.

 

RODOU CHARALAMBOUS & SON LTD,

 

Εφεσιβλήτων - Εναγόντων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 18/2010)

 

 

Δεδικασμένο ― Res Judicata ― Ενδιάμεση απόφαση ― Κατά πόσο απόφαση ή εύρημα σε ενδιάμεση απόφαση επενεργεί ως κώλυμα σε μεταγενέστερη διαδικασία ― Συναρτάται από το κατά πόσο το θέμα ηγέρθη κατά τρόπο ρητό και κατηγορηματικό και στην πλήρη διάσταση του στην προηγούμενη διαδικασία και οι διάδικοι, πρέπει να εκληφθεί ότι, είχαν την ευκαιρία, προβάλλοντας το σύνολο των σχετικών με το θέμα γεγονότων, να επιχειρηματολογήσουν επί όλων των πτυχών του θέματος με στόχο την επίλυση του.

 

Έφεση ― Λόγοι έφεσης ― Οι διάδικοι δεν νομιμοποιούνται να εγείρουν κατ' έφεση ζητήματα που δεν είχαν εγείρει πρωτόδικα, πολύ δε περισσότερο σε περιπτώσεις, όπου τα εγειρόμενα ζητήματα δεν είχαν καν δικογραφηθεί.

 

Η έφεση στράφηκε εναντίον πρωτόδικης απόφασης με την οποία εκδόθηκε απόφαση εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2 και την πρώην εναγόμενη 3, το ποσό των Λ.Κ. 36.550, ποσό το οποίο αντιπροσώπευε, σύμφωνα με το δικόγραφο τους, την αξία αγαθών, τα οποία πώλησαν και παρέδωσαν σε σκάφος κατόπιν οδηγιών της πρώην εναγόμενης 3, η οποία, κατά τον ουσιώδη χρόνο, διαχειριζόταν το σκάφος, εκπροσωπώντας την ιδιοκτήτρια εφεσείουσα 1.

 

Εναντίον του εφεσείοντα 2 εκδόθηκε απόφαση δυνάμει της προσωπικής του εγγύησης.

 

Σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση οι ενάγοντες απέδειξαν την αξίωση τους εναντίον της εναγομένης 1, τόσο στη βάση της προμήθειας αγαθών κατά το χρονικό διάστημα που ήταν ιδιοκτήτρια του σκάφους, για το ποσό των €15.362,68, όσο και στη βάση της εγγύησης για ολόκληρο το ποσό της αξίωσης.

 

Απέδειξαν, επίσης, την αξίωση τους εναντίον του εναγόμενου 2 δυνάμει της προσωπικής του εγγύησης καθώς και εναντίον της εναγόμενης 3 δυνάμει της γραπτής εγγύησης, τεκμήριο 2.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες 1/εναγόμενοι 1 όφειλαν στην βάση εγγύησης να καταβάλουν οποιοδήποτε ποσό πέραν από του ποσού των Ευρώ 15.362,68 που αποτελούσε την αξία των επίδικων αγαθών.

 

β)  Λανθασμένα αποφάσισε ότι ο εφεσείοντας 2/εναγόμενος 2 όφειλε στην βάση εγγύησης να καταβάλει στους εφεσίβλητους/ενάγοντες το ποσό των Ευρώ 62.449,38 με νόμιμο τόκο πλέον έξοδα.

 

γ)  Λανθασμένα θεώρησε ότι ενεργοποιείτο η τυχόν προφορική εγγύηση των εφεσειόντων/εναγομένων 1 και 2.

 

δ)  Λανθασμένα επιτράπηκε τροποποίηση με την προσθήκη ταυτόσημων ισχυρισμών που είχαν διαγραφεί με απόφαση του Δικαστηρίου σε διαδικασία που προηγήθηκε.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η θέση των εφεσιβλήτων ότι οι εφεσείοντες δεν νομιμοποιούνταν στην έγερση των ζητημάτων που ήγειραν στα πλαίσια των λόγων έφεσης 1 και 2, ήταν ορθή. Ως εκ τούτου, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίφθησαν.

 

2.  Η ορθότητα  της πρωτόδικης κρίσης αναφορικά με την αξιοπιστία συγκεκριμένου μάρτυρα, δεν είχε αμφισβητηθεί με οποιοδήποτε λόγο έφεσης. Η συγκεκριμένη παράλειψη σφράγιζε και την επί του προκειμένου θέση των εφεσειόντων και κατ' επέκταση τη μοίρα του λόγου έφεσης 3, εφόσον καθιστούσε το συγκεκριμένο λόγο έφεσης, αλυσιτελή.

 

3.  Δεν ευσταθούσε ο λόγος έφεσης αναφορικά με την ενδιάμεση απόφαση με την οποία διατάχθηκε η διαγραφή συγκεκριμένων παραγράφων του δικογράφου των εφεσιβλήτων επειδή μέρος του περιεχομένου τους, κρίθηκε επιλήψιμο καθότι συνιστούσε μαρτυρία.

 

4.  Εκείνο που με τη σχετική ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου  επετράπη στους εφεσίβλητους, ήταν η συμπερίληψη στο δικόγραφο τους όχι των όσων διατάχθηκε η διαγραφή, αλλά ισχυρισμών τους οι οποίοι, όπως πολύ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο επισήμανε, ήταν σχετικοί με τους υπόλοιπους ισχυρισμούς των εναγόντων και σχετικοί επίσης με τα επίδικα θέματα της Αγωγής.

 

5.  Ορθή ήταν επίσης είναι και η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, με την τροποποίηση σκοπείτο η διευκρίνιση της σύνδεσης των Εναγομένων 1 και 2 με την επίδικη διαφορά και τον τρόπο που αυτοί ενέχονταν στην υπόθεση.

 

6.  Η πιο πάνω κατάληξη προδιέγραφε και τη μοίρα της εμμέσως        πλην σαφώς προβληθείσας εισήγησης του συνηγόρου των εφεσειόντων σχετικά με το λόγο έφεσης, ότι με την ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου που επέτρεψε την τροποποίηση, παραβιάστηκαν οι αρχές του δεδικασμένου.

 

7.  Η σχετική απόφαση ήταν ενδιάμεση απόφαση και όχι τελική. Σε τέτοιες περιπτώσεις, δηλαδή περιπτώσεις ενδιάμεσων αιτήσεων, με εξαίρεση την έγκριση της αιτούμενης θεραπείας, απόφαση ή εύρημα του Δικαστηρίου δεν συνιστά τελική απόφαση, εκτός και αν επενεργεί ως κώλυμα σε μεταγενέστερη διαδικασία συνεπεία της εφαρμογής του δεδικασμένου.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Chris Radiovision Ltd. v. Marakish κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 69,

 

Nisis v. Republic (No. 2) (1967) 3 C.L.R. 671,

 

Γενικός Εισαγγελέας κ.ά. ν. Pentaliotis & Papapetrou Estates Ltd. κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1931,

 

Ζαμπάς ν. A. & G. Tsiarkezos Constr. Ltd. κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 820,

 

Επίσημος Παραλήπτης κ.ά. ν. Nicantony Tr. Co. Ltd. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1653.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Εναγόμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Καλογήρου, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 2/2007), ημερομ. 25/11/2009.

 

Α. Γιωρκάτζης, για τους Εφεσείοντες.

 

Α. Θεοφίλου με Μ. Σωκράτους (κα), για τους Εφεσιβλήτους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα 1 ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήτοι κατά την περίοδο 26/5/2004 - 2/4/2006, ιδιοκτήτρια του σκάφους «PRINCESS ASMINE» (το σκάφος). Προηγούμενη ιδιοκτήτρια του σκάφους και συγκεκριμένα κατά την περίοδο 14/6/2003 - 26/5/2004, ήταν η εταιρεία PNP NAVIGATION LTD. (στη συνέχεια «P.N.P.»)

 

Με αγωγή ναυτοδικείου, την οποία αρχικά καταχώρισαν στο Ανώτατο Δικαστήριο οι εφεσίβλητοι, διεκδικούσαν από τους εφεσείοντες 1 και 2 και την πρώην εναγόμενη 3, το ποσό των Λ.Κ. 36.550, ποσό το οποίο αντιπροσώπευε, σύμφωνα με το δικόγραφο τους, την αξία αγαθών (υλικά, εξαρτήματα, εξοπλισμό, τρόφιμα, νερό, συσκευές, μηχανές και καύσιμα), τα οποία πώλησαν και παρέδωσαν στο σκάφος μεταξύ 14/6/2003 και 14/7/2005, κατόπιν οδηγιών της πρώην εναγόμενης 3, η οποία, κατά τον ουσιώδη χρόνο, διαχειριζόταν το σκάφος, εκπροσωπώντας τους ιδιοκτήτες του.

 

Σύμφωνα με το τροποποιημένο δικόγραφο των εφεσιβλήτων:

 

"5.  Μέσα Μαΐου 2004 η Εναγόμενη 1 ανάλαβε να πληρώσει στους Ενάγοντες τις οφειλές της PNP NAVIGATION LTD για τα υλικά που παραδόθηκαν μέχρι τότε στο σκάφος PRINCESS ASMINE και ο Εναγόμενος 2 εγγυήθηκε προσωπικά αυτή την πληρωμή και επίσης εγγυήθηκε προσωπικά και την πληρωμή όλων των απαραίτητων περαιτέρω προμηθειών μέχρι την πλήρη επιδιόρθωση του σκάφους.

 

6. Βασισμένοι στην πιο πάνω εγγύηση των Εναγομένων 1 & 2 οι Ενάγοντες παραχώρησαν τη ζητηθείσα πίστωση χρόνου και προχώρησαν και σε παροχή περαιτέρω προμηθειών στο σκάφος με αποτέλεσμα μέχρι 14/7/2005 να οφείλεται στους Ενάγοντες συνολικό ποσό ΛΚ.36.550,00.-."

 

Με διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 7/3/2007, η αγωγή ναυτοδικείου παραπέμφθηκε για εκδίκαση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, όπου και καταχωρήθηκε με τον αριθμό 2/2007.

 

Με απόφαση του, την εκκαλούμενη απόφαση, ο Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής που εκδίκασε την αγωγή, κάμνοντας δεκτή την αξίωση των εφεσιβλήτων, επιδίκασε υπέρ τους και εναντίον των εφεσειόντων, όπως και της πρώην εναγόμενης 3, προσωπικά και αλληλέγγυα, το ποσό των €62.449,38, πλέον νόμιμο τόκο, πλέον έξοδα.

 

Την ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης οι εφεσείοντες - εναγόμενοι 1 και 2 - αμφισβήτησαν, αρχικά με εννέα λόγους έφεσης. Στην πορεία όμως, απέσυραν τους λόγους έφεσης 4-8. Ενόψει των ζητημάτων που εγείρονται με τους εναπομείναντες λόγους έφεσης, της αιτιολογίας τους, αλλά και της επιχειρηματολογίας που αναπτύχθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσια την καταληκτική απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου:

 

"Καταλήγω, συνεπώς, ότι οι ενάγοντες απέδειξαν την αξίωση τους εναντίον της εναγομένης 1, τόσο στη βάση της προμήθειας αγαθών κατά το χρονικό διάστημα που ήταν ιδιοκτήτρια του σκάφους, για το ποσό των €15.362,68, όσο και στη βάση της εγγύησης για ολόκληρο το ποσό της αξίωσης.

 

Απέδειξαν, επίσης, την αξίωση τους εναντίον του εναγόμενου 2 δυνάμει της προσωπικής του εγγύησης καθώς και εναντίον της εναγόμενης 3 δυνάμει της γραπτής εγγύησης, τεκμήριο 2.

 

Εκδίδεται, κατά συνέπεια, απόφαση υπέρ των εναγόντων και εναντίον των εναγομένων 1, 2 και 3, προσωπικά και αλληλέγγυα, για το ποσό των €62.449,38, με νόμιμο τόκο, πλέον έξοδα όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο."

 

Σ' αυτό το στάδιο θεωρούμε σκόπιμο κι' αυτό ενόψει των λόγων έφεσης που συζητήθηκαν ενώπιον μας και ιδιαίτερα του 9ου λόγου έφεσης, να αναφέρουμε και τα εξής:

 

Προτού η αγωγή παραπεμφθεί για εκδίκαση στο Επαρχιακό Δικαστήριο, το Ανώτατο Δικαστήριο, κάμνοντας δεκτή σχετική αίτηση των εφεσειόντων, διέταξε τη διαγραφή συγκεκριμένων παραγράφων της Αναφοράς, γιατί έκρινε ότι το περιεχόμενο τους αποτελούσε μαρτυρία και συνεπώς ήταν άσχετο, ενοχλητικό και σκανδαλώδες.

 

Μετά την παραπομπή της αγωγής, το Επαρχιακό Δικαστήριο, κάμνοντας δεκτό σχετικό αίτημα των εφεσιβλήτων, επέτρεψε την τροποποίηση της Αναφοράς με την προσθήκη δύο νέων παραγράφων.

 

Έχοντας σκιαγραφήσει τα γεγονότα, τα οποία στην ουσία τους δεν αμφισβητούνται, στρεφόμαστε στους εναπομείναντες λόγους έφεσης, τους οποίους και παραθέτουμε μαζί με την αιτιολογία τους:

 

"ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι οι Εφεσείοντες 1/Εναγόμενοι 1 οφείλουν στην βάση εγγύησης να καταβάλουν οποιοδήποτε ποσό πέραν από του ποσού των Ευρώ 15.362,68 που αποτελούσε την αξία των αγαθών που οι Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες προμήθευσαν στο σκάφος «Princess Asmine» κατά το χρονικό διάστημα που ήταν ιδιοκτήτες του.

 

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΩΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρά την περί του αντιθέτου θέση των Εφεσειόντων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες στηριζόμενοι στην προφορική εγγύηση των Εφεσειόντων/Εναγομένης 1 και Εναγομένου 2 συνέχισαν να προμηθεύουν το σκάφος με τα εμπορεύματα που τους ζητούσε η Εναγομένη 3 μέχρι τις 14/07/2005 που σύμφωνα με τους Εφεσίβλητους/Ενάγοντες ανερχόταν σε Λ.Κ. 36.550.

 

Με δεδομένο το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι μεταγενέστερα της 17/08/2005 ημερομηνίας κατά την οποία οι Εφεσίβλητοι απαίτησαν πληρωμή του ποσού των Λ.Κ. 36.550 οι Εφεσίβλητοι πείσθηκαν από τους Εναγομένους 3 μέσω του Διευθυντού των Παναγιώτη Μαυρουδή ΜΕ 2 να δώσουν 6 με 7 μήνες παράταση στην πληρωμή του οφειλομένου ποσού και μάλιστα χωρίς να υπάρχει μαρτυρία και/ή εύρημα ότι τούτο γίνεται εν γνώσει των Εφεσειόντων 1 τούτο συνιστά ενέργεια που απάλλαξε τους Εφεσείοντες 1 από την προφορική εγγύηση που το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι υπήρξε για το ποσό πέραν των Ευρώ 15.362,68 που αποτελούσε την αξία των αγαθών που οι Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες προμήθευσαν στο σκάφος «Princess Asmine» κατά το χρονικό διάστημα που ήταν ιδιοκτήτες του.

 

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι ο Εφεσείοντας 2/Εναγόμενος 2 οφείλει στην βάση εγγύησης να καταβάλει στους Εφεσίβλητους/Ενάγοντες το ποσό των Ευρώ 62.449,38 με νόμιμο τόκο πλέον έξοδα.

 

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΛΟΓΟΥ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρά την περί του αντιθέτου θέση των Εφεσειόντων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες στηριζόμενοι στην προφορική εγγύηση των Εφεσειόντων/Εναγομένης 1 και Εναγομένου 2 συνέχισαν να προμηθεύουν το σκάφος με τα εμπορεύματα που τους ζητούσε η Εναγομένη 3 μέχρι τις 14/07/2005 που σύμφωνα με τους Εφεσίβλητους/Ενάγοντες ανερχόταν σε Λ.Κ. 36.550.

 

Με δεδομένο το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι μεταγενέστερα της 17/08/2005 ημερομηνίας κατά την οποία οι Εφεσίβλητοι απαίτησαν πληρωμή του ποσού των Λ.Κ. 36.550 οι Εφεσίβλητοι πείσθηκαν από τους Εναγομένους 3 μέσω του Διευθυντού των Παναγιώτη Μαυρουδή ΜΕ 2 να δώσουν 6 με 7 μήνες παράταση στην πληρωμή του οφειλομένου ποσού και μάλιστα χωρίς να υπάρχει μαρτυρία και/ή εύρημα ότι τούτο γίνεται εν γνώσει του Εφεσείοντα 2 τούτο συνιστά ενέργεια που απάλλαξε τον Εφεσείοντα 2 από την οποιαδήποτε προφορική του εγγύηση που το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι υπήρξε.

 

ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι ενεργοποιείται η τυχόν προφορική εγγύηση των Εφεσειόντων/Εναγομένων 1 και 2 καθιστώντας τους υπεύθυνους για τις τυχόν οφειλές της PNP NAVIGATION LTD με δεδομένο ότι η PNP NAVIGATION LTD δεν υπήρξε διάδικος και δεν έχει παραδεχθεί την ισχυριζόμενη οφειλή προς τους Εφεσίβλητους για τα ποσά που κατά τον ισχυρισμό των τους οφείλονται για προμήθειες για την περίοδο που οι ιδιοκτήτες του σκάφους «Princess Asmine» ήταν η PNP NAVIGATION LTD.

 

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΤΡΙΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα την υπόθεση Chris Radiovision ν. Marakish κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 69, την οποία δεν διαφοροποίησε από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης θεωρώντας ότι οι Εφεσείοντες ανέλαβαν πρωτογενή και ανεξάρτητη υποχρέωση αποπληρωμής της οφειλής της PNP NAVIGATION LTD.

 

Αντίθετα με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης στην υπόθεση Radiovision ν. Marakish κ.ά. το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία που να καταδεικνύει συμφωνία πώλησης ενώ είχε δοθεί τέτοια μαρτυρία αφού στην ρήτρα εγγύησης ρητά αναφέρετο "We guarantee the payment of the above amount .... the order has been executed on our instructions and our behalf".

 

ΕΝΑΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα επέτρεψε την τροποποίηση της Αναφοράς και την προσθήκη ταυτόσημων ισχυρισμών που είχαν διαγραφεί με απόφαση του Δικαστηρίου σε διαδικασία που προηγήθηκε και συγκεκριμένα αίτηση διαγραφής παραγράφων περιέχοντα μαρτυρία και ενοχλητικούς και/ή σκανδαλώδεις ισχυρισμούς.

 

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΕΝΑΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενεργώντας ως Εφετείο με διάταγμα του ημερομηνίας 15/05/2007 επέτρεψε την τροποποίηση της Αναφοράς των Εφεσιβλήτων ενώ προηγήθηκε Διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου με το οποίο διαγράφηκαν οι ίδιοι ισχυρισμοί."

 

Επιχειρηματολογώντας προς υποστήριξη των προβαλλόμενων στα πλαίσια των πρώτων δύο λόγων έφεσης, θέσεων του, ο κ. Γιωρκάτζης παρέπεμψε στις πρόνοιες του Άρθρου 91 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Στην πραγματικότητα οι εν λόγω πρόνοιες αποτέλεσαν τον κεντρικό άξονα της όλης επί του προκειμένου επιχειρηματολογίας του. Τις παραθέτουμε:

 

"Any variance made without the surety's consent in the terms of the contract between the principal and the creditor, discharges the surety as to transactions subsequent to the variance."

 

(Κάθε μεταβολή των όρων της μεταξύ πρωτοφειλέτη και πιστωτή σύμβασης η οποία γίνεται χωρίς τη συναίνεση του εγγυητή, απαλλάσσει τον εγγυητή από κάθε ευθύνη για συναλλαγές μεταγενέστερες της μεταβολής).

 

Ήταν η θέση των εφεσειόντων, θέση η οποία συνιστά κοινό παρονομαστή και των δύο πρώτων λόγων έφεσης, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, η παραχώρηση από πλευράς εφεσειόντων στην πρώην εναγόμενη 3, παράτασης επτά μηνών για σκοπούς εξόφλησης του οφειλόμενου ποσού, παράταση η οποία συμφωνήθηκε σε συνάντηση που οι εφεσίβλητοι είχαν μόνο με εκπρόσωπο της πρώην εναγόμενης 3 μετά τις 17/8/2005, ημερομηνία κατά την οποία οι εφεσίβλητοι απαίτησαν εξόφληση της οφειλής, απαλλάσσει τους εφεσείοντες από τα δεσμά της εγγύησης, εφόσον η παράταση συμφωνήθηκε στην απουσία τους και εν αγνοία τους. Η δοθείσα παράταση, κρινόμενη υπό το φως των εδώ περιστάσεων, συνιστά, σύμφωνα με τον κ. Γιωρκάτζη, ουσιώδη μεταβολή της κύριας και βασικής συμφωνίας, η οποία, εφόσον δεν έτυχε της έγκρισης των εφεσειόντων, επενεργεί καταλυτικά στη συμβατική σχέση εφεσειόντων - εφεσιβλήτων, απαλλάσσοντας τους πρώτους από την υποχρέωση που είχαν ως εγγυητές να εξοφλήσουν το επίδικο ποσό.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετες είναι οι θέσεις των εφεσιβλήτων, οι οποίοι, πέραν των όσων προβάλλουν σε απάντηση αναφορικά με την ουσία των δύο πρώτων λόγων έφεσης, υποστήριξαν κατά την ακρόαση της έφεσης, ότι οι εφεσείοντες ουσιαστικά εμποδίζονται από του να προωθούν τις προβαλλόμενες στα πλαίσια των συγκεκριμένων δύο λόγων έφεσης θέσεις τους, απλά γιατί αυτές δεν είχαν προβληθεί πρωτόδικα, γεγονός το οποίο προκύπτει αβίαστα, οφείλουμε να πούμε, από τα δικόγραφα των εφεσειόντων, τα οποία διεξήλθαμε προσεκτικά. Εξάλλου, η μη δικογράφηση των συγκεκριμένων ισχυρισμών δεν αμφισβητείται από τους εφεσείοντες, οι οποίοι περιορίστηκαν στην επισήμανση ότι, για πρώτη φορά οι εφεσίβλητοι επικαλέστηκαν τη μη δικογράφηση των συγκεκριμένων ισχυρισμών κατά την ακρόαση της έφεσης και ποτέ προηγουμένως.

Κατ' αρχάς θα πρέπει να πούμε πως το γεγονός ότι η πλευρά των εφεσιβλήτων ήγειρε για πρώτη φορά μη δικογράφηση του συγκεκριμένου θέματος κατά την ακρόαση της έφεσης, δεν εμποδίζει το Δικαστήριο από του να το εξετάσει. Θα μπορούσε, ως εκ της φύσης του, να είχε εγερθεί από αυτό το ίδιο το Δικαστήριο αυτοβούλως (ex proprio motu).

 

Συνιστά καλά θεμελιωμένη νομολογιακή αρχή, η οποία μάλιστα τυγχάνει καθολικής εφαρμογής, ότι οι διάδικοι δεν νομιμοποιούνται να εγείρουν κατ' έφεση ζητήματα που δεν είχαν εγείρει πρωτόδικα, πολύ δε περισσότερο σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, όπου τα εγειρόμενα ζητήματα δεν είχαν καν δικογραφηθεί (Nisis v. Republic (No. 2) (1967) 3 C.L.R. 671, Γενικός Εισαγγελέας κ.ά. ν. Pentaliotis & Papapetrou Estates Ltd. κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1931, Ζαμπάς ν. A.& G. Tsiarkezos Constr. Ltd. κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 820 και Επίσημος Παραλήπτης κ.ά. ν. Nicantony Tr. Co. Ltd. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1653). Συνεπώς, η θέση των εφεσιβλήτων ότι οι εφεσείοντες δεν νομιμοποιούνται στην έγερση των ζητημάτων που εγείρουν στα πλαίσια των λόγων έφεσης 1 και 2, μας βρίσκει σύμφωνους. Ως εκ τούτου, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.

 

Αναφορικά με το λόγο έφεσης 3 και συγκεκριμένα με το ζήτημα που εγείρεται από τους εφεσείοντες στα πλαίσια του, θεωρούμε σκόπιμο κατ' αρχάς να παραθέσουμε τη σχετική περικοπή από την πρωτόδικη απόφαση:

 

"Άλλη εισήγηση των εναγομένων ήταν πως οι ενάγοντες δεν είχαν συμβληθεί μαζί τους αλλά με την εναγόμενη 3, η οποία είχε αναλάβει την υποχρέωση να εξοφλά τα τιμολόγια των εναγόντων. Ούτε αυτή η εισήγηση ευσταθεί. Με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου η εναγόμενη 3, έχοντας τη διαχείριση του σκάφους, ενεργούσε πάντοτε ως αντιπρόσωπος των ιδιοκτητών, γεγονός που ήταν, σε κάθε ουσιώδη χρόνο, γνωστό και αποδεκτό από όλους τους διαδίκους.

 

Έχει, περαιτέρω, καταδειχθεί από τη μαρτυρία ότι οι εναγόμενοι 1 και 2 εγγυήθηκαν την αποπληρωμή κάθε οφειλόμενου ποσού, για όλες τις προμήθειες αγαθών από τους ενάγοντες στο σκάφος, αναλαμβάνοντας, συνάμα, ευθύνη πληρωμής του οφειλόμενου από την PNP ποσού, για τις προμήθειες που έλαβαν χώρα πριν την ημερομηνία μεταβίβασης του σκάφους στην εναγόμενη 1.

 

Ο συνήγορος των εναγομένων εισηγήθηκε πως δεν μπορεί να επιτύχει η αξίωση στη βάση της εγγύησης, στο βαθμό που αφορά προμήθειες κατά την περίοδο που ήταν ιδιοκτήτρια η PNP, επειδή δεν είναι εναγόμενη. Ούτε αυτή η θέση ευσταθεί. Από τις δηλώσεις και διαβεβαιώσεις του εναγόμενου 2 προς τον ΜΕ1, συνάγεται ότι ανέλαβε, τόσο υπό την προσωπική του ιδιότητα, όσο και δια λογαριασμό της εναγομένης 1, την υποχρέωση αποπληρωμής του οφειλόμενου από την PNP ποσού μέχρι την ημέρα εκείνη. Υπό αυτή την έννοια, οι εναγόμενοι 1 και 2, ανέλαβαν πρωτογενή και ανεξάρτητη υποχρέωση αποπληρωμής της οφειλής της ιδιοκτήτριας εταιρείας του σκάφους, προς τους ενάγοντες (βλ. Chris Radiovision Ltd. v. Marakish κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 69)."

 

Η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου έχει ως πραγματικό υπόβαθρο τη μαρτυρία του Διευθυντή των εφεσιβλήτων Χρίστου Χρίστου, (Μ.Ε.1). Διεξήλθαμε την εν λόγω μαρτυρία προσεκτικά. Όντως, η πιο πάνω αμφισβητούμενη κατάληξη βρίσκει έρεισμα στην εν λόγω μαρτυρία και μάλιστα σε όλο της το εύρος. Η ορθότητα όμως της πρωτόδικης κρίσης αναφορικά με την αξιοπιστία του εν λόγω μάρτυρα, δεν έχει αμφισβητηθεί με οποιοδήποτε λόγο έφεσης. Η συγκεκριμένη παράλειψη σφραγίζει και την επί του προκειμένου θέση των εφεσειόντων και κατ' επέκταση τη μοίρα του λόγου έφεσης 3, εφόσον καθιστά το συγκεκριμένο λόγο έφεσης, αλυσιτελή.

 

Συνεπώς ούτε ο λόγος έφεσης 3 μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.

 

Προχωρούμε τώρα να εξετάσουμε τον ένατο και τελευταίο λόγο έφεσης. Κρίνουμε ότι ούτε ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης ευσταθεί. Με την ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 7/12/2006, διατάχθηκε η διαγραφή συγκεκριμένων παραγράφων του δικογράφου των εφεσιβλήτων επειδή μέρος του περιεχομένου τους, κρίθηκε επιλήψιμο καθότι συνιστούσε μαρτυρία. Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι με την ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 15/5/2007, το Επαρχιακό Δικαστήριο, επιτρέποντας την τροποποίηση του δικογράφου των εφεσειόντων, ενήργησε ως «Υπερ-Εφετείο», ανατρέποντας ουσιαστικά την απόφαση του Εφετείου για διαγραφή. Η θέση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Εκείνο που με την ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 15/5/2007 επετράπη στους εφεσιβλήτους, ήταν η συμπερίληψη στο δικόγραφο τους όχι των όσων διατάχθηκε η διαγραφή, αλλά ισχυρισμών τους οι οποίοι, όπως πολύ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο επισημαίνει, «είναι σχετικοί με τους υπόλοιπους ισχυρισμούς των Εναγόντων στην Αναφορά τους και σχετικοί επίσης με τα επίδικα θέματα της Αγωγής .... Τα νέα στοιχεία που γίνεται προσπάθεια εισαγωγής τους δεν περιέχουν μαρτυρία για απόδειξη των επίδικων θεμάτων αλλά πρόκειται περί απλών ισχυρισμών των Εναγόντων που καθορίζουν την πορεία της υπόθεσης τους». Ορθή επίσης είναι και η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι, «με την τροποποίηση σκοπείται η διευκρίνιση της σύνδεσης των Εναγομένων 1 και 2 με την επίδικη διαφορά και τον τρόπο που αυτοί ενέχονται στην υπόθεση».

 

Η πιο πάνω κατάληξη μας προδιαγράφει και τη μοίρα της εμμέσως πλην σαφώς προβληθείσας εισήγησης του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων σχετικά με το λόγο έφεσης 9, ότι με την ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 15/5/2007, παραβιάστηκαν οι αρχές του δεδικασμένου. Η απόφαση ημερομηνίας 15/5/2007 ήταν ενδιάμεση απόφαση και όχι τελική. Σε τέτοιες περιπτώσεις, δηλαδή περιπτώσεις ενδιάμεσων αιτήσεων, με εξαίρεση την έγκριση της αιτούμενης θεραπείας, απόφαση ή εύρημα του δικαστηρίου δεν συνιστά τελική απόφαση, εκτός και αν επενεργεί ως κώλυμα σε μεταγενέστερη διαδικασία συνεπεία της εφαρμογής του δεδικασμένου. Το κατά πόσο απόφαση ή εύρημα σε ενδιάμεση απόφαση επενεργεί ως κώλυμα σε μεταγενέστερη διαδικασία, συναρτάται από το κατά πόσο το θέμα ηγέρθη κατά τρόπο ρητό και κατηγορηματικό και στην πλήρη διάσταση του στην προηγούμενη διαδικασία και οι διάδικοι, πρέπει να εκληφθεί ότι, είχαν την ευκαιρία, προβάλλοντας το σύνολο των σχετικών με το θέμα γεγονότων, να επιχειρηματολογήσουν επί όλων των πτυχών του θέματος με στόχο την επίλυση του.

 

Ως εκ των πιο πάνω και ο λόγος έφεσης 9 δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

 

Ως αποτέλεσμα, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο