ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 464
22 Φεβρουαρίου, 2013
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]
1. P & MA. RESTAURANT LIMΙTED,
2. ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΩΡΓΑΛΛΕΤΟΣ,
3. ΠΑΝΙΚΟΣ ΑΡΧΟΝΤΙΔΗΣ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
ν.
ERIC JOHN WAKEHAM,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 286/10)
Αποφάσεις και Διατάγματα ― Προσωρινά διατάγματα ― Εφαρμοστέες αρχές ― Έκδοση προσωρινού διατάγματος από Επαρχιακό Δικαστήριο για την απόδοση στον Ενάγοντα επιχείρησης εστιατορίου που είχε αγοράσει από τους Εναγόμενους και στο οποίο οι τελευταίοι επενέβησαν παράνομα, ισχυριζόμενοι τερματισμό και παράβαση της σύμβασης πώλησης ― Εκρίθη ότι η μακρόχρονη απομάκρυνση του Ενάγοντα από την επιχείρηση θα αύξανε τις ζημιές και τις αποζημιώσεις που τυχόν θα επιδικάζονταν ― Αρχή διατήρησης status quo ― Επικυρώθηκε κατ' έφεση.
Οι Εφεσείοντες αμφισβήτησαν με την έφεση την έκδοση προσωρινών απαγορευτικών διαταγμάτων τα οποία εκδόθηκαν στο πλαίσιο αγωγής που προωθήθηκε από τον Εφεσίβλητο εναντίον τους.
Με τα εκδοθέντα διατάγματα απαγορευόταν στους Εναγόμενους/Εφεσείοντες και/ή τους αντιπροσώπους αυτών από του να κατακρατούν και/ή να ιδιοποιούνται καθ' οιονδήποτε τρόπο την επιχείρηση εστιατορίου στη Λεμεσό, ενώ περαιτέρω διατάσσονταν να παραδώσουν την επιχείρηση στον Ενάγοντα/Εφεσείοντα μέχρι τελικής εκδίκασης της αγωγής και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
Διατάσσονταν περαιτέρω οι Εφεσείοντες, όπως σταματήσουν από του να παρεμβαίνουν και/ή να παρεμποδίζουν καθ'οιονδήποτε τρόπο τη διεξαγωγή και/ή λειτουργία της επιχείρησης του ρηθέντος εστιατορίου στην Λεμεσό από τον Ενάγοντα και/ή τους υπηρέτες και/ή αντιπροσώπους του, μέχρι τελικής εκδίκασης της αγωγής και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του δικαστηρίου.
Σύμφωνα με τα όσα τέθησαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι Εναγόμενοι/Εφεσείοντες είχαν συνάψει γραπτή συμφωνία με τον Ενάγοντα/Εφεσίβλητο, δυνάμει της οποίας οι πρώτοι πώλησαν την εν λόγω επιχείρηση στον δεύτερο, έναντι τιμήματος πώλησης £100.000.
Η παράδοση της επιχείρησης από την Εναγομένη 1 στον Ενάγοντα έλαβε χώρα στις 20.8.06 και τη διαχείριση της ανέλαβε εταιρεία που συνεστήθη στην οποία συμμετείχε εκπρόσωπος του Ενάγοντα και ο Εναγόμενος 2.
Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση, ο Ενάγων εκπλήρωσε στο ακέραιο όλες τις ευθύνες και υποχρεώσεις που ανέλαβε, τόσο δια της καταβολής ενοικίων, όσο και οφειλών προς τις τράπεζες αλλά και οφειλές προς διάφορους προμηθευτές στους οποίους όφειλαν ποσά οι Εναγόμενοι, συνολικού ύψους €175.345,65.
Οι Εναγόμενοι αναγνώρισαν πως ο Ενάγοντας είχε εκπληρώσει όλες τις συμβατικές του υποχρεώσεις και ο Εναγόμενος 2 μεταβίβασε τις μετοχές που κατείχε στην νέα εταιρεία.
Ο Ενάγων, για σκοπούς καλύτερης λειτουργίας της επιχείρησης, ανακαίνισε και εξόπλισε το ακίνητο, δαπανώντας ποσό €309.531,64. Όλες οι αλλαγές και επενδύσεις έγιναν εν γνώσει και με συγκατάθεση των Εναγομένων.
Στις 22.11.09 οι Εναγόμενοι επενέβησαν παράνομα στις εισόδους του ακινήτου, στο οποίο διεξαγόταν η επιχείρηση και κατέστησαν αδύνατη την πρόσβαση του Ενάγοντα και/ή των αντιπροσώπων του σ' αυτή.
Στην ένσταση των Εναγομένων απορρίπτονταν οι πιο πάνω ισχυρισμοί και υποστηριζόταν ότι υπήρξε τερματισμός της συμφωνίας και εγκατάλειψη της επιχείρησης από τον Ενάγοντα, ότι οι Εναγόμενοι 2 και 3 πλήρωσαν στον ιδιοκτήτη του υποστατικού ποσό €8.360 ως καθυστερημένα ενοίκια και ανέλαβαν την υπεράσπιση σε αίτηση έξωσης που καταχωρήθηκε εναντίον τους λόγω καθυστέρησης στη πληρωμή ενοικίων.
Οι Εναγόμενοι 2 και 3 εισήλθαν, ως ισχυρίστηκαν, νόμιμα στο υποστατικό, δεδομένου ότι ήσαν οι ενοικιαστές του, για να το διατηρήσουν σε καλή κατάσταση και να το προστατεύσουν από φθορές και απώλειες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση που εξέδωσε αναφέρθηκε μεταξύ άλλων και στις προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιούνται με βάση το Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, κρίνοντας ότι πληρούνταν, ως επίσης αναφέρθηκε και σε άλλα σχετικά στοιχεία όπως η διατήρηση του status quo.
Έλαβε υπόψη του ότι ο Ενάγων λειτουργούσε την επιχείρηση για τρία χρόνια σχεδόν, ότι κατέβαλλε ενοίκια τα οποία ο ιδιοκτήτης εισέπραττε, ως καταβληθέντα εκ μέρους των ενοικιαστών - Εναγομένων 2 και 3 και ότι δεν καταχωρήθηκε αίτηση έξωσης με λόγο την χωρίς άδεια υπενοικίαση του υποστατικού.
Εν όψει του γεγονότος πως η μακρόχρονη απομάκρυνση του Ενάγοντα από την επιχείρηση, θα αύξανε τις ζημιές και τις αποζημιώσεις που τυχόν θα επιδικάζονταν και του γεγονότος πως οι Εναγόμενοι εισήλθαν στο υποστατικό και εμπόδιζαν τον Ενάγοντα να εισέλθει, χωρίς να εξασφαλίσουν προηγουμένως την είσοδο τους με νόμιμο μέσο, εκρίθη πως πληρείτο και η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32.
Με τα πιο πάνω δεδομένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η διακριτική του ευχέρεια θα έπρεπε να ασκηθεί υπέρ του αιτητή και εξέδωσε τα αιτούμενα διατάγματα.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:
α) Ότι λανθασμένα αποφασίστηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Νόμου για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων.
β) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι ήταν εύλογο και δίκαιο να εκδώσει τα διατάγματα.
γ) Εσφαλμένα αξιολόγησε μαρτυρίες και κατέληξε σε ευρήματα και συμπεράσματα επί της ουσίας της υπόθεσης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όχι μόνο δεν αξιολόγησε τη μαρτυρία και δεν κατέληξε σε συμπεράσματα επί της ουσίας της υπόθεσης, αλλά αντιθέτως, δήλωσε σαφώς τον περιορισμό που τίθεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με τη μαρτυρία σε θέματα αξιοπιστίας και ορθά τήρησε τις επιταγές της νομολογίας.
2. Ούτε οι υπόλοιποι λόγοι ευσταθούσαν. Η λεπτομερής ανάλυση του ιστορικού της υπόθεσης και των θεμάτων που εγείρονταν, δικαιολογούσαν πλήρως την κατάληξη του Δικαστηρίου και την έκδοση των διαταγμάτων.
3. Τόσο το συμπέρασμα ότι ικανοποιούνταν οι τρεις προϋποθέσεις, αλλά και το ότι ήταν δίκαιο και εύλογο να εκδοθεί τέτοιο διάταγμα, ήταν πλήρως δικαιολογημένα.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Φεσσάς (1990) 1 Α.Α.Δ. 204,
Odysseos v. Pieris Estates a.ο. (1982) 1 C.L.R. 557,
Papastratis v. Pieridis (1979) 1 C.L.R. 231,
Κυρισάββα ν. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245.
Έφεση.
Έφεση από τους Εναγομένους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Σωκράτους, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 1072/2010), ημερομ. 12/8/2010.
Α. Ευτυχίου, για Εφεσείοντες.
Αν. Αντωνίου, για Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Π.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Ο ενάγων στην Αγωγή 1072/2010, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού καταχώρησε αίτηση στις 10.3.10 για έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων, ως ακολούθως:
«Α. Διάταγμα του Δικαστηρίου που να απαγορεύει στους Εναγόμενους 1/Καθ' ων η Αίτηση 1 και/ή τον Εναγόμενο 2/Καθ' ου η Αίτηση 2 και/ή τον Εναγόμενο 3/Καθ' ου η αίτηση 3 και/ή τους υπηρέτες και/ή τους αντιπροσώπους αυτών από του να κατακρατούν και/ή να ιδιοποιούνται καθ' οιονδήποτε τρόπο την επιχείρηση εστιατορίου επί της οδού Ειρήνης 111 στην Λεμεσό, μέχρι τελικής εκδίκασης της παρούσης αγωγής και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του δικαστηρίου.
Β. Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει τους Εναγόμενους 1/Καθ' ων η Αίτηση 1 και/ή τον Εναγόμενο 2/Καθ' ου η αίτηση 2 και/ή τον Εναγόμενο 3/Καθ' ου η Αίτηση 3 και/ή τους υπηρέτες και/ή τους αντιπροσώπους αυτών να παραδώσουν την επιχείρηση εστιατορίου επί της οδού Ειρήνης 111 στην Λεμεσό, στον Ενάγοντα/Αιτητή, μέχρι τελικής εκδίκασης της παρούσης αγωγής και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του δικαστηρίου.
Γ. Διάταγμα του Δικαστηρίου που να απαγορεύει στους Εναγόμενους 1/Καθ' ων η Αίτηση 1 και/ή τον Εναγόμενο 2/Καθ' ου η Αίτηση 2 και/ή τον Εναγόμενο 3/Καθ' ου η Αίτηση 3 και/ή τους υπηρέτες και/ή τους αντιπροσώπους αυτών από του να παρεμβαίνουν και/ή να παρεμποδίζουν καθ' οιονδήποτε τρόπο την διεξαγωγή και/ή λειτουργία της επιχείρησης εστιατορίου επί της οδού Ειρήνης 111 στην Λεμεσό από τον Ενάγοντα και/ή τους υπηρέτες και/ή αντιπροσώπους του, μέχρι τελικής εκδίκασης της παρούσης αγωγής και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του δικαστηρίου.»
Τα περίπλοκα γεγονότα και το ιστορικό αυτής της υπόθεσης συνοψίζονται με αρκετή λεπτομέρεια στην πρωτόδικη απόφαση. Για σκοπό ευκολίας παραθέτουμε το σχετικό κείμενο:
«Τα γεγονότα που συνθέτουν τη διαφορά των διαδίκων και που στηρίζουν την αίτηση, εκτίθενται στην ένορκη δήλωση της Μαγδαληνής Λειβαδιώτου και μπορούν να συνοψισθούν στα κατωτέρω:
Η Εναγόμενη 1 ήταν ιδιοκτήτρια της επιχείρησης εστιατορίου, γνωστή με το όνομα «ΕΔΩ ΛΕΜΕΣΟΣ» και διεξαγόταν στο ακίνητο επί της οδού Ειρήνης 111 στη Λεμεσό, του οποίου ενοικιαστές ήσαν οι Εναγόμενοι 2 και 3.
Ο Εναγόμενος 2 ήταν επίσης μέτοχος και διευθυντής της Εναγομένης 1.
Την ή περί την 10.7.06 οι Εναγόμενοι συνήψαν γραπτή συμφωνία με τον Ενάγοντα, δυνάμει της οποίας οι πρώτοι πωλούσαν την εν λόγω επιχείρηση στον δεύτερο, έναντι τιμήματος πώλησης £100.000, το οποίο θα καταβαλλόταν από τον Ενάγοντα προς διάφορους τραπεζικούς οργανισμούς, με τους οποίους οι Εναγόμενοι διατηρούσαν λογαριασμούς, οι οποίοι ήσαν πιστωτικοί και το εν λόγω ποσό θα χρησιμοποιείτο για ικανοποίηση των χρεών.
Συγκεκριμένα, ποσό £8.300 θα πληρωνόταν στην Ελληνική Τράπεζα στις 13.7.06 ενώ το υπόλοιπο ποσό των £91.700 στις Λαϊκή Χρηματοδοτήσεις Λτδ και Alpha Bank Public Ltd, εντός 3 μηνών από την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας πώλησης.
Πριν την καταβολή της πρώτης δόσης, ο Ενάγων διαπίστωσε ότι τα οφειλόμενα από τους Εναγομένους 1 ποσά προς τις τράπεζες ήσαν πολύ μεγαλύτερα από εκείνα τα οποία του ανέφεραν ότι όφειλαν και ξεπερνούσαν κατά πολύ το ποσό των £100.000, γι' αυτό μετά από συνάντηση με τους Εναγομένους 2 και 3 οι οποίοι εκπροσωπούσαν και την Εναγόμενη 1, αφού παραδέχθηκαν ότι όντως τα χρέη τους ήσαν μεγαλύτερα των αναγραφομένων, συμφώνησαν προφορικά, ώστε το τίμημα πώλησης των £100.000 να καταβληθεί για διευθέτηση οφειλών και δεσμεύσεων που προέκυψαν κατά τη λειτουργία της επιχείρησης από τους Εναγομένους, όπως δεδουλευμένα ενοίκια για το ακίνητο και ενοίκια εκ μέρους και για λογαριασμό των Εναγομένων 2 και 3 για την περίοδο μετά τη σύναψη της συμφωνίας και μέχρι τη συνομολόγηση νέας συμφωνίας ενοικιάσεως μεταξύ του ιδιοκτήτη και του Ενάγοντα, ως ενοικιαστή και/ή έναντι οφειλών και δεσμεύσεων προς τράπεζες. Με την καταβολή από τον Ενάγοντα ποσού ύψους £100.000 έναντι των ανωτέρω οφειλών, τότε το τίμημα πωλήσεως θα εθεωρείτο εξοφληθέν.
Στα πλαίσια της προφορικής συμφωνίας συμφωνήθηκε περαιτέρω η σύσταση νέας εταιρείας η οποία θα ανελάμβανε τη διαχείριση του εστιατορίου, με τη συμμετοχή της ενόρκως δηλούσας ως εκπροσώπου των συμφερόντων του Ενάγοντα και του Εναγομένου 2 ως εκπροσώπου των συμφερόντων της Εναγομένης 1. Η εν λόγω εταιρεία, όντως ιδρύθηκε με το όνομα G.C.F.A.P. & Co. Ltd (Τεκμ. 4, 5, 6, 7).
Η παράδοση της επιχείρησης από την Εναγομένη 1 στον Ενάγοντα έλαβε χώρα στις 20.8.06 και η ανωτέρω εταιρεία ανέλαβε από την ημερομηνία σύστασής της την διαχείριση και διεξαγωγή της επιχείρησης (Τεκμήριο 8 πρακτικό παράδοσης).
Με την ανάληψη της διαχείρισης από την ρηθείσα εταιρεία, έγιναν οι απαραίτητες ενημερώσεις και αλλαγές στα σχετικά μητρώα της υπηρεσίας Φ.Π.Α. (Τ.10-15).
Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση, ο Ενάγων εκπλήρωσε στο ακέραιο όλες τις ευθύνες και υποχρεώσεις που ανέλαβε, τόσο δια της καταβολής ενοικίων (Τ.16) όσο και οφειλών προς τις τράπεζες (Τ.17 - 20) αλλά και οφειλές προς διάφορους προμηθευτές στους οποίους όφειλαν ποσά οι Εναγόμενοι (Τ.21, 22), συνολικού ύψους €175.345,65.
Οι Εναγόμενοι περί τον Μάϊο 2008 αναγνώρισαν πως ο Ενάγοντας έχει εκπληρώσει όλες τις συμβατικές του υποχρεώσεις και ο Εναγόμενος 2 την ίδια περίοδο μεταβίβασε και αποξένωσε τις μετοχές που κατείχε στην εταιρεία G.C.F.A.P. Ο Ενάγων, για σκοπούς καλύτερης λειτουργίας της επιχείρησης, ανακαίνισε και εξόπλισε το ακίνητο, δαπανώντας ποσό €309.531,64 (Τ.24). Όλες οι αλλαγές και επενδύσεις έγιναν εν γνώσει και συγκαταθέσει των Εναγομένων (Τ.3).
Ο Εναγόμενος 2, ο οποίος εργοδοτείτο από την εταιρεία G.C.F.A.P. & Co. Ltd, ως υπάλληλος, επέδειξε σε διάφορες ημερομηνίες προκλητική και ανάρμοστη συμπεριφορά, εκθέτοντας τον Ενάγοντα και δημιουργώντας αναστάτωση στους θαμώνες του εστιατορίου, εκτοξεύοντας μάλιστα απειλές κατά του Ενάγοντα, γεγονός για το οποίο τον κατάγγειλε στην Αστυνομία.
Στις 22.11.09 οι Εναγόμενοι επενέβησαν παράνομα στις εισόδους του ακινήτου, στο οποίο διεξάγεται η επιχείρηση και κατέστησαν αδύνατη την πρόσβαση του Ενάγοντα και/ή των αντιπροσώπων του σ' αυτή. Ο Ενάγων, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε να εισέλθει στο ακίνητο, δεν τα κατάφερε, αφού εμποδιζόταν από τους Εναγομένους 2 και 3, με αποτέλεσμα να κλονισθεί η ψυχολογική του υγεία, να αποπειραθεί να αυτοκτονήσει και να νοσηλευθεί στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού. Ο Ενάγων, υπό την ιδιότητα του ως διευθυντής της εταιρείας G.C.F.A.P. & Co. Ltd, καταδικάσθηκε στις 5.2.10 σε εξάμηνη ποινή φυλάκισης για το αδίκημα της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρισμα.
Η ενόρκως δηλούσα αντεξετάσθηκε επί του περιεχομένου της ενόρκου δηλώσεως της. Δήλωσε ότι έχει πλήρη γνώση των γεγονότων λόγω της ενεργού συμμετοχής της στα γεγονότα και στη διαχείριση του εστιατορίου και εξουσιοδοτήθηκε προφορικά από τον Ενάγοντα για να προβεί στην ένορκη δήλωση. Επανέλαβε, ουσιαστικά, τα γεγονότα και επέμενε στις θέσεις που εκφράζει με την ένορκη δήλωση της.
Τα αιτήματα του Ενάγοντα συνάντησαν την ένσταση των Εναγομένων, οι οποίοι με την ειδοποίηση ένστασης εγείρουν τους πιο κάτω λόγους, για τους οποίους θεωρούν την αίτηση απορριπτέα.
«1. Δεν υπάρχει αγώγιμο δικαίωμα και/ή βάση αγωγής εναντίον των καθ' ων η αίτηση- Εναγομένων 2 και 3 εφόσον οι καθ' ων η Αίτηση - Εναγόμενοι 2 και 3 δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη της επίδικης Συμφωνίας ημερ. 10.7.2006 μεταξύ Ενάγοντα και Εναγομένων - καθ' ων η αίτηση 1 και/ή οποιασδήποτε ισχυριζόμενης συμφωνίας αναθεωρούσας και/ή τροποποιούσας αυτή περί ή τον Αύγουστο του 2006 και/ή οποιαδήποτε ημερομηνία.
2. Η επίδικη Συμφωνία ημερ. 10.7.2006 κατέστη άκυρη και/ή ακυρώθηκε από την Εναγόμενη 1:
(α) Διότι δυνάμει ρητής πρόνοιας σ' αυτή, η Συμφωνία ημερ. 10.7.2006 ήταν υπό αίρεση όπως ο Αιτητής - Ενάγων εξασφαλίσει την ενοικίαση του υποστατικού από τον ιδιοκτήτη του στο οποίο θα διεξάγετο η επιχείρηση Καφέ-μπαρ-εστιατόριο που δεν εξασφαλίστηκε από υπαιτιότητα του Αιτητή - Ενάγοντα και/ή λόγω παράβασης της πιο πάνω Συμφωνίας από τον Αιτητή - Ενάγοντα. Ο Ενάγοντας κατά παράβαση της πιο πάνω Συμφωνίας του δεν εκπλήρωσε τις οικονομικές υποχρεώσεις που ανέλαβε δυνάμει αυτής.
(β) Ο Αιτητής - Ενάγοντας κατά παράβαση της πιο πάνω Συμφωνίας του εγκατέλειψε την επιχείρηση Καφέ-μπαρ-εστιατόριο υπό πλήρη διάλυση.
3. Ο Ενάγοντας είναι ένοχος αδικαιολόγητης καθυστέρησης καταχώρησης της Έκθεσης Απαίτησης για προώθηση της πιο πάνω αγωγής.
4. Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων όπως προβλέπονται στα Άρθρα 31 και 32 του Νόμου αρ. 14/60 ως τροποποιήθηκε ήτοι:
(α) Δεν υπάρχουν ορατές πιθανότητες επιτυχίας της πιο πάνω αγωγής εναντίον των καθ' ων η αίτηση - Εναγομένων 1, 2 και 3.
(β) Δεν υπάρχουν πιθανότητες ότι ο Αιτητής - Ενάγοντας δικαιούται τις αξιούμενες θεραπείες.
(γ) Η οποιαδήποτε αξίωση Αιτητή - Ενάγοντα εάν επιτύχει μπορεί να ικανοποιηθεί με επιδίκαση αποζημιώσεων.
5. Δεν αξιώνει στις αξιούμενες θεραπείες στην πιο πάνω αγωγή, την κατοχή του υποστατικού της οδού Ειρήνης αρ. 111 Λεμεσός στην οποία διεξάγετο η επιχείρηση Καφέ-μπαρ-εστιατόριο.
6. Ο Αιτητής - Ενάγοντας κωλύεται με τη συμπεριφορά του από την μια να εγκαταλείψει τη διαχείριση της επιχείρησης Καφέ-μπαρ-εστιατόριο και από την άλλη να αξιώνει την επιστροφή αυτής.
7. Ο Αιτητής - Ενάγοντας ουδέποτε είχε στην κατοχή του το υποστατικό στην οδό Ειρήνης αρ. 111 Λεμεσός που διεξάγετο η διαχείρισης της πιο πάνω επιχείρησης αλλά οι Καθ' ων η αίτηση - Εναγόμενοι 2 και 3 ως νόμιμοι κάτοχοι τούτου δυνάμει ενοικίασης.
8. Οι Καθ' ων η αίτηση 2 και 3 ως νόμιμοι ενοικιαστές ουδέποτε απώλεσαν ή εγκατέλειψαν ή παραχώρησαν ή εκχώρησαν ή υπενοικίασαν την κατοχή του υποστατικού στην οδό Ειρήνης αρ. 111 στη Λεμεσό.
9. Δεν είναι δίκαιο και λογικό να εκδοθούν οι αιτούμενες θεραπείες.»
Η ένσταση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του Εναγομένου 2, Περικλή Γιωργαλλέτου. Αποδέχεται τη συνομολογηθείσα σύμβαση πώλησης επιχείρησης μεταξύ Ενάγοντα και Εναγομένης 1 με τους όρους πληρωμής του τιμήματος που αυτή διελάμβανε και ισχυρίζεται ότι ο Ενάγων ουδέποτε τήρησε τα συμβατικά χρονοδιαγράμματα. Ισχυρίζεται ότι η παράβαση έδιδε δικαίωμα στην Εναγομένη 1 να τερματίσει τη σύμβαση. Αρνείται την ισχυριζόμενη από τον Ενάγοντα αναθεωρημένη προφορική συμφωνία η οποία επέφερε αλλαγή των όρων της σύμβασης πώλησης.
Αναφέρει, περαιτέρω, πως ενοικιαστές του επίδικου καταστήματος ήσαν και εξακολουθούν να είναι αυτός (Εναγόμενος 2) και ο Εναγόμενος 3. Ότι, ο Ενάγων δεν κατάφερε να εξασφαλίσει, ως η συμφωνία διελάμβανε, σύναψη ενοικιαστηρίου εγγράφου μεταξύ εκείνου (του Ενάγοντα) και του ιδιοκτήτη του ακινήτου. Συνεπώς, εφόσον η συμφωνία τελούσε υπό την αίρεση αυτή, και δεδομένου ότι ο Ενάγων δεν λειτούργησε με ικανοποιητικό τρόπο την επιχείρηση και όφειλε ενοίκια και εγκατέλειψε την επιχείρηση, η Εναγομένη 1 τερμάτισε τη συμφωνία με επιστολή της ημερ. 10.11.09. Μετά τον τερματισμό της συμφωνίας και την εγκατάλειψη της επιχείρησης από τον Ενάγοντα, οι Εναγόμενοι 2 και 3 πλήρωσαν στον ιδιοκτήτη του υποστατικού ποσό €8.360 ως καθυστερημένα ενοίκια για την περίοδο Μαΐου 2009 μέχρι Μαρτίου 2010 και ανέλαβαν την υπεράσπιση σε αίτηση έξωσης που καταχωρήθηκε εναντίον τους λόγω καθυστέρησης στη πληρωμή ενοικίων.
Μετά ταύτα, οι Εναγόμενοι 2 και 3 εισήλθαν, ως ισχυρίζεται ο Ενόρκως Δηλών, νόμιμα στο υποστατικό, δεδομένου ότι ήσαν οι ενοικιαστές του, για να το διατηρήσουν σε καλή κατάσταση και να το προστατεύσουν από φθορές και απώλειες.
Μετά την εγκατάσταση τους στο υποστατικό, όλη η κινητή περιουσία που ευρισκόταν σε αυτό, καταγράφηκε από τον Κοινοτάρχη Καθολικής Λεμεσού και τέθηκε υπό φύλαξη.»
Η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής ανέλυσε ακολούθως με μεγάλη λεπτομέρεια και με παραπομπή σε σχετικές αυθεντίες, τις αρχές με βάση τις οποίες εκδίδονται προσωρινά διατάγματα. Αφού θεώρησε ότι εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση έχει το Άρθρο 4 του Κεφ.6, που σκοπό έχει την προστασία της περιουσίας που είναι αντικείμενο της αγωγής, αναφέρθηκε και στις προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιούνται με βάση το Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, το οποίο, όπως παρατήρησε, αποτελεί το ουσιαστικό δίκαιο για την έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων. (Φεσσάς (1990) 1 Α.Α.Δ. 204). Οι προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιούνται έχουν καθορισθεί σε πληθώρα αποφάσεων και εκφράστηκαν με σαφήνεια και περιεκτικότητα στην Odysseos v. Pieris Estates a.ο. (1982) 1 C.L.R. 557, και είναι οι ακόλουθες τρεις:
(1) Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση.
(2) Η ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας.
(3) Η δυσκολία ή αδυναμία να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο, εκτός αν εκδοθεί το διάταγμα.
Πέρα απ' αυτές τις προϋποθέσεις, θα πρέπει το Δικαστήριο να σταθμίσει τελικά αν είναι εύλογο και δίκαιο υπό τις περιστάσεις να εκδοθεί τέτοιο διάταγμα. Άλλα σχετικά στοιχεία είναι να ληφθεί υπόψη η διατήρηση του status quo.
Αφού εξέτασε το πρωτόδικο Δικαστήριο το ερώτημα της ύπαρξης ή όχι των πιο πάνω προϋποθέσεων με λεπτομερή αναφορά στα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του και αφού επεσήμανε στο στάδιο αυτό ότι δεν πρέπει να καταλήξει σε τελικά ευρήματα γεγονότων και αξιοπιστίας μαρτύρων, κατέληξε ως ακολούθως, αναφορικά με τις δύο πρώτες αναγκαίες προϋποθέσεις και το γεγονός ότι δεν επιτεύχθηκε συμφωνία ενοικίασης με τον ιδιοκτήτη του ακινήτου:
«Το Δικαστήριο, εν όψει του περιορισμένου πλαισίου διάγνωσης δικαιωμάτων και ευθυνών, που έχει, δεν θα κρίνει ούτε θα ερμηνεύσει, σ' αυτό το στάδιο, την υποχρέωση και όρο αυτό. Τονίζεται και υποδεικνύεται όμως πως: Ο Ενάγων λειτουργούσε την επιχείρηση για τρία χρόνια σχεδόν. Ο Ενάγων κατέβαλλε ενοίκια τα οποία ο ιδιοκτήτης εισέπραττε, ως καταβληθέντα εκ μέρους των ενοικιαστών - Εναγομένων 2 και 3 (Τεκμ. 16). Δεν καταχωρήθηκε αίτηση έξωσης με λόγο την χωρίς άδεια υπενοικίαση του υποστατικού. Συνεπώς, στο στάδιο τούτο, η ύπαρξη του όρου αυτού και η μη τήρηση του δεν φαίνεται να αποτέλεσε το λόγο διασάλευσης των σχέσεων των συμβαλλομένων μερών.
Για τον ίδιο λόγο δεν θα εξετασθεί εκτενώς ο ισχυρισμός του Εναγομένου 2 ότι ο Ενάγων εγκατέλειψε το υποστατικό και γι' αυτό εισήλθε με τον Εναγόμενο 3 σε αυτό και η υπόδειξη των συνηγόρων του πως αφού δεν αντεξετάσθηκε, πρέπει να γίνει αποδεκτός.
Υπενθυμίζεται πως η Ενόρκως Δηλούσα κα Λειβαδιώτου ανέφερε κατά την αντεξέτασή της ότι όντως ο Ενάγων αναγκάστηκε λόγω διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος να μην λειτουργήσει το εστιατόριο για κάποιες μέρες. Πρόθεση του ήταν να επανέλθει αμέσως μετά την επανασύνδεση του ηλεκτρικού ρεύματος και όχι η εγκατάλειψη της επιχείρησης.
Συνεπώς, κρίνεται πως στο στάδιο τούτο έχουν πληρωθεί οι δύο πρώτες προϋποθέσεις που θέτει το Άρθρο 32 του Ν. 14/60.»
Περαιτέρω, παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση καθώς και στην αγόρευση του συνηγόρου του αιτητή, γίνεται λόγος για ειδικές ζημιές για αναγκαστική επιδίκαση αποζημιώσεων. Αναφορά δεν γίνεται, όπως παρατηρεί, σε αδυναμία υπολογισμού αποζημιώσεων, αλλά «σε αδυναμία ανάκτησης αποζημίωσης λόγω οικονομικής δυσχέρειας των εναγομένων και σε εδραίωση της παράνομης συμπεριφοράς των εναγομένων». Παραπέμπει δε και στην υπόθεση Papastratis v. Pieridis (1979) 1 C.L.R. 231, που υιοθετήθηκε στην Κυρισάββα ν. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245, 1253, όπου λέχθηκε ότι «η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη».
Τέλος, αναφορικά με την τρίτη προϋπόθεση, το Δικαστήριο καταλήγει ως ακολούθως:
«Εν όψει του γεγονότος πως η μακρόχρονη απομάκρυνση του Ενάγοντα από την επιχείρηση θα αυξήσει τις ζημιές και τις αποζημιώσεις που τυχόν θα επιδικασθούν και του γεγονότος πως οι Εναγόμενοι εισήλθαν στο υποστατικό και εμποδίζουν τον Ενάγοντα να εισέλθει, χωρίς να εξασφαλίσουν προηγουμένως την είσοδο τους με νόμιμο μέσο, κρίνεται πως πληρείται και η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32.»
Με τα πιο πάνω δεδομένα η ευπαίδευτη Δικαστής θεώρησε ότι η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου έπρεπε να ασκηθεί υπέρ του αιτητή και εξέδωσε τα αιτούμενα διατάγματα ως οι παραγράφοι Α, Β και Γ της Αίτησης, νοουμένου ότι ο ενάγων θα υπέγραφε εγγύηση €70.000.
Με την έφεση του οι καθ' ων η αίτηση-εφεσείοντες πρόβαλαν τρεις λόγους. 1) Ότι λανθασμένα αποφασίστηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Νόμου για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, 2) ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι ήταν εύλογο και δίκαιο να εκδώσει τα διατάγματα και 3) ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε μαρτυρίες και κατέληξε σε ευρήματα και συμπεράσματα επί της ουσίας της υπόθεσης.
Όσον αφορά τον τρίτο λόγο έφεσης, παρατηρούμε πως η πρωτόδικη Δικαστής όχι μόνο δεν αξιολόγησε τη μαρτυρία και δεν κατέληξε σε συμπεράσματα επί της ουσίας της υπόθεσης, αλλά αντιθέτως, δήλωσε σαφώς τον περιορισμό που τίθεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με τη μαρτυρία σε θέματα αξιοπιστίας και ορθά τήρησε τις επιταγές της νομολογίας. Δεν έχουμε ενδοιασμό στο να απορρίψουμε τον τρίτο λόγο έφεσης.
Αναφορικά με τους υπόλοιπους λόγους που αφορούν τις προϋποθέσεις έκδοσης των διαταγμάτων και πάλι καταλήγουμε πως αυτοί δεν ευσταθούν. Η λεπτομερής ανάλυση του ιστορικού της υπόθεσης και των θεμάτων που εγείρονται δικαιολογούν πλήρως την κατάληξη του Δικαστηρίου και την έκδοση των διαταγμάτων. Τόσο το συμπέρασμα ότι ικανοποιούνταν οι τρεις προϋποθέσεις, αλλά και το ότι ήταν δίκαιο και εύλογο να εκδοθεί τέτοιο διάταγμα, ήταν πλήρως δικαιολογημένα.
Πριν τελειώσουμε, παρατηρούμε πως ο κ. Ευτυχίου για τους εφεσείοντες δήλωσε πως το υποστατικό έχει παραδοθεί και ο κ. Αντωνίου παρατήρησε πως η παράδοση αυτή έγινε μετά από δύο χρόνια, γεγονός που δεν επηρέασε την περαιτέρω διαδικασία.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του εφεσίβλητου, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.