ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 1764
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική έφεση αρ.221/13
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στες]
2 Σεπτεμβρίου, 2013
Αναφορικά με τον περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης Νόμο αρ. 133(Ι)/2004
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ (ΝΤΙΝΟΣ) ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ
Εφεσείων/Εκζητούμενος
και
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητος
------------------------
Ε.Ευσταθίου, με Α. Ευαγγέλου, Σ. Μαμαντόπουλο, Α. Δημητριάδη και Χ.Μαμαντόπουλο, για τον Εφεσείοντα
Λ. Ζανέττου-Χριστοδουλίδου, (κα.) - Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Α.Κάρνου, (κα.) - Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο
Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ναθαναήλ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (εφεξής το «Ένταλμα»), αποτελεί τη μετεξέλιξη των προσπαθειών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιταχύνουν και ταυτόχρονα να απλοποιήσουν τους μηχανισμούς παράδοσης προσώπων από ένα κράτος μέλος σε άλλο για σκοπούς ποινικής δίωξης ή προς έκτιση ήδη επιβληθέντος ποινικού μέτρου. Έχει αντικαταστήσει εν πολλοίς το σύστημα έκδοσης στη βάση συμφωνιών μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατών ή στη βάση των κατά καιρούς Ευρωπαϊκών Συνθηκών που ρυθμίζουν ζητήματα εκδόσεως. Η εναρμονιστική αυτή διαδικασία έχει τις καταβολές της από τη δεκαετία του 1990, κάτω από τη Συμφωνία του Maastricht. Η αρχική σκέψη αποσκοπούσε στην παροχή αλληλοβοήθειας στη σύλληψη και παράδοση καταδικασθέτων προσώπων απλουστεύοντας ή και καταργώντας διμερείς ή και πολυμερείς συμφωνίες, μεταξύ κρατών. Η αρχική αυτή ιδέα, με την εμβέλεια της να περιορίζεται σε καταδικασθέντες, επεκτάθηκε ώστε στην πορεία να περιλαμβάνει και ύποπτα πρόσωπα.
Μετά την 11.9.2001 και τις τρομοκρατικές επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης, οι προσπάθειες εφαρμογής ενός απλοποιημένου εντάλματος εντάθηκαν με αποτέλεσμα να ληφθεί η σχετική πολιτική απόφαση στο Laeken European Council που συνήλθε στο Βέλγιο το Δεκέμβρη του 2001, με το κείμενο να συμφωνείται τον Ιούνιο του 2002. Ο τρόπος που επιλέγηκε για το έναυσμα της δημιουργίας και εφαρμογής του εντάλματος ήταν η χρήση της μεθόδου της Απόφασης-Πλαίσιο δίδοντας την κατευθυντήρια γραμμή και τη φιλοσοφία του Εντάλματος, αφήνοντας στα κράτη-μέλη να προχωρήσουν στην εφαρμογή της ανάλογα με το εθνικό τους δίκαιο, στη βάση του Άρθρου 31(α) και (β) και του Άρθρου 34(2)(β) της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υιοθετήθηκε λοιπόν η λεγόμενη Απόφαση - Πλαίσιο του Συμβουλίου («Council Framework Decision») του 2002, (2002/584/JHA ημερ. 13.6.2002), η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1.2.2004, από οκτώ χώρες μέλη και η οποία τροποποιήθηκε στις 26.2.2009 (Council Framework Decision 2009/299/JHA). Το όλο ιστορικό που οδήγησε στην Απόφαση-Πλαίσιο καταγράφεται με ιδιαίτερη λεπτομέρεια στο Ηandbook on European Arrest Warrant των Judge Rob Blekxtoon και Wouter van Ballegooij στις σελίδες 13-36 και, ιδιαίτερα, στις σελίδες 32-36, στην παρ. 4.3, με εξειδικευμένη αναφορά στη γένεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης. Οι Αποφάσεις-Πλαίσιο εντάσσονται στον Τρίτο Πυλώνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι δε συναφείς με τις Οδηγίες ("Directives") και αποκτούν ισχύ στα κράτη-μέλη εφόσον μεταφέρονται δεόντως στο δικό τους νομοθετικό πλαίσιο.
Στα πιο πάνω πλαίσια, η Δημοκρατία υλοποίησε την υποχρέωση της προς την Ευρωπαϊκή Ένωση με τη θέσπιση του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου, αρ. 133(Ι)/2004, (εφεξής «ο Νόμος»). Η θέσπιση του Νόμου κατέστη αναγκαία ως αποτέλεσμα της ένταξης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση με ισχύ από 1.5.2004. Αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, τουλάχιστον πριν την ισχύ της Απόφασης-Πλαίσιο, δεν εξέδιδαν υπηκόους τους προς άλλα κράτη- μέλη. Με το ίδιο σκεπτικό, χώρες που κατέστησαν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μεταξύ 2004 και 2007, μεταξύ των οποίων και η Κύπρος, επίσης περιείχαν νομοθετική πρόνοια πριν την ένταξη τους όπως μη εκδίδουν υπηκόους τους. Αυτό αντανακλάται και στην Πέμπτη Τροποποίηση του Συντάγματος με το Νόμο αρ. 127(I)/2006, η οποία θεμελίωσε καθηκόντως την υπεροχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου και του Ευρωπαϊκού κεκτημένου, διαμορφώνοντας ανάλογα και το Άρθρο 11(2)(στ) του Συντάγματος, με αναφορά, όμως, σε γεγονότα που συντελέστηκαν μετά την προσχώρηση της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αναφέρεται αυτό εδώ διότι όπως θα διαφανεί αργότερα, ένα από τα κύρια επιχειρήματα που προβλήθηκαν πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση, είναι η λανθασμένη και αντισυνταγματική ενέργεια της Δημοκρατίας να διαφοροποιήσει αυτό το καθεστώς στην πορεία του χρόνου, με αφορμή και εξαιτίας, καθώς είναι ο ισχυρισμός, της εκκρεμοδικίας στην υπόθεση του Εφεσείοντος.
Κλείνοντας αυτή τη σύντομη εισαγωγή, σημειώνεται με έμφαση ότι ο σκοπός του Νόμου, κατ΄ ακολουθίαν της εναρμονιστικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο χώρο της δημιουργίας συνθηκών ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, είναι η παροχή συνδρομής μεταξύ κρατών-μελών στην έκδοση προσώπων που αναζητούνται με σκοπό τη δίωξη τους, ή, που έχουν ήδη νόμιμα και αρμοδίως καταδικαστεί σε ένα κράτος μέλος, αλλά βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος. Η όλη βάση στην οποία στηρίχθηκε το Tampere European Council τον Οκτώβριο 1999, απαρχή της νέας Ευρωπαϊκής ιδέας στον συντονισμό και ρύθμιση των ευρύτερων ζητημάτων έκδοσης, ήταν αφενός η εδραίωση των ιδεών της ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης εντός των κόλπων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, περαιτέρω, η σύγκλιση στην αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται από τα ποινικά όργανα των κρατών-μελών.
Στόχος λοιπόν της όλης διαδικασίας είναι η παροχή δικαστικής συνδρομής μεταξύ των κρατών μελών ώστε να συμμορφώνονται και να παραδίδονται οι ύποπτοι χωρίς ιδιαίτερες περίπλοκες διαδικασίες ή αχρείαστες καθυστερήσεις. Γι΄ αυτό και οι στενές χρονικές περίοδοι, διότι η όλη διαδικασία δεν αφορά, ούτε ανάγεται σε καθαυτή ποινική δίωξη, ούτε η διαδικασία προσφέρεται για την εξέταση και θεμελίωση τυχόν ποινικής ευθύνης του εκζητουμένου. Αυτό αποτελεί κατ΄εξοχήν το έργο της χώρας η οποία επιδιώκει την έκδοση του υπόπτου στο έδαφος της, οι δικαστικές αρχές της οποίας είναι και οι μόνες υπεύθυνες για την εξέταση και διαπίστωση της όποιας ποινικής ευθύνης του εκζητουμένου, στη βάση των ισχυόντων στην επικράτεια της, κανόνων δικαίου, ουσιαστικών και δικονομικών.
Εύστοχα το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέμνησε στην απόφαση του τα ανωτέρω, διατρέχοντας τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Hadjiametovic ν. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 Α.Α.Δ. 473, Πηγασίου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 Α.Α.Δ., 519 και της εντελώς πρόσφατης Νικόλας Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα, Πολ.΄Εφ. αρ.196/2013, ημερ. 19 Ιουλίου 2013. Προεξάρχον στοιχείο όπως απορρέει από τις αποφάσεις, είναι η εστίαση στην απλοποίηση των διαδικασιών σύλληψης και παράδοσης μέσα από μια sui generis διαδικασία, η οποία στοχεύει στην αποτελεσματική δικαστική συνδρομή μεταξύ των κρατών-μελών, δικαστική συνδρομή που περιλαμβάνει και την υπόδειξη δημοσίου κατηγόρου ως αρχής ("judicial authority"), κάτω από το άρθρο 6 της Απόφασης-Πλαίσιο, υπό το φως των διαφορετικών συστημάτων δικαίου στον Ευρωπαϊκό χώρο, όπως υπέδειξε η πρόσφατη απόφαση του Supreme Court του Ηνωμένου Βασιλείου στην Αssange ν. Swedish Prosecution Attorney (2012) UKSC 22.
H έφεση επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης καθ΄ολοκληρίαν ώστε να αναχαιτιστεί η σχετική Διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία αποφασίστηκε η έκδοση του Εφεσείοντος στην Ελλάδα. Οι επτά λόγοι έφεσης διακρίθηκαν σε τρεις θεματικές ενότητες και αναπτύχθηκαν αντίστοιχα από τους δικηγόρους του Εφεσείοντος. Επάναγκες είναι να καταγραφεί αμέσως ότι όλοι οι λόγοι είναι αμιγώς νομικοί και ουδείς λόγος στρέφεται εναντίον της νομιμότητας της όλης διαδικασίας όπως αυτή εξελίχθηκε, ώστε να καταστεί δυνατή η έκδοση του Εφεσείοντος από την Κύπρο προς την Ελλάδα. Δεν χρειάζεται να τεθεί επομένως εκ νέου το όλο ιστορικό το οποίο συνοψίζεται με επάρκεια στο πρωτόδικο σκεπτικό.
Χάριν όμως πληρέστερης κατανόησης, συνοπτικά (πέραν των όποιων εξειδικευμένων αναφορών γίνουν στην πορεία), να λεχθεί ότι η Εισαγγελία Εφετών Αθηνών εξέδωσε στις 17.7.2013, Ένταλμα, δυνάμει εντάλματος σύλληψης του Ανακριτή Πρωτοδικείου Αθηνών, με το οποίο επιδιώκεται η διαμεταγωγή του Εφεσείοντος στην Ελλάδα, κατηγορούμενος ως υπαίτιος νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατά το χρονικό διάστημα 10.9.1997 έως 20.7.2001. Κατατέθηκαν εκ συμφώνου κατά την πρωτόδικη διαδικασία 13 τεκμήρια που καλύπτουν όλο το φάσμα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Κύπρο. Κάποιες επιφυλάξεις που τέθηκαν αφορούσαν την ουσία της ποινικής δίωξης που ενδεχομένως να διεξαχθεί στην Ελλάδα. Προηγήθηκε άλλο Ένταλμα που είχε εκδόσει η Εισαγγελία Αθηνών ημερ. 2.7.2013, το οποίο, ως θα εξηγηθεί στη συνέχεια, δεν τελεσφόρησε για λόγους που θα γίνουν κατανοητοί στην πορεία.
Με δοσμένο λοιπόν το αποδεκτό του νομίμου της όλης διαδικασίας, το οποίο σημαίνει την κατάταξη της περίπτωσης του Εφεσείοντος στα τυπικά εκ του Νόμου προαπαιτούμενα, οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης που αναπτύχθηκαν από τον κ.Ευσταθίου, αφορούν στην καταστρατήγηση του βασικού δικαιώματος του Εφεσείοντος να τύχει κατ΄ουσίαν δίκαιης μεταχείρισης λόγω του καταιγισμού δημοσιευμάτων και δηλώσεων που ακολούθησαν την κατάθεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού του πρώτου εντάλματος εναντίον του Εφεσείοντος ημερ. 2.7.2013, στο οποίο και αποδίδεται σ΄αυτόν η διάπραξη αδικημάτων που έλαβαν χώραν προ πολλών ετών, ήτοι, μεταξύ 1997 και 2001. Κατά το χρόνο εκείνο, το Άρθρο 11.2(στ) του Συντάγματος, ως τότε ίσχυε, δεν επέτρεπε τη σύλληψη ή κράτηση ατόμου με σκοπό την έκδοση του για κατ΄ ισχυρισμόν αδικήματα που διεπράχθησαν πριν την 1.5.2004. Η εκτεταμένη δημοσιογραφική κάλυψη που έτυχε η περίπτωση της επιδίωξης έκδοσης του Εφεσείοντος, ο οποίος κατά το παρελθόν διετέλεσε Υπουργός Εσωτερικών, επεκτάθηκε με δηλώσεις πολιτικών, κομματαρχών και κρατικών αξιωματούχων, αλλά και του ιδίου του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, προτρέποντας κατ΄ουσίαν το Δικαστήριο να εκδώσει τον Εφεσείοντα στην Ελλάδα, ή, αν αυτό δεν ήταν εφικτό, να επιτευχθεί τροποποίηση του Συντάγματος ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η εν λόγω έκδοση.
Με τα πιο πάνω δημοσιεύματα, δηλώσεις και παραινέσεις και με επαπειλούμενη την τροποποίηση του Συντάγματος ώστε να καταστεί δυνατή πάση θυσία η έκδοση του Εφεσείοντος, εκθεμελιώθηκε, κατά την εισήγηση, κάθε έννοια δικαίου, ο Εφεσείων προπηλακίστηκε αισθανόμενος ότι δημιουργήθηκε μια παντελώς αρνητική εικόνα για το άτομο του, κατά τρόπο που εκ προοιμίου φωτογραφήθηκε και κρίθηκε ένοχος στη συνείδηση των πολιτών, ενώ καταπατήθηκε βάναυσα η διάκριση των εξουσιών, της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας να «καθοδηγούν» το Δικαστήριο προσπαθώντας να «υποδείξουν» σ΄αυτό τον τρόπο χειρισμού της υπό κρίση υπόθεσης και της τελικής ενέργειάς του.
Τα δημοσιεύματα κατατέθηκαν και ενώπιον του Εφετείου και δεν αμφισβητούνται ποσώς από την εφεσίβλητη Δημοκρατία. Έχοντας εξετάσει το περιεχόμενό τους, αυτά μπορούν να διαχωριστούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: η μια αφορά δημοσιογραφικά κείμενα στα οποία καθηκόντως μέσα στα πλαίσια της κάλυψης θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος, οι διάφοροι αρθρογράφοι μετέφεραν τα δεδομένα της υπόθεσης εστιάζοντας στην κατάθεση του πρώτου εντάλματος, στη δυσκολία έκδοσης στη βάση της τότε ισχύουσας νομοθεσίας για αδικήματα που κατ΄ ισχυρισμόν διαπράχθηκαν πριν την 1.5.2004, την εν γένει διαδικασία και την προωθούμενη και διαφαινόμενη τροποποίηση του Συντάγματος. Η δημοσιογραφική αυτή κάλυψη στα πλαίσια και της ελευθερίας του τύπου, δεν μπορεί αντικειμενικά να λεχθεί ότι υπερέβη το μέτρο, έστω και αν ορισμένα δημοσιεύματα, διαπνέονται και από πολιτική ή κομματική χροιά, ανάλογα με την εφημερίδα, δια της μεταφοράς των δηλώσεων διάφορων κρατικών ή κομματικών αξιωματούχων ή έχουν ακόμη και πηχυαίους τίτλους για σκοπούς εντυπωσιασμού, όπως «Εισιτήριο σε Ντίνο έκοψε η Βουλή» (βλέπε εφημερίδα Πολίτης ημερ. 12.7.2013) ή «Εκτελεί τα Ευρωπαϊκά Εντάλματα η Βουλή» (βλέπε εφημερίδα Σημερινή ημερ. 12.7.2013), ή «Σίριαλ η έκδοση Ντίνου και Υιού» (βλέπε εφημερίδα Φιλελεύθερος ημερ. 11.7.2013).
Τα πιο πάνω και άλλα δημοσιεύματα σχολίασε εκτενώς το πρωτόδικο Δικαστήριο και όντως ήταν ορθή η θέση του ότι τα δημοσιεύματα αυτά δεν παρενέβαιναν στο έργο του Δικαστηρίου, ούτε επιδεικνύεται ασέβεια ή προσπάθεια υπόδειξης ή καθοδήγησης του τρόπου ενέργειας του Δικαστηρίου, όπως υπέδειξε με εκτενή αναφορά και ενώπιον του Εφετείου, η κα Χριστοδουλίδου. Η συνεχής υπόμνηση στα πλείστα των δημοσιευμάτων ότι η τελική απόφαση επαφίεται στο Δικαστήριο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απλό σχήμα λόγου, αλλά αντίθετα δείχνει ότι, είτε εξ ιδίων τους, είτε δια αναπαραγωγής των δηλώσεων κρατικών και άλλων αξιωματούχων, στη σκέψη των αρθρογράφων κυριαρχούσε το στοιχείο αυτό. Ούτε το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε, ως η εσφαλμένη εισήγηση του Εφεσείοντος, ότι οι αναφορές και η υπενθύμιση ότι το Δικαστήριο ήταν και παρέμενε ο τελικός κριτής, θεράπευαν την εκτροπή. Εκείνο το οποίο διαπίστωσε το Δικαστήριο από τη μελέτη των δημοσιευμάτων, ήταν ότι δεν επιδιωκόταν η ποδηγέτηση του Δικαστηρίου ούτε υπήρχε προτροπή ή παραίνεση για απόφαση προς μία και μόνο κατεύθυνση.
Η δεύτερη κατηγορία αφορά τις δηλώσεις αξιωματούχων είτε δια ζώσης, είτε δια ανακοινώσεων πολιτικών κομμάτων. Σ΄ αυτές εντάσσονται ανακοινωθέντα του ΔΗΣΥ ημερ. 4.7.2013, της ΕΔΕΚ, δια του προέδρου της, ημερ. 6.7.2013, δηλώσεις του Κινήματος Οικολόγων-Περιβαλλοντιστών σε δημοσιογραφική διάσκεψη ημερ. 5.7.2013 και δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα στην εκπομπή του ΡΙΚ, «Από Μέρα σε Μέρα» ημερ. 9.7.2013 και στο «Πρωϊνό Δρομολόγιο».
Οι δηλώσεις και τα ανακοινωθέντα αυτά διαφέρουν σε εύρος και ένταση, από απλή καταγραφή της άποψης του ΔΗΣΥ ότι «η πολιτεία πρέπει να βρει τον τρόπο να εκδόσει τον Ντίνο και Μιχάλη Μιχαηλίδη στις Ελληνικές Αρχές» και ότι «δεν αρμόζει σε μια χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης . να υπάρχουν νομικά κωλύματα που να εμποδίζουν την εκτέλεση ευρωπαϊκών ενταλμάτων», με ταυτόχρονη υπενθύμιση ότι «η αθωότητα ή η ενοχή . θα φανεί μέσα από τις νενομισμένες διαδικασίες» υπό το φως του τεκμηρίου αθωότητας, μέχρι την πιο έντονη άποψη της ΕΔΕΚ ότι «η εκτέλεση των εκδοθέντων ευρωπαϊκών ενταλμάτων αποτελεί καθήκον των συντεταγμένων αρχών της Δημοκρατίας» (που περιλαμβάνει βέβαια και τα Δικαστήρια), ενώ, «σε αντίθετη περίπτωση, το Κυπριακό κράτος θα είναι ανεπανόρθωτα εκτεθειμένο», και τις πιο ακραίες θέσεις των Οικολόγων ότι ο Εφεσείων και ο υιός του «πρέπει να εκδοθούν στις Ελληνικές Αρχές», να «μην αποσιωποιηθεί και αυτή η ιστορία, να βρεθούν προσχήματα ή νομικά κωλύματα για αποφυγή της έκδοσης τους.». Υπάρχει, τέλος, η αναφορά του Γενικού Εισαγγελέα στην προαναφερθείσα δια ζώσης εκπομπή του ΡΙΚ ότι:
«Υπάρχει ένα αίτημα από τις Ελληνικές Αρχές για μια υπόθεση που συγκλονίζει την Ελλάδα και να μην ανταποκριθούμε; Αν τυχόν πούμε στις Ελληνικές Αρχές ότι ξέρετε, θα τον δικάσουμε εδώ, μόνο να μας φτύνουν θα μας έπρεπε.»
Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει κατ΄ επανάληψη στιγματίσει την αχρείαστη δημοσιότητα κατά τη διάρκεια εκκρεμοδικίας ή εν αναμονή της παραπομπής υπόπτου ενώπιον της Δικαιοσύνης. Αρκεί η αναφορά στις αποφάσεις που εκδόθηκαν από την Πλήρη Ολομέλεια στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v Ευσταθίου (2009) 2 ΑΑΔ 501, επί αιτήσεως που έγινε από τον Εφεσίβλητο για διακοπή της εξέτασης της εφέσεως υπό το φως ανοίκειων δηλώσεων από τον Γενικό Εισαγγελέα για το έργο του Δικαστηρίου και της δικαιοσύνης ευρύτερα.
Οι αχρείαστες και εν πολλοίς υπερβολικές δηλώσεις κρατικών και άλλων αξιωματούχων σ΄ότι αφορά, γενικότερα, τα δικαστικά δρώμενα και η συνεχής επεμβατική δημοσιογραφία, καθοδηγώντας, ή, ακόμη και δημιουργώντας, στις πλείστες όσες περιπτώσεις, το λεγόμενο περί δικαίου κοινό αίσθημα, δεν περιποιεί τιμή σε κανένα. Θα ήταν ευχής έργο που πραγματικά και κυριολεκτικά θα διατράνωνε το αίσθημα δικαίου σ΄ολόκληρη την κοινωνία και θα εμπέδωνε την εμπιστοσύνη στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης, αν η δημοσιογραφική οικογένεια, οι πολιτικοί και οι κομματικοί παράγοντες, αλλά και ευρύτερα οι παράγοντες της δίκης, (και αυτό περιλαμβάνει και τους δικηγόρους της κάθε πλευράς σε μια δίκη), είναι φειδωλοί σε δηλώσεις που αφορούν μια δικαστική υπόθεση, πριν, κατά, ή, και μετά τη δίκη και οι όποιες απόψεις διατυπώνονται με τη μεγίστη προσοχή, αν πρέπει να γίνονται καθόλου. Ιδιαιτέρως, όταν οι δηλώσεις πλήττουν και την προσωπικότητα και υπόληψη ενός ατόμου που είναι, απλώς, κατ΄ ισχυρισμόν ύποπτος. Η αμετροέπεια είναι χαρακτηριστικό μιας φθίνουσας κοινωνίας που υποδαυλίζει η ίδια τους θεσμούς της και οδηγεί σε ηθική παρακμή. Αντίθετα, το μέτρο υποστηλώνει την κοινωνία και τους θεσμούς της και έρχεται αρωγός στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης ως θεσμού, με τα Δικαστήρια να αφήνονται να εκτελούν απερίσπαστα το πλέον δύσκολο ίσως ανθρώπινο έργο, αυτό του να είναι κάποιος κριτής του συνανθρώπου του. Τα λεχθέντα δεν υπονοούν στο ελάχιστο ότι δεν πρέπει η κοινωνία να ασχολείται με τα αφορώντα στη δικαιοσύνη και ιδίως τις δικαστικές αποφάσεις. Αντίθετα, επιβάλλεται. Υπό την αίρεση ότι διατηρείται το μέτρο στην όποια κριτική, η οποία είναι καλοδεχούμενη, ιδιαίτερα όταν αυτή ισχυροποιείται με επιστημονική επάρκεια.
Έχοντας αναφέρει τα ανωτέρω, δεν διαπιστώνεται λόγος επέμβασης στην πρωτόδικη κρίση. Το Δικαστήριο συζήτησε επί ορθής νομικής και πραγματικής βάσης τα όσα τέθηκαν επί του θέματος ενώπιόν του και ορθά αναφέρθηκε στη διαχρονική νομολογία, ότι η δίκη δεν καταργείται λόγω δυσμενών δημοσιευμάτων, όσο έντονα και να είναι, ούτε και εξισούνται άνευ ετέρου με μη δίκαιη δίκη, (Αστυνομία v. Φάντη κ.ά. (1994) 2 ΑΑΔ 501 και Δημοκρατία v. Ford (Aρ. 2) (1995) 2 ΑΑΔ 232). Και εύστοχα το Δικαστήριο αναφέρθηκε και στην υπόθεση Αχτάρ κ.ά. v. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 397, απ΄όπου παρέθεσε το εξής απόσπασμα, το οποίο δίδει το στίγμα της όλης συσχέτισης δημοσιευμάτων και δίκαιης δίκης:
«Τα ίδια στην ουσία λέχθηκαν και στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας v. Ανδρέα Ευσταθίου κ.ά (2010) 2 Α.Α.Δ. 94, όπου τονίστηκε ότι «. τα δυσμενή δημοσιεύματα είναι δυνατό να έχουν επίδραση στη δίκαιη δίκη ανάλογα με τη συγκεκριμένη επίδραση τους στο πλαίσιο της δίκης που καθηκόντως διεξάγεται.» Δεν υπάρχει όμως αρχή ότι χωρίς συγκεκριμένη αρνητική επίδραση επί των παραγόντων της δίκης, τα δυσμενή δημοσιεύματα καθιστούν «. αυτοτελώς τη δίκη μη δίκαιη». Εδώ, δεν υπήρξε καμία συγκεκριμένη εισήγηση προς την κατεύθυνση αυτή και επομένως εντελώς αόριστο και μετέωρο παρέμεινε το όλο επιχείρημα.»
Δεν υπάρχει εδώ καμιά αρνητική επίπτωση, πρακτική ή πραγματική, υποδεικνυόμενη, ή, έστω ευλόγως αναδυόμενη, από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία. Ιδιαιτέρως, υπό το φως της φύσης της υπό εξέτασης διαδικασίας που, όπως τονίσθηκε στην αρχή του σκεπτικού, είναι ιδιάζουσα, δεν αφορά την διάγνωση ποινικής ευθύνης, ούτε και ασχολείται, έστω και ακροθιγώς, με το ζήτημα. Παρέχει απλώς συνδρομή, εφόσον, βεβαίως, τηρούνται τα τυπικά και ουσιαστικά εχέγγυα της διαδικασίας έκδοσης. Τα δικαιώματα που κατ΄ ισχυρισμόν θίγονται, δεν εξετάζονται ποτέ in abstracto και η υπόθεση Κώνστα v. Ελλάδος, Αίτηση αρ. 53466/07 ημερ. 24.5.2011 του ΕΔΑΔ, στην οποία αναφέρθηκε ο κ. Ευσταθίου, δεν έθεσε διαφορετικό κανόνα δικαίου, ενώ εκεί οι παρεμβάσεις, εν μέσω εκκρεμούσης εφετειακής διαδικασίας, ήταν εμφανείς. Και, βεβαίως, δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης, ούτε λόγω του συναφούς λόγου έφεσης περί καταστρατήγησης της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Εν κατακλείδι, σε σχέση με τους λόγους έφεσης 1 και 2, μπορούν να υπομνησθούν τα όσα λέχθηκαν στην Γενικός Εισαγγελέας v. Λουκά Σιδερένιου κ.α. (2008) 2 ΑΑΔ 319, που περιέχουν το στίγμα του δικαστικού λειτουργήματος, λειτούργημα που επιτελείται αθόρυβα, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και ανεπηρέαστα από κάθε λογής δημοσιεύματα, δηλώσεις, επιθέσεις και ανοίκειες κριτικές.
«Τέλος, αισθανόμαστε πως πρέπει να πούμε δύο λόγια για την αναφορά του κ. Ευσταθίου στην αντίδραση αξιωματικών της Αστυνομίας ή άλλων συνόλων και μεμονωμένων ατόμων που δημιουργήθηκε από την απόφαση του Δικαστή. Οι Δικαστές δεν σχολιάζουν τέτοιου είδους αντιδράσεις για τον απλό λόγο ότι η δικαστική τους συνείδηση είναι άβατη. Οι Δικαστές συνεχίζουν το έργο τους και απονέμουν το δίκαιο σύμφωνα με τις αέναες αρχές της δικαιοσύνης, όπως έχουν θεσμοθετηθεί στο Σύνταγμα, στους Νόμους και στις Διεθνείς Συμβάσεις. Ο σεβασμός στους δημοκρατικούς θεσμούς της Πολιτείας είναι ίδιον των πολιτών με στοιχειώδη πολιτική αγωγή. Η ανταπόκριση των Δικαστηρίων και η άμυνα τους σε περίπτωση κρίσης των θεσμών είναι ακριβώς η συνέχιση του έργου τους για την υπεράσπιση, κυρίως των ατομικών δικαιωμάτων που έχει ο άνθρωπος σε μια δημοκρατική και καλά αναπτυγμένη κοινωνία.»
Τα όσα αφορούν στα της τροποποίησης του Συντάγματος κατά τρόπο που επεμβαίνουν στη δικαστική δικαιοδοσία, θα εξετασθούν στη συνέχεια ως μέρος των επόμενων λόγων έφεσης.
Οι λόγοι έφεσης υπ ΄αρ. 4, 5 και 7, οι οποίοι αναπτύχθηκαν από τον κ. Ευαγγέλου, αφορούν τη μη αναδρομικότητα της Έβδομης Τροποποίησης του Συντάγματος με το Νόμο υπ΄αρ. 68(Ι)/2013 και τα κεκτημένα δικαιώματα του Εφεσείοντος πριν την τροποποίηση αυτή. Ο συνήγορος, αναλύοντας τις νομικές θέσεις πριν το 2006, όταν επήλθε η Πέμπτη Τροποποίηση του Συντάγματος δια του Νόμου αρ. 127(Ι)/2006 και μετά το 2006, εισηγήθηκε ότι μέχρι το 2006, δεν επιτρεπόταν η έκδοση ημεδαπού σε άλλη χώρα, καθότι τέτοια περίπτωση δεν προβλεπόταν στις εξαιρέσεις του Άρθρου 11(2) του Συντάγματος που καθορίζει εξαντλητικά τις περιπτώσεις στέρησης της ελευθερίας του πολίτη, (In re The Attorney-General of the Republic v. Afamis (1961) 1 RSCC 121). Ακόμη και στην περίπτωση πολίτη με διπλή υπηκοότητα, όπως στην υπόθεση της Πλήρους Ολομέλειας στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Κωνσταντίνου (2005) 1 ΑΑΔ 1356, η έκδοση ατόμου που είχε και την Κυπριακή υπηκοότητα δεν επιτρεπόταν παρά την εισαγωγή στο νομοθετικό οπλοστάσιο και των προνοιών του Νόμου. Κρίθηκε ότι το Ένταλμα και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο δεν υπερακόντιζαν το Σύνταγμα και, ιδιαίτερα, τις πρόνοιες του Άρθρου 11(2).
Ακολούθησε, λοιπόν, η Πέμπτη Τροποποίηση του Συντάγματος, ώστε να τίθεται το Ευρωπαϊκό δίκαιο υπεράνω του Συντάγματος, όπου υπάρχει μεταξύ τους σύγκρουση ή αντίφαση, αλλά και πάλι, παρά το γεγονός ότι επιτρεπόταν πλέον η σύλληψη Κύπριου πολίτη για σκοπούς έκδοσης του σε άλλη χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτό αφορούσε πράξεις και γεγονότα που συντελούνταν μετά την 1.5.2004.
Εν τέλει και με αφορμή, καθώς είναι η εισήγηση, της εκκρεμοδικίας της υπόθεσης του Εφεσείοντος, επιτεύχθη εσπευσμένα και η Έβδομη Τροποποίηση, η οποία έχει απαλείψει όλους τους χρονικούς περιορισμούς ως προς την τέλεση των όποιων, κατ΄ισχυρισμόν, αδικημάτων.
Συναφώς, η εισήγηση είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε στην κρίση του ότι το νέο Ένταλμα δεν επηρέαζε τα ήδη κεκτημένα δικαιώματα του Εφεσείοντος, εφόσον αυτός, πριν την Έβδομη Τροποποίηση, απολάμβανε συνταγματικής προστασίας και δεν ήταν δυνατή η έκδοση του, είτε με το καθεστώς που ίσχυε νομικά πριν το 2006, είτε μετά. Με τη νέα τροποποίηση καταργήθηκαν απτά και θεμελιώδη δικαιώματα του Εφεσείοντος, όπως το δικαίωμα της ελευθερίας και της προσωπικής του ασφάλειας. Ιδιαιτέρως, υπό το φως του γεγονότος ότι η Έβδομη Τροποποίηση, σε καταφανή αντίθεση με την Πέμπτη Τροποποίηση, δεν έχει αναδρομική ισχύ. Το αποτέλεσμα είναι ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 7 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1 ότι, νόμος τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσης του, εν προκειμένω, την 17.7.2013, καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 10(2)(ε) του Κεφ. 1, οι οποίες δεν σχολιάστηκαν πρωτοδίκως, ότι, όταν Νόμος ακυρώνει άλλο νομοθέτημα, τότε, εκτός επί αντιθέτου προθέσεως, δεν επηρεάζεται «έρευνα, νόμιμη διαδικασία ή θεραπεία, σχετικά με οποιοδήποτε δικαίωμα, προνόμιο, υποχρέωση, ευθύνη, ποινή», κτλ.
Οι πιο πάνω θέσεις του Εφεσείοντος είναι αβάσιμες. Στερούνται πειστικότητας για τον κύριο λόγο ότι, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου εκείνο που τέθηκε προς εξέταση και απόφαση δεν ήταν τίποτα άλλο από το Ένταλμα που εκδόθηκε από την Εισαγγελία Εφετών Ελλάδος, στις 17.7.2013. Το Ένταλμα αυτό διαβιβάστηκε αρμοδίως και νομοτύπως στις αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας και ακολούθησε η σύλληψη του Εφεσείοντος στις 19.7.2013, η προσαγωγή του στο Δικαστήριο και η ακρόαση της υπόθεσης. Την ίδια ημέρα έκδοσης του Εντάλματος ημερ. 17.7.2013 από τις αρμόδιες Ελληνικές Αρχές, δημοσιεύτηκε η Έβδομη Τροποποίηση του Συντάγματος, για την οποία ήδη έγινε αναφορά πιο πάνω. Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο εκδίκασε την περίπτωση του Εφεσείοντος καθηκόντως, με βάση την υφιστάμενη στις 17.7.2013 και μετέπειτα, νομική τάξη πραγμάτων. Κατά τη χρονική περίοδο εκδίκασης της υπόθεσης πρωτοδίκως, το νομικό καθεστώς επέτρεπε την έκδοση του Εφεσείοντος, όπως και κάθε άλλου Κύπριου ή αλλοδαπού εκζητούμενου σε άλλη χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για πράξεις που καλύπτονται από την Απόφαση-Πλαίσιο, αλλά και το Νόμο, αδιακρίτως της χρονικής στιγμής τέλεσης τους. Ήδη, από την Πέμπτη Τροποποίηση του Συντάγματος είχε αρθεί και ο περιορισμός ως προς τη μη έκδοση Κυπρίου, ενώ επιτρεπόταν τότε μόνο η έκδοση αλλοδαπών.
Η εισήγηση ότι το νέο Ένταλμα ημερ. 17.7.2013 ήταν απλώς συνέχεια του προηγούμενου Εντάλματος ημερ. 2.7.2013, εφόσον τα δύο είναι πανομοιότυπα σε λεκτικό και περιεχόμενο, με μόνη εξαίρεση την ημερομηνία, παραγνωρίζει την απλή πραγματική και νομική υπόσταση των όλων δεδομένων. Κατ΄ αρχάς, το νέο Ένταλμα εκδόθηκε σε νέα χρονική στιγμή και εφεξής έτρεχαν νέες προθεσμίες για διεκπεραίωση της όλης διαδικασίας. Ορθά υπέδειξε η κα Κάρνου εκ μέρους της Δημοκρατίας, και δεν αμφισβητήθηκε, ότι, με την διακοπή της προηγούμενης διαδικασίας στη βάση του Εντάλματος ημερ. 2.7.2013, ο Εφεσείων, ως τότε εκζητούμενος, αφέθη ελεύθερος, υπό την έννοια ότι δεν δεσμευόταν πλέον από τους όρους που του είχαν τεθεί για σκοπούς εμφάνισης στην προηγούμενη διαδικασία.
Το όλο επιχείρημα του Εφεσείοντος περί συνέχειας της όλης διαδικασίας προς έκδοση του, καταρρέει με την ανάγνωση της απόφασης ημερ. 19.7.2013, άλλου Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Τεκμήριο 10 πρωτοδίκως). Η απόφαση αυτή αφορούσε την νομιμότητα της ανάκλησης του προηγούμενου εκδοθέντος εντάλματος από τις Ελληνικές Αρχές, στη βάση του ότι εκδόθηκε νέο Ένταλμα. Ο Εφεσείων έφερε ένσταση στον τερματισμό της διαδικασίας επιδιώκοντας τη συνέχιση της αρξαμένης διαδικασίας, εγείροντας σειρά συνταγματικών και άλλων συναφών ζητημάτων. Το εκεί Δικαστήριο αποφάσισε τον τερματισμό της διαδικασίας και, ορθώς, στη βάση του ότι δεν υπήρχε πλέον αντικείμενο εξέτασης, εφόσον η διαδικασία έκδοσης συναρτάτο προς νομότυπο και σε ισχύ ένταλμα δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 3 και 4 του Νόμου, τόσο κατ΄ αρμοδιότητα εκδοθέντος από τη χώρα που το εξέδωσε, όσο και κατά τύπο, στο προβλεπόμενο υπό του Παραρτήματος του Νόμου, έντυπο. Είναι, επομένως, σαφές ότι η διαδικασία επί του προηγούμενου Εντάλματος περατώθηκε νομίμως και τελεσιδίκως και επ΄ αυτής της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, δεν ασκήθηκε έφεση. Το να επαναφέρεται, επομένως, το ζήτημα της συνέχισης της διαδικασίας υπό το μανδύα των εξεταζόμενων τώρα λόγων έφεσης, ως να ήταν νομικά δυνατή η αναβίωση του πρώτου εντάλματος, αποτελεί όχι μόνο ατυχή εισήγηση, αλλά και κατάχρηση.
Η δυνατότητα των Ελληνικών Αρχών να ανακαλέσουν το πρώτο εκδοθέν Ένταλμα και να εκδώσουν νέο, σαφώς και προσφερόταν στη βάση σχετικής νομολογίας, (Παναγιώτης Λιάκου Μελά (1998) 1 ΑΑΔ 2261, Τζεννάρο Περέλλα (Αρ. 2) (1996) 1 ΑΑΔ 1009 και Αναφορικά με την Luchian Marina Tudor, Πολ. Εφ. αρ. 342/10 ημερ. 1.7.2011). Ευθέως επί της δυνατότητας εξέτασης εντάλματος με βάση νέο νομικό καθεστώς, ακόμη και μετά την απόρριψη προηγούμενου εντάλματος με ισχύ διάφορο νομοθετικό καθεστώς, είναι η απόφαση στην Office of the Prosecutor General of Turin v. Franco Barone (2010) EWHC 3004 (Admin). Δεν δημιουργείται, με άλλα λόγια, δεδικασμένο, εφόσον, υπενθυμίζεται και πάλι, η ιδιότυπη διαδικασία της έκδοσης στη βάση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης είναι περιοριστικής φύσεως και δεν καθορίζει ή ρυθμίζει εξαντλητικά τα τελικά δικαιώματα του εκζητούμενου. Δεν είναι, άλλωστε, αρμοδιότητα της Δημοκρατίας να καθορίζει τον τρόπο ενέργειας και το χρόνο που επιλέγει άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης να προωθήσει διαδικασία έκδοσης.
Λέχθηκαν πολλά για τα κατ΄ ισχυρισμόν κεκτημένα δικαιώματα του Εφεσείοντος, με την παρουσίαση του στο Δικαστήριο κατά τη διαδικασία της προώθησης του πρώτου Εντάλματος. Είναι σαφές από την προηγούμενη ανάλυση που έγινε, ότι ουδέν δικαίωμα απέκτησε ή είχε ο Εφεσείων ή εδραιώθηκε σ΄ αυτόν. Οι δύο διαδικασίες του πρώτου και του νέου εντάλματος είναι εντελώς διακριτές. Η πρώτη τερματίστηκε και εξέπνευσε. Δεν αναβιώνει. Το γεγονός ότι ο Εφεσείων ενέστη στην έκδοσή του στις 8.7.2013 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στα πλαίσια της διαδικασίας του πρώτου εντάλματος, δεν του έδωσε κανένα δικαίωμα. Η διαδικασία εκείνη εξέπνευσε και αν ακόμη μπορούσε να λεχθεί ότι επωφελήθηκε της τότε συνταγματικής προστασίας, ουδέν κεκτημένο δημιουργήθηκε διότι το Δικαστήριο δεν προέβη σε οποιαδήποτε κρίση επ΄ αυτού. Η δεύτερη εισήχθηκε και εξετάστηκε στη βάση του νέου νομικού καθεστώτος που δημιουργήθηκε με την Έβδομη Τροποποίηση του Συντάγματος. Σαφώς και δεν υπάρχει αναδρομική ισχύς του Νόμου αρ. 68(Ι)/2013, όπως άλλωστε δέχθηκε και η Δημοκρατία, αλλά αυτό ουδόλως επηρεάζει τα όποια δικαιώματα, αλλά και υποχρεώσεις του Εφεσείοντος. Έγινε λόγος από τον κ. Ευαγγέλου για ακυρωτικό Νόμο, αναφερόμενος στον Νόμο αρ. 68(Ι)/2013. Είναι ατυχής η θέση αυτή. Η Έβδομη Τροποποίηση του Συντάγματος δεν ακύρωσε οτιδήποτε, ούτε κατάργησε συνταγματικά δικαιώματα προστασίας της ελευθερίας και της ασφάλειας οποιουδήποτε πολίτη της Δημοκρατίας. Αντίθετα, προσέθεσε, διόρθωσε και συμπλήρωσε το κενό που υπήρχε και δημιουργήθηκε, (και το οποίο παραδέχεται ευθαρσώς και η Δημοκρατία), με την Πέμπτη Τροποποίηση του Συντάγματος. Εξ΄ου και στο Προοίμιο της Έβδομης Τροποποίησης γίνεται σαφής και ρητή αναφορά στις συμβατικές υποχρεώσεις που ανέλαβε η Δημοκρατία «να εκδίδει ή παραδίδει πολίτες της που διέπραξαν ποινικά αδικήματα στην αλλοδαπή», ενώ αναγνωρίζεται ότι η Πέμπτη Τροποποίηση «στο βαθμό που ρυθμίζει την έκδοση Κυπρίων υπηκόων στην αλλοδαπή, δεν συνάδει απολύτως με τις υποχρεώσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας ως προκύπτουν από το Ευρωπαϊκό κεκτημένο και, ειδικότερα, από την Απόφαση-Πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ».
Είναι εδώ το κατάλληλο στάδιο να εξεταστεί ο ισχυρισμός που τέθηκε και στα πλαίσια των λόγων έφεσης υπ΄ αρ. 1 και 2, για εσπευσμένη, μεθοδευμένη και επιλεκτική τροποποίηση του Συντάγματος, με σκοπό τη στοχοποίηση του Εφεσείοντος. Τα όσα, όμως, λέχθηκαν και εξηγήθηκαν από την κα Κάρνου με αναφορά στο ιστορικό που οδήγησε στην Έβδομη Τροποποίηση, δεν επιβεβαιώνουν το επιχείρημα. Η υποχρέωση της Δημοκρατίας για πλήρη συμμόρφωση με τις πρόνοιες της Απόφασης-Πλαίσιο ίσχυαν από την ένταξη της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το πρόβλημα της μη πλήρους συμμόρφωσης της Δημοκρατίας επισημάνθηκε και από τις αρμόδιες αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, συγκεκριμένα, από το Συμβούλιό της, σε Έκθεση Αξιολόγησης για την Κύπρο ημερ. 12.12.2007. Προωθήθηκε από τις 18.7.2012, ένα χρόνο, δηλαδή, πριν την έκδοση του επίδικου εντάλματος εναντίον του Εφεσείοντος, νομοσχέδιο από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, στοχεύοντας στην Έβδομη Τροποποίηση του Συντάγματος. Η αιτιολογική έκθεση υπογραμμένη από το Γενικό Εισαγγελέα, έθετε ευθέως την αναγκαιότητα συμμόρφωσης της Δημοκρατίας με τις υποχρεώσεις της προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, ως κράτος μέλος αυτής. Παρεμβάλλεται εδώ ότι ο Γενικός Εισαγγελέας είχε εξ αρχής επισημάνει τη δημιουργία κενού στο νομικό καθεστώς που δημιουργήθηκε με την Πέμπτη Τροποποίηση και σχετικές δηλώσεις του υπήρξαν σε ραδιοφωνικές εκπομπές, αλλά και δημοσιεύματα και η προεκτεθείσα δήλωσή του, απόσπασμα από την εκπομπή του ΡΙΚ «Από Μέρα σε μέρα», πρέπει να ιδωθεί και κάτω από αυτή την οπτική γωνία.
Προκύπτει αβίαστα ότι η Έβδομη Τροποποίηση δεν στοχοποιούσε τον Εφεσείοντα. Το τι μπορεί να καταλογιστεί στη Δημοκρατία και, συγκεκριμένα, στη Βουλή των Αντιπροσώπων, είναι η καθυστέρηση στην ψήφιση της αναγκαίας τροποποίησης, παρά την προς τούτο υπόδειξη της αναγκαιότητας από τον Γενικό Εισαγγελέα, θα προσέθετε, δε, στο όλο πρόβλημα της καθυστέρησης στην Τροποποίηση, αν αναμενόταν να λήξει η προθεσμία συμμόρφωσης την 1.12.2014. Το ότι εσπευσμένα λοιπόν η Βουλή πέρασε την Έβδομη Τροποποίηση παραμένει γεγονός, καθώς επίσης και ότι εσπευσμένα προχώρησε ταχέως η υπογραφή του νόμου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και η δημοσίευση του σε έκτακτη έκδοση της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας. Και πάλι πρέπει να λεχθεί ότι δεν περιποιεί τιμή στη Δημοκρατία ο τρόπος ενέργειας, ώστε να δοθεί η εντύπωση στοχοποίησης του Εφεσείοντος. Αυτή η κατάσταση πραγμάτων, όμως, ουδόλως ισοδυναμεί με λόγο νομικής ακύρωσης του νέου Εντάλματος που, όπως ευθαρσώς το δέχθηκε και η δικηγόρος της Δημοκρατίας, σκοπό είχε την έκδοση του Εφεσείοντος στην Ελλάδα.
Το γεγονός παραμένει ένα: ότι η όποια καθυστέρηση στην προώθηση και ψήφιση της Έβδομης Τροποποίησης, ουδόλως επηρεάζει ή παραβλάπτει κεκτημένα δικαιώματα του Εφεσείοντος, γιατί τέτοια κεκτημένα δεν υπήρχαν. Αποδοχή της θέσεως του Εφεσείοντος θα συνεπαγόταν την εσαεί μη δυνατότητα έκδοσης, παρά το γεγονός ότι υπάρχει κατ΄ αρχάς μαρτυρία που, σύμφωνα με το περιεχόμενο του Ελληνικού αιτήματος, τον εμπλέκει. Κάτι τέτοιο θα ήταν ευθέως αντίθετο με τις υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και η μη στοχοποίηση του Εφεσείοντος επιβεβαιώνεται και από το γεγονός, που ευλόγως ανέδειξε η κα Κάρνου, ότι δεν δόθηκε αναδρομική ισχύς στην Έβδομη Τροποποίηση που αφορά όλους τους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας και όχι μόνο τον Εφεσείοντα. Οι θέσεις του κ. Ευαγγέλου ως προς την εμβέλεια και εφαρμογή του άρθρου 10(2)(ε) του Κεφ. 1, επίσης δεν είναι ορθές, εφόσον ούτε ίδια είναι η διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση του εφεσείοντος, αλλά ούτε και ακύρωση προηγούμενου νομοθετήματος υπήρξε, όπως έχει ανωτέρω εξηγηθεί.
Οι υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας v. Χαράλαμπου Γιάγκου (1999) 2 ΑΑΔ 254, Liyanage v. R (1967) 1 AC 259 και United States v. Klein 80 US (13 Wall) 128 (1871), που σχολιάζεται στο Sydney Law Review, Τόμος 30:61 (2008) στο άρθρο του Peter Gerangelos: The Separation of Powers and Legislative Interferences in Pending Cases, δεν έχουν εφαρμογή στα εδώ δεδομένα. Είτε αφορούσαν τη διάγνωση ποινικής ευθύνης, είτε υπήρξε παρέμβαση εν μέσω δικαστικής διαδικασίας. Κανένα απ΄ αυτά δεν συμβαίνει εδώ.
Ως προς τους λόγους Έφεσης αρ. 3 και 6 που πραγματεύθηκε ο κ. Σ. Μαμαντόπουλος, οι θέσεις εδώ συναρτώνται προς τις εξής αιτιάσεις:
(ι) ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε και/ή παρερμήνευσε την πρόνοια του άρθρου 2(2) του Νόμου που αναφέρει ότι η εφαρμογή των διατάξεων του, «δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την παραβίαση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών, σύμφωνα με το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση» και ότι δεν εξετάζονται θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων εφόσον δεν υπάρχουν ρητές πρόνοιες στο Νόμο.
(ιι) ότι δεν ήταν υπόχρεη η Δημοκρατία, μέσω του Γενικού Εισαγγελέα, να αποδείξει ότι δεν υπήρχε εκκρεμής δίωξη εναντίον του Εφεσείοντος, ή, ότι οι Κυπριακές Αρχές αποφάσισαν να μην διώξουν τον Εφεσείοντα στην Κύπρο.
Συναφώς, ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο δεν έπρεπε να είχε περιοριστεί μόνο στην εξέταση των εξωτερικών χαρακτηριστικών του εντάλματος, ούτε και να παραμείνει στην εξέταση των υποχρεωτικών και προαιρετικών λόγων μη εκτέλεσης ενός εντάλματος κάτω από τα άρθρα 13 και 14 του Νόμου, αλλά έπρεπε να εξετάσει σφαιρικά την περίπτωση του εφεσείοντος υπό το φως και των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων που προστατεύουν έναν ύποπτο για διαμεταγωγή, όπως συμβαίνει στην περίπτωση εκδόσεως ατόμου δυνάμει εντάλματος. Περαιτέρω, αν το Δικαστήριο λάμβανε υπόψη τα ανθρώπινα δικαιώματα, θα έπρεπε να συνυπολογίσει το γεγονός ότι στον Εφεσείοντα, σε περίπτωση έκδοσής του στην Ελλάδα, λόγω και της ενδεχόμενης προφυλάκισης του για περίοδο μεταξύ 6 μέχρι 18 μηνών, δεν θα παρέχεται η δυνατότητα επαρκούς προετοιμασίας για την υπεράσπισή του, ούτε και θα έχει τις απαραίτητες σχετικές διευκολύνσεις. Ιδιαιτέρως, έχοντας υπόψη ότι το σωφρονιστικό σύστημα της ελληνικής δικαιοσύνης είναι προβληματικό, υπό το φως του ότι η Ελλάδα έχει κατ΄ επανάληψη καταδικαστεί πάνω από 400 φορές για παραβίαση του άρθρου 6(1) της Σύμβασης, ως προς τον χρόνο διάρκειας της δίκης, ενώ οι πλείστοι όσοι κρατούμενοι στις φυλακές Κορυδαλλού τελούν υπό προφυλάκιση ελάχιστης διάρκειας έξι μηνών, γεγονός που από μόνο του αποτελεί σοβαρή στέρηση της ελευθερίας του Εφεσείοντος. Περαιτέρω, θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη ότι ο Εφεσείων είναι σήμερα ηλικίας 76 ετών, οι δε οικογενειακές και προσωπικές του συνθήκες από το 1997 όταν αρχίζει, κατ΄ισχυρισμόν, η περίοδος ανάμειξης του στις καταλογιζόμενες σε αυτόν ενέργειες και όταν ήταν 60 ετών, έχουν διαφοροποιηθεί. Αντιμετωπίζει, δε, και σοβαρότατα προβλήματα υγείας και σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό είχε κατατεθεί πρωτοδίκως κατά την αίτηση για αναστολή της κράτησης του Εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του, όπως είναι δεκτό άλλωστε και από τη Δημοκρατία, δεν προέβη σε ρητή αναφορά στο άρθρο 2(2) του Νόμου και παρόλο που δεν αποφάσισε ότι ισχύουν και σε περιπτώσεις έκδοσης τα ευρύτερα ανθρώπινα δικαιώματα, εντούτοις εξέτασε όλες τις εισηγήσεις του Εφεσείοντος και σχολίασε και την υπόθεση Peers v. Eλλάδος, Αίτηση αρ. 28524/95 ημερ. 19.4.2001, όπου το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφέρθηκε, εν όψει των παραπόνων του εκεί Αιτητή, στις συνθήκες κράτησης στις φυλακές Κορυδαλλού, αποφασίζοντας ότι η Ελλάδα ήταν ένοχη για παραβίαση των άρθρων 3, 6(2) και 8 της Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Το Δικαστήριο απέρριψε όλες τις αιτιάσεις του εφεσείοντος θεωρώντας ότι κατά την υπόθεση Κόκου Ιωάννου (Ρωσσίδη) v. Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Εφ. αρ. 346/11 ημερ.15.11.2011, οι μόνες προϋποθέσεις για την μη εκτέλεση εντάλματος από τη δικαστική αρχή που επιφορτίζεται το έργο της εξέτασης είναι οι αναφερόμενες στα άρθρα 13 και 14 του Νόμου υποχρεωτικές ή προαιρετικές προϋποθέσεις και οι οποίες δεν συνέτρεχαν στην περίπτωση του εφεσείοντος. Απεφάσισε επίσης στην βάση της υπόθεσης Νικόλας Κυριάκου v. Γενικός Εισαγγελέας (πιο πάνω), ότι ο Νόμος δεν περιλαμβάνει κάποια συγκεκριμένη πρόνοια για παραβίαση δικαιώματος δίκης εντός ευλόγου χρόνου ή κάποιας μορφής κύρωση στην περίπτωση καθυστέρησης των διωκτικών αρχών της αιτήτριας χώρας να προωθήσουν το αίτημα τους.
Ως προς την προφυλάκιση του Εφεσείοντος σε περίπτωση έκδοσης του στην Ελλάδα, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο ισχυρισμός ήταν πρόωρος και θεωρητικός, εφόσον ουδείς μπορεί να γνωρίζει πώς οι Ελληνικές αρχές θα αντιμετωπίσουν τον εφεσείοντα σε περίπτωση εκτέλεσης του εντάλματος. Τα περί της διάρκειας της προφυλάκισης, της παροχής ευχέρειας ετοιμασίας της υπεράσπισης και της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος από την κατ΄ ισχυρισμόν τέλεση των αδικημάτων, κρίθηκαν από το Δικαστήριο ως ζητήματα που θα μπορούν να τεθούν ενώπιον των Ελληνικών αρχών.
Είναι σαφές από το όλο λεκτικό της Απόφασης-Πλαίσιο, ότι με τις προοιμιακές του τοποθετήσεις, τα ανθρώπινα δικαιώματα διαδραματίζουν τον δικό τους ρόλο στην εξέταση έκδοσης ενός ατόμου. Αυτό είναι πρόδηλο από την παράγραφο 10 του Προοιμίου, όπου αναφέρεται ότι ο μηχανισμός έκδοσης μπορεί να αναχαιτιστεί μόνο στην περίπτωση σοβαρής και παρατεταμένης παραβίασης των αρχών που καθορίζονται στο άρθρο 6(1) της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ένωσης από ένα κράτος μέλος, ενώ η παράγραφος 13 απαγορεύει, ουσιαστικά, την διαμεταγωγή προσώπου σε κράτος μέλος όπου θα είναι ενδεχόμενο να αντιμετωπίσει σοβαρό κίνδυνο καταδίκης του σε θάνατο ή θα υποστεί βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση. Ταυτόχρονα, η παράγραφος 12 του Προοιμίου, θέτει με πολλή σαφήνεια την αρχή ότι η Απόφαση-Πλαίσιο «. respects fundamental rights and observes the principles recognised by Article 6 of the Treaty on European Union ...». Τα ίδια, ουσιαστικά, αναπαράγονται και στο άρθρο 2(2) του Νόμου. Στο Handbook on the European Arrest Warrant (πιο πάνω), καθίσταται σαφές από την ανάλυση που γίνεται στις σελίδες 171-176, ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της Απόφασης-Πλαίσιο, ενώ η παράγραφος 13 του Προοιμίου βασίζεται στις αρχές που αναπτύχθηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τα εθνικά Δικαστήρια των κρατών μελών, ως αποτέλεσμα της απόφασης Soering v. U.K. αρ. 14038/88, ημερ. 7.7.1989. Το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης προνοεί ότι η Ένωση εδράζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, η δε Ένωση πρέπει να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως αυτά τυγχάνουν εγγύησης από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, «. as general principles of Community law.»
Η μη ευθεία αναγνώριση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της εφαρμογής των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην περίπτωση της έκδοσης εκζητούμενου προσώπου, αποτελεί λάθος, αλλά η ορθότητα του τελικού σκεπτικού του δεν αναιρείται εξ αυτού και μόνο του λόγου, υπό το φως του γεγονότος ότι εξέτασε και απεφάσισε ορθά όλες τις αιτιάσεις που ήγειρε ο Εφεσείων ενώπιόν του. Ορθή, συνεπώς, είναι η κατάληξη του ότι, δεν αποτελεί λόγο μη έκδοσης, η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος από την διάπραξη, πάντοτε κατ΄ ισχυρισμόν, των αδικημάτων. Όπως είναι σαφές από το τεκμήριο 7, που είναι η επιστολή της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών ημερ. 24.7.2013, προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης της Δημοκρατίας, η εμπλοκή του Εφεσείοντος στα αδικήματα για τα οποία καταζητείται, έγινε γνωστή μόλις στις 17.7.2012, από άλλο κατηγορούμενο, τον Ν. Ζήγρα, κατά τη συμπληρωματική του απολογία. Ακολούθησαν έρευνες των ελληνικών αρχών για εξέταση της βασιμότητας των ισχυρισμών αυτών που επεκτάθηκαν περί τα τέλη Απριλίου του 2013 και στην Ελβετία, στα πλαίσια αιτήματος δικαστικής συνδρομής ως προς ποσά που είχαν κατατεθεί σε τραπεζικό λογαριασμό του υιού του εφεσείοντος με πληρεξούσιο αντιπρόσωπο τον ίδιο τον εφεσείοντα, και τα οποία ποσά φέρονται να συνδέονται με προϊόν νομιμοποίησης εγκλήματος. Ακολούθησε η έκδοση κλήσης προς απολογία προς τον εφεσείοντα, που του επιδόθηκε στις 15.5.2013, για να εμφανιστεί σε Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών στις 27.6.2013, χωρίς όμως ανταπόκριση. Εν τέλει, εκδόθηκε το υπό κρίση ένταλμα, αφού ανακλήθηκε το προηγούμενο ένταλμα, ως ήδη αναφέρθηκε.
Έπεται ότι δεν υπήρξε καμιά ολιγωρία των Ελληνικών αρχών στην έκδοση και προώθηση της διαδικασίας του Εντάλματος και δεν συντρέχει λόγος μη έκδοσης λόγω καθυστέρησης. Τα αναφερθέντα στην Αίτηση της Drazdova Natalia Sergeenva για Ηabeas Corpus, Πολ. Εφ. αρ. 260/12, ημερ. 13.7.12, αφορούσαν διάφορα γεγονότα και διαδικασία επί προνομιακού εντάλματος φύσεως Habeas Corpus, στη βάση του δικαιώματος που παρέχεται ειδικά από το άρθρο 10(1) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου αρ. 97/1970, διάταξη που δεν απαντάται στο Νόμο περί εκδόσεως προσώπων δυνάμει της διαδικασίας εκτέλεσης Ευρωπαϊκού Εντάλματος. Τα δεδομένα εκεί ήταν παντελώς διαφορετικά όσον αφορά τις προσωπικές συνθήκες και δεν υπάρχει εύλογος συσχετισμός με τα υπό κρίση δεδομένα του Εφεσείοντα. Σ΄ αυτά τα πλαίσια, ορθώς υπεδείχθη από το Εφετείο στην Νικόλας Κυριάκου v. Γενικού Εισαγγελέα (ανωτέρω), ότι δεν υπάρχουν ρητές διατάξεις περί παρόδου εύλογου χρόνου. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής τα ευρύτερα ανθρώπινα δικαιώματα.
Όσον αφορά την προφυλάκιση του εφεσείοντος στην Ελλάδα και τη διάρκεια αυτής, πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε το πρόωρο, αλλά και το θεωρητικό του ισχυρισμού αυτού, εφόσον ουδείς μπορεί να γνωρίζει για πόσο χρονικό διάστημα ο εφεσείων θα τύχει, αν τύχει, προφυλάκισης ή οποιασδήποτε άλλης σχετικής ποινικής μεταχείρισης. Το γεγονός από μόνο του ότι ο σχετικός Ποινικός Κώδικας της Ελλάδας προνοεί προφυλάκιση ενδεχόμενης διάρκειας, δεν αποτελεί λόγο μη έκδοσης, ούτε ισοδυναμεί αυτοδύναμα με εξευτελιστική μεταχείριση και πολύ ορθά η κα Κάρνου στην αγόρευση της ανέδειξε το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης και κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, επομένως, τεκμαίρεται ότι η χώρα αυτή ακολουθεί τις αρχές δικαίου με τήρηση των ελαχίστων δικαιωμάτων ενός κατηγορουμένου και με σεβασμό στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα Handbook on the European Arrest Warrant σελ. 30, η Απόφαση-Πλαίσιο στηρίζεται στην εμπιστοσύνη που ενυπάρχει μεταξύ των κρατών μελών στο ποινικό σύστημα απονομής της δικαιοσύνης. Αυτή η εμπιστοσύνη θεμελιώνεται στην κοινή επιδίωξη δημιουργίας ενός χώρου ελευθερίας και δημοκρατίας, αλλά και σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των θεμελιωδών ελευθεριών και της αρχής του κράτους δικαίου («rule of law»). Είναι γι΄αυτόν τον λόγο, άλλωστε, που, όπως προαναφέρθηκε, προνοείται στην παράγραφο 10 του Προοιμίου της Απόφασης-Πλαίσιο ότι, μόνο στην περίπτωση σοβαρών και συστηματικών παραβιάσεων από ένα κράτος μέλος των αρχών του άρθρου 6(1) της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι που θα μπορούσε να οδηγήσει τη δικαστική αρχή ενός κράτους μέλους να μην εκδώσει έναν εκζητούμενο. Θα ήταν, περαιτέρω, εξαιρετικά άκομψο για τις δικαστικές αρχές της Δημοκρατίας, χωρίς στέρεη βάση, να θεωρήσουν ότι το ποινικό σύστημα δικαίου μιας άλλης χώρας κράτους-μέλους και η εκεί ποινική μεταχείριση υπόπτων, πάσχει θεμελιακά. Άλλωστε, δεν είναι καν αρμοδιότητα του παρόντος Εφετείου να κρίνει κάτι τέτοιο και ούτε υπάρχουν στοιχεία προς αυτή την κατεύθυνση. Τέτοιο ενδεχόμενο θα μπορούσε να τεθεί ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων και, εν συνεχεία, ενώπιον του ΕΔΑΔ.
Η απόφαση Peers v. Greece (πιο πάνω), αφορούσε δεδομένα του 1995, με την απόφαση του ΕΔΑΔ να είχε εκδοθεί προ δωδεκαετίας, δηλαδή το 2001. Η καταδίκη εκεί της Ελλάδας δεν μπορεί να εξομοιωθεί με οποιαδήποτε συστηματική παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή μη τήρησης των ελαχίστων εχεγγύων ελευθερίας και ασφάλειας, ενώ τα άρθρα που δόθηκαν στο Δικαστήριο από τους Α. Φούσα, δικηγόρο - πρώην Υπουργό και Π. Πικραμένο, πρώην υπηρεσιακό Πρωθυπουργό, καθώς και στοιχεία από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όσον αφορά τον αριθμό των φυλακισμένων και των προφυλακισμένων, δεν αποτελούν μαρτυρία, όπως πολύ ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφορούν, δε, τις προσωπικές απόψεις των αρθρογράφων που πιθανόν μαζί με τα στατιστικά στοιχεία του Υπουργείου που λήφθηκαν από το διαδίκτυο, να ληφθούν υπόψη στην Ελλάδα σε μια πιθανή αναθεώρηση του συστήματος. Τίποτε όμως πέραν αυτού.
Στην υπόθεση Gomes v. Government of Trinidad and Tobago (2009) UKHL 21, λέχθηκαν από την Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων τα εξής:
«(35) ... Council of Europe countries in our view present no problem. All are subject to article 6 of the Convention and should readily be assumed capable of protecting an accused against an unjust trial - whether by an abuse of process jurisdiction like ours or in some other way».
Όσον αφορά την κατάλληλη προετοιμασία του εφεσείοντος για την υπεράσπισή του σε συνθήκες κράτησης στην Ελλάδα, εύστοχη είναι και πάλι η παρατήρηση της κας Κάρνου, ότι στην πρωτόδικη διαδικασία είχε εμφανιστεί και δικηγόρος ασκούσα το επάγγελμα της στην Αθήνα, γεγονός που πιστοποιεί ότι ο εφεσείων ήδη έτυχε και θα τύχει της αναγκαίας νομικής εκπροσώπησης από άτομο που είναι γνώστης του ελλαδικού δικαίου.
Σε σχέση με την αιτίαση ότι ο εφεσείων θα μπορούσε να δικαστεί στην Κύπρο και ότι εδώ είχε ήδη αρχίσει η διερεύνηση σχετικών αδικημάτων, είναι και πάλι ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο Εφεσείων δεν έχει δικαίωμα επιλογής της χώρας στην οποία θα διωχθεί. Η έναρξη απλής ποινικής διερεύνησης στην Κύπρο δεν ισοδυναμεί με την καταχώρηση κατηγορητηρίου και, μάλιστα, για τα ίδια αδικήματα για τα οποία αναζητείται στην Ελλάδα, ώστε να ενεργοποιείται το άρθρο 14(β) του Νόμου, που αφορά ένα από τους προαιρετικούς λόγους μη εκτέλεσης του εντάλματος στην περίπτωση που οι κυπριακές αρχές έχουν αποφασίσει είτε να μην ασκήσουν ποινική δίωξη για αξιόποινη πράξη για την οποία είχε εκδοθεί το ένταλμα, ή, έχουν παύσει τη δίωξη. Επομένως, ως θέμα κοινής λογικής, εφόσον η Δημοκρατία επέλεξε να προωθήσει τη διαδικασία έκδοσης στην Ελλάδα, αυτό σημαίνει και ταυτόχρονη επιλογή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να μην ασκήσει οποιαδήποτε ποινική δίωξη στην Κύπρο για τα αυτά αδικήματα. Και, βεβαίως, όπως λέχθηκε, δεν υπήρξε ούτε καταχωρήθηκε ποτέ εναντίον του Εφεσείοντος οποιοδήποτε κατηγορητήριο, η δε Γενική Εισαγγελία δήλωσε στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν εφαρμόζεται ούτε το άρθρο 14(α) του Νόμου, εφόσον ο εφεσείων δεν διώκεται στη Δημοκρατία για την ίδια αξιόποινη πράξη με εκείνη που αναφέρεται στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Ουσιαστικά, καμιά ποινική δίωξη εναντίον του δεν υπάρχει.
Αναμφίβολα, δεν εναπόκειτο στη Δημοκρατία, η οποία ενεργεί στην περίπτωση όχι ως διωκτική ή κατηγορούσα αρχή, αλλά ως παρέχουσα συνδρομή για σκοπούς εκτέλεσης, να προσφέρει μαρτυρία περί μη δίωξης του Εφεσείοντα στην Κύπρο. Τυχόν ποινική δίωξη του Εφεσείοντος στην Κύπρο, θα έπρεπε να υποδειχθεί από τον ίδιο τον Εφεσείοντα ως πραγματικό γεγονός. Ορθή, συνεπώς, είναι και η σχετική κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υποχρεωνόταν ο Γενικός Εισαγγελέας να αποδείξει το αρνητικό, στην ουσία, γεγονός ότι, δεν υπήρχε εναντίον του Εφεσείοντος οποιαδήποτε δίωξη. Αυτό ήταν, άλλωστε, αυταπόδεικτο.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, ουδείς λόγος έφεσης ευσταθεί.
Η έφεση συνεπώς απορρίπτεται.
Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται και διατάσσεται όπως ακολουθηθούν οι πρόνοιες του άρθρου 29(1) του Νόμου, το αργότερο εντός 10 ημερών από σήμερα.
Ο Εφεσείων στο μεταξύ να παραμείνει υπό κράτηση. Ο αρμόδιος Πρωτοκολλητής να κοινοποιήσει την παρούσα απόφαση στις αρμόδιες αρχές της Ελληνικής Δημοκρατίας.
.............
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
.............
Κ. Παμπαλλής, Δ.
.............
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
/ΜΣ