ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2013) 1 ΑΑΔ 543

4 Μαρτίου, 2013

 

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

KAYAT TRADING LIMITED,

 

Εφεσείουσα - Ενάγουσα,

 

ν.

 

GENZYME CORPORATION (AΡ. 2),

 

Εφεσίβλητης - Εναγομένης.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 58/2012)

 

 

Πολιτική Δικονομία ― Διαταγή 25 ― Παραμερισμός πρωτόδικης απορριπτικής απόφασης σε αίτηση τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης που υποβλήθηκε μετά την έναρξη της Ακρόασης και η οποία σκοπούσε στη δικογράφιση λεπτομερειών ζημιών ― Η κρινόμενη περίπτωση δεν αφορούσε περίπτωση παντελούς παράλειψης δικογράφησης συγκεκριμένου είδους ζημιών ― Απόφανση Εφετείου ότι οποιαδήποτε ταλαιπωρία ήθελε προκληθεί από την επανακλήτευση μαρτύρων, δεν μπορούσε να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ των εφεσιβλήτων ― Προείχε το συμφέρον της δικαιοσύνης ― Μια τέτοια ζημιά μπορεί να αποζημιωθεί με χρήμα.

 

Πολιτική Δικονομία ― Διαταγή 25 ― Αίτηση τροποποίησης Έκθεσης Απαίτησης ― Το θέμα, τροποποίησης δικογράφων, ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου η οποία ασκείται φιλελεύθερα και δεν διέπεται από άκαμπτους κανόνες, αλλά από διάφορους παράγοντες, η βαρύτητα των οποίων ποικίλει ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.

 

Η εφεσείουσα στράφηκε με την έφεση εναντίον ενδιάμεσης πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αίτηση που είχε υποβάλει για τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης σε αγωγή που είχε προωθήσει.

 

Το αίτημα υπεβλήθη μεσούσης της Ακροαματικής διαδικασίας και αφού είχαν ακουστεί μάρτυρες και αφορούσε στη δικογράφιση λεπτομερειών ζημιών.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αφού διαπίστωσε αφενός αδικαιολόγητη και αναντίλεκτη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος και αφετέρου υπαρκτό κίνδυνο πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς στους εφεσιβλήτους.

 

Σύμφωνα με το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το σύνολο των γεγονότων που θεμελίωναν το αίτημα για τροποποίηση ήταν γνωστό, ή τουλάχιστον εύκολα μπορούσε να διαπιστωθεί και εντοπιστεί από τους εφεσείοντες, από τα πρώτα στάδια της διαδικασίας. Η μακρόχρονη, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του, καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος παρέμενε αναιτιολόγητη και προκαλούσε ανεπανόρθωτη ζημιά στα δικαιώματα των εφεσιβλήτων και έπληττε καίρια το συμφέρον της δικαιοσύνης, δεδομένης της μακρόχρονης εκκρεμότητας της αντιδικίας και του εκτροχιασμού που θα επερχόταν στη διαδικασία.

 

Με την έφεση προβλήθηκαν οι κάτωθι λόγοι:

 

α)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε νομικώς και τελούσε υπό και/ή περιέπεσε σε νομική και/ή πραγματική πλάνη και/ή παρερμήνευσε την ισχύουσα Νομολογία και τους Θεσμούς της Πολιτικής Δικονομίας.

 

β)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε και/ή δεν αιτιολόγησε επαρκώς και/ή δεόντως την απόφαση του και/ή τα ευρήματα του.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η κρινόμενη περίπτωση δεν αφορούσε περίπτωση παντελούς παράλειψης δικογράφησης συγκεκριμένου είδους ζημιών, έτσι ώστε να εγειρόταν ζήτημα αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους, τέτοιες ζημιές δεν δικογραφήθηκαν έγκαιρα και συνακόλουθα γιατί δεν επιδιώχθηκε η τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης νωρίτερα.

 

2.  Στοιχεία του συγκεκριμένου είδους ζημιάς που οι εφεσείοντες ισχυρίζονταν ότι είχαν υποστεί, και για τις οποίες αξίωναν αποζημιώσεις, δικογραφούνταν κατά τρόπο γενικό στην έκθεση απαίτησης και σε σχέση με αυτά, τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία. Εκείνο που, όπως εκ των υστέρων διεφάνη, ήταν η παράλειψη δικογράφησης λεπτομερειών που, εφόσον, όπως εκ των υστέρων κρίθηκε, πρόκειτο περί ειδικών αποζημιώσεων, θα καθιστούσαν εφικτή την απόδειξη των ζημιών σε όλο τους το εύρος.

 

3.  Με την προτεινόμενη τροποποίηση, όσο εκτενής και αν ήταν αυτή, δεν επιδιωκόταν η εισαγωγή νέου είδους ζημιάς η οποία, αν και ήταν γνωστή στους εφεσείοντες, δεν δικογραφήθηκε, αλλά η δικογράφηση των λεπτομερειών που θα τους επέτρεπαν να αποδείξουν το είδος της ζημιάς τους που ήδη δικογραφείτο, έστω και κατά γενικό τρόπο.

 

4.  Στην κρινόμενη περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων και ειδικότερα την απουσία κακοπιστίας από πλευράς εφεσειόντων, το συμφέρον της δικαιοσύνης επέβαλλε την άσκηση της επί του προκειμένου διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου υπέρ της έγκρισης της αίτησης για τροποποίηση.

 

5.  Αντίθετη προσέγγιση θα αποστερούσε από τους εφεσείοντες τη δυνατότητα να αποδείξουν το είδος της ζημιάς για το οποίο καλόπιστα πίστευαν ότι ενέπιπτε στην κατηγορία των γενικών αποζημιώσεων και ότι δεν παρίστατο ανάγκη ειδικής δικογράφησης του, με καταστροφικές για την υπόθεση τους συνέπειες.

 

6.  Ήταν εύλογες οι οποιεσδήποτε δυσκολίες ενδεχομένως θα προκαλούνταν στους εφεσιβλήτους σε περίπτωση επανακλήτευσης οποιουδήποτε αριθμού μαρτύρων. Όμως οποιαδήποτε ταλαιπωρία ήθελε προκληθεί από την επανακλήτευση, δεν μπορούσε να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ των εφεσιβλήτων. Προέχει το συμφέρον της δικαιοσύνης. Μια τέτοια ζημιά μπορεί να αποζημιωθεί με χρήμα.

 

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Kayat Trading Limited v. Genzyme Corporation (2012) 1 Α.Α.Δ. 1855,

 

Preece κ.ά. ν. Ρωσσίδου (2011) 1 Α.Α.Δ. 2138,

 

Παπαχρυσοστόμου ν. Κώστας Γρηγοριάδης και Συνεταίροι (2012) 1 Α.Α.Δ. 817,

 

Φοινιώτης ν. Green Mar Navigation (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 33,

 

Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 934,

 

Γραμμές Τρινζί Αιγαίου ν. Επίσημου Παραλήπτη (1995) 1 Α.Α.Δ. 607,

 

Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) v. Σιακόλα (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 44,

 

C & A Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. κ.ά. ν. Βιομηχανία Χαρίλαος Αλωνεύτης Λτδ κ.ά. (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 237,

 

Νικολάου ν. Μιλτιάδους κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 1005.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Ενάγουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λιάτσος, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 7462/02), ημερομ. 20/1/2012.

 

Γ. Γεωργιάδης με Ντ. Βαρωσιώτου (κα) και Δ. Λαδά (κα), για την  Εφεσείουσα.

 

Π. Πολυβίου με Στ. Πολυβίου (κα) και Γ. Μίτλεττον, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Προτού ασχοληθούμε με την ουσία της υπό εκδίκαση έφεσης, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε και αυτό σε γενικές γραμμές και στο βαθμό και την έκταση που μας ενδιαφέρει, το ιστορικό της υπόθεσης.

 

Η ακροαματική διαδικασία στην αγωγή, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη με την παρούσα έφεση ενδιάμεση απόφαση, άρχισε πριν από δύο περίπου χρόνια και όπως πολύ ορθά επισημαίνεται από το πρωτόδικο δικαστήριο είναι χρονοβόρα και σ' αυτό συνέτεινε αριθμός παραγόντων, κυρίως η ανάγκη παρουσίασης του συνόλου της μαρτυρίας μέσω μαρτύρων οι οποίοι διαμένουν στο εξωτερικό, η εκτεταμένη παράθεση σχετικών γεγονότων και επανειλημμένα δικονομικά διαβήματα. Θα πρέπει εδώ να λεχθεί ότι στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της καταχώρισης της αγωγής 9/7/2002 και της έναρξης της ακροαματικής διαδικασίας, καταχωρήθηκε μεγάλος αριθμός ενδιάμεσων αιτήσεων οι οποίες στο σύνολο τους αποτέλεσαν αντικείμενο αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο πλευρών. Οι εν λόγω αιτήσεις, αφορούσαν αιτήσεις για απόρριψη του κλητηρίου εντάλματος και/ή ακύρωση της επίδοσης και/ή αναστολή της διαδικασίας, αιτήσεις για τροποποίηση δικογράφων και συγκεκριμένα της έκθεσης απαίτησης, όπως και αιτήσεις για διαγραφή παραγράφων του δικογράφου των εφεσειόντων. 

Στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας, η οποία ειρήσθω εν παρόδω συνεχίζεται, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 10/6/2011, δεν επέτρεψε την παροχή μαρτυρίας μέσω κατάθεσης της έκθεσης του Μ.Ε. 12, στόχος της οποίας ήταν η απόδειξη ζημιάς η οποία εξειδικεύετο ως «enterprise valuation» και «loss of profit».

 

Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ο Μ.Ε. 12, ορκωτός λογιστής, με έδρα των εργασιών του το Λονδίνο, υπό την ιδιότητα του ως εμπειρογνώμονας και με εντολή των δικηγόρων των εφεσειόντων, ετοίμασε έκθεση υπολογισμού των ζημιών τις οποίες οι εφεσείοντες, όπως ισχυρίζονται, υπέστησαν ως αποτέλεσμα παράβασης συμβολαίων και/ή αστικών αδικημάτων από πλευράς των εφεσιβλήτων σχετικά με συμβόλαιο για την προμήθεια και διανομή στην Ουκρανία συγκεκριμένου φαρμάκου υπό το εμπορικό σήμα MelaPure.

 

Προσπάθεια των εφεσειόντων να θέσουν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου τη συγκεκριμένη έκθεση ως μαρτυρία, αντιμετώπισε την ένσταση των εφεσιβλήτων, οι οποίοι μεταξύ άλλων ισχυρίστηκαν ότι το είδος των ζημιών που η έκθεση κάλυπτε, δημιουργούσε την υποχρέωση στους εφεσείοντες για σαφή δικογράφηση των συγκεκριμένων ζημιών, πράγμα που δεν έπραξαν. Η συγκεκριμένη παράλειψη των εφεσειόντων, δημιουργούσε, σύμφωνα με τους εφεσιβλήτους, κενό στην έκθεση απαίτησης το οποίο αναπόφευκτα οδηγούσε σε αποκλεισμό μαρτυρίας, στη συγκεκριμένη περίπτωση της έκθεσης του Μ.Ε. 12, που στόχο είχε την απόδειξη της εν λόγω ζημιάς. Η εν λόγω πτυχή της ένστασης των εφεσιβλήτων έγινε δεκτή και η προτεινόμενη μαρτυρία αποκλείστηκε.

 

Οι εφεσείοντες, οι οποίοι πρωτόδικα είχαν προωθήσει τη θέση ότι οι ζημιές που η επίμαχη έκθεση κάλυπτε, ενέπιπταν στην κατηγορία των γενικών αποζημιώσεων και συνεπώς δεν παρίστατο ανάγκη ειδικής δικογράφησης τους, θέση η οποία απορρίφθηκε πρωτόδικα, εφεσίβαλαν την ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 10/6/2011. Παράλληλα, επεδίωξαν, με αίτηση που καταχώρισαν στις 16/12/2011, εκτενείς τροποποιήσεις της έκθεσης απαίτησης. Στη συνοδευτική ένορκη δήλωση, ό,τι είναι ουσιαστικό, πέραν των τυπικών αναφορών, είναι το περιεχόμενο της παραγράφου 2 το οποίο και παραθέτουμε:

 

"Με την αιτούμενη τροποποίηση επιδιώκεται συμμόρφωση με την ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 10.6.2011 ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η παρουσίαση σαν μαρτυρίας της έκθεσης του Μ.Ε. 12, εμπειρογνώμονα μάρτυρα της αιτήτριας - ενάγουσας, αναφορικά με τον υπολογισμό των αποζημιώσεων με δύο συγκεκριμένες μεθόδους τις οποίες αναλύει και εφαρμόζει σαν εμπειρογνώμονας."

 

Η αίτηση αντιμετώπισε πρωτόδικα την ένσταση των εφεσιβλήτων. Η ένσταση των τελευταίων κινήθηκε γύρω από ένα ευρύ φάσμα λόγων που κάλυπταν επίκληση υπέρμετρης και αδικαιολόγητης καθυστέρησης, παραβίαση των διαδικαστικών κανονισμών, κατάχρηση της διαδικασίας και πρόκλησης βλάβης σ' αυτούς, βλάβη η οποία δεν ήταν δυνατό να αποκατασταθεί με την παροχή εξόδων και μόνο. Τις εν λόγω θέσεις οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσιβλήτων προώθησαν και κατά την ακρόαση της παρούσας έφεσης.

 

Παρενθετικά αναφέρουμε πως της αίτησης για τροποποίηση ημερομηνίας 16/12/2011, προηγήθηκε άλλη, παρόμοιας φύσης, η οποία καταχωρήθηκε αμέσως μετά την έκδοση της ενδιάμεσης απόφασης 10/6/2011, η οποία όμως αποσύρθηκε λίγο αργότερα δίνοντας τη θέση της σε αίτηση για αναστολή της διαδικασίας μέχρι την εκδίκαση και/ή αποπεράτωση εφέσεων εναντίον ενδιάμεσων αποφάσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου, μια από τις οποίες ήταν και η έφεση εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης ημερομηνίας 10/6/2011. Η αίτηση για αναστολή απορρίφθηκε για να ακολουθήσει λίγες μέρες αργότερα η αίτηση για τροποποίηση ημερομηνίας 16/12/2011.

 

Το Εφετείο με απόφαση του ημερομηνίας 27/7/2012 απέρριψε τις θέσεις των εφεσειόντων και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, ημερομηνίας 10/6/2011. (Βλ. Kayat Trading Limited v. Genzyme Corporation (2012) 1 A.Α.Δ. 1855).

 

Στο μεταξύ, και συγκεκριμένα στις 20/1/2012, είχε απορριφθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο η αίτηση για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης, που οι εφεσείοντες είχαν καταχωρίσει στις 16/12/2011. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αφού διαπίστωσε «αφενός αδικαιολόγητη και αναντίλεκτη καθυστέρηση» στην υποβολή του αιτήματος και «αφετέρου υπαρκτό κίνδυνο πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς» στους εφεσιβλήτους. Σύμφωνα με το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου, το σύνολο των γεγονότων που θεμελίωναν το αίτημα για τροποποίηση ήταν γνωστό, ή τουλάχιστον εύκολα μπορούσε να διαπιστωθεί και εντοπιστεί από τους εφεσείοντες, από τα πρώτα στάδια της διαδικασίας. Η μακρόχρονη, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του, καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος παρέμενε αναιτιολόγητη και προκαλούσε ανεπανόρθωτη ζημιά στα δικαιώματα των εφεσιβλήτων και έπληττε καίρια το συμφέρον της δικαιοσύνης «δεδομένης της μακρόχρονης εκκρεμότητας της αντιδικίας και του εκτροχιασμού που θα επέλθει στη διαδικασία».

 

Η ορθότητα της πιο πάνω ενδιάμεσης απόφασης αμφισβητείται με την παρούσα έφεση, στα πλαίσια της οποίας εγείρονται οι πιο κάτω δύο λόγοι έφεσης:

 

"1.  Το Σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε νομικώς και τελούσε υπό και/ή περιέπεσε σε νομική και/ή πραγματική πλάνη και/ή παρερμήνευσε την ισχύουσα Νομολογία και τους Θεσμούς της Πολιτικής Δικονομίας.

 

2. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε και/ή δεν αιτιολόγησε επαρκώς και/ή δεόντως την απόφαση του και/ή τα ευρήματα του."

 

Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου σε σχέση με αιτήσεις που έχουν ως νομικό υπόβαθρο τις πρόνοιες του κ. 1 της Δ.25* , όπως είναι η παρούσα περίπτωση, έχουν γίνει αντικείμενο εξέτασης και λεπτομερούς ανάλυσης σε πληθώρα υποθέσεων** .

 

Το συμπέρασμα που μπορεί με ασφάλεια να συναχθεί από τη σχετική νομολογία, είναι ότι το θέμα, τροποποίησης δικογράφων, ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου η οποία ασκείται φιλελεύθερα και δεν διέπεται από άκαμπτους κανόνες, αλλά από διάφορους παράγοντες, η βαρύτητα των οποίων ποικίλει ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η βασική αρχή η οποία πηγάζει μέσα από την εν λόγω νομολογία είναι, όπως πολύ εύστοχα επισημάνθηκε στην υπόθεση Preece:

 

"Αίτηση για τροποποίηση δικογράφου μπορεί να εγκριθεί σε κάθε στάδιο της διαδικασίας εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις οι οποίες καθιστούν την τροποποίηση απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης. Το συμφέρον της δικαιοσύνης αποτιμάται ύστερα από συνεκτίμηση όλων των παραγόντων της κάθε υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων και των επιπτώσεων που ενδεχομένως θα προκληθούν στα δικαιώματα και συμφέροντα του αντιδίκου. Βλ. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. κ.ά. ν. Βιομηχανία Χαρίλαος Αλωνεύτης Λτδ κ.ά. (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 237.

 

Στη Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 934 έχει ειπωθεί ότι η σύγχρονη τάση είναι να επιτρέπουν τα δικαστήρια τροποποιήσεις στις κατάλληλες υποθέσεις ακόμα και όταν μια τέτοια τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης νοουμένου ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα."

 

Επίσης, όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Παπαχρυσοστόμου ν. Κώστας Γρηγοριάδης και Συνεταίροι (2012) 1 Α.Α.Δ. 817:

 

"Στις περιπτώσεις όπου ο προσδιορισμός της ουσίας της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων και η αποτροπή της πολλαπλότητας των νομικών διαδικασιών επιβάλλουν την τροποποίηση των δικογράφων, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται υπέρ της έγκρισης της αίτησης νοουμένου ότι δεν θα προκληθεί βλάβη ή αδικία στην άλλη πλευρά η οποία δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα ή ο αιτητής δεν ενεργεί κακόπιστα. Το αποδεικτικό βάρος για την αιτιολόγηση του αιτήματος και της οποιασδήποτε καθυστέρησης στη διατύπωση των θέσεων του αιτητή, ποικίλει ανάλογα με το στάδιο κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Η έναρξη της δίκης δεν δημιουργεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιδίωξη τροποποίησης δικογράφων, όμως η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου στο στάδιο αυτό, ασκείται με φειδώ. Τέλος μπορεί να λεχθεί ότι η εισαγωγή ενός νέου θέματος δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκη και την απόρριψη της αίτησης, νοουμένου όμως ότι δεν έχει καταλυτικές συνέπειες για την αντίδικη πλευρά."

Χωρίς με οποιοδήποτε τρόπο να παραβλέπουμε τα όσα λέχθηκαν στην έφεση 275/2011 (πιο πάνω), θεωρούμε ότι η κρινόμενη περίπτωση δεν αφορά περίπτωση παντελούς παράλειψης δικογράφησης συγκεκριμένου είδους ζημιών έτσι ώστε να εγείρεται ζήτημα αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους, τέτοιες ζημιές δεν δικογραφήθηκαν έγκαιρα και συνακόλουθα γιατί δεν επιδιώχθηκε η τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης νωρίτερα. Στοιχεία του συγκεκριμένου είδους ζημιάς που οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι έχουν υποστεί, και για τις οποίες αξιώνουν αποζημιώσεις, δικογραφούνται κατά τρόπο γενικό στην έκθεση απαίτησης και σε σχέση με αυτά τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία. Εκείνο που, όπως εκ των υστέρων διεφάνη (βλ. ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου 10/6/2011, η οποία επικυρώθηκε κατ' έφεση στις 27/7/2012), ήταν η παράλειψη δικογράφησης λεπτομερειών που, εφόσον, όπως εκ των υστέρων κρίθηκε, πρόκειται περί ειδικών αποζημιώσεων, θα καθιστούσαν εφικτή την απόδειξη των ζημιών σε όλο τους το εύρος. Με άλλα λόγια, με την προτεινόμενη τροποποίηση, όσο εκτενής και αν είναι αυτή, δεν επιδιώκεται η εισαγωγή νέου είδους ζημιάς η οποία, αν και ήταν γνωστή στους εφεσείοντες, δεν δικογραφήθηκε, αλλά η δικογράφηση των λεπτομερειών που θα τους επιτρέψουν να αποδείξουν το είδος της ζημιάς τους που ήδη δικογραφείται, έστω και κατά γενικό τρόπο.

 

Στην κρινόμενη περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων και ειδικότερα την απουσία κακοπιστίας από πλευράς εφεσειόντων, καταλήγουμε ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης επιβάλλει την άσκηση της επί του προκειμένου διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου υπέρ της έγκρισης της αίτησης για τροποποίηση. Είναι πιστεύουμε αρκετό να επισημάνουμε πως αντίθετη προσέγγιση θα αποστερούσε από τους εφεσείοντες τη δυνατότητα να αποδείξουν το είδος της ζημιάς για το οποίο καλόπιστα πίστευαν ότι ενέπιπτε στην κατηγορία των γενικών αποζημιώσεων και συνεπώς δεν παρίστατο ανάγκη ειδικής δικογράφησης του, με καταστροφικές για την υπόθεση τους συνέπειες.

 

Δεν έχει διαφύγει της προσοχής μας ότι η θέση των εφεσιβλήτων είναι πως έγκριση της αίτησης θα προκαλέσει στους ίδιους ανεπανόρθωτη ζημιά, καθότι θα απαιτηθεί για σκοπούς περαιτέρω αντεξέτασης, η επανακλήτευση μεγάλου αριθμού μαρτύρων των εφεσειόντων. Κατανοούμε τις οποιεσδήποτε δυσκολίες ενδεχομένως θα προκληθούν στους εφεσιβλήτους σε περίπτωση επανακλήτευσης οποιουδήποτε αριθμού μαρτύρων. Όμως, έχουμε την άποψη ότι η όποια ταλαιπωρία ήθελε προκληθεί από την επανακλήτευση μαρτύρων, δεν μπορεί να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ των εφεσιβλήτων. Προέχει το συμφέρον της δικαιοσύνης. Μια τέτοια ζημιά μπορεί να αποζημιωθεί με χρήμα.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση γίνεται δεκτή. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Παραχωρείται άδεια για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης. Οι σχετικές οδηγίες να δοθούν από το εκδικάζον την υπόθεση Δικαστήριο. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και σε βάρος των εφεσιβλήτων. Τα έξοδα όμως της αίτησης για τροποποίηση, όπως και τα έξοδα που θα προκύψουν λόγω της τροποποίησης επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο