ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
IN RE NINA PANARETOU (1972) 1 CLR 165
In re Charalambos Th Argyrides (1987) 1 CLR 23
Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692
Aναφορικά με την αίτηση του Σταύρoυ Μεστάνα (2000) 1 ΑΑΔ 1469
Επί τοις Αφορώσι την αίτηση της HellengerTrading Ltd (2000) 1 ΑΑΔ 1965
Mιχαήλ Xριστάκης και Άλλος (2001) 1 ΑΑΔ 247
Κωνσταντινίδης Αλέκος (2003) 1 ΑΑΔ 1298
"Μαρκίδης Σοφοκλής και Άλλες (2004) 1 ΑΑΔ 552
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (2004) 1 ΑΑΔ 1516
Base Metal Trading Ltd ν. Fastact Developments Ltd και Άλλη (2004) 1 ΑΑΔ 1535
Τίμιννης Σωκράτης και Άλλη (Αρ. 1) (2013) 1 ΑΑΔ 383
Attorney-General of the Republic ν. Panayiotis Christou (1962) 1 CLR 129
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2013) 1 ΑΑΔ 735
22 Μαρτίου, 2013
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (ΑΡ. 33/64),
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ ΤΙΜΙΝΝΗ - ΚΑΘ' ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ 1 ΚΑΙ ΤΗΣ S.T. HEALTHY SUPPLEMENTS LTD - ΚΑΘ' ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ 2 ΓΙΑ
ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΩΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ
ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ PROHIBITION ΚΑΙ CERTIORARI,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
113/09 ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΩΚΡΑΤΗ ΤΙΜΙΝΝΗ - ΚΑΘ' ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 1 ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ S.T. HEALTHY SUPPLEMENTS LTD - ΚΑΘ' ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 2
ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ 113/09
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (ΑΡ. 2).
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 41/2013)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και Prohibition, ― Απορρίφθηκε αίτηση για παροχή άδειας προς καταχώριση αίτησης α) για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Prohibition, με το οποίο να απαγορευόταν η συνέχιση της εκδίκασης Αίτησης Περιουσιακών Διαφορών ενώπιον συγκεκριμένης Δικαστού του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και β) για καταχώρηση αίτησης της φύσεως Certiorari, για ακύρωση απορριπτικής ενδιάμεσης απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου σε αίτηση διαγραφής.
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Όταν το κατώτερο δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αποφασίσει ένα θέμα, δεν μπορεί απλώς επειδή (παρεμπιπτόντως παρερμηνεύει ένα νόμο ή επιτρέπει την εισαγωγή παράνομης μαρτυρίας, ή απορρίπτει νόμιμη μαρτυρία, ή καθοδηγεί εσφαλμένα τον εαυτό του αναφορικά με το βάρος της μαρτυρίας, ή καταδικάζει χωρίς μαρτυρία), να θεωρηθεί ότι υπερβαίνει ή καταχράται τη δικαιοδοσία του.
Οι αιτητές επιδίωξαν την παραχώρηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Prohibition, με το οποίο να απαγορευόταν η συνέχιση της εκδίκασης Αίτησης Περιουσιακών Διαφορών ενώπιον συγκεκριμένης Δικαστού του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, η οποία, με ενδιάμεση απόφασή της, είχε απορρίψει αίτημά τους για διαγραφή της αιτήτριας 2 από την πιο πάνω Αίτηση.
Ομοίως, αιτήθηκαν αδείας και για την καταχώρηση αίτησης της φύσεως Certiorari, για ακύρωση της πιο πάνω ενδιάμεσης απόφασης και για έκδοση Διατάγματος συνέχισης της ακρόασης της ως άνω Αίτησης Περιουσιακών Διαφορών και διατάγματος εκδίκασης της Αίτησης Διαγραφής από άλλο Δικαστή.
Προς υποστήριξη της αίτησης για άδεια προβλήθηκαν οι κάτωθι ισχυρισμοί και λόγοι:
α) Η Δικαστής εμφορείτο από έκδηλη και σοβαρή προκατάληψη εναντίον των αιτητών, γεγονός που ανέτρεπε το θεμέλιο της δίκαιης δίκης.
β) Η απόφασή της βρισκόταν σε πλήρη σύγκρουση με συγκεκριμένο πρακτικό του Δικαστηρίου.
γ) Η καταγραφή στην απόφαση ότι το Διάταγμα Τροποποίησης της Αίτησης Περιουσιακών Διαφορών εκδόθηκε χωρίς ένσταση από την αιτήτρια 2 κλόνιζε ανεπανόρθωτα την εμπιστοσύνη της για ορθή απονομή της δικαιοσύνης, αφού αυτή δεν εκπροσωπήθηκε στη διαδικασία, επειδή δεν της είχε επιδοθεί η σχετική αίτηση τροποποίησης. Με τα πιο πάνω, παραβιάζονταν οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης.
δ) Υπήρχε συζητήσιμο ζήτημα, καθ' ότι η ενδιάμεση απόφαση με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα για διαγραφή αξιώσεων εναντίον της αιτήτριας 2, εκδόθηκε καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας με αποτέλεσμα να πλήττονται άμεσα τα κατοχυρωμένα συνταγματικά δικαιώματά της για δίκαιη δίκη, το δε σφάλμα ήταν εμφανές στην όψη της απόφασης.
Στην αίτηση Γεγονότων παρατίθεντο περαιτέρω, διάφοροι ισχυρισμοί αναφορικά με την απόρριψη της αίτησης διαγραφής ως επίσης και για τη διαδικασία που ακολουθήθηκε σχετικά με την αίτηση τροποποίησης στην Αίτηση Περιουσιακών διαφορών όπου καθ' ου η Αίτηση ήταν αρχικά ο πρώτος αιτητής στην παρούσα και ακολούθως προστέθηκε ως διάδικος με την αίτηση τροποποίησης, η Αιτήτρια 2 στην αίτηση certiorari.
Σε προγενέστερο στάδιο αιτητές, ύστερα από την απόρριψη και άλλης αίτησης για τροποποίηση του εκδοθέντος Προσωρινού Διατάγματος, καταχώρισαν, μονομερώς, την Πολιτική Αίτηση Αρ. 33/13, για παραχώρηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση, όπως και εδώ, προνομιακών ενταλμάτων prohibition και certiorari, προβάλλοντας, για τη Δικαστή, έκδηλη και σοβαρή προκατάληψη, ως αποτέλεσμα της οποίας προέκυπτε παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης. Η ως άνω Πολιτική Αίτηση είχε απορριπτική κατάληξη και ακολούθησε η παρούσα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να μελετήσει την απόφαση στην Τίμιννης κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 383.
2. Τα αποφασισθέντα σε εκείνη την αίτηση με τα οποία συμφώνησε το Δικαστήριο, ότι, δηλαδή, τα όσα ισχυρίστηκε ο διευθυντής της αιτήτριας 2 - (ήταν τα ίδια που ισχυρίστηκε και στην παρούσα αίτηση) - και αν ακόμη ήταν πραγματικά, δε θα συνέθεταν εικόνα προκατάληψης, αποτελούσαν δεδικασμένο και δεν μπορούσε στα πλαίσια αυτής της αίτησης, να επανακριθούν, με σκοπό να καταδειχθεί, να πιθανολογηθεί ή να επιβεβαιωθεί, όπως ήταν η εισήγηση των αιτητών, προκατάληψη της Δικαστού.
3. Η εισήγηση ότι είχε καταδειχθεί συζητήσιμο ζήτημα, επειδή δεν παρεχόταν άλλη θεραπεία δεν ήταν ορθή. Η ενδιάμεση απόφαση υπόκειτο σε έφεση.
4. Καίτοι υπήρχε, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα νομικού σφάλματος, για τους λόγους που οι αιτητές προέβαλαν σε σχέση με το χρόνο επίδοσης της αίτησης τροποποίησης της Αίτησης Περιουσιακών Διαφορών, δε συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις, που καθιστούσαν συζητήσιμο το ότι έπρεπε να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλη θεραπεία, αιτητής προνομιακού εντάλματος δε θεωρείται ότι έχει αποδείξει συζητήσιμο ζήτημα.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 691,
Τίμιννης κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 383,
Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298,
Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535,
Γενικός Εισαγγελέας (2004) 1 Α.Α.Δ. 1516.
Αίτηση.
Δ. Κούτρας, για τους Αιτητές.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση, οι αιτητές ζητούν από το Δικαστήριο την παραχώρηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση:-
(α) Προνομιακού εντάλματος Prohibition, με το οποίο να απαγορεύεται η συνέχιση της εκδίκασης της Αίτησης Περιουσιακών Διαφορών Αρ. 113/09 ενώπιον της Δικαστού του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, (η «Δικαστής»), η οποία, στις 22/2/2013, με ενδιάμεση απόφασή της, απέρριψε αίτημά τους για διαγραφή της αιτήτριας 2 από την πιο πάνω αίτηση.
(β) Εντάλματος της φύσεως Certiorari, για ακύρωση της πιο πάνω ενδιάμεσης απόφασης.
(γ) Διατάγματος συνέχισης της ακρόασης της Αίτησης Περιουσιακών Διαφορών Αρ. 113/09. ως και Διατάγματος εκδίκασης της Αίτησης Διαγραφής από άλλο Δικαστή.
Οι λόγοι, για τους οποίους ζητείται η πιο πάνω άδεια, είναι γιατί η Δικαστής εμφορείται από έκδηλη και σοβαρή προκατάληψη εναντίον των αιτητών, γεγονός που ανατρέπει το θεμέλιο της δίκαιης δίκης. Η απόφασή της έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με πρακτικό του Δικαστηρίου ημερομηνίας 30/5/2012. Σύμφωνα με τον ενόρκως δηλούντα - αιτητή 1 και μόνο διευθυντή της αιτήτριας 2 - η καταγραφή στην απόφαση ότι το Διάταγμα Τροποποίησης της Αίτησης Περιουσιακών Διαφορών Αρ. 113/09, ημερομηνίας 30/5/2012, εκδόθηκε χωρίς ένσταση από την αιτήτρια 2 κλονίζει ανεπανόρθωτα την εμπιστοσύνη της για ορθή απονομή της δικαιοσύνης, αφού, στις 30/5/2012, αυτή δεν εκπροσωπήθηκε στη διαδικασία, επειδή δεν της είχε επιδοθεί η σχετική αίτηση τροποποίησης. Με τα πιο πάνω, καταλήγει, παραβιάζονται οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση, την Έκθεση Γεγονότων και την ένορκη δήλωση του αιτητή 1, η Αίτηση Περιουσιακών Διαφορών Αρ. 113/09 καταχωρήθηκε, αρχικά, εναντίον του αιτητή 1, από την πρώην σύζυγό του, η οποία, αργότερα, στις 3/4/2012, καταχώρισε αίτηση τροποποίησής της, έτσι ώστε να προστεθεί ως διάδικος και η αιτήτρια 2. Η αίτηση τροποποίησης επιδόθηκε στο δικηγόρο του αιτητή 1, στις 25/4/2012, όχι, όμως, στην αιτήτρια 2. Στις 30/5/2012, που αυτή ήταν ορισμένη, ο δικηγόρος του αιτητή 1 δεν προέβαλε ένσταση. Η μη ένσταση, όμως, δεν αφορούσε την αιτήτρια 2, αφού αυτός δεν την εκπροσωπούσε. Στις 9/7/2012, επιδόθηκε στο δικηγόρο του αιτητή 1 η τροποποιημένη Αίτηση Περιουσιακών Διαφορών Αρ. 113/09 και, στις 9/8/2012, αυτός καταχώρισε, μόνο για τον αιτητή 1, Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση και ζήτησε από τους δικηγόρους της άλλης πλευράς όπως η πιο πάνω τροποποιημένη αίτηση επιδοθεί και στην αιτήτρια 2, η οποία κατέστη, πλέον, διάδικος, ώστε να διορίσει δικηγόρο. Η επίδοση έγινε στις 26/7/2012 και η αιτήτρια 2 διόρισε τον ίδιο δικηγόρο που εκπροσωπούσε και τον αιτητή 1. Ακολούθησε η καταχώριση από το δικηγόρο της αιτήτριας 2 Υπεράσπισης στις 9/8/2012, με την επιφύλαξη ότι αυτή θα καταχωρίσει αίτηση για διαγραφή της από διάδικος, στη βάση του παράτυπου της αίτησης, της έλλειψης βάσης αγωγής, του λανθασμένου του τίτλου της αίτησης, της κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας, ως και της ύπαρξης δεδικασμένου από την Αίτηση Αρ. 402/09, Επαρχιακού Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.
Στη συνέχεια, καταχωρήθηκε αίτηση, με την οποία ζητείτο η ακύρωση μέρους Προσωρινού Διατάγματος, με το οποίο είχε, εκ συμφώνου, διαταχθεί η παγοποίηση ολόκληρης της κινητής περιουσίας του, παρά το ότι η αξίωση της πρώην συζύγου του ήταν μόνο για το ½ αυτής. Στις 3/10/2012, καταχωρήθηκε αίτηση, με την οποία ζητείτο διαγραφή συγκεκριμένων αιτητικών της τροποποιημένης Αίτησης Περιουσιακών Διαφορών Αρ. 113/09 σε σχέση με την αιτήτρια 2, ως άσχετων, μη περικλειόντων νομική βάση αγωγής και/ή αποτελούντων κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και/ή προσκρουόντων στην αρχή του δεδικασμένου.
Σύμφωνα, πάντα, με τους αιτητές - (σχετικό πρακτικό του Δικαστηρίου δεν υπάρχει) - η Δικαστής, πριν από την ανάγνωση της απόφασής της στην αίτηση για τροποποίηση του Προσωρινού Διατάγματος, ερώτησε εάν υπήρχε διάδικος παρών και ο αιτητής 1 δήλωσε την παρουσία του. Αφού ανέγνωσε την απόφαση, με την οποία απέρριψε το αίτημα, ερώτησε το δικηγόρο του αιτητή 1 κατά πόσο αυτός θα προχωρούσε με την υποβολή αγόρευσης για την αίτηση διαγραφής, αναφέροντάς του ότι ο λόγος που ερωτούσε ήταν γιατί η απόφασή της θα ήταν η ίδια και θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα όπως η πρώτη, για τον ίδιο λόγο θα την απέρριπτε.
Οι αιτητές, μετά την απόρριψη της αίτησης για τροποποίηση του Προσωρινού Διατάγματος, καταχώρισαν, μονομερώς, την Πολιτική Αίτηση Αρ. 33/13, για παραχώρηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση, όπως και εδώ, προνομιακών ενταλμάτων prohibition και certiorari, προβάλλοντας, για τη Δικαστή, έκδηλη και σοβαρή προκατάληψη, ως αποτέλεσμα της οποίας προέκυπτε παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης.
Ο αδελφός Δικαστής, ο οποίος επιλήφθηκε της αίτησης, την απέρριψε. Καθώς έκρινε, απουσίαζε από αυτήν η απαιτούμενη ακρίβεια. Δεν ήταν καθαρό το τι ακριβώς λέχθηκε στο Δικαστήριο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, σημείωσε, κάθε λέξη που χρησιμοποιείται μπορεί να έχει τη δική της σημασία προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Η απουσία πρακτικού του Δικαστηρίου, στο οποίο να καταγράφεται τι είχε ακριβώς λεχθεί από το Δικαστήριο, δεν παρείχε δυνατότητα για επιτυχία της αίτησης. Ανεξάρτητα, όμως, από την πιο πάνω κατάληξή του, έκρινε ότι και αν ακόμη λάμβαναν χώρα όσα ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι λέχθηκαν και πάλι αυτά δε θα συνέθεταν, κατ' ανάγκη, την εικόνα της προκατάληψης ή πιθανότητα προκατάληψης από το Δικαστήριο εναντίον είτε του αιτητή προσωπικά είτε της ίδιας της υπόθεσής του και παρέπεμψε, σχετικά, στην Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 691- (βλ. Τίμιννης κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 383).
Στη συνέχεια, ο ενόρκως δηλών αναφέρει ότι η προκατάληψη της Δικαστού επαληθεύθηκε με την απόρριψη της αίτησης για διαγραφή ημερομηνίας 3/10/2012, αφού αυτή, για να δικαιολογήσει την απόφασή της, στην οποία είχε, ήδη, καταλήξει από 8/2/2013, διατύπωσε θέσεις, αλλοιώνοντας γεγονότα της διαδικασίας. Συγκεκριμένα, στην απόφασή της, κατέγραψε ότι η δικηγόρος που εκπροσωπούσε τους αιτητές στις 30/5/2012, αποδέχτηκε να εκδοθεί διάταγμα τροποποίησης.
Τα κριτήρια, που πρέπει να ικανοποιούνται για τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, έχουν, κατ' επανάληψη, αναλυθεί από τη νομολογία.
Στην Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298, αναφέρεται:- (σελ. 1303-1304):-
«Στο παρόν στάδιο το δικαστήριο κατά την ενάσκηση της διακριτικής του εξουσίας εξετάζει κατά πόσον υπάρχει συζητήσιμη εκ πρώτης όψεως υπόθεση που να δικαιολογεί επαρκώς την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας. Δεν χρειάζεται να εμβαθύνει περισσότερο στην υπόθεση. Είναι αρκετό σε αυτό το στάδιο με βάση το υλικό που βρίσκεται ενώπιον του δικαστηρίου να δικαιολογείται η παραχώρηση τέτοιας άδειας: Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρίστου (1962) C.L.R. 129, Παναρέτου (1972) 1 C.L.R. 165, Κάκος (1985) 1 C.L.R. 250, Αργυρίδης (1987) 1 C.L.R. 23, A.L.S. Aircraft Leasing System Ltd (2000) 1 Α.Δ.Δ. 51.
Οι λόγοι για τους οποίους εκδίδονται προνομιακά εντάλματα περιλαμβάνουν:
(α) Έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας.
(β) Έκδηλη πλάνη Νόμου.
(γ) Προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση.
(δ) Δόλο ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης.
(ε) Παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.
(Βλ. μεταξύ άλλων, Perella (1995) 1 Α.Α.Δ. 692).»
Στην απόφαση της Ολομέλειας Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, αναφέρονται σχετικά τα εξής:- (σελ. 1541-1542)
«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Μιχαήλ κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή 'ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα'. Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ., επίσης, Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.»
Στην απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ., στη Γενικός Εισαγγελέας (2004) 1 Α.Α.Δ. 1516, γίνεται αναφορά σε απόσπασμα από τους Halsbury's Laws of England, 3rd Edition, Volume 11, § 119, σελ. 62, όπου, σε σχέση με το νομικό σφάλμα, αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 1523):-
«'Where the proceedings are regular upon their face and the inferior tribunal had jurisdiction, the superior court will not grant the order of certiorari on the ground that the inferior tribunal had misconceived a point of law. When the inferior tribunal has jurisdiction to decide a matter, it cannot (merely because it incidentally misconstrues a statute, or admits illegal evidence, or rejects legal evidence, or misdirects itself as to the weight of the evidence, or convicts without evidence) be deemed to exceed or abuse its jurisdiction.'
Σε μετάφραση:
' Όπου η διαδικασία είναι στην όψη της κανονική και το κατώτερο δικαστήριο είχε δικαιοδοσία, το ανώτερο δικαστήριο δεν θα εκδώσει ένταλμα certiorari για το λόγο ότι το κατώτερο δικαστήριο πλανήθηκε επί νομικού σημείου. Όταν το κατώτερο δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αποφασίσει ένα θέμα, δεν μπορεί (απλώς επειδή παρεμπιπτόντως παρερμηνεύει ένα νόμο ή επιτρέπει την εισαγωγή παράνομης μαρτυρίας, ή απορρίπτει νόμιμη μαρτυρία, ή καθοδηγεί εσφαλμένα τον εαυτό του αναφορικά με το βάρος της μαρτυρίας, ή καταδικάζει χωρίς μαρτυρία) να θεωρηθεί ότι υπερβαίνει ή καταχράται τη δικαιοδοσία του.'»
Προκύπτει, από τα πιο πάνω, ότι, εκεί που προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο, δε δικαιολογείται αίτηση αυτής της φύσης, εκτός εάν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις.
Κατά την ενώπιόν μου αγόρευση, ο ευπαίδευτος δικηγόρος των αιτητών, με σκοπό να καταδείξει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα, υποστήριξε ότι η ενδιάμεση απόφαση της 22/2/2013, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα για διαγραφή αξιώσεων εναντίον της αιτήτριας 2, εκδόθηκε καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας, με αποτέλεσμα να πλήττονται άμεσα τα κατοχυρωμένα συνταγματικά δικαιώματά της για δίκαιη δίκη, το δε σφάλμα είναι εμφανές στην όψη της απόφασης. Εφόσον, στις 30/5/2012, που εκδόθηκε το Διάταγμα Τροποποίησης της Αίτησης Περιουσιακών Διαφορών Αρ. 113/09, η αιτήτρια 2 δεν εκπροσωπείτο, αφού η αίτηση για τροποποίηση δεν της είχε μέχρι τότε επιδοθεί, η αναφορά στην απόφαση για συγκατάθεσή της είναι ανακριβής. ίναι η θέση του ότι στην αιτήτρια 2 δεν παρέχεται άλλη θεραπεία, δηλαδή αυτή της έφεσης. Εν πάση, όμως, περιπτώσει, και αν παρέχεται τέτοια, συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, που καθιστούν συζητήσιμο να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλη θεραπεία, αιτητής προνομιακού εντάλματος δε θεωρείται ότι έχει αποδείξει συζητήσιμο ζήτημα. Ως εξαιρετικές περιστάσεις, υπέβαλε, είναι όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση του διευθυντή της αιτήτριας 2, από τα οποία συνάγεται ότι έχει κλονιστεί η εμπιστοσύνη προς τη Δικαστή. Είναι ορθό, κατέληξε, όπως εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα πριν από την έναρξη της εκδίκασης της Αίτησης Περιουσιακών Διαφορών Αρ. 113/09.
Είχα την ευκαιρία να μελετήσω την απόφαση στην Πολιτική Αίτηση Αρ. 33/13. Τα αποφασισθέντα από τον αδελφό Δικαστή, με τα οποία συμφωνώ, ότι, δηλαδή, τα όσα ισχυρίστηκε ο διευθυντής της αιτήτριας 2 - (είναι τα ίδια που ισχυρίζεται και στην παρούσα αίτηση) - και αν ακόμη ήταν πραγματικά, δε θα συνέθεταν εικόνα προκατάληψης, αποτελούν δεδικασμένο και δεν μπορεί τώρα, στα πλαίσια αυτής της αίτησης, να επανακριθούν, με σκοπό να καταδειχθεί, να πιθανολογηθεί ή να επιβεβαιωθεί, όπως είναι η εισήγηση του δικηγόρου των αιτητών, προκατάληψη της Δικαστού.
Η εισήγηση του ευπαιδεύτου δικηγόρου ότι έχει καταδείξει συζητήσιμο ζήτημα, επειδή δεν παρέχεται άλλη θεραπεία δε με βρίσκει σύμφωνη. Η ενδιάμεση απόφαση της 22/2/2013 υπόκειται σε έφεση. Καίτοι συμφωνώ μαζί του ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα νομικού σφάλματος, για τους λόγους που αυτός πρόβαλε σε σχέση με το χρόνο επίδοσης της αίτησης τροποποίησης της Αίτησης Περιουσιακών Διαφορών Αρ. 113/09, δε συμφωνώ ότι, για τους λόγους που πρόβαλε, συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, που καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλη θεραπεία - εδώ έφεση - αιτητής προνομιακού εντάλματος δε θεωρείται ότι έχει αποδείξει συζητήσιμο ζήτημα. Υπάρχουν τρόποι, σε περίπτωση καταχώρισης έφεσης εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης της 22/2/2013, επίσπευσης της εκδίκασής της και διασφάλισης, στο μεταξύ, των συμφερόντων των αιτητών, έτσι ώστε, εάν επιτύχει η έφεση, αυτή να μην είναι χωρίς αντίκρισμα.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.