ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 1 ΑΑΔ 1909

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 109/2010)

 

11 Σεπτεμβρίου, 2013

 

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ  ΣΟΛ.  ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

ν.

 

ΤΡΑΠΕΖΗΣ  ΚΥΠΡΟΥ  ΔΗΜΟΣΙΑΣ  ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ  ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

________________________

 

Αγαθοκλής Κορέλλης, για Ευστάθιο Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.

Μαλβίνα Ναθαναήλ (κα), για Πόλυ Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.

________________________

 

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

  η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Ο εφεσείων διατείνεται ότι είναι εσφαλμένη η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 18/3/2010, με την οποία δόθηκε άδεια στους εφεσίβλητους όπως εκτελέσουν την απόφαση, την οποία εξασφάλισαν στις 15/9/1994 εναντίον του, στα πλαίσια της Αγωγής Αρ. 5812/1993.

 

Οι εφεσίβλητοι, στις 15/9/1994, εξασφάλισαν εναντίον του εφεσείοντα απόφαση για το ποσό των ΛΚ7.524,52, με τόκο 9% ετησίως, από 24/4/1993, μέχρι τελείας εξοφλήσεως, πλέον ΛΚ199,50 έξοδα αγωγής, με τόκο 6% ετησίως από 15/9/1994, μέχρι εξοφλήσεως.  Εξασφάλισαν, επίσης, Διάταγμα πώλησης ενυπόθηκου κτήματος προς ικανοποίηση του εξ αποφάσεως χρέους.  Στις 26/5/2009, καταχώρισαν μονομερώς αίτηση για άδεια εκτέλεσης της πιο πάνω απόφασης, στη βάση της Δ.40, θ. 8 και της Δ.48, θ. 2, 8(1)(κκ)(2) των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, (οι «Θεσμοί»).  Στην ένορκη δήλωση, που την συνόδευε, αναφερόταν ότι ο εφεσείων εξακολουθούσε να οφείλει το εν λόγω χρέος.  Κατά καιρούς, ζητούσε παράταση χρόνου προς διευθέτηση τρόπου πληρωμής του, οι εφεσίβλητοι συγκατατίθεντο, χωρίς, όμως, να συμμορφωθεί.  Επειδή παρήλθαν έξι χρόνια από την έκδοση της απόφασης, η αιτούμενη άδεια εκτέλεσης της απόφασης ήταν απαραίτητη. 

 

Η αίτηση, με οδηγίες του Δικαστηρίου, επιδόθηκε στον εφεσείοντα, ο οποίος με ένστασή του, πρόβαλε, μεταξύ άλλων, ότι το χρέος εξασφαλιζόταν από υποθήκη, το ενυπόθηκο ακίνητο πωλήθηκε από τους εφεσίβλητους, χωρίς αυτοί να του αναφέρουν ποιο ήταν το ποσό του εκπλειστηριάσματος και ποιο, ενδεχομένως, το εναπομείναν υπόλοιπο.  Ο ίδιος αρνείτο ότι, καθ' οιονδήποτε χρόνο, ζήτησε παράταση χρόνου προς διευθέτηση του χρέους, αφού η αξία του ενυπόθηκου κτήματος το υπερκάλυπτε.  Η πάροδος δεκαπέντε χρόνων από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, ανέφερε, χωρίς αναφορά στους λόγους της μεγάλης καθυστέρησης, φανέρωνε το κακόπιστο και καταπιεστικό του αιτήματος των εφεσιβλήτων.  Τυχόν έγκριση της αίτησης θα ήταν άδικη και δε θα ανταποκρινόταν στα πραγματικά γεγονότα.

 

Οι εφεσίβλητοι, σε απαντητική ένορκη δήλωση, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα, διευκρίνισαν ότι το οφειλόμενο από τον εφεσείοντα ποσό βάσει της δικαστικής απόφασης ημερομηνίας 15/9/1994 ανέρχεται σε €30.828,70, πλέον τόκους 9%, από 15/4/1994 επί ποσού €12.856,41, μέχρι τελικής εξόφλησης.  Το ενυπόθηκο ακίνητο πωλήθηκε στις 9/3/1997 και το εισπραχθέν ποσό ανερχόταν σε €6.766,06.  Το ενυπόθηκο ακίνητο εξασφάλιζε, επίσης, υποχρεώσεις του εφεσείοντα σε άλλη αγωγή, την υπ' Αρ. 5809/93, έτσι ώστε, από το εκπλειστηρίασμα, μόνο το ποσό των €2.068,21 κατατέθηκε έναντι του εξ αποφάσεως χρέους της Αγωγής Αρ. 5812/93. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη του το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων - δεν υπήρξε αντεξέταση οποιουδήποτε από τους ενόρκως δηλούντες - κατέληξε ως εξής:-

 

«Η ενάγουσα εταιρεία καταχώρησε νέα ένορκη δήλωση με την οποία διευκρίνισαν ότι πραγματοποιήθηκε η πώληση αλλά παρέμεινε υπόλοιπο του χρέους μετά την πώληση.  Περαιτέρω στην ένορκη δήλωση περιγράφονται τα διάφορα μέτρα εκτέλεσης που έχουν γίνει εναντίον της εναγόμενης κατά καιρούς χωρίς όμως να πληρωθεί το εξ αποφάσεως χρέος.

 

Η εναγόμενη δεν έχει προσκομίσει οποιοδήποτε στοιχείο που να αποδεικνύει ότι το εξ αποφάσεως χρέος έχει πληρωθεί.  Τουναντίον, από τα στοιχεία που έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου έχει αποτύχει να αποδείξει ότι δεν οφείλεται κανένα ποσό.

 

Η παρούσα αίτηση βασίζεται στην Δ.40 κ.7 η οποία προνοεί ως ακολούθως.

 

'Where six years have elapsed since the judgment date of the order...the party alleging himself to be entitled to execution may apply to the Court or Judge for leave to execution accordingly.  And such Court or Judge may, if satisfied that the party so applying is entitled to issue execution, make an order to that effect, or may order that any issue or question necessary to determine the rights of the parties shall be tried in any of the ways in which any question in an action may be tried...'

 

Επομένως, το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί ότι οι ενάγοντες δικαιούνται να εκτελέσουν την απόφαση εναντίον της εναγόμενης προτού δοθεί άδεια για την εκτέλεση της.  Η ενάγουσα έχει ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι δικαιούται σε εκτέλεση της απόφασης διότι υπάρχει υπόλοιπο που δεν έχει πληρωθεί.  Επίσης έχει εξηγήσει ότι έχει προβεί σε διάφορα μέτρα εκτέλεσης διά να εισπράξει το εξ αποφάσεως χρέος.  Η εναγόμενη δεν αμφισβητεί ότι έχουν ενεργοποιηθεί εναντίον της διάφορα μέτρα εκτέλεσης της απόφασης και δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης ότι εξακολουθεί να οφείλει το εξ αποφάσεως χρέος.  Η απόφαση εναντίον της εναγόμενης εκδόθηκε νομότυπα και δεν έχει προσβληθεί από την εναγόμενη.  Συνεπώς, η ενάγουσα δικαιούται σε εκτέλεση της απόφασης.  Δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι η ενάγουσα σκόπιμα καθυστέρησε στην εκτέλεση της απόφασης.  Αντιθέτως από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η εναγόμενη ήταν ενήμερη διά την ύπαρξη της εκδοθείσας απόφασης και έχει παραλείψει και/ή αρνηθεί να πληρώσει το εξ αποφάσεως χρέος.  Δεν θεωρώ ότι συντρέχει βάσιμος λόγος να μην επιτρέψω την εκτέλεση της απόφασης ώστε να πληρωθεί η δικαστική απόφαση.»

 

 

 

Ο εφεσείων, με δύο λόγους έφεσης, υποστηρίζει ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη.

 

 Θα εξετάσουμε πρώτα το δεύτερο λόγο έφεσης, σε σχέση με την απαντητική ένορκη δήλωση των εφεσιβλήτων, η οποία, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, καταχωρήθηκε χωρίς άδεια του Δικαστηρίου.  Υποστηρίζει ο εφεσείων ότι το περιεχόμενό της, εφόσον αυτή καταχωρήθηκε χωρίς άδεια, δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη.  

 

Οι εφεσίβλητοι, με το περίγραμμα αγόρευσής τους, προβάλλουν ότι, μετά την καταχώριση της ένστασης, ζητήθηκε από το Δικαστήριο χρόνος, με σκοπό να εξεταστεί κατά πόσο ήταν αναγκαία η καταχώριση απαντητικής ένορκης δήλωσης, ο εφεσείων δεν έφερε ένσταση και το Δικαστήριο «έδωσε την άδεια του, αναφέροντας ότι αν τέτοια κρινόταν αναγκαία τότε αυτή να καταχωρείτο στο μεσοδιάστημα» και όρισε την υπόθεση για οδηγίες στις 18/1/2010.  Στις 12/1/2010, καταχωρήθηκε η απαντητική ένορκη δήλωση και, στις 18/1/2010, που η υπόθεση ήταν ορισμένη για οδηγίες, ο εφεσείων δεν έφερε οποιαδήποτε ένσταση, ούτε υπέβαλε αίτημα για αντεξέταση της ενόρκως δηλούσας, απεμπολίζοντας, έτσι, το δικαίωμά του να προωθεί αυτόν το λόγο έφεσης.

 

Η Δ.48, θ. 4(2) των Θεσμών προβλέπει τα εξής:-

 

«(2)  Το Δικαστήριο ή Δικαστής, μετά από αίτηση ή προφορικό αίτημα, μπορεί, για καλό λόγο, να επιτρέψει την καταχώρηση συμπληρωματικών ένορκων δηλώσεων.  Η ακρόαση αίτησης διεξάγεται στη βάση των γεγονότων που αναφέρονται στην αίτηση ή στις ένορκες δηλώσεις τηρουμένης της δυνατότητας αντεξέτασης που προνοείται από τη Διαταγή 39.»

 

 

 

Το Εφετείο, όπως και κάθε δικαστήριο, λαμβάνει υπόψη του τα πρακτικά τα οποία τηρούνται και τα οποία, υπό προϋποθέσεις, είναι δυνατό να διορθωθούν. 

 

Κατά την ενώπιόν μας συζήτηση της υπόθεσης, ζητήσαμε από τη συνήγορο των εφεσιβλήτων να μας παραπέμψει στο πρακτικό του Δικαστηρίου, από το οποίο προκύπτει το προφορικό αίτημα για καταχώριση απαντητικής ένορκης δήλωσης.  Η συνήγορος ανέφερε ότι κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τα πρακτικά, αλλά ούτε οι εφεσίβλητοι επιθυμούν να υποβάλουν αίτημα για διόρθωση των πρακτικών.  Εν πάση περιπτώσει, κατέληξε, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν έχει στηριχθεί στην απαντητική ένορκη δήλωση.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τη δήλωση της συνηγόρου των εφεσιβλήτων και εξετάζοντας τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, είναι φανερό ότι η απαντητική ένορκη δήλωση των εφεσιβλήτων καταχωρήθηκε χωρίς άδεια του Δικαστηρίου.  Συνεπώς, θα εξετάσουμε το ζήτημα που προβάλλει ο εφεσείων, δηλαδή κατά πόσο το περιεχόμενό της λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Στη Vouitton ν. Δέρμοσακ Λτδ και άλλης (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453, επιδοκιμάστηκε απόφαση, στην οποία ένορκες δηλώσεις που καταχωρήθηκαν χωρίς άδεια του Δικαστηρίου αγνοήθηκαν.  Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε στη Χρυσάνθου κ.ά. ν. Mariala Construction Limited (1996) 1 Α.Α.Δ. 1129.  Συμφωνούμε με τα αποφασισθέντα πιο πάνω.  ΄Αλλωστε, δεν έχει υποστηριχθεί το αντίθετο ενώπιόν μας.

 

Σημειώνουμε ότι θέση του εφεσείοντα, όπως αυτή προκύπτει από τη γραπτή του αγόρευση πρωτοδίκως, ήταν ότι το περιεχόμενο της απαντητικής ένορκης δήλωσης των εφεσιβλήτων δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη.  Με το ζήτημα, όμως, αυτό, δε φαίνεται να ασχολήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

΄Εχουμε, ήδη, παραθέσει τις πρωτόδικες διαπιστώσεις, από τις οποίες είναι φανερό ότι το περιεχόμενο της χωρίς άδεια καταχωρηθείσας απαντητικής ένορκης δήλωσης εκ μέρους των εφεσιβλήτων όχι μόνο δεν αγνοήθηκε αλλά ήταν και το καθοριστικό για την κατάληξη του Δικαστηρίου.  Αυτό,  προβαίνοντας στη διαπίστωση ότι εναντίον του εφεσείοντα λήφθηκαν μέτρα εκτέλεσης, είναι φανερό ότι στηρίχτηκε στην απαντητική ένορκη δήλωση, δηλαδή έλαβε υπόψη του στοιχείο που δεν αναφέρεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση.  Αντίθετα, σ' αυτή, γίνεται αναφορά σε παραστάσεις του εφεσείοντα για παράταση του χρόνου για εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους, το οποίο ο εφεσείων, με την ένστασή του, αρνείται.  Περαιτέρω, ενώ ο εφεσείων με την ένστασή του προβάλλει αδικαιολόγητη καθυστέρηση και κακοπιστία από πλευράς εφεσιβλήτων, το πρωτόδικο Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη στοιχεία της απαντητικής ένορκης δήλωσης, διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι «... η ενάγουσα σκόπιμα καθυστέρησε στην εκτέλεση της απόφασης».

 

Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγουμε ότι η λήψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο υπόψη μαρτυρίας που δεν ήταν ενώπιόν του, εφόσον αυτή τέθηκε χωρίς την απαιτούμενη άδεια, αφήνει τις διαπιστώσεις του χωρίς υπόβαθρο. 

 

Μας απασχόλησε εάν, με την ενώπιόν μας μαρτυρία, παρεχόταν σε μας η δυνατότητα να καταλήξουμε.  Δεν είναι, όμως, αυτό δυνατό, αφού η θέση των εφεσιβλήτων, όπως αυτή δίδεται με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, όχι μόνο δε γίνεται αποδεκτή από τον εφεσείοντα, αλλά, αντίθετα, με τα όσα αυτός προβάλλει, δημιουργούνται ερωτηματικά ως προς τα πραγματικά γεγονότα.

 

Η έφεση επιτυγχάνει.

 

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.

 

Τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση βαρύνουν τους εφεσίβλητους.        

 

 

 

                                                                            Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

 

                                                                            Α. Πασχαλίδης, Δ.

 

 

 

                                                                            Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο