ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 1 ΑΑΔ 1166

10 Ιουνίου 2013

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

 

Εφεσείουσα,

 

ν.

 

ΤΑΣΟΥ ΗΡΟΔΟΤΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 332/2009)

 

 

Συμβάσεις ― Ασφαλιστική σύμβαση ― Κατά πόσον ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι καλυπτικό σημείωμα ασφάλισης δεν κατέστη άκυρο εξ υπαρχής, παρά το ότι, ο εφεσίβλητος υπέβαλε την πρόταση για ασφάλιση μεταγενέστερα της πρόκλησης του επιδίκου δυστυχήματος και ότι εναπόκειτο στην ασφαλιστική εταιρεία να προβεί σε ακύρωση του σημειώματος ― Επέμβαση Εφετείου σε ευρήματα αξιοπιστίας.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Περίπτωση όπου ενδεικνυόταν παρέμβαση στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί αξιοπιστίας ― Κατά πόσον έγινε πρωτοδίκως αποδεκτή μαρτυρία η οποία ήταν αντίθετη με τα δικόγραφα.

 

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Μη ευκρινής δικογράφιση ― Επιβάλλεται η εκ μέρους του ενάγοντα σαφής, ακριβής, περιεκτική και ορθή καταγραφή των γεγονότων που οδηγούν στην έγερση της αξίωσης του ― Δ.19 Θ.4 ― Οι κανόνες δικογράφησης επιβάλλουν ταυτόχρονα και την καταγραφή ολόκληρης της υπόθεσης του διαδίκου ώστε να αποδεικνύεται μια βάσιμη αξίωση.

 

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Δεν επιτρέπεται η παράλειψη θέσεων που είναι αναγκαίες για την επιτυχία, ταυτόχρονα δε όπου χρειάζεται η δήλωση ότι έχει επισυμβεί γεγονός αναγκαίο για την αγωγή, αυτό ρητά πρέπει να καταγράφεται ― Κατά τη Δ.19 Θ.12, άλλες δηλώσεις για την εκτέλεση ή ύπαρξη προϋποθέσεων αναγκαίων για την υπόθεση, εξυπακούονται.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Το Εφετείο δύναται να επέμβει όταν τα ευρήματα αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων ή η κρίση του Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική, υπό το φως λογικών ανακολουθιών ή πλημμελούς αξιολόγησης των αντικειμενικών δεδομένων.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση της μαρτυρίας ― Αποτελεί ένα πολύ λεπτό έργο του Δικαστηρίου, ιδιαίτερα δύσκολο, και πολύ συχνά η αξιολόγηση αυτή είναι η αντανάκλαση της γενικότερης ανθρώπινης εμπειρίας, όπως αυτή εκφράζεται από τον Δικαστή, θεωρούμενο ως  αντικειμενικό κριτή.

 

Με την έφεση αμφισβητήθηκε πρωτόδικη απόφαση με την οποία έγινε δεκτή αγωγή του εφεσίβλητου αναφορικά με απαίτηση του για ασφαλιστική κάλυψη τροχαίου ατυχήματος.

 

Σύμφωνα με τις θέσεις που προώθησε πρωτοδίκως ο εφεσίβλητος, ο ίδιος είχε διατελέσει ασφαλιστικός πράκτορας της εφεσείουσας εταιρείας και εξέδωσε ασφαλιστική κάλυψη προς τον εαυτό του, όταν αποφάσισε να αγοράσει συγκεκριμένο όχημα από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη.

 

Στη συνέχεια, συμπλήρωσε επίσης, και τα ονόματα δύο άλλων προσώπων (ζεύγους) ως εξουσιοδοτημένων οδηγών διότι ήταν φίλοι του και είχαν εκφράσει επιθυμία να το αγοράσουν και να το πάρουν στην κατοχή τους για δύο με τρεις μέρες, για δοκιμή.

 

Ένας εκ του ζεύγους, οδηγώντας το όχημα με δύο άλλους συνεπιβάτες, ενεπλάκη σε δυστύχημα για το οποίο οι αστυνομικές έρευνες, κατέδειξαν ότι είχε πλήρη ευθύνη.

 

Ο εφεσίβλητος την επομένη του δυστυχήματος, συμπλήρωσε το σχετικό έντυπο απαίτησης ως ιδιοκτήτης ή δικαιούμενος να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης του οχήματος, εφόσον το όχημα δεν είχε ακόμη μεταβιβαστεί επ' ονόματι του, το οποίο και απέστειλε προς την εφεσείουσα για να καλυφθεί η ζημιά στο όχημα το οποίο είχε ουσιαστικά καταστραφεί.

 

Λόγω της σημειωθείσας όμως καθυστέρησης απέστειλε μέσω δικηγόρου προειδοποιητική επιστολή προς την εφεσείουσα, αλλά επειδή και πάλι δεν πήρε απάντηση, σταμάτησε τη συνεργασία του με την εφεσείουσα μετά από περίπου ένα έτος.

 

Στη συνέχεια ήγειρε αγωγή εναντίον της εφεσείουσας αξιώνοντας ειδικές ζημιές για την απώλεια του οχήματος.

 

Ο εφεσίβλητος αρνήθηκε κατά τη δικάσιμο σχετικές υποβολές στην αντεξέταση ότι η εφεσείουσα είχε αρνηθεί να καλύψει την απαίτηση του και ως εκ τούτου η αξίωση του δεν ήταν βάσιμη ενόψει του όρου 9 του ασφαλιστηρίου συμβολαίου στο οποίο παρέπεμπε το ασφαλιστικό σημείωμα καλύψεως που ο ίδιος είχε εκδώσει για τον εαυτό του.

 

Στη βάση αυτού του όρου, όλες οι διαφορές αναφορικά με το ασφαλιστήριο θα έπρεπε να παραπεμφθούν σε διαιτησία, ενώ σε περίπτωση μη παραπομπής της διαφοράς εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία που η εφεσείουσα αρνήθηκε ευθύνη, η οποιαδήποτε απαίτηση θεωρείτο εγκαταλειφθείσα.

 

Αρνήθηκε επίσης μεταξύ άλλων ότι είχε με οποιονδήποτε τρόπο υπερβεί την εξουσία του να εκδώσει ασφαλιστική κάλυψη για τον εαυτό του, όντας ταυτόχρονα ασφαλιστικός αντιπρόσωπος ενώ αρνήθηκε ότι δεν τήρησε και τη δέουσα διαδικασία.

 

Σύμφωνα με τη μαρτυρία που παρουσίασε βασικός μάρτυρας από πλευράς εφεσείουσας, η τελευταία παρέλαβε επιστολή από δικηγορικό γραφείο με αφορμή την οποία τηλεφώνησε στο δικηγόρο  του εν λόγω γραφείου για να του εξηγήσει τους λόγους γιατί η εφεσείουσα αρνείτο να ικανοποιήσει την απαίτηση του εφεσίβλητου και έκτοτε, επειδή δεν προχώρησε οποιαδήποτε διαδικασία εναντίον της εφεσείουσας, θεώρησε το φάκελο και το όλο θέμα κλειστό.

 

Μόνο μετά την πάροδο πέντε και πλέον ετών, έλαβε την αγωγή την οποία αναγκαστικά υπερασπίστηκε.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την αξίωση στην αγωγή και εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου, απορρίπτοντας ταυτόχρονα την ανταπαίτηση της εφεσείουσας με την οποία επιδιωκόταν δήλωση του Δικαστηρίου ότι το καλυπτικό σημείωμα ήταν εξ υπαρχής άκυρο.

 

Έκρινε αναξιόπιστη τη μαρτυρία του βασικού μάρτυρα της εφεσείουσας. Ο λόγος της κρίσης αυτής ήταν, μεταξύ άλλων, η αποτυχία του τελευταίου να κρατήσει οποιαδήποτε σημείωση σχετικά με τις ενέργειες του και η αποτυχία του να απευθύνει έστω και μια επιστολή στον εφεσίβλητο για να τον ενημερώσει και επίσημα για την απόρριψη της απαίτησης του.

 

Το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ακόμα τη θέση ότι είχε ενημερώσει τηλεφωνικά το υπεύθυνο πρόσωπο στο γραφείο του εφεσίβλητου.

 

Αντίθετα, αποδέχθηκε ως αξιόπιστη την εκδοχή του εφεσίβλητου, ότι ουδέποτε η εφεσείουσα μέχρι και την καταχώρηση της αγωγής είχε απαντήσει ότι δεν θα ικανοποιείτο η απαίτηση του.

 

Επί της νομικής πτυχής θεώρησε ότι το καλυπτικό σημείωμα αποτελούσε ενδιάμεση κάλυψη πριν από την έκδοση του κανονικού ασφαλιστικού συμβολαίου και αποτελούσε ξεχωριστή σύμβαση ασφάλισης, εφαρμοζόμενη κατά τη διάρκεια της ισχύος του. Έκρινε, ότι πράγματι ο εφεσίβλητος υπέβαλε την πρόταση για ασφάλιση μεταγενέστερα της πρόκλησης του επιδίκου δυστυχήματος, αλλά αυτό δεν καθιστούσε το καλυπτικό σημείωμα άκυρο εξ υπαρχής, εναπόκειτο δε στην εφεσείουσα να προβεί σε ακύρωση του σημειώματος.

 

Κρίθηκε πρόσθετα ότι ο εφεσίβλητος δεν παρέβη οποιαδήποτε εξουσία και καθήκον ενεργώντας υπό διπλή ιδιότητα, ούτε είχε σύγκρουση συμφερόντων, όντας εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος να εκδώσει και ασφαλιστική κάλυψη σε όχημα δικής του ιδιοκτησίας.

 

Ούτε θεώρησε ότι η μεταγενέστερη προσθήκη των ονομάτων των δύο προσώπων στο καλυπτικό σημείωμα είχε οποιαδήποτε επίπτωση στην εγκυρότητα αυτού, δεχόμενο την εξήγηση του εφεσίβλητου ότι μπορούσε να γίνει αυτή η προσθήκη εφόσον δεν είχε εκδοθεί ακόμη ασφαλιστικό συμβόλαιο.

 

Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε την υπεράσπιση της υπέρμετρης καθυστέρησης εφόσον, στη βάση των ευρημάτων του, ο εφεσίβλητος ουδέποτε είχε απάντηση από την εφεσείουσα, απορριπτική της απαίτησης του. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι η ενώπιον του Δικαστηρίου διαφορά δεν θα μπορούσε να παραπεμφθεί σε διαιτησία δυνάμει του όρου 9 του ασφαλιστικού συμβολαίου, αλλά και αν ακόμη ίσχυε ο όρος 9, ήταν η εφεσείουσα που όφειλε να υποβάλει αίτηση για αναστολή της διαδικασίας της αγωγής πριν ακόμη καταχωρήσει την έκθεση υπεράσπισης της.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι μεταξύ άλλων λόγους:

 

α)  Ήταν εσφαλμένη η συλλογιστική του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το κεφαλαιώδες θέμα της απόρριψης της θέσης της ότι η εφεσείουσα είχε όντως αρνηθεί να καλύψει την απαίτηση του εφεσίβλητου.

 

β)   Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε και στη θεώρηση του ως προς την έννοια του όρου 9 της σύμβασης.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Δεν ήταν βάσιμη η θέση του εφεσίβλητου και η επ' αυτού ανάλογη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δεν υπήρχε αντίφαση μεταξύ της παρ. 11 της έκθεσης απαίτησης με την εκφρασθείσα ενόρκως, θέση του εφεσίβλητου, ότι ουδέποτε ενημερώθηκε ότι η απαίτηση του είχε απορριφθεί.

 

2.  Η προβληθείσα θέση στην παρ. 11 της έκθεσης απαίτησης ήταν, παρά την απουσία χρονικής οριοθέτησης, ότι η εφεσείουσα αρνήθηκε την πληρωμή του αξιούμενου ποσού κατά παράβαση της συμφωνίας. Το πότε έγινε αυτή η άρνηση, καθορίστηκε στην αντίστοιχη παρ. 11 της υπεράσπισης, ως έχουσα λάβει χώραν, «από την εποχή που υποβλήθηκε».

 

3.  Η υπεράσπιση ταυτόχρονα παραδέχθηκε ότι όντως η εφεσείουσα αρνήθηκε και απέρριψε την απαίτηση του εφεσίβλητου.

 

4.  Ήταν ηλίου φαεινότερο και από άλλα σημεία της δικογράφισης του εφεσίβλητου, ότι ο τελευταίος ουδέποτε αρνήθηκε ότι πράγματι απερρίφθη η αξίωση του από την εποχή της υποβολής της.

 

5.  Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, αφέθηκε μαρτυρία πρωτοδίκως ως προς την απόρριψη της αξίωσης του εφεσίβλητου και της συνακόλουθης γνώσης αυτού.

 

6.  Πέραν του ότι η σχετική μαρτυρία του εφεσίβλητου ήταν αντίθετη με τη δικογραφία του και θα έπρεπε να απορριφθεί γι' αυτό και μόνο το λόγο, η δοθείσα μαρτυρία ουδόλως οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι βασικός μάρτυρας της εφεσείουσας ήταν στην ουσία αναξιόπιστος μάρτυρας. Αντίθετα, η μαρτυρία του συνήδε με τη δικογραφία και ήταν σταθερή και παρέμεινε τέτοια, παρά την έντονη αντεξέταση.

 

7.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν άκρως επικριτικό ως προς τον μάρτυρα αυτό. Το ότι ο μάρτυρας δεν κράτησε οποιαδήποτε χειρόγραφη σημείωση ως προς τα διαδραματισθέντα και το ότι δεν απέστειλε οποιαδήποτε επιστολή στο ίδιο τον εφεσίβλητο, μπορεί να μην ήταν ο ορθότερος χειρισμός από πλευράς διεκπεραίωσης της εργασίας της εφεσείουσας, αλλά δεν εσήμαινε και ότι ψεύδετο.

 

8.    Η μαρτυρία του εφεσίβλητου, αντικειμενικά δεν θα έπρεπε να είχε γίνει δεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

9.  Ορθή ήταν και η παρατήρηση της εφεσείουσας στο περίγραμμα της ότι ο εφεσίβλητος θέλησε εκ των υστέρων να καλύψει τα νώτα του, διότι η προσθήκη των ονομάτων στο πρωτότυπο καλυπτικό σημείωμα είχε ήδη γίνει αντιληπτή από τον αστυνομικό Μ.Ε.4, ο οποίος είχε συναφώς ερωτήσει σχετικά τον εφεσίβλητο.

 

10.   Πρόσθετα, παρουσιαζόταν λογικοφανής και η θέση που υποβλήθηκε κατά την αντεξέταση του εφεσίβλητου ότι η προσθήκη των ονομάτων πιθανότατα έγινε μετά το δυστύχημα, εφόσον δεν ζητήθηκε από τους αστυνομικούς που διερεύνησαν το δυστύχημα επί τόπου το ασφαλιστήριο έγγραφο που κάλυπτε τον εφεσίβλητο, αλλά ούτε και ο οδηγός του οχήματος, ήταν στη σκηνή, ο οποίος και δεν κατέθεσε στο Δικαστήριο.

 

11.   Σημαντικό ήταν και το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος είχε δηλώσει ενόρκως ότι είχε μιλήσει με το διευθυντή της εφεσείουσας, ο οποίος επί πέντε χρόνια του έλεγε ότι η υπόθεση και η αξίωση του μελετάτο, ενώ ταυτόχρονα δεν έδωσε οδηγίες μέχρι το 2006, να εγερθεί αγωγή, και αυτό τέσσερα χρόνια μετά που έκαμε το μοναδικό έγγραφο διάβημα να αποστείλει επιστολή μέσω δικηγόρου.

 

12.   Η παρούσα περίπτωση, δικαιολογούσε την επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή της αξιολόγησης της μαρτυρίας.

 

13.   Ο εφεσίβλητος είχε πλήρη γνώση της απόρριψης της απαίτησης του από την εφεσείουσα από τον χρόνο υποβολής της και, επομένως, ενεργοποιείτο η πρόνοια του όρου 9 της ασφαλιστικής σύμβασης ώστε να μην ήταν δυνατό γι' αυτόν να εγείρει την αγωγή έξι έτη μετά το δυστύχημα.

 

14.   Υπό το φως των ανωτέρω, δεν ήταν αναγκαίο να γίνει επέκταση στους υπόλοιπους λόγους έφεσης.

 

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Baloise Insurance Co. Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275,

 

Γιάλλουρος κ.ά. ν. Ψύλλου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 1552.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Εναγομένη εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Θωμά, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 2344/2006), ημερ. 30/9/2009.

 

Α. Δράκος, για την Εφεσείουσα.

 

Ν. Δαμιανού, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσίβλητος διετέλεσε ασφαλιστικός πράκτορας της εφεσείουσας εταιρείας και υπό την ιδιότητα του αυτή είχε στην κατοχή του διάφορα καλυπτικά σημειώματα ασφάλισης για σκοπούς παροχής ασφαλιστικής κάλυψης σε εκείνους που ήθελαν να έχουν τέτοια κάλυψη από την εφεσείουσα. Ο ίδιος ο εφεσίβλητος εξέδωσε ασφαλιστική κάλυψη προς τον εαυτό του, όταν αποφάσισε να αγοράσει συγκεκριμένο όχημα το υπ' αρ. HKX 800 από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη, κάποιο Γιώργο Λαδά.  Η ασφαλιστική αυτή κάλυψη εκδόθηκε στις 19.9.2001, ήταν περιεκτικού τύπου και ανέφερε τους εξουσιοδοτημένους οδηγούς. Στη συνέχεια, όμως, μετά την πάροδο δεκαημέρου, στις 29.9.2001, ο εφεσείων συμπλήρωσε επίσης, και τα ονόματα των Γιώργου και Νίτσας Χασάπη ως εξουσιοδοτημένων οδηγών διότι ο εν λόγω Χασάπης, ο οποίος ήταν φίλος του και νονός της θυγατέρας του, είχε δει το όχημα και είχε εκφράσει επιθυμία να αγοράσει παρόμοιο, ζητώντας από τον εφεσίβλητο να το πάρει στην κατοχή του για δύο με τρεις μέρες, για δοκιμή.

 

Ο Γιώργος Χασάπης οδηγώντας το όχημα με δύο άλλους συνεπιβάτες, (που αποδείχθηκε ότι ήσαν οι γονείς του), ενεπλάκη την 1.10.2001 και ώρα 19.20 στη λεωφόρο Αρτέμιδος στη Λάρνακα σε δυστύχημα για το οποίο οι αστυνομικές έρευνες, (η μαρτυρία του αστυφύλακα 785 Χριστόδουλου Δειλινού, Μ.Ε.3 και του τότε αστυφύλακα Κωνσταντίνου Τζιρτζιηπή, Μ.Ε.4, είναι σχετική), κατέδειξαν ότι είχε πλήρη ευθύνη, εξ ου και προσήχθη κατηγορία εναντίον του για αμελή οδήγηση. Ο εφεσίβλητος την επομένη του δυστυχήματος συμπλήρωσε το σχετικό έντυπο απαίτησης ως ιδιοκτήτης ή δικαιούμενος να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης του οχήματος, εφόσον το όχημα δεν είχε ακόμη μεταβιβαστεί επ' ονόματι του, το οποίο και απέστειλε προς την εφεσείουσα για να καλυφθεί η ζημιά στο όχημα το οποίο είχε ουσιαστικά καταστραφεί. Το όχημα είχε αγορασθεί από τον εφεσίβλητο έναντι του ποσού των £26.000. Ο εφεσίβλητος επικοινώνησε πολλές φορές με τον διευθυντή του καταστήματος της εφεσείουσας στη Λάρνακα, ο οποίος του έλεγε ότι η απαίτηση του εξεταζόταν. Λόγω της σημειωθείσας όμως καθυστέρησης απέστειλε στις 18.7.2002 μέσω δικηγόρου προειδοποιητική επιστολή προς την εφεσείουσα, (Τεκμ. 7), αλλά επειδή και πάλι δεν πήρε απάντηση σταμάτησε τη συνεργασία του με την εφεσείουσα μετά από περίπου ένα έτος. Στη συνέχεια στις 14.9.2006, ήγειρε αγωγή εναντίον της εφεσείουσας αξιώνοντας το ποσό των £26.057,50 ως ειδικές ζημιές για την απώλεια του οχήματος που συνίστατο στη διαφορά της αξίας αυτού προ και μετά το δυστύχημα, καθώς και τα έξοδα εκτίμησης στα οποία προέβη.

 

Τα πιο πάνω προώθησε ο εφεσίβλητος στη μαρτυρία του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, αρνούμενος σχετικές υποβολές στην αντεξέταση ότι η εφεσείουσα είχε αρνηθεί να καλύψει την απαίτηση του και ως εκ τούτου η αξίωση του δεν ήταν βάσιμη ενόψει του όρου 9 του ασφαλιστηρίου συμβολαίου στο οποίο παρέπεμπε το ασφαλιστικό σημείωμα καλύψεως που ο ίδιος είχε εκδώσει για τον εαυτό του. Στη βάση αυτού του όρου, όλες οι διαφορές αναφορικά με το ασφαλιστήριο θα έπρεπε να παραπεμφθούν σε διαιτησία, ενώ σε περίπτωση μη παραπομπής της διαφοράς εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία που η εφεσείουσα αρνήθηκε ευθύνη, η οποιαδήποτε απαίτηση θεωρείτο εγκαταλειφθείσα.

 

Αρνήθηκε επίσης ότι είχε με οποιονδήποτε τρόπο υπερβεί την εξουσία του να εκδώσει ασφαλιστική κάλυψη για τον εαυτό του, όντας ταυτόχρονα ασφαλιστικός αντιπρόσωπος, ενώ αρνήθηκε ότι δεν τήρησε και τη δέουσα διαδικασία όσον αφορά την έκδοση ασφαλιστικού σημειώματος μη ακολουθώντας τις εγκυκλίους της εφεσείουσας ότι έπρεπε προηγουμένως να φωτογραφίζεται το υπό ασφάλιση όχημα, προϋπόθεση της έκδοσης καλυπτικού σημειώματος. Αρνήθηκε, τέλος, ότι ήταν ένοχος υπέρμετρης καθυστέρησης στην έγερση της αγωγής αφήνοντας το χρόνο να διαρρεύσει σε βάρος των δικαιωμάτων της εφεσείουσας και επιτρέποντας σ' αυτή να θεωρήσει ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε βάσιμη απαίτηση εναντίον της εφόσον δεν είχε προωθήσει τη διαδικασία διαιτησίας που προνοούσε το ασφαλιστήριο έγγραφο.

 

Η αντίθετη θέση ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης παρουσιάσθηκε από τον γενικό διευθυντή της εφεσείουσας Στέλιο Γιωργαλλίδη, ο οποίος προώθησε τη θέση ότι ο ίδιος ως γενικός υπεύθυνος που επιβλέπει όλα τα τμήματα και την ομαλή διεξαγωγή των εργασιών της εφεσείουσας και λαμβάνει και την τελική απόφαση επί των διαφόρων θεμάτων, πληροφορήθηκε για το δυστύχημα μόλις στις 5.10.2001, όταν εκ των υστέρων του απεστάλη ιδιόχειρο σημείωμα του υπεύθυνου της εφεσείουσας και διευθυντή του καταστήματος Λάρνακας, Αντώνη Παπαπολυδώρου, σημείωμα που συνοδευόταν από πρόταση ασφάλισης του εφεσίβλητου και αντίγραφο προσωρινού καλυπτικού σημειώματος («Cover Note»). Από το σημείωμα αυτό προέκυπτε ότι την 1.10.2001 είχε προκληθεί σοβαρό τροχαίο ατύχημα με όχημα που οδηγείτο από πρόσωπο άλλο από τον εφεσίβλητο, ο οποίος είχε εκδώσει το καλυπτικό σημείωμα από τις 19.9.2001, χωρίς να το προσκομίσει έγκαιρα στην εφεσείουσα και χωρίς να συνοδεύεται από τις σχετικές φωτογραφίες στη βάση των εγκυκλίων που είχε εκδώσει η εφεσείουσα, (η οποία μάλιστα είχε προμηθεύσει τους ασφαλιστικούς της πράκτορες με φωτογραφική μηχανή για το σκοπό αυτό), ενώ απουσίαζε από το καλυπτικό σημείωμα οποιοδήποτε συμφωνηθέν ασφάλιστρο ή υπολογισμός αυτού και ούτε αναγραφόταν η ημερομηνία υπογραφής στην ασφαλιστική πρόταση.

 

Υπό το φως των ανωτέρω, o Γιωργαλλίδης διαπίστωσε μια σειρά παράξενων γεγονότων και μια μη συνηθισμένη πρακτική και διαδικασία και έτσι ενημέρωσε τον Παπαπολυδώρου ότι θα χειριζόταν προσωπικά το ζήτημα. Εν τέλει αποφάσισε ότι η συγκεκριμένη απαίτηση θα απορριπτόταν ενημερώνοντας προς τούτο τον Μάριο Θεμιστοκλέους, τον υπεύθυνο του ασφαλιστικού γραφείου του εφεσίβλητου στη Λάρνακα, ο οποίος, ως γνώριζε, ήταν και ο πεθερός του εφεσίβλητου. Η άρνηση της κάλυψης για την οποία δεν κράτησε σημείωση και η οποία έγινε προφορικά, πρέπει να έγινε, ως ενθυμείτο, στα τέλη Νοεμβρίου με αρχές Δεκεμβρίου του 2001. Όπως αντιλήφθηκε, η αντίδραση του εφεσίβλητου μετά από την άρνηση αυτή, ήταν η διακοπή της περαιτέρω μεταξύ τους συνεργασίας και από τα στοιχεία που είχε και τα καλυπτικά σημειώματα που ο εφεσίβλητος παρέδωσε στην εφεσείουσα, το τελευταίο καλυπτικό σημείωμα που αυτός είχε εκδώσει ήταν στις 25.9.2001.

 

Δυνάμει του Νόμου και των συμφωνιών του M.I.F., η εφεσείουσα προχώρησε καθηκόντως να υπερασπισθεί αρχικά τις αγωγές που είχαν εγείρει οι τραυματισθέντες στο ατύχημα, αγωγές που στη συνέχεια διευθετήθηκαν εξωδίκως, αλλά δεν είχε καμία απολύτως επαφή με τον εφεσίβλητο, ούτε και προχώρησε ποτέ να τον καταγγείλει για πλαστογραφία ή δόλο στην αστυνομία και στην Έφορο Ασφαλιστικών Εταιρειών διότι θεώρησε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε μεταξύ τους εκκρεμότητα. Παρά ταύτα, στις 18.7.2002, παρέλαβε επιστολή από το δικηγορικό γραφείο Κλεάνθους (Τεκμήριο 7), με αφορμή την οποία τηλεφώνησε στον δικηγόρο Ανδρέα Κλεάνθους για να του εξηγήσει τους λόγους γιατί η εφεσείουσα αρνείτο να ικανοποιήσει την απαίτηση του εφεσίβλητου και έκτοτε, επειδή δεν προχώρησε οποιαδήποτε διαδικασία εναντίον της εφεσείουσας, θεώρησε το φάκελο και το όλο θέμα κλειστό. Μόνο μετά την πάροδο πέντε και πλέον ετών και αφού παρήλθε η χρονική περίοδος κατά την οποία θα μπορούσε να είχε εγερθεί αγωγή ή να οδηγηθεί η υπόθεση σε διαιτησία, έλαβε την αγωγή την οποία αναγκαστικά υπερασπίστηκε. Αρνήθηκε υποβολές στην αντεξέταση ότι δεν συνομίλησε είτε με τον Θεμιστοκλέους, είτε με τον Α. Κλεάνθους, δεχόμενος ότι πράγματι ουδέποτε έδωσε γραπτή απάντηση σε οποιονδήποτε από αυτούς ή στον ίδιο τον εφεσίβλητο, ο οποίος ουδέποτε επικοινώνησε απευθείας μαζί του. 

 

Μαρτυρία υπέρ της εφεσείουσας έδωσε επίσης ο Άννινος Χατζηγεωργίου, Εκτιμητής Ζημιών και Μηχανοκινήτων, ο οποίος κατέθεσε ότι η αξία του οχήματος προ του ατυχήματος ήταν £26.000 και η αξία του εναπομείναντος, £11.000. Προς τούτο έδωσε τις εξηγήσεις και απάντησε στις σχετικές ερωτήσεις κατά την αντεξέταση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την αξίωση στην αγωγή και εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας για το ποσό των €37.589,23 (αντίστοιχο των £22.000), πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα, απορρίπτοντας ταυτόχρονα την ανταπαίτηση της εφεσείουσας με την οποία επιδιωκόταν δήλωση του Δικαστηρίου ότι το καλυπτικό σημείωμα ήταν εξ υπαρχής άκυρο. Στην κρίση του μέτρησε το, κατά την άποψη του, αναξιόπιστο της μαρτυρίας του Γιωργαλλίδη ο οποίος άφησε «πενιχρή εντύπωση στο Δικαστήριο», με δικαιολογίες που χαρακτήρισε «ευτελείς και στερούμενες πειστικότητας». Ο λόγος της κρίσης αυτής ήταν, μεταξύ άλλων, η αποτυχία του Γιωργαλλίδη να κρατήσει οποιαδήποτε σημείωση σχετικά με τις ενέργειες του και η αποτυχία του να απευθύνει έστω και μια επιστολή στον εφεσίβλητο για να τον ενημερώσει και επίσημα για την απόρριψη της απαίτησης του. Το Δικαστήριο δεν δέχθηκε τη θέση ότι είχε ενημερώσει τηλεφωνικά το υπεύθυνο πρόσωπο στο γραφείο του εφεσίβλητου, ενώ θεώρησε λογικό και αναμενόμενο από τον Γιωργαλλίδη, δεδομένης της επαγγελματικής σχέσης της εφεσείουσας με αυτόν, να ζητήσει να επικοινωνήσει με τον ίδιο τον εφεσίβλητο εξηγώντας τους λόγους απόρριψης της απαίτησης του.

Αντίθετα, το Δικαστήριο, αποδέχθηκε ως αξιόπιστη την εκδοχή του εφεσίβλητου, δεχόμενο ότι ουδέποτε η εφεσείουσα μέχρι και την καταχώρηση της αγωγής είχε απαντήσει ότι δεν θα ικανοποιείτο η απαίτηση του. Με αναφορά στην παράγραφο 11 της έκθεσης απαίτησης και την αντίστοιχη παράγραφο 12 της απάντησης στην υπεράσπιση, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε αντίφαση με την ένορκη θέση του εφεσίβλητου ότι καμίας ενημέρωσης δεν έτυχε από την εφεσείουσα ότι η απαίτηση του είχε απορριφθεί. Απέρριψε συναφώς τον αντίστοιχο ισχυρισμό στην υπεράσπιση ότι η απαίτηση του εφεσίβλητου είχε απορριφθεί από την εποχή που αυτή υπεβλήθη.

 

Επί της νομικής πτυχής θεώρησε ότι το καλυπτικό σημείωμα αποτελούσε ενδιάμεση κάλυψη πριν από την έκδοση του κανονικού ασφαλιστικού συμβολαίου και αποτελούσε ξεχωριστή σύμβαση ασφάλισης, εφαρμοζόμενη κατά τη διάρκεια της ισχύος του.  Έκρινε, περαιτέρω, ότι το καλυπτικό σημείωμα δεν ήταν άκυρο ως εκδοθέν κατά παράβαση των όρων, οδηγιών ή εγκυκλίων της εφεσείουσας, απορρίπτοντας τη μαρτυρία του Γιωργαλλίδη ότι είχαν προγενέστερα του χρόνου έκδοσης του σημειώματος αποσταλεί προς τον εφεσίβλητο τέτοιες εγκύκλιοι. Αντίθετα, απεδέχθη τη θέση του εφεσίβλητου ότι για την παροχή ασφάλισης για ποσά μέχρι £30.000 δεν απαιτείτο ούτε η φωτογράφηση του οχήματος, ούτε η προηγούμενη εξασφάλιση έγκρισης από την εφεσείουσα.

 

Περαιτέρω, αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος πράγματι υπέβαλε την πρόταση για ασφάλιση μεταγενέστερα της πρόκλησης του επιδίκου δυστυχήματος, αλλά αυτό δεν καθιστούσε το καλυπτικό σημείωμα άκυρο εξ υπαρχής, εναπόκειτο δε στην εφεσείουσα να προβεί σε ακύρωση του σημειώματος.  Κρίθηκε πρόσθετα ότι ο εφεσίβλητος δεν παρέβη οποιαδήποτε εξουσία και καθήκον ενεργώντας υπό διπλή ιδιότητα, ούτε είχε σύγκρουση συμφερόντων, όντας εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος να εκδώσει και ασφαλιστική κάλυψη σε όχημα δικής του ιδιοκτησίας. Ούτε θεώρησε ότι η μεταγενέστερη προσθήκη των ονομάτων των Γιώργου και Νίτσας Χασάπη στο καλυπτικό σημείωμα είχε οποιαδήποτε επίπτωση στην εγκυρότητα αυτού, δεχόμενο την εξήγηση του εφεσίβλητου ότι μπορούσε να γίνει αυτή η προσθήκη εφόσον δεν είχε εκδοθεί ακόμη ασφαλιστικό συμβόλαιο.

 

Τέλος, το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε την υπεράσπιση της υπέρμετρης καθυστέρησης εφόσον, στη βάση των ευρημάτων του, ο εφεσίβλητος ουδέποτε είχε απάντηση από την εφεσείουσα, απορριπτική της απαίτησης του. Ως εκ τούτου, η ενώπιον του Δικαστηρίου διαφορά δεν θα μπορούσε να παραπεμφθεί σε διαιτησία δυνάμει του όρου 9 του ασφαλιστικού συμβολαίου, αλλά και αν ακόμη ίσχυε ο όρος 9, ήταν η εφεσείουσα που όφειλε να υποβάλει αίτηση για αναστολή της διαδικασίας της αγωγής πριν ακόμη καταχωρήσει την έκθεση υπεράσπισης της και, επομένως, η παράλειψη της να εγείρει στο κατάλληλο στάδιο τη ρήτρα διαιτησίας ισοδυναμούσε με εγκατάλειψη της πρόνοιας αυτής.

 

Ο όρος 9 έχει ως εξής:

 

«Όλες οι διαφορές που αναφύονται μεταξύ των Μερών συνεπεία ή σε σχέση με το Ασφαλιστήριο αυτό παραπέμπονται για απόφαση από ένα Διαιτητή που διορίζεται γραπτώς από τα διαφωνούντα Μέρη. Σε περίπτωση που τα Μέρη δεν συμφωνούν όσον αφορά την ταυτότητα του Διαιτητή, ο Διαιτητής θα διορίζεται από τον Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Η απόφαση του Διαιτητή που θα διοριστεί είτε από τα Μέρη είτε από τον Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, όπως αναφέρεται πιο πάνω, θα είναι τελική και δεσμευτική για τα Μέρη.

 

Αν η Εταιρεία αρνηθεί ευθύνη όσον αφορά οποιαδήποτε απαίτηση δυνάμει του Ασφαλιστηρίου αυτού και τέτοια απαίτηση δεν έχει παραπεμφθεί σε Διαιτησία δυνάμει των προνοιών που διαλαμβάνονται στον Όρο αυτό μέσα σε δώδεκα ημερολογιακούς μήνες από την ημερομηνία της ειδοποίησης άρνησης ευθύνης, η απαίτηση θεωρείται για οποιοδήποτε σκοπό ότι έχει εγκαταλειφθεί και δεν είναι πληρωτέα δυνάμει του Ασφαλιστηρίου αυτού.»

 

Όσον αφορά την αξία του εναπομείναντος οχήματος, αποδέχθηκε χωρίς δισταγμό τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα Ορθόδοξου Ευαγγελίδη, εκ μέρους του εφεσίβλητου, ο οποίος παρά το γεγονός ότι είχε επιθεωρήσει το όχημα πέντε σχεδόν έτη μετά το δυστύχημα, εν τούτοις είχε επεξηγήσει πειστικότατα ότι η αξία αυτού δεν μπορούσε να ήταν πέραν των £4.000. Θεώρησε ταυτόχρονα την αντίθετη θέση του εμπειρογνώμονα της εφεσείουσας ως προς την αξία του οχήματος, «παντελώς ατεκμηρίωτη» διότι δεν παρουσίασε συγκεκριμένα στοιχεία ως προς τις προσφορές που είχαν υποβληθεί από άτομα που ενδιαφέρονταν να αγοράσουν ό,τι απέμεινε από το όχημα.

 

Η εφεσείουσα με 12 συναπτούς λόγους έφεσης αμφισβητεί κάθε πτυχή της πρωτόδικης απόφασης, τόσο επί της αξιολόγησης και των ευρημάτων αυτής, όσο και επί των νομικών θεμάτων που ηγέρθησαν. Κύρια θέση όμως της εφεσείουσας είναι η κατ' ισχυρισμόν λανθασμένη συλλογιστική του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το κεφαλαιώδες θέμα της απόρριψης της θέσης της ότι είχε όντως αρνηθεί να καλύψει την απαίτηση του εφεσίβλητου.  Και είναι κεφαλαιώδες το ζήτημα διότι επ' αυτού, κατά την εφεσείουσα, οικοδομήθηκε η όλη πρωτόδικη απόφαση ως προς τη μη εφαρμογή του όρου 9 του ασφαλιστικού συμβολαίου  και την παραγραφή ουσιαστικά της αξίωσης του εφεσίβλητου, εφόσον δεν κινήθηκε εντός του χρονοδιαγράμματος του δωδεκαμήνου που εκεί αναφέρεται. Συναφείς είναι και οι λόγοι εφέσεως που αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Στέλιου Γιωργαλλίδη, ως προς τη μη αποδοχή της εκδοχής του ότι όντως είχε απορρίψει την απαίτηση που υπέβαλε ο εφεσίβλητος.

 

Τόσο στο περίγραμμα του, όσο και κατά την εφετειακή αντιπαράθεση, ο κ. Δράκος ανέπτυξε τον ισχυρισμό ότι το ζήτημα της άρνησης της παροχής ασφαλιστικής κάλυψης δεν  ήταν καν επίδικο θέμα και συνεπώς εκείνο που το Δικαστήριο όφειλε απλώς να εξετάσει ήταν η ερμηνεία και εφαρμογή του όρου 9 του ασφαλιστικού συμβολαίου. Η θέση αυτή της εφεσείουσας όντως στηρίζεται στη δικογραφία. Συγκεκριμένα, η παρ. 11 της έκθεσης απαίτησης έχει ως ακολούθως:

 

«11. Ο ενάγοντας εζήτησε επανειλημμένα από τους εναγόμενους την πληρωμή του πιο πάνω ποσού εκ Λ.Κ.26.057,50- πλην όμως οι τελευταίοι κατά παράβαση της συμφωνίας αρνήθηκαν και εξακολουθούν να αρνούνται να πληρώσουν.»

 

Η έκθεση υπεράσπισης κατέγραψε τα εξής στην αντίστοιχη παρ. 11 αυτής:

 

«11. Οι εναγόμενοι σε σχέση με το περιεχόμενο της παραγράφου 11 της Ε/Α παραδέχονται ότι αρνήθηκαν και απέρριψαν την απαίτηση του ενάγοντα από την εποχή που υποβλήθηκε μεταξύ άλλων και διά τους λόγους που υπερασπίζονται ανωτέρω.»

 

Να σημειωθεί ότι οι λόγοι που προβάλλονται προηγουμένως ως στοιχειοθετούντες την άρνηση αυτή, βρίσκονται διάσπαρτοι σε όλη την έκταση των προηγούμενων δέκα παραγράφων της υπεράσπισης και αφορούν, κατ' ουσίαν, την μη υποβολή πρότασης για ασφάλιση του οχήματος παρά μόνο μετά την ημερομηνία του δυστυχήματος, με αποτέλεσμα η εφεσείουσα στις 19.9.2001 να μην είχε συμφωνήσει καν στην παροχή κάλυψης προς τον εφεσίβλητο, στην μη έγκυρη εν πάση περιπτώσει έκδοση του καλυπτικού σημειώματος λόγω παράβασης οδηγιών και όρων για έκδοση τέτοιων σημειωμάτων και στη μη εξουσιοδοτημένη και εκ των υστέρων προσθήκη άλλων οδηγών.

 

Ο εφεσίβλητος στην απάντηση και υπεράσπιση στην ανταπαίτηση, έθεσε τους εξής ισχυρισμούς στην παρ. 14(iii):

 

«14. Ο ενάγοντας, ανεξάρτητα ή και διαζευκτικά ή και άνευ βλάβης των ανωτέρω, αρνείται τους ισχυρισμούς των εναγομένων στις παραγράφους 12 και 13 της υπεράσπισης και ανταπαίτησης και ισχυρίζεται τα ακόλουθα:

...........................

 

(iii) Και αν ακόμη υποτιθέμενα ήταν μέρος της συμφωνίας ή ήταν έγκυρος ουδέποτε τέθηκε σε εφαρμογή αφού καμιά ειδοποίηση άρνησης έγγραφη ή ισχυρή ή σύμφωνη με την σύμβαση δόθηκε στον ενάγοντα.»

 

Το Εφετείο είναι τώρα αντιμέτωπο με ένα σύνηθες, δυστυχώς, φαινόμενο, αυτό της μη απόλυτα ευκρινούς δικογράφησης. Είναι γνωστό ότι επιβάλλεται η εκ μέρους του ενάγοντα σαφής, ακριβής, περιεκτική και ορθή καταγραφή των γεγονότων που οδηγούν στην έγερση της αξίωσης του. Η Δ.19 θ.4, επιβάλλει την καταγραφή σε κάθε δικόγραφο, και μόνο αυτών, και μάλιστα κατά συνοπτικό τρόπο, όλων των ουσιωδών γεγονότων στα οποία ο διάδικος που υποβάλλει τη δικογραφία βασίζεται για την αξίωση ή την υπεράσπιση του. Όπως επί λέξει είναι η Δ.19 θ.4, στο Αγγλικό πρωτότυπο κείμενο:

 

«Every pleading shall contain, and contain only, a statement in a summary form of the material facts on which the party pleading relies for his claim, or defence, as the case may be .....»

 

Αλλά οι κανόνες δικογράφησης επιβάλλουν ταυτόχρονα και την καταγραφή ολόκληρης της υπόθεσης του διαδίκου ώστε να αποδεικνύεται μια βάσιμη αξίωση. Δεν επιτρέπεται η παράλειψη θέσεων που είναι αναγκαίες για την επιτυχία, (Odgers' Principles of Pleading and Evidence 29η έκδ. σελ. 90), ταυτόχρονα δε όπου χρειάζεται η δήλωση ότι έχει επισυμβεί γεγονός αναγκαίο για την αγωγή αυτό ρητά καταγράφεται. Κατά τη Δ.19 θ.12, άλλες δηλώσεις για την εκτέλεση ή ύπαρξη προϋποθέσεων αναγκαίων για την υπόθεση, εξυπακούονται. Όπως εξηγείται στον Odgers' σελ. 95, ο ενάγων μπορεί να ετοιμάσει μια απόλυτα καλή έκθεση απαίτησης χωρίς αναφορά σ' αυτές τις προϋποθέσεις και εναπόκειται στον εναγόμενο να εγείρει το θέμα ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση με την προϋπόθεση.

 

Δεν είναι, κρίνεται, βάσιμη η θέση του εφεσίβλητου και η επ' αυτού ανάλογη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ της παρ. 11 της έκθεσης απαίτησης με την εκφρασθείσα ενόρκως θέση του εφεσίβλητου ότι ουδέποτε ενημερώθηκε ότι η απαίτηση του είχε απορριφθεί. Κατ' αρχάς, η προβληθείσα θέση στην παρ. 11 της έκθεσης απαίτησης ήταν, παρά την απουσία χρονικής οριοθέτησης, ότι η εφεσείουσα αρνήθηκε την πληρωμή του αξιούμενου ποσού κατά παράβαση της συμφωνίας. Το πότε έγινε αυτή η άρνηση, καθορίστηκε στην αντίστοιχη παρ. 11 της υπεράσπισης, ως έχουσα λάβει χώραν, «από την εποχή που υποβλήθηκε». Η υπεράσπιση ταυτόχρονα παραδέχθηκε ότι όντως η εφεσείουσα αρνήθηκε και απέρριψε την απαίτηση του εφεσίβλητου. Δεν ζητήθηκαν λεπτομέρειες ούτε επί της παρ. 11 της απαίτησης, ούτε επί της παρ. 11 της υπεράσπισης, σύμφωνα με τη Δ.19 θ.6 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών  (ώστε κατά τον Odgers' - ανωτέρω - σελ. 147, να σμικρύνονται τα επίδικα θέματα), και επομένως αυτό που κατά νομική και λογική συνέπεια απέρρεε, τουλάχιστον δικογραφικά, ήταν ότι υπήρξε απαίτηση, η οποία και απερρίφθη από το χρόνο υποβολής της.  Και η σχετική επί τούτου μαρτυρία του Γιωργαλλίδη, στην οποία θα γίνει αναφορά κατωτέρω, έδειχνε ότι η απαίτηση υπεβλήθη, μέσω του Παπαπολυδώρου, στις 5.10.2001.

 

Το ζήτημα επομένως όντως δεν αποτελούσε επίδικο θέμα.  Επιβεβαίωση τούτου αποτελεί και η εξής σημαντική δικογραφημένη τοποθέτηση του εφεσίβλητου στην Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση στην παρ. 12, που ευθέως συναρτάται προς την αντίστοιχη παρ. 11 της υπεράσπισης, η οποία υπενθυμίζεται έθεσε τον ισχυρισμό ότι η εφεσείουσα απέρριψε την αξίωση από την εποχή που προβλήθηκε. Λέγει λοιπόν ο εφεσίβλητος στην παρ. 12:

 

«12. Ο ενάγοντας παραδέχεται το περιεχόμενο της παραγράφου 11 της Εκθέσεως Υπερασπίσεως πλην όμως ισχυρίζεται ότι εγίνοντο για μεγάλο χρονικό διάστημα διαβουλεύσεις με τους εναγόμενους και ή τους αντιπροσώπους τους προκειμένου να διευθετηθεί η απαίτηση του.»

 

Είναι ηλίου φαεινότερο ότι με την τοποθέτηση αυτή, ο εφεσίβλητος ουδέποτε αρνήθηκε ότι πράγματι απερρίφθη η αξίωση του από την εποχή της υποβολής της. Τα όσα δε προσθέτει ότι γίνονταν για μεγάλο διάστημα διαβουλεύσεις προς διευθέτηση της απαίτησης ακριβώς αποτελεί πρόσθετη παραδοχή ότι απερρίφθη στη γνώση του η απαίτηση και εκείνο που πλέον προσπαθούσε ο εφεσίβλητος ήταν, μέσω διαβουλεύσεων, να εξευρεθεί κάποια διευθέτηση. Και πρέπει να λεχθεί ότι η παρ. 14(iii) της Απάντησης και Υπεράσπισης του εφεσιβλήτου, την οποία τόνισε ο κ. Δαμιανού στην αγόρευση του, έρχεται σε αντίθεση με την παρ. 12, του ίδιου δικογράφου.

 

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, αφέθηκε μαρτυρία πρωτοδίκως ως προς την απόρριψη της αξίωσης του εφεσίβλητου και της συνακόλουθης γνώσης αυτού. Πέραν του ότι η σχετική μαρτυρία του εφεσιβλήτου είναι αντίθετη με τη δικογραφία του και θα έπρεπε να απορριφθεί γι' αυτό και μόνο το λόγο, η δοθείσα μαρτυρία ουδόλως οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι ο Στ. Γιωργαλλίδης ήταν στην ουσία αναξιόπιστος μάρτυρας. Αντίθετα, η μαρτυρία του συνήδε με τη δικογραφία και ήταν σταθερή και παρέμεινε τέτοια παρά την έντονη αντεξέταση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν άκρως επικριτικό ως προς το μάρτυρα αυτό χαρακτηρίζοντας την εκδοχή του ενάντια στη «βάσανο της λογικής», αφήνοντας «πενιχρή εντύπωση», με παραλείψεις που «αποκαλύπτουν την έλλειψη επαγγελματισμού και τον χειρισμό της υπόθεσης με προχειρότητα, η οποία είναι ασυμβίβαστη με τη θέση του ως γενικού διευθυντή της εναγομένης.».

 

Το ότι ο μάρτυρας δεν κράτησε οποιαδήποτε χειρόγραφη σημείωση ως προς τα διαδραματισθέντα και το ότι δεν απέστειλε οποιαδήποτε επιστολή στο ίδιο τον εφεσίβλητο, μπορεί να μην ήταν ο ορθότερος χειρισμός από πλευράς διεκπεραίωσης της εργασίας της εφεσείουσας, αλλά δεν σημαίνει και ότι ψεύδετο. Ο μάρτυρας είχε πει ότι είχε ενημερώσει προφορικά για την απόρριψη της απαίτησης του εφεσίβλητου «κάποιο υπεύθυνο πρόσωπο» του γραφείου του και αυτό χαρακτηρίσθηκε από το Δικαστήριο ως στερούμενο πειστικότητας. Ποια όμως η λογική της σκέψης αυτής; Διέλαθε της προσοχής του Δικαστηρίου ότι το «κάποιο υπεύθυνο πρόσωπο», δεν ήταν άλλο από τον ίδιο τον πεθερό του εφεσίβλητου, Μ. Θεμιστοκλέους, πρώην αστυνομικό, τον οποίο ο Γιωργαλλίδης γνώριζε ως άνθρωπο χαμηλών τόνων προς τον οποίο εξήγησε την όλη κατάσταση, ότι ο γαμπρός του, εφεσίβλητος, είχε εκδώσει καλυπτικό σημείωμα χωρίς να ενημερώσει την εφεσείουσα. Ο Θεμιστοκλέους ήταν εκείνος ο οποίος κατ' ουσίαν χειριζόταν το γραφείο του εφεσίβλητου, χωρίς όμως να εκδίδει καλυπτικά σημειώματα. Άλλωστε, δεν δόθηκε μαρτυρία από τον εφεσίβλητο για το θέμα, ούτε ο Μ. Θεμιστοκλέους κατέθεσε στο Δικαστήριο παρόλο που το ζήτημα τέθηκε κατά την αντεξέταση του εφεσίβλητου.

Ο Γιωργαλλίδης κατέθεσε με ειλικρίνεια (και σ' αυτό θα έπρεπε να τηρηθεί τουλάχιστον ίσο μέτρο κρίσης από το Δικαστήριο το οποίο αποτίμησε τον εφεσίβλητο ως μάρτυρα αληθείας, μεταξύ άλλων, και διότι απεκάλυψε γεγονότα αποκλειστικά στη δική του σφαίρα γνώσης, όπως ήταν η συμπλήρωση των ονομάτων του Γιώργου και της Νίτσας Χασάπη, μέρες μετά την έκδοση του καλυπτικού σημειώματος), ότι δεν συνήθιζε να τηρεί σημειώσεις στους φακέλους των υποθέσεων, ενώ δέχθηκε ότι ουδέποτε συνομίλησε με τον ίδιο τον εφεσίβλητο, ούτε του απηύθυνε επιστολή.  Είναι σ' αυτά τα πλαίσια που αποκτούσε αληθοφάνεια η εκδοχή του Γιωργαλλίδη ότι το πώς χειριζόταν μια υπόθεση εξαρτάτο από τα περιστατικά της  και τα άτομα. Και εδώ, υπενθυμίζεται, ο  εφεσίβλητος ήταν ασφαλιστικός πράκτορας της εφεσείουσας. Ο ίδιος ο εφεσίβλητος ως τέτοιος ασφαλιστικός πράκτορας είχε επικοινωνήσει ως προς την απαίτηση του με τον Παπαπολυδώρου, ο οποίος ήταν ο αντιπρόσωπος του γραφείου της εφεσείουσας στη Λάρνακα. Ουδέποτε, ως παραδέχθηκε, επικοινώνησε ο ίδιος με τον Γιωργαλλίδη στα κεντρικά γραφεία της εφεσείουσας στη Λευκωσία. Άρα φυσιολογικά και ο Γιωργαλλίδης δεν είχε λόγο να επικοινωνήσει ευθέως με τον ίδιο τον εφεσίβλητο. Η επικοινωνία με το γραφείο του εφεσίβλητου και τον υπεύθυνο αυτού ήταν επαρκής υπό τις περιστάσεις.

 

Το ίδιο συνέβη και με τον δικηγόρο Α. Κλεάνθους με τον οποίο είχε επίσης συνομιλήσει και εδώ η εκδοχή αυτή είχε ως βάση την επιστολή που ο ίδιος ο Α. Κλεάνθους είχε απευθύνει στην εφεσείουσα στις 18.7.2002 (Τεκμ. 7). Στον Α. Κλεάνθους είχε εξηγήσει γιατί δεν θα κάλυπτε η εφεσείουσα την αξίωση και συμπέρανε ότι είχε γίνει αντιληπτή η θέση του, εφόσον δεν προχώρησαν σε καμιά διαδικασία εναντίον της, μια φυσιολογική υπό τις περιστάσεις υπόθεση.

 

Η μαρτυρία του εφεσίβλητου, αντικειμενικά δεν θα έπρεπε να είχε γίνει δεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατ' αρχάς, το μείζον θέμα ήταν ότι το καλυπτικό σημείωμα με την υποβολή της πρότασης ασφαλείας στάληκε μετά το δυστύχημα. Μετέπειτα, σ' αυτό προστέθηκαν ονόματα που αρχικά δεν υπήρχαν, αυτά του Γιώργου και Νίτσας Χασάπη. Ορθή είναι η παρατήρηση της εφεσείουσας στο περίγραμμα της ότι ο εφεσίβλητος θέλησε εκ των υστέρων να καλύψει τα νώτα του, διότι η προσθήκη των ονομάτων στο πρωτότυπο καλυπτικό σημείωμα είχε ήδη γίνει αντιληπτή από τον αστυνομικό Κωνσταντίνο Τζιρτζιηπή, Μ.Ε.4, ο οποίος είχε συναφώς ερωτήσει σχετικά τον εφεσίβλητο. Έπεται ότι η αποκάλυψη αυτή από τον εφεσίβλητο κατά τη μαρτυρία του δεν ήταν γεγονός εντός της αποκλειστικής σφαίρας γνώσης του και μόνο. Ούτε και ήταν ένδειξη ειλικρίνειας. Ήταν στη γνώση και των αστυνομικών που διερεύνησαν το δυστύχημα και τους οποίους ο ίδιος ο εφεσίβλητος είχε καλέσει προς ένορκη κατάθεση στο Δικαστήριο.

 

Πρόσθετα, παρουσιάζεται λογικοφανής και η θέση που υποβλήθηκε κατά την αντεξέταση του εφεσίβλητου ότι η προσθήκη των ονομάτων πιθανότατα έγινε μετά το δυστύχημα, εφόσον δεν ζητήθηκε από τους αστυνομικούς που διερεύνησαν το δυστύχημα επί τόπου το ασφαλιστήριο έγγραφο που κάλυπτε τον εφεσίβλητο, αλλά ούτε και ο Γιώργος Χασάπης, ο οποίος δεν κατέθεσε στο Δικαστήριο, οδηγός του οχήματος, ήταν στη σκηνή, παρά μόνο ήσαν οι γονείς του Γιώργου Χασάπη, οι οποίοι και τραυματίστηκαν.

 

Επίσης σημαντικό είναι και το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος είχε δηλώσει ενόρκως ότι είχε μιλήσει με το διευθυντή της εφεσείουσας στη Λάρνακα, ο οποίος επί πέντε χρόνια του έλεγε ότι η υπόθεση και η αξίωση του μελετάτο (σελ. 53 των πρακτικών), ενώ ταυτόχρονα δεν έδωσε οδηγίες μέχρι το 2006, να εγερθεί αγωγή, και αυτό τέσσερα χρόνια μετά που έκαμε το μοναδικό έγγραφο διάβημα να αποστείλει μέσω του δικηγόρου Α. Κλεάνθους την επιστολή ημερ. 18.7.2002, (Τεκμ. 7).

 

Εύλογα, ήταν οι θέσεις αυτές που έπρεπε να είχαν κριθεί ότι δεν άντεχαν στη βάσανο της λογικής, με τον εφεσίβλητο να επιμένει (σελ. 57 των πρακτικών), ότι μετά το σημαντικό, όπως ο ίδιος το χαρακτήρισε, βήμα να αποσταλεί το Τεκμ. 7, άφησε να διαρρεύσουν τέσσερα ολόκληρα χρόνια για να θεωρήσει ότι η κατάσταση είχε πλέον φθάσει στο «απροχώρητο», ώστε να εγείρει επί Δικαστηρίω την αξίωση του.

 

Είναι γνωστό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι σε καλύτερη θέση, εφόσον ενώπιον του καταθέτουν οι μάρτυρες, για να αποτιμήσει την αξιοπιστία τους και να προχωρήσει στην αναγκαία καταγραφή των ευρημάτων του. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί ένα πολύ λεπτό έργο του Δικαστηρίου, ιδιαίτερα δύσκολο, και πολύ συχνά η αξιολόγηση αυτή είναι η αντανάκλαση της γενικότερης ανθρώπινης εμπειρίας, όπως αυτή εκφράζεται από τον Δικαστή, θεωρούμενο ως  αντικειμενικό κριτή, (δέστε Baloise Insurance Co. Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).

 

Το Εφετείο όμως δύναται να επέμβει όταν τα ευρήματα αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων ή η κρίση του Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική υπό το φως λογικών ανακολουθιών ή πλημμελούς αξιολόγησης των αντικειμενικών δεδομένων, (δέστε Γιάλλουρος κ.ά. ν. Ψύλλου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 1552).

 

Η παρούσα περίπτωση, ενόψει των όσων έχουν εκτενώς αναφερθεί ανωτέρω, δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή της αξιολόγησης της μαρτυρίας των βασικών πρωταγωνιστών της υπόθεσης, δηλαδή, του εφεσίβλητου και του Στ. Γιωργαλλίδη. Στη βάση των όσων έχουν προεκτεθεί, ο εφεσίβλητος είχε πλήρη γνώση της απόρριψης της απαίτησης του από την εφεσείουσα από τον χρόνο υποβολής της και, επομένως, ενεργοποιείτο η πρόνοια του όρου 9 της ασφαλιστικής σύμβασης ώστε να μην ήταν δυνατό γι' αυτόν να εγείρει την αγωγή έξι έτη μετά το δυστύχημα. Στα πλαίσια αυτά είναι απαραίτητο να λεχθεί επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε και στη θεώρηση του ως προς την έννοια του όρου 9. Δικαίως παραπονείται η εφεσείουσα και στο θέμα αυτό εφόσον ο όρος 9 ουδαμώς αφορούσε παραπομπή σε διαιτησία, δεν ήταν, δηλαδή, καθαυτή ρήτρα διαιτησίας, αλλά αφορούσε συμφωνία ότι η διαφορά μεταξύ των διαδίκων, δεν μπορούσε να προωθηθεί ως έχουσα ουσιαστικά εγκαταλειφθεί λόγω του γεγονότος ότι ο εφεσίβλητος δεν ενήργησε εντός του προβλεπόμενου χρόνου των 12 ημερολογιακών μηνών μετά την απόρριψη της απαίτησης. Προστίθεται εδώ ότι η «ειδοποίηση άρνησης ευθύνης» που αναφέρεται στον όρο 9, δεν παραπέμπει κατ' ανάγκη σε γραπτή ειδοποίηση, ως διατείνεται ο εφεσίβλητος, υπό το φως και της εισαγωγής της πρότασης, η οποία αναφέρεται απλώς σε «άρνηση ευθύνης» από την εφεσείουσα, χωρίς να προσδιορίζεται ότι αυτή πρέπει να γίνεται με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο.

 

Υπό το φως όλων των ανωτέρω, δεν χρειάζεται να γίνει επέκταση στους υπόλοιπους λόγους έφεσης, οι οποίοι θα είχαν σημασία εάν ο εφεσίβλητος δικαιωματικά είχε εγείρει στο χρονικό διάστημα που δικαιούτο την αγωγή του.

 

Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση μαζί με τη διαταγή επί των εξόδων παραμερίζεται, με έξοδα τόσον πρωτοδίκως, όσο και κατ' έφεση, υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο