ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2013) 1 ΑΑΔ 347

13 Φεβρουαρίου, 2013

 

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

1. ΘΩΜΑΣ ΚΑΟΥΛΛΑΣ,

2. ΕΛΕΝΗ ΚΑΟΥΛΛΑ,

 

Εφεσείοντες,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 77/2012)

 

 

Κοινοτικό Δίκαιο ― Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.) ― Προδικαστικό ερώτημα ― Άρθρο 267 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ― Κάθε Δικαστήριο Κράτους Μέλους μπορεί να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δ.Ε.Ε. ― Υποβάλλονται όταν τα Εθνικά Δικαστήρια διαπιστώσουν ότι, για την έκδοση της απόφασης στην ενώπιον τους υπόθεση, είναι αναγκαίο να κριθεί ζήτημα ερμηνείας ή κύρους του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ― Δεν υποβάλλονται εάν αυτό δεν είναι απαραίτητο για την έκδοση της απόφασης από το Εθνικό Δικαστήριο ή όταν το Εθνικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει το ίδιο για την ορθή ερμηνεία του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για την εφαρμογή του στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, και ιδίως όταν το Εθνικό Δικαστήριο θεωρεί ότι το επίδικο θέμα έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Έφεση ― Λόγοι έφεσης ― Ένας εφεσείων δεν μπορεί να εγείρει ενώπιον του Εφετείου θέματα τα οποία δεν ήγειρε και δεν ήταν επίδικα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου.

 

Με σχετική αίτηση που υποβλήθηκε ζητήθηκε απόφαση και/ή διάταγμα του δικαστηρίου όπως ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.), παραπεμφθεί νομικό ερώτημα, ως προδικαστικό ερώτημα, και το οποίο αφορούσε θέματα φορολογικής ισότητας μεταξύ εκτοπισμένων και μη εκτοπισμένων πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου εκκρεμούσε έφεση εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, σε αγωγή στην οποία οι ενάγοντες-εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ουδέποτε προσπάθησε να διαμοιράσει το δημόσιο βάρος από την εισβολή και την κατοχή, επί του συνόλου των Κυπρίων πολιτών, εκτοπισθέντων και μη.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή των εφεσειόντων με το σκεπτικό ότι αυτοί δεν είχαν, σε οποιοδήποτε στάδιο, υποβάλει προσφυγές δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος για να ακυρώσουν φορολογίες που τους επιβλήθηκαν και, αφού ακύρωναν τις φορολογίες αυτές, τότε να προχωρούσαν σε αξίωση για αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με το Άρθρο 172 του Συντάγματος.

 

Έκρινε περαιτέρω ότι δεν έγινε οποιοσδήποτε λόγος, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, για παραβίαση οποιωνδήποτε δικαιωμάτων των εναγόντων-εφεσειόντων που πηγάζουν είτε από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο γενικά, είτε από τις Συνθήκες, είτε και από τον προαναφερόμενο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

 

Παρατήρησε επίσης ότι, δεν είχε γίνει παραπομπή σε οποιοδήποτε, υπέρτερο νόμο, ο οποίος να καταργεί τις ρυθμίσεις του Άρθρου 146 του Συντάγματος, και ειδικά σε υποθέσεις όπως η κρινόμενη.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβλήθηκε με τέσσερις λόγους έφεσης με τους οποίους αμφισβητείτο κυρίως η πρωτόδικη κατάληξη ότι οι ενάγοντες-εφεσείοντες δεν μπορούσαν να προωθήσουν την αξίωση τους, με αγωγή, χωρίς να είχαν προηγηθεί προσφυγές που να ακύρωναν τις σχετικές διοικητικές πράξεις.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης ζητείτο η παραπομπή των προαναφερόμενων προδικαστικών ερωτημάτων στο Δ.Ε.Ε..

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Είναι προφανές, ότι για να υποβληθεί προδικαστικό ερώτημα από Εθνικό Δικαστήριο στο Δ.Ε.Ε. θα πρέπει, ως προϋπόθεση, το Εθνικό Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι, για την έκδοση της απόφασης στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του, είναι αναγκαίο να κριθεί ζήτημα ερμηνείας ή κύρους του δικαίου της Ένωσης.

 

2.  Για πρώτη φορά, ενώπιον του Εφετείου, οι εφεσείοντες υπέβαλαν ότι τίθετο ζήτημα παραβίασης των δικαιωμάτων των εφεσειόντων που πηγάζουν από τον προαναφερόμενο Χάρτη. Και ειδικά τα δικαιώματα τους που πηγάζουν από τα Άρθρα 20 και 21 σε συνδυασμό με το Άρθρο 52 το οποίο διαφυλάττει την αρχή της αναλογικότητας.

 

3.  Δεν δικαιολογείτο παραπομπή τέτοιου ερωτήματος.

 

4.  Εφόσον το ζήτημα δεν μπορούσε να εγερθεί, για πρώτη φορά, κατ'  έφεση, δεν τίθετο ζήτημα ανάγκης για ερμηνεία είτε των Συνθηκών είτε του Χάρτη, είτε οποιασδήποτε άλλης πρόνοιας του Ευρωπαϊκού Δικαίου.

 

5.  Εν πάση περιπτώσει οι έννοιες των Άρθρων 20 και 21 του Χάρτη ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό με τις αντίστοιχες έννοιες του Κυπριακού Συντάγματος, που έχουν διασαφηνιστεί πλήρως από την Κυπριακή νομολογία, και επομένως δεν θα υπήρχε λόγος παραπομπής προδικαστικού ερωτήματος, έστω και αν το ζήτημα μπορούσε να εγερθεί κατ' έφεση.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Έφεση - Ενδιάμεση Αίτηση.

 

Αίτηση από τους Εφεσείοντες στα πλαίσια Έφεσης εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας-Αμμοχώστου (Γιασεμής, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 743/2007), ημερομ. 5/1/2012.

 

Π. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες-Αιτητές.

 

Θ. Πιπερή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους-Καθ' ων η αίτηση.

 

Cur. adv.vult.

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την υπό εξέταση αίτηση ζητείται απόφαση και/ή διάταγμα του δικαστηρίου όπως το ακόλουθο νομικό ερώτημα, παραπεμφθεί, ως προδικαστικό ερώτημα, ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.):

 

Κατά πόσον οι πολίτες της Δημοκρατίας που είναι πρόσφυγες-εκτοπισθέντες, λόγω της τουρκικής εισβολής του 1974, παρά τη μη θέσπιση ειδικής νομοθεσίας, δικαιούνται σε ισότητα, στην καταβολή φόρων, λαμβανομένων υπόψη των περιουσιακών τους στοιχείων και των εισοδημάτων που απώλεσαν ένεκα της τουρκικής εισβολής και κατοχής, ούτως ώστε να μην υπάρχει διάκριση  μεταξύ προσφύγων και μη προσφύγων πολιτών της Δημοκρατίας.

 

Η ουσία του αιτήματος για παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος στο Δ.Ε.Ε. μπορεί να συνοψισθεί ως εξής:

 

Σύμφωνα με τις επιταγές των Άρθρων 22, 24 και 28 του Συντάγματος, αλλά και των αντίστοιχων Άρθρων 20 και 21 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος, σύμφωνα με το Άρθρο 6 της Συνθήκης της Λισσαβώνας, έχει το κύρος των Συνθηκών, όλοι είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου, ειδικά ως προς το ζήτημα της καταβολής φόρων, ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Στην περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν θεσπίστηκε οποιαδήποτε ειδική νομοθεσία σύμφωνα με την οποίαν οι εκτοπισθέντες πολίτες της Δημοκρατίας ή οι πολίτες της Δημοκρατίας που απώλεσαν περιουσία και εισοδήματα ένεκα της εισβολής και της κατοχής, να μπορούν να συμψηφίζουν τις απώλειες των εισοδημάτων αυτών έναντι των κερδών που έχουν από επιχειρήσεις ή εργασίες στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας.  Αυτό, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους πολίτες της Δημοκρατίας (τους μη εκτοπισθέντες ή εκείνους που δεν έχουν απωλέσει περιουσία και εισοδήματα ένεκα της εισβολής και της κατοχής), οι οποίοι μπορούν να συμψηφίζουν τα κέρδη και τις ζημιές τους, από εργασία ή επιχειρήσεις που έχουν στις ελεύθερες περιοχές.

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 267 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σ.Λ.Ε.Ε.) κάθε δικαστήριο Κράτους Μέλους μπορεί να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο (το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Τέτοια προδικαστικά ερωτήματα υποβάλλονται όταν τα Εθνικά Δικαστήρια διαπιστώσουν ότι, για την έκδοση της απόφασης στην ενώπιον τους υπόθεση, είναι αναγκαίο να κριθεί ζήτημα ερμηνείας ή κύρους του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προδικαστικά ερωτήματα δεν υποβάλλονται εάν αυτό δεν είναι απαραίτητο για την έκδοση της απόφασης από το Εθνικό Δικαστήριο ή όταν το Εθνικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει το ίδιο για την ορθή ερμηνεία του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για την εφαρμογή του στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, και ιδίως όταν το Εθνικό Δικαστήριο θεωρεί ότι το επίδικο θέμα έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Είναι προφανές, επομένως, ότι για να υποβληθεί προδικαστικό ερώτημα από Εθνικό Δικαστήριο στο Δ.Ε.Ε. θα πρέπει, ως προϋπόθεση, το Εθνικό Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι, για την έκδοση της απόφασης στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του, είναι αναγκαίο να κριθεί ζήτημα ερμηνείας ή κύρους του δικαίου της Ένωσης.

 

Ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου εκκρεμεί έφεση εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, στην Αγωγή με αρ. 743/07. Στην αγωγή εκείνη οι ενάγοντες-εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ουδέποτε προσπάθησε να διαμοιράσει το δημόσιο βάρος από την εισβολή και την κατοχή, επί του συνόλου των Κυπρίων πολιτών, εκτοπισθέντων και μη. Οι ενάγοντες-εφεσείοντες ισχυρίστηκαν επίσης ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είχε υποχρέωση αποζημίωσης, προς αυτούς, τουλάχιστον για τα απωλεσθέντα εισοδήματα τους, ένεκα της εισβολής και της κατοχής. Έναντι των προαναφερθέντων απωλεσθέντων εισοδημάτων των εναγόντων-εφεσειόντων, η Κυπριακή Δημοκρατία τίποτε δεν συνεισέφερε, ενώ αντίθετα εισέπραξε εκατοντάδες χιλιάδες λίρες απ' αυτούς, υπό μορφή φορολογιών και τελών, για δραστηριότητες τους στις ελεύθερες περιοχές. Ενόψει των προαναφερομένων οι ενάγοντες-εφεσείοντες αξίωσαν από την Κυπριακή Δημοκρατία ποσό ειδικών αποζημιώσεων σχεδόν £110.000.- πλέον γενικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή των εφεσειόντων με το σκεπτικό ότι αυτοί δεν είχαν, σε οποιοδήποτε στάδιο, υποβάλει προσφυγές δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος για να ακυρώσουν φορολογίες που τους επιβλήθηκαν και, αφού ακυρώσουν τις φορολογίες αυτές, να προχωρήσουν σε αξίωση για αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με το Άρθρο 172 του Συντάγματος. Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι η απαίτηση των εφεσειόντων εδράζετο κυρίως στα Άρθρα 23, 24 και 28 του Συντάγματος. Δεν έγινε οποιοσδήποτε λόγος, ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, για παραβίαση οποιωνδήποτε δικαιωμάτων των εναγόντων-εφεσειόντων που πηγάζουν είτε από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο γενικά, είτε από τις Συνθήκες, είτε και από τον προαναφερόμενο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Μάλιστα το πρωτόδικο δικαστήριο στη σελ. 18 της απόφασης του παρατήρησε ότι, δεν έχει γίνει παραπομπή σε οποιοδήποτε, υπέρτερο νόμο, ο οποίος να καταργεί τις ρυθμίσεις του Άρθρου 146 του Συντάγματος, και ειδικά σε υποθέσεις όπως η παρούσα.

 

Είναι για πρώτη φορά, ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, που ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων-αιτητών υπέβαλε ότι τίθεται ζήτημα παραβίασης των δικαιωμάτων των εφεσειόντων που πηγάζουν από τον προαναφερόμενο Χάρτη. Και ειδικά τα δικαιώματα τους που πηγάζουν από τα Άρθρα 20 και 21 σε συνδυασμό με το Άρθρο 52 το οποίο διαφυλάττει την αρχή της αναλογικότητας.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με τέσσερις λόγους έφεσης. 

 

Με τον πρώτο λόγο προσβάλλεται το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι οι ενάγοντες-εφεσείοντες δεν μπορούσαν να προωθήσουν την αξίωση τους, με αγωγή, χωρίς να προηγηθούν προσφυγές που να ακυρώνουν τις σχετικές διοικητικές πράξεις. Στην αιτιολογία του πρώτου λόγου αναγράφεται ότι ο προαναφερόμενος Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων περιέχει επιτακτικά καθήκοντα και δικαιώματα που είναι υπέρτερα των προνοιών του Κυπριακού Συντάγματος.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται και πάλι το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες δεν μπορούσαν να προωθήσουν την αξίωση τους, με αγωγή. Στην αιτιολογία γίνεται λόγος για παράλειψη του Κράτους να συμμορφωθεί με το Άρθρο 28 του Συντάγματος αλλά και με αντίστοιχη επιταγή του προαναφερόμενου Χάρτη.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στην μη παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος από το πρωτόδικο δικαστήριο στο Δ.Ε.Ε..

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης ζητείται η παραπομπή των προαναφερόμενων προδικαστικών ερωτημάτων στο Δ.Ε.Ε..

 

Το Άρθρο 20 του  προαναφερόμενου Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων προνοεί ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι έναντι του Νόμου. Ουσιαστικά πρόκειται για την ίδια πρόνοια που κατοχυρώνει και το Άρθρο 28 του Κυπριακού Συντάγματος. Το Άρθρο 21 του Χάρτη προνοεί την απαγόρευση διακρίσεων ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας, πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων, γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.

 

Αφού εξετάσαμε το αίτημα, στο οποίο οι εφεσίβλητοι ενίστανται, αλλά φυσικά εναπόκειται στο παρόν δικαστήριο να αποφασίσει αν δικαιολογείται παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος ή όχι, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι δεν δικαιολογείται παραπομπή τέτοιου ερωτήματος.

 

Είναι θεμελιωμένο ότι ένας εφεσείων δεν μπορεί να εγείρει ενώπιον του Εφετείου θέματα τα οποία δεν ήγειρε και δεν ήταν επίδικα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου. Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν τέθηκε οποιοδήποτε ζήτημα παραβίασης δικαιωμάτων των εφεσειόντων-εναγόντων που πηγάζουν από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, περιλαμβανομένων των Συνθηκών ή του Χάρτη. Εφόσον το ζήτημα δεν μπορεί να εγερθεί, για πρώτη φορά, κατ' έφεση, δεν τίθεται ζήτημα ανάγκης για ερμηνεία είτε των Συνθηκών είτε του Χάρτη, είτε οποιασδήποτε άλλης πρόνοιας του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Επομένως παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος θα ήταν απλά ακαδημαϊκή άσκηση και δεν είναι αυτός ο σκοπός της παραπομπής προδικαστικού ερωτήματος.

 

Εν πάση περιπτώσει οι έννοιες των Άρθρων 20 και 21του Χάρτη ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό με τις αντίστοιχες έννοιες του Κυπριακού Συντάγματος, που έχουν διασαφηνιστεί πλήρως από την Κυπριακή νομολογία, και επομένως δεν θα υπήρχε λόγος παραπομπής προδικαστικού ερωτήματος, έστω και αν το ζήτημα μπορούσε να εγερθεί κατ' έφεση. 

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους η αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων-αιτητών, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή, στο τέλος, και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.

 

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο