ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 1247
14 Ιουνίου, 2013
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10/2011)
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 & 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 33 ΤΟΥ 1964 ΟΠΩΣ ΑΥΤΟΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΑ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI,
ΚΑΙ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 29/07/2010 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΣΤΗ ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. FRANTISEK STEPANEK,
2. JAROSLAV ROKOS, MBA ΚΑΙ 3. SOKOLOVSKA UHELNA, PRAVNI NASTUPCE A.S. ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 2103/2010 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,
ΑΙΤΗΣΗ ΔΙΑ ΚΛΗΣΕΩΣ ΑΠΟ ΝΕΟΦΥΤΟ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗ,
Αιτητή.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11/2011)
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 & 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 33 ΤΟΥ 1964 ΟΠΩΣ ΑΥΤΟΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΑ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΡΑΠΑΤΑΚΗ
ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI,
ΚΑΙ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 29/07/2010 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΤΗ ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. FRANTISEK STEPANEK,
2. JAROSLAV ROKOS, MBA ΚΑΙ 3. SOKOLOVSKA UHELNA, PRAVNI NASTUPCE A.S. ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 2103/2010 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,
ΑΙΤΗΣΗ ΔΙΑ ΚΛΗΣΕΩΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΡΑΠΑΤΑΚΗ.
Αιτητή.
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 10/2011, 11/2011).
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Επιτράπηκε έφεση εναντίον απόφασης που εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό σε αίτηση Certiorari, με την οποία ακυρώθηκαν διατάγματα που εξέδωσε Επαρχιακό Δικαστήριο εναντίον των εφεσιβλήτων, μεταξύ των οποίων και διατάγματα τύπου Anton Piller ― Κατά πόσον διατάγματα τύπου Anton Piller, έπρεπε ή όχι να καταστούν επιστρεπτέα μετά την έκδοση τους.
Προνομιακά εντάλματα ― Τύπος αίτησης ― Επικύρωση πρωτοβάθμιας κρίσης ότι η παράλειψη επισύναψης στην αίτηση για προνομιακό ένταλμα ένορκης δήλωσης στην οποία να περιέχονται τα σχετικά γεγονότα, μόνο τυπικό χαρακτήρα μπορούσε να προσλάβει, μη δυνάμενο να επηρεάσει την εγκυρότητα της αίτησης, εφόσον στο πραγματικό υπόβαθρο γινόταν αναφορά στις ένορκες δηλώσεις που συνόδευαν τις μονομερείς αιτήσεις για εξασφάλιση άδειας.
Αποφάσεις και διατάγματα ― Διάταγμα Anton Piller ― Εφαρμοστέες Αρχές ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Συμβαδίζει με τα διατάγματα τύπου Mareva ― Και τα δύο έχουν χαρακτηριστεί ως «πυρηνικά όπλα» στο οπλοστάσιο του ενάγοντα που είναι και ο διάδικος που επιδιώκει την έκδοση τους ― Σε αντίθεση με τις περιπτώσεις έκδοσης μονομερώς διαταγμάτων με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 9(1) του Κεφ. 6, όπου παρέχεται στον εναγόμενο χρόνος να αμφισβητήσει το διάταγμα πριν αυτό καταστεί οριστικό, στις περιπτώσεις διαταγμάτων Anton Piller, ο εναγόμενος λαμβάνει γνώση της έκδοσης τέτοιου διατάγματος, ταυτόχρονα με την εκτέλεση του.
Αποφάσεις και διατάγματα ― Διάταγμα Anton Piller ― Ουσιαστικά στον εναγόμενο δεν παρέχεται η ευκαιρία να αμφισβητήσει είτε αυτό καθαυτό το διάταγμα και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτό εκδόθηκε, είτε τα γεγονότα επί των οποίων το Δικαστήριο βασίστηκε για να το εκδώσει μονομερώς ― Προτού επιτρέψει την εκτέλεση του εντάλματος, παρέχεται κάποιου είδους ευκαιρία στον εναγόμενο να αντιδράσει και συγκεκριμένα η ευκαιρία να συμβουλευθεί δικηγόρο, αν επιθυμεί ― Αυτήν όμως την επιλογή θα πρέπει να την ασκήσει, εντός του ελάχιστου χρόνου που το διάταγμα του παρέχει γι' αυτό το σκοπό και που συνήθως δεν υπερβαίνει τις 2-3 ώρες.
Αποφάσεις και διατάγματα ― Διάταγμα Anton Piller ― Προσομοιάζει, με το ένταλμα έρευνας ― Με το διάταγμα Anton Piller δεν εξουσιοδοτούνται τα κατονομαζόμενα στο διάταγμα πρόσωπα να εισέλθουν στα υποστατικά του εναγομένου, αλλά διατάσσεται ο τελευταίος όπως επιτρέψει στα εν λόγω πρόσωπα, είσοδο στα υποστατικά του, για σκοπούς εκτέλεσης του εντάλματος.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν με την έφεση, απόφαση η οποία εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό σε αίτηση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, με το οποίο ακυρώθηκαν διατάγματα που εξέδωσε Επαρχιακό Δικαστήριο εναντίον των εφεσιβλήτων, μεταξύ των οποίων και διατάγματα τύπου Anton Piller.
Σε αντίθεση με τα άλλα διατάγματα, τα οποία κατέστησε επιστρεπτέα, το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν κατέστησε επιστρεπτέα τα διατάγματα Anton Piller.
Τόσο ο εφεσίβλητος 1, όσο και ο εφεσίβλητος 2, επεδίωξαν με δύο πολιτικές αιτήσεις που καταχώρησαν, την ακύρωση των διαταγμάτων Anton Piller την οποία και πέτυχαν. Και οι δύο αιτήσεις εκδικάστηκαν από τον ίδιο Δικαστή. Το σκεπτικό της απόφασης στην Αίτηση 96/2010 υιοθετήθηκε στην απόφαση που αφορούσε στην Αίτηση 98/2010.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:
Λόγοι Έφεσης Αρ. 1 και 2.
«Ήταν εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα διατάγματα τύπου Anton Piller, που εκδίδονται με βάση το Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, εκδίδονται μονομερώς κατ' επίκληση των προνοιών του Άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 και συνεπώς θα πρέπει, να ικανοποιούν τις πρόνοιες του εδαφίου (3) του Άρθρου 9, του Κεφ. 6, δηλαδή «να γίνονται επιστρεπτέα και σε σύντομο χρόνο όσος είναι αναγκαίος, ανάλογα με τις περιστάσεις, για σκοπούς επίδοσης τους».
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ενώ ορθά εκρίθη σε πρώτο βαθμό ότι τα διατάγματα τύπου Anton Piller, εκδίδονται με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, οι οποίες, όντως, παρέχουν στο Δικαστήριο ευρείες εξουσίες σχετικά με την έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων, εσφαλμένα εκρίθη - και αυτό ήταν βέβαια το ζητούμενο στις ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δύο αιτήσεις-, ότι τα διατάγματα του συγκεκριμένου τύπου εμπίπτουν εντός της εμβέλειας των προνοιών του Άρθρου 9 του Κεφ. 6 και συνεπώς ότι θα πρέπει να ικανοποιούν τις απαιτήσεις του εδαφίου 3 του συγκεκριμένου άρθρου.
2. Οι πρόνοιες του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 αφορούν στο ουσιαστικό δίκαιο που διέπει στην έκδοση συντηρητικών διαταγμάτων. Το δικονομικό όμως πλαίσιο που διέπει την έκδοση τους, καθορίζεται από τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς, όπως και τις πρόνοιες του Άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.
3. Τα διατάγματα Anton Piller δεν χαρακτηρίζονται από το στοιχείο του κατεπείγοντος, με την έννοια που αφορά στο Άρθρο 9 του Κεφ. 6, έτσι ώστε η έκδοση τους μονομερώς να εξαρτάται από την παρουσία του συγκεκριμένου στοιχείου. Τα εν λόγω διατάγματα χαρακτηρίζονται από το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Αυτού του στοιχείου η παρουσία, διαδραματίζει καθοριστικό για την έκδοση τους μονομερώς, ρόλο.
4. Είναι πρόδηλο ότι ένταξη των διαταγμάτων τύπου Anton Piller εντός της εμβέλειας των προνοιών του Άρθρου 9(1) του Κεφ. 6, όχι μόνο δεν θα συνήδε με το πνεύμα των συγκεκριμένων προνοιών εφόσον απουσιάζει το στοιχείο του κατεπείγοντος, αλλά και αναπόφευκτα θα οδηγούσε στην εξουδετέρωση του στοιχείου του αιφνιδιασμού, εξαφανίζοντας ουσιαστικά το σκοπό που τα διατάγματα του εν λόγω τύπου, τείνουν με την έκδοση τους να εξυπηρετήσουν και που βασικά είναι η αποτροπή του ενδεχομένου, ουσιώδες μαρτυρικό υλικό να καταστραφεί ή με οποιοδήποτε τρόπο να εξαφανιστεί και η εκμηδένιση ενός τέτοιου κινδύνου.
Οι λόγοι έφεσης 1 και 2, είχαν επιτυχή κατάληξη.
Λόγος Έφεσης Αρ. 3.
«Ήταν εσφαλμένη η απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της θέσης των εφεσειόντων ότι οι δύο αιτήσεις θα έπρεπε να είχαν απορριφθεί ως εξ' υπαρχής άκυρες, καθότι δεν τις συνόδευε η απαιτούμενη ένορκη δήλωση στην οποία να περιέχονται τα σχετικά γεγονότα».
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η εν λόγω θέση απορρίφθηκε πρωτόδικα μετά που κρίθηκε ως αβάσιμη αφού, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, «με την επισύναψη της αίτησης για χορήγηση άδειας όπου υπάρχει ένορκη δήλωση από τον αιτητή, φαίνονται και τα γεγονότα για σκοπούς της αίτησης». Η επί του προκειμένου πρωτόδικη κρίση ήταν ορθή.
2. Η μονομερής αίτηση για άδεια και γενικά η διαδικασία που διεξήχθη με αντικείμενο την εν λόγω αίτηση, συναρτάτο με την αίτηση για Certiorari που ακολούθησε, με την οποία ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη. Στην ουσία αποτελούσε μέρος της.
3. Εξ ου και η ρητή αναφορά στην αίτηση για Certiorari, όχι μόνο στο γεγονός ότι δόθηκε άδεια για καταχώριση της αίτησης, αλλά και στα στοιχεία της μονομερούς αίτησης στα πλαίσια της οποίας η εν λόγω άδεια χορηγήθηκε. Επομένως, και στις δύο περιπτώσεις οι εφεσείοντες είχαν λάβει γνώση του πραγματικού υπόβαθρου της αίτησης.
Οι εφέσεις επιτράπηκαν με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
In Re Hadjisoteriou (1986) 1 C.L.R. 429,
In Re Philippou (1986) 1 C.L.R. 568,
Τράπεζα Κύπρου Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1010,
ΚG v. Manufacturing Processes Ltd [1976] 1 ALL E.R.779, [1976] Ch. 55, UK CA,
Columbia Picture Industries Inc. v. Robinson [1986] 3 All E.R. 338, [1987] Ch. 38, [1986] 3 W.L.R. 542, UK Ch. D.,
Universal Thermosensors Ltd. v. Hibben [1992] 3 All E.R. 257, [1992] 1 W.L.R. 840, UK Ch. D.,
Celanese Canada Inc. v. Murray Demolition Corp. [2007] 1 C.L.R. 609,
Manor Electronics Ltd. a.ο. v. Dickson a.ο. [1988] B.P.G. 618.
Εφέσεις.
Εφέσεις από τους Aιτητές - Ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Φωτίου, Δ.), (Αίτηση Αρ. 96/2010), ημερ. 1/12/2010.
Κ. Θεοδωρίδης με Μιχ. Λοΐζου και Α. Κούμα, για τους Εφεσείοντες.
Α. Γιωρκάτζης με Ν. Θρασυβούλου, για τον Εφεσίβλητο στην Έφεση 10/2011.
Γ. Καραπατάκης, για τον Εφεσίβλητο στην Έφεση 11/2011.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Στα πλαίσια μονομερούς αίτησης που καταχωρήθηκε από τους εφεσείοντες (πρώην ενάγοντες), σε αγωγή την οποία οι τελευταίοι είχαν εγείρει, εναντίον, μεταξύ άλλων, και του εφεσιβλήτου στην Έφεση 10/2011 (εφεσίβλητος 1), όπως και του εφεσιβλήτου στην Έφεση 11/2011 (εφεσίβλητος 2), το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, έκδωσε εναντίον των εφεσιβλήτων, μεταξύ άλλων διαταγμάτων και διατάγματα τύπου Anton Piller.
Σε αντίθεση με τα άλλα διατάγματα, τα οποία κατέστησε επιστρεπτέα, το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν κατέστησε επιστρεπτέα τα διατάγματα Anton Piller.
Τόσο ο εφεσίβλητος 1, όσο και ο εφεσίβλητος 2, επεδίωξαν και πέτυχαν την ακύρωση των διαταγμάτων Anton Piller, ο κάθε ένας από αυτούς βέβαια στο βαθμό και την έκταση που τα εν λόγω διατάγματα στρέφονται εναντίον του, με την έκδοση σχετικών ενταλμάτων Certiorari, καταχωρώντας προς τούτο δύο χωριστές αιτήσεις, ο μεν εφεσίβλητος 1 την Αίτηση 96/2010, ο δε εφεσίβλητος 2 την Αίτηση 98/2010. Και οι δύο εκδικάστηκαν από τον ίδιο Δικαστή. Το σκεπτικό της απόφασης στην Αίτηση 96/2010 υιοθετήθηκε στην απόφαση που αφορούσε στην Αίτηση 98/2010, γι' αυτό θα αναφερόμαστε στην απόφαση στην Αίτηση 96/2010, ως η εκκαλούμενη απόφαση.
Αντιδρώντας οι εφεσείοντες, καταχώρισαν τις πιο πάνω δύο εφέσεις, τις οποίες, αν και δεν έχουμε συνεκδικάσει, θα τις συζητήσουμε στα πλαίσια της παρούσας απόφασης, εφόσον αυτές τις χαρακτηρίζει όχι απλά συνάφεια, αλλά πλήρης ταύτιση σε όλα τα σημεία είτε αυτά αφορούν στα γεγονότα, είτε στα νομικά ζητήματα που εγείρονται. Ενδεικτικό της πλήρους ταύτισης γεγονότων και νομικών ζητημάτων που χαρακτηρίζει τις δύο εφέσεις, συνιστά και το γεγονός ότι η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης και στις δύο αιτήσεις, αμφισβητείται από τους εφεσείοντες με τέσσερις λόγους έφεσης, πανομοιότυπους και στις δύο εφέσεις, οι οποίοι όχι μόνο προβάλλονται στις αντίστοιχες Ειδοποιήσεις Έφεσης με πανομοιότυπη σειρά, αλλά και με πανομοιότυπο τρόπο προωθούνται και συζητούνται στα περιγράμματα των συνηγόρων τους. Εξάλλου, στην Έφεση 11/2011, οι μεν συνήγοροι των εφεσειόντων περιορίστηκαν στην υιοθέτηση της επιχειρηματολογίας τους την οποία πρόβαλαν στα πλαίσια της Έφεσης 10/2011, που εκδικάστηκε πρώτη, οι δε συνήγοροι του εφεσιβλήτου στην Έφεση 11/2011 που εκδικάστηκε αμέσως μετά, περιορίστηκαν στο να υιοθετήσουν την επιχειρηματολογία των συναδέλφων τους που εμφανίστηκαν για τον εφεσίβλητο στην Έφεση 10/2011. Να σημειωθεί ότι στα πλαίσια της Έφεσης 11/2011, προβάλλεται ακόμα ένας λόγος έφεσης (πέμπτος λόγος έφεσης), ο οποίος όμως, όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, ουδόλως ανατρέπει τη διαπιστωθείσα ταύτιση γεγονότων και νομικών ζητημάτων που χαρακτηρίζει τις δύο εφέσεις.
Κατ' αρχήν θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε το μέρος εκείνο των επίμαχων διαταγμάτων που για σκοπούς των εφέσεων μας ενδιαφέρει:
"Α. Διάταγμα του Δικαστηρίου τύπου "Anton Piller", με το οποίο να διατάσσονται οι Εναγόμενοι/Καθ' ων η Αίτηση 1, 2, 3, 4 και 5 ή/και οι αξιωματούχοι ή/και οι διευθυντές αυτών ή/και οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα ενεργούν κατ' εντολή τους, να επιτρέψουν στον κ. Διομήδη Π. Καλλή ή στον κ. Λουκά Κ. Διομήδους, δικηγόρος της Δ.Ε.Π.Ε. Καλλής & Καλλής από την Οδό Ανδρέα Αβραμίδη 9, Πολυκατ. Πελεκάνος 32, Γραφ. 101-102, 2024 Λευκωσία, υπό την ιδιότητα τους ως επιτηρητές δικηγόροι (supervising solicitors) για σκοπούς εκτέλεσης του παρόντος διατάγματος, συνοδευόμενους από τους δικηγόρους των Εναγόντων/Αιτητών κύριους Κυριάκο Ν. Θεοδωρίδη και/ή Μιχάλη Γ. Λοϊζου και/ή Μορφάκη Π. Κούμα, και/ή οποιονδήποτε άλλο δικηγόρο από τον Δικηγορικό Συνεταιρισμό των κυρίων Γιώργος Γ. Γιάγκου & Σία και μέχρι και 3 άλλα άτομα, εργοδοτούμενους του Δικηγορικού Συνεταιρισμού των κυρίων Γιώργος Γ. Γιάγκου & Σία και αντιπροσώπους των Εναγόντων/Αιτητών που θα τους συνοδεύουν (στο εξής καλούμενοι συλλογικά «η Ομάδα Αναζήτησης»), να εισέλθουν στους λειτουργικούς χώρους των υποστατικών των Εναγόμενων/Καθ' ων η Αίτηση 1, 2, 3, 4 και 5 που αναφέρονται πιο κάτω, έτσι ώστε να μπορέσουν να αναζητήσουν, να επιθεωρήσουν, να φωτοτυπήσουν και να παραδώσουν στην ασφαλή φύλαξη του Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, όλα τα έγγραφα, που αναφέρονται πιο κάτω:
.................................................................................................."
(Ακολουθεί η περιγραφή των αιτουμένων εγγράφων).
Η παράγραφος Β έχει ως ακολούθως:
«Επιπρόσθετα του αιτούμενου διατάγματος υπό του προτιθέμενου διατακτικού Α ανωτέρω, Διάταγμα Δικαστηρίου που να διατάζει τους Εναγόμενους/Καθ' ων η Αίτηση 1, 2, 3, 4 και 5, ή τους αξιωματούχους ή/και διευθυντές αυτών ή/και οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα ενεργούν κατ' εντολή τους, όπως αφού θα έχει επιτραπεί στην Ομάδα Αναζήτησης, να εισέλθει στα υποστατικά, να επιτρέπει στην Ομάδα Αναζήτησης να παραμείνει στα υποστατικά έως ότου να ολοκληρωθεί η αναζήτηση. Σε περίπτωση που καθίσταται αναγκαίο για οποιοδήποτε από τα πρόσωπα αυτά να εξέλθουν από τα υποστατικά πριν από την ολοκλήρωση της αναζήτησης, οι Εναγόμενοι/Καθ' ων η Αίτηση 1, 2, 3, 4 και 5 ή/και οι αξιωματούχοι ή/και διευθυντές αυτών ή/και οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα ενεργούν κατ' εντολή τους, πρέπει να τους επιτρέψουν να εισέλθουν εκ νέου στις εγκαταστάσεις όταν αυτοί εκ νέου το απαιτήσουν, είτε την ίδια ή την επόμενη ημέρα, προκειμένου να ολοκληρωθεί η αναζήτηση."
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η ορθότητα της κρίσης του αδελφού μας Δικαστή που εκδίκασε πρωτόδικα τις δύο αιτήσεις, αμφισβητείται από τους εφεσείοντες με τέσσερις πανομοιότυπους και στις δύο εφέσεις, λόγους έφεσης, τους οποίους προχωρούμε να εξετάσουμε όπως και τον πρόσθετο πέμπτο λόγο έφεσης που προβάλλεται στα πλαίσια της Έφεσης 11/2011, όχι κατ' ανάγκη με τη σειρά που προβάλλονται στις αντίστοιχες Ειδοποιήσεις Έφεσης.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η απόρριψη από το πρωτόδικο δικαστήριο της θέσης των εφεσειόντων ότι οι δύο αιτήσεις θα έπρεπε να είχαν απορριφθεί ως εξ υπαρχής άκυρες καθότι δεν τις συνόδευε η απαιτούμενη ένορκη δήλωση στην οποία να περιέχονται τα σχετικά γεγονότα. Η εν λόγω θέση απορρίφθηκε πρωτόδικα μετά που κρίθηκε ως αβάσιμη «αφού», σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο, «με την επισύναψη της αίτησης για χορήγηση άδειας όπου υπάρχει ένορκη δήλωση από τον αιτητή, φαίνονται και τα γεγονότα για σκοπούς της αίτησης».
Η επί του προκειμένου πρωτόδικη κρίση είναι ορθή.
Η άδεια για καταχώριση της αίτησης Certiorari δόθηκε στον κάθε ένα από τους εφεσιβλήτους στη βάση του πραγματικού υπόβαθρου επί του οποίου εδραζόταν η μονομερής αίτηση, στα πλαίσια της οποίας η άδεια δόθηκε. Έχουμε την άποψη ότι και στις δύο περιπτώσεις, η μονομερής αίτηση για άδεια και γενικά η διαδικασία που διεξήχθη με αντικείμενο την εν λόγω αίτηση, συναρτάτο με την αίτηση για Certiorari που ακολούθησε, με την οποία ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη. Στην ουσία αποτελούσε μέρος της. Ενδεικτικό του στοιχείου της αλληλοεξάρτησης που χαρακτηρίζει τις δύο αιτήσεις, δηλαδή τη μονομερή αίτηση για άδεια και την δια κλήσεως αίτηση για έκδοση του εντάλματος Certiorari που ακολούθησε, συνιστούν οι πρόνοιες της αγγλικής O.59, r.6(1), σύμφωνα με τις οποίες, «Copies of the Statement accompanying the application for leave shall be served with the notice of motion or summons ...». Εξ ου και η ρητή αναφορά στην αίτηση για Certiorari (Notice of Motion or Summons), όχι μόνο στο γεγονός ότι δόθηκε άδεια για καταχώριση της αίτησης, αλλά και στα στοιχεία της μονομερούς αίτησης στα πλαίσια της οποίας η εν λόγω άδεια χορηγήθηκε. Επομένως, και στις δύο περιπτώσεις οι εφεσείοντες είχαν λάβει γνώση του πραγματικού υπόβαθρου της αίτησης.
Ενόψει των πιο πάνω, θεωρούμε ότι στην υπό κρίση περίπτωση, η συγκεκριμένη παράλειψη ενός εκάστου εφεσιβλήτου, τυπικό μόνο χαρακτήρα μπορούσε να προσλάβει, μη δυνάμενο να επηρεάσει την εγκυρότητα της δικής του αίτησης, εφόσον στο πραγματικό υπόβαθρο γινόταν αναφορά στις ένορκες δηλώσεις που συνόδευαν τις μονομερείς αιτήσεις για εξασφάλιση άδειας.
Ως αποτέλεσμα, ο τρίτος λόγος έφεσης, δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Αναφορικά με τους λόγους έφεσης 1 και 2, αυτοί στην ουσία συμπίπτουν και αλληλοκαλύπτονται, γι' αυτό και θα τους εξετάσουμε μαζί.
Με τους πρώτους δύο λόγους έφεσης, αμφισβητείται η ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι τα διατάγματα τύπου Anton Piller, που εκδίδονται με βάση το Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, εκδίδονται μονομερώς κατ' επίκληση των προνοιών του Άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 και συνεπώς θα πρέπει, να ικανοποιούν τις πρόνοιες του εδαφίου (3) του Άρθρου 9, του Κεφ. 6, δηλαδή «να γίνονται επιστρεπτέα και σε σύντομο χρόνο όσος είναι αναγκαίος, ανάλογα με τις περιστάσεις, για σκοπούς επίδοσης τους». Τα σχετικά αποσπάσματα από το σκεπτικό με βάση το οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο οδηγήθηκε στην υπό αμφισβήτηση κρίση του, περιέχονται στις σελ. 9, 11 και 12 της εκκαλούμενης απόφασης. Τα παραθέτουμε, στο βαθμό και την έκταση που μας ενδιαφέρουν:
" Έχω προσέξει ότι αρκετό μέρος της αγόρευσης των Καθ' ων η Αίτηση αφιερώθηκε στο να δείξουν ότι ορθά το εν λόγω Διάταγμα εκδόθηκε μονομερώς, αφού αυτό επιτρέπεται από τη φύση τέτοιων Διαταγμάτων δηλαδή του τύπου «Anton Piller». Η θέση ότι το Διάταγμα μπορούσε να εκδοθεί μονομερώς με βρίσκει σύμφωνο. Το ερώτημα είναι αν έπρεπε να γίνει επιστρεπτέο, όπως επιβάλλει το Άρθρο 9(3) του Κεφ. 6 ή αν μπορούσε να είναι οριστικό όπως έχει εκδοθεί οπότε η μόνη θεραπεία του Αιτητή ήταν να αποταθεί με Αίτηση για παραμερισμό ή τροποποίηση του, με βάση τη Δ.48 Κ.8(4) των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, όπως ισχυρίζεται η πλευρά των Καθ' ων η Αίτηση.
.....................................................................................
«... Εδώ το Διάταγμα ανεξάρτητα του χαρακτηρισμού του ως «Anton Piller Order», όπως θα έλεγα και για το Διάταγμα τύπου «Mareva» (αμφότερα στην Αγγλία περιγράφονται ως nuclear weapons) είναι Διατάγματα δραστικής μορφής που εκδίδονται με βάση το Άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, τα οποία εφόσον εκδίδονται μονομερώς με βάση το Άρθρο 9 του Κεφ. 6, πρέπει να ικανοποιούν τις απαιτήσεις του εδαφίου (3), δηλαδή (α) να γίνονται επιστρεπτέα και (β) σε σύντομο χρόνο όσος είναι αναγκαίος, ανάλογα με τις περιστάσεις για σκοπούς επίδοσης τους. Ο ισχυρισμός των δικηγόρων των Καθ' ων η Αίτηση ότι δεν είναι με βάση το Άρθρο 9 του Κεφ. 6 που εκδόθηκε το Διάταγμα δεν με βρίσκει σύμφωνο, αφού (α) το Άρθρο είναι στη νομική βάση της Αίτησης τους και (β) εμπίπτει λόγω της φύσης του Διατάγματος όπως την περιέγραψαν και οι συνήγοροι των Καθ' ων η Αίτηση στις ιδιαίτερες περιστάσεις του Άρθρου 9(1) του Κεφ. 6 αν δεν ικανοποιείται το κατεπείγον."
Την επί του προκειμένου κρίση του το πρωτόδικο δικαστήριο διαμόρφωσε με αναφορά τόσο σε νομολογία (In Re Hadjisoteriou (1986) 1 C.L.R. 429, In Re Philippou (1986) 1 C.L.R. 568 και Τράπεζα Κύπρου Λτδ. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1010), όσο και σ' αυτές τις ίδιες τις πρόνοιες του εδαφίου (3) του Άρθρου 9, του Κεφ. 6, τις οποίες και παραθέτουμε:
"(3) Κανένα διάταγμα το οποίο εκδόθηκε χωρίς ειδοποίηση δεν θα παραμένει σε ισχύ για χρόνο μεγαλύτερο από τον αναγκαίο για επίδοση ειδοποίησης γι' αυτό σε όλους όσους επηρεάζονται από αυτό και για παροχή δυνατότητας σε αυτούς να εμφανιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου και ενστούν σε αυτό∙ κάθε τέτοιο διάταγμα παύει να ισχύει, μετά τη λήξη της περιόδου αυτής, εκτός αν το Δικαστήριο, αφού ακούσει τους διαδίκους ή οποιοδήποτε από αυτούς, διατάξει διαφορετικά και κάθε τέτοιο διάταγμα τυγχάνει μεταχείρισης κατά την αγωγή όπως το Δικαστήριο κρίνει δίκαιο."
Με όλο το σέβας προς τον αδελφό μας Δικαστή, ενώ ορθά έκρινε ότι τα διατάγματα τύπου Anton Piller, εκδίδονται με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, οι οποίες, όντως, εξάλλου επ' αυτών δεν έχει προκύψει διαφωνία, παρέχουν στο Δικαστήριο ευρείες εξουσίες σχετικά με την έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων, εσφαλμένα κατά τη γνώμη μας έκρινε, και αυτό ήταν βέβαια το ζητούμενο στις ενώπιον του δύο αιτήσεις, ότι τα διατάγματα του συγκεκριμένου τύπου εμπίπτουν εντός της εμβέλειας των προνοιών του Άρθρου 9 του Κεφ. 6 και συνεπώς ότι θα πρέπει να ικανοποιούν τις απαιτήσεις του εδαφίου 3 του συγκεκριμένου άρθρου.
Οι πρόνοιες του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 αφορούν στο ουσιαστικό δίκαιο που διέπει την έκδοση συντηρητικών διαταγμάτων. Το δικονομικό όμως πλαίσιο που διέπει την έκδοση τους καθορίζεται από τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς, όπως και τις πρόνοιες του Άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6. Οι εν λόγω πρόνοιες και συγκεκριμένα οι πρόνοιες του Άρθρου 9(1)* του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, όπως και αυτές των Κανονισμών 8(1) και 9 της Δ.48, καθιστούν δυνατή την έκδοση διαταγμάτων μονομερώς, κατ' εξαίρεση του γενικού κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης που δεν επιτρέπει την παροχή θεραπείας χωρίς να έχει προηγουμένως παρασχεθεί η ευκαιρία στον αντίδικο να ακουστεί, εφόσον ο ενάγοντας ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι το στοιχείο του κατεπείγοντος δικαιολογεί την έκδοση του διατάγματος στην απουσία της άλλης πλευράς για σκοπούς διατήρησης της κατάστασης πραγμάτων (status quo) που υπήρχε στον αμέσως πριν την έκδοση του διατάγματος χρόνο.
Τα διατάγματα Anton Piller όμως, δεν χαρακτηρίζονται από το στοιχείο του κατεπείγοντος, με την έννοια που αφορά στο Άρθρο 9 του Κεφ. 6, έτσι ώστε η έκδοση τους μονομερώς να εξαρτάται από την παρουσία του συγκεκριμένου στοιχείου. Τα εν λόγω διατάγματα χαρακτηρίζονται από το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Αυτού του στοιχείου η παρουσία διαδραματίζει καθοριστικό για την έκδοση τους μονομερώς, ρόλο.
Τα εν λόγω διατάγματα, κατά τα άλλα, συμβαδίζουν με τα διατάγματα τύπου Mareva και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι και τα δύο έχουν χαρακτηριστεί ως «πυρηνικά όπλα» (nuclear weapons) στο οπλοστάσιο του ενάγοντα που είναι και ο διάδικος που επιδιώκει την έκδοση τους. Σε αντίθεση με τις περιπτώσεις έκδοσης μονομερώς διαταγμάτων με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 9(1) του Κεφ. 6, όπου παρέχεται στον εναγόμενο χρόνος να αμφισβητήσει το διάταγμα πριν αυτό καταστεί οριστικό, στις περιπτώσεις διαταγμάτων Anton Piller, ο εναγόμενος λαμβάνει γνώση της έκδοσης τέτοιου διατάγματος, ταυτόχρονα με την εκτέλεση του. Ουσιαστικά δεν του παρέχεται η ευκαιρία να αμφισβητήσει είτε αυτό καθαυτό το διάταγμα και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτό εκδόθηκε, είτε τα γεγονότα επί των οποίων το Δικαστήριο βασίστηκε για να το εκδώσει μονομερώς. Ο εναγόμενος πολύ πιθανό και στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων αυτό συμβαίνει, να μην γνωρίζει καν ότι εναντίον του καταχωρήθηκε αγωγή. Στον εναγόμενο βέβαια, προτού επιτρέψει την εκτέλεση του εντάλματος, παρέχεται κάποιου είδους ευκαιρία να αντιδράσει και συγκεκριμένα η ευκαιρία να συμβουλευθεί δικηγόρο, αν επιθυμεί. Αυτήν όμως την επιλογή του θα πρέπει να την ασκήσει, εντός του ελάχιστου χρόνου που το διάταγμα του παρέχει γι' αυτό το σκοπό και που συνήθως δεν υπερβαίνει τις 2-3 ώρες. Ο εναγόμενος έχει βέβαια, πάντα στη διάθεση του και την επιλογή να αρνηθεί να επιτρέψει την εκτέλεση του διατάγματος, επιλογή όμως που εμπεριέχει τον κίνδυνο δίωξης του και σε περίπτωση που κριθεί ένοχος, τιμωρίας του για παρακοή διατάγματος. Με άλλα λόγια, τα διατάγματα Anton Piller προσομοιάζουν, όση δυσφορία και αν ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός ενδεχομένως να προκαλεί, με το ένταλμα έρευνας, με μόνη ουσιαστικά διαφορά το γεγονός ότι, ενώ στην περίπτωση του εντάλματος έρευνας επιφορτισμένη με το έργο της εκτέλεσης του είναι η Αστυνομία, ένα δημόσιο δηλαδή όργανο, στην περίπτωση του διατάγματος Anton Piller, η εκτέλεση του διατάγματος αφήνεται στα χέρια ιδιωτών. Οι τελευταίοι μπορούν να επιμένουν όπως τους επιτραπεί η είσοδος, στα υποστατικά του εναγομένου και να διενεργήσουν αιφνίδια έρευνα με στόχο τον εντοπισμό, επιθεώρηση, παραλαβή και απομάκρυνση ουσιώδους μαρτυρικού υλικού, το οποίο συνήθως αποτελείται από έγγραφα σε ηλεκτρονική ή άλλη μορφή, ή στοιχεία που περιέχονται σε ηλεκτρονικούς δίσκους ή κασέτες, και το οποίο ο ενάγοντας προτίθεται να χρησιμοποιήσει για σκοπούς προώθησης των αξιώσεων του, οι οποίες δεν πρέπει να μας διαφεύγει, πρόκειται για αξιώσεις που εγείρονται στα πλαίσια ιδιωτικής διαφοράς. Δεν μπορούν όμως να πετύχουν είσοδο στα υποστατικά του εναγομένου δια της βίας. Στη διάθεση τους βέβαια υπάρχει η διαδικασία της παρακοής. Για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση, παραπέμπουμε στις υποθέσεις Αnton Piller KG v. Manufacturing Processes Ltd [1976] 1 All E.R. 779, [1976] Ch. 55, UK CA, Columbia Picture Industries Inc. v. Robinson [1986] 3 All E.R. 338, [1987] Ch. 38, [1986] 3 W.L.R. 542, UK Ch. D., Universal Thermosensors Ltd. v. Hibben [1992] 3 All E.R. 257, [1992] 1 W.L.R. 840, UK Ch. D. και Celanese Canada Inc. v. Murray Demolition Corp. [2007] 1 LRC 609, όπως και στα συγγράμματα Halsbury's Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 24, σελ. 461, Commercial Injunctions, 5η Έκδοση υπό S. Gee, παράγραφος 1039, σελ. 29 και In The Due Process of Law, του Λόρδου Δικαστή Denning, σελ. 123-130. Τέλος θεωρούμε σκόπιμο να επισημάνουμε ότι με το διάταγμα Anton Piller δεν εξουσιοδοτούνται τα κατονομαζόμενα στο διάταγμα πρόσωπα να εισέλθουν στα υποστατικά του εναγομένου, αλλά διατάσσεται ο τελευταίος όπως επιτρέψει στα εν λόγω πρόσωπα, είσοδο στα υποστατικά του, για σκοπούς εκτέλεσης του εντάλματος, (βλ. Manor Electronics Ltd. a.ο. v. Dickson a.ο. [1988] B.P.G. 618).
Είναι πρόδηλο ότι ένταξη των διαταγμάτων τύπου Anton Piller εντός της εμβέλειας των προνοιών του Άρθρου 9(1) του Κεφ. 6, όχι μόνο δεν θα συνήδε με το πνεύμα των συγκεκριμένων προνοιών εφόσον απουσιάζει το στοιχείο του κατεπείγοντος, αλλά και αναπόφευκτα θα οδηγούσε στην εξουδετέρωση του στοιχείου του αιφνιδιασμού, εξαφανίζοντας ουσιαστικά το σκοπό που τα διατάγματα του εν λόγω τύπου, τείνουν με την έκδοση τους να εξυπηρετήσουν και που βασικά είναι η αποτροπή του ενδεχόμενου ουσιώδες μαρτυρικό υλικό να καταστραφεί ή με οποιοδήποτε τρόπο να εξαφανιστεί και η εκμηδένιση ενός τέτοιου κινδύνου.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 επιτυγχάνουν.
Προτού στρέψουμε την προσοχή μας στους υπόλοιπους λόγους έφεσης, θεωρούμε σκόπιμο να προβούμε στις πιο κάτω επισημάνσεις οι οποίες, αν και δεν αφορούν άμεσα τα εγειρόμενα στα πλαίσια της παρούσας έφεσης ζητήματα, εντούτοις, αφορούν τα διατάγματα Anton Piller γενικότερα και τις οποίες τα Δικαστήρια θα πρέπει να έχουν κατά νου όταν καλούνται να ασκήσουν τη διακριτική τους ευχέρεια υπέρ της έκδοσης τέτοιων διαταγμάτων.
Η δραστικότητα των διαταγμάτων Anton Piller είναι δεδομένη και οι δυσμενείς επιπτώσεις στην επιχειρηματική δραστηριότητα του διάδικου εναντίον του οποίου τα εν λόγω διατάγματα στρέφονται, αναπόφευκτες, γι' αυτό και τα Δικαστήρια θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικά. Θα πρέπει να ικανοποιηθούν ότι ο ενάγοντας, ο οποίος φέρει και το βάρος απόδειξης:
(α) Έχει δυνατή εκ πρώτης όψεως υπόθεση,
(β) Οι ζημιές τις οποίες προκαλούν στον ενάγοντα οι δραστηριότητες του εναγομένου, είτε αυτές είναι πραγματικές είτε πιθανές, είναι πολύ σοβαρές,
(γ) Υπάρχει πειστική ενώπιον τους μαρτυρία ότι ο εναγόμενος έχει στην κατοχή του ενοχοποιητικά έγγραφα ή άλλο ενοχοποιητικό μαρτυρικό υλικό και
(δ) Η πιθανότητα καταστροφής του μαρτυρικού υλικού από τον εναγόμενο, σε περίπτωση που το διάταγμα του γνωστοποιηθεί προτού η διαδικασία αποκάλυψης αποδώσει καρπούς, είναι υπαρκτή και ο κίνδυνος για κάτι τέτοιο πραγματικός.
Παράλληλα, τα Δικαστήρια θα πρέπει να θέτουν ασφαλιστικές δικλείδες ώστε οι πιθανότητες κατάχρησης της δικαιοδοσίας να εκδίδουν διατάγματα αυτής της φύσης να εξουδετερώνονται και η προστασία του εναγομένου εναντίον του οποίου το διάταγμα στρέφεται, να διασφαλίζεται. Αν μη τι άλλο, όσο πιο λεπτομερείς, ομοιόμορφοι και τυποποιημένοι καθίστανται οι όροι του διατάγματος, τόσο μειώνεται ο κίνδυνος πρόκλησης βλάβης. Στην απουσία νομοθετικών ή θεσμικών ρυθμίσεων αναφορικά με την έκδοση και εκτέλεση τέτοιων διαταγμάτων, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στις άκρως βοηθητικές κατευθυντήριες γραμμές, στις οποίες παραπέμπουν οι υποθέσεις Universal Thermosensors Ltd. (πιο πάνω) και Celanese Canada Inc. (πιο πάνω).
Η επιτυχία των λόγων έφεσης 1 και 2, καθιστά περιττή, κατά τη γνώμη μας, την εξέταση του κοινού και στις δύο εφέσεις, προβαλλόμενου, τέταρτου λόγου έφεσης, με τον οποίο αμφισβητείται η ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου περί ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων που δικαιολογούν τη χορήγηση των αιτούμενων διαταγμάτων Certiorari, παρά την ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου και συγκεκριμένα, παρά την ύπαρξη της δια κλήσεως αίτησης με βάση τη Δ.48, Κ. 8(4). Στην εν λόγω, υπό αμφισβήτηση κατάληξη του, το πρωτόδικο δικαστήριο οδηγήθηκε, θεωρώντας πως ενόψει της υποχρέωσης του αιτητή να συμμορφωθεί με το διάταγμα, τυχόν υιοθέτηση του συγκεκριμένου εναλλακτικού ένδικου μέσου «να περιέπλεκε τα θέματα», ενόψει του ενδεχόμενου καταχώρισης ένστασης σε μια τέτοια αίτηση.
Η επιτυχία των λόγων έφεσης 1 και 2 καθιστά, κατά τη γνώμη μας, επίσης περιττή την εξέταση του πρόσθετου, στην Έφεση 11/2011, προβαλλόμενου, πέμπτου λόγου έφεσης, με τον οποίο αμφισβητείται η ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι η ένσταση που οι εφεσείοντες είχαν καταχωρίσει στην Αίτηση 96/2010, όπως και η σχετική επιχειρηματολογία των ευπαίδευτων συνηγόρων τους, συνέπιπταν απόλυτα με την ένσταση και την αγόρευση των συνηγόρων τους στην Αίτηση 98/2010, αγνοώντας ουσιαστικά το γεγονός ότι, παράλληλα με την αίτηση του για έκδοση εντάλματος Certiorari (98/2011), ο εφεσίβλητος 2 προωθούσε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας και αίτηση σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.48, Κ. 8(4). Αναφορικά με το συγκεκριμένο λόγο έφεσης, κρίνουμε σκόπιμο να διευκρινίσουμε ότι ο αδελφός μας Δικαστής, παίρνοντας ως δεδομένη την ύπαρξη σύμπτωσης ενστάσεων και επιχειρηματολογίας στις ενώπιον του δύο αιτήσεις, ενέκρινε την αίτηση του εφεσιβλήτου 2, περιοριζόμενος απλά να αναφέρει ότι υιοθετεί προς τούτο το σκεπτικό του στην Αίτηση 96/2010, την οποία εκδίκασε πρώτη.
Είναι πρόδηλο ότι η κατάληξη μας σε σχέση με τους λόγους έφεσης 1 και 2, αφαιρεί από τους λόγους έφεσης 4 και 5 το αναγκαίο υπόβαθρο, καθιστώντας έτσι την οποιαδήποτε συζήτηση επί τους ουσίας των συγκεκριμένων δύο λόγων έφεσης, θέμα εντελώς ακαδημαϊκό.
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, και οι δύο εφέσεις επιτυγχάνουν. Οι πρωτόδικες αποφάσεις παραμερίζονται, όπως και οι πρωτόδικες αποφάσεις για τα έξοδα. Τα έξοδα των δύο εφέσεων, όπως και τα πρωτόδικα έξοδα, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Ενόψει όμως του γεγονότος ότι και στις δύο εφέσεις οι συνήγοροι των εφεσειόντων είναι οι ίδιοι, στους εφεσείοντες επιδικάζεται ένα μόνο σετ εξόδων.
Οι εφέσεις επιτυγχάνουν με έξοδα.