ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 1 ΑΑΔ 1392

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Αίτηση αρ. 95/2013).

5 Ιουλίου, 2013

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ALFRED IBRAHIM ADIB HANNA

 

KAI

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.     ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

2.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

 

___________________________

 

Νικολέττα Χαραλαμπίδου (κα.), για τον Αιτητή.

Μαρία Λοίζου (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Αιτητής παρών.

________________________

 


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:    Με την αίτηση του ο αιτητής ζητά την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus το οποίο να απευθύνεται προς τον Αρχηγό Αστυνομίας και τον Υπουργό Εσωτερικών και να τους διατάσσει να προβούν στην άμεση απελευθέρωση του.  

 

Τα ουσιώδη γεγονότα φαίνονται τόσο στην ένορκη δήλωση του αιτητή, ημερ. 21.5.13, η οποία συνοδεύει την αίτηση του, όσο και στην ένορκη δήλωση της κας Ευγενίας Κυριάκου, Λειτουργού στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερ. 17.6.13, η οποία συνοδεύει την ένσταση.  Τα γεγονότα, όπως τα αναφέρουν οι δύο πλευρές, δεν συγκρούονται σε βασικά θέματα αλλά μάλλον αλληλοσυμπληρώνονται. 

 

Σύμφωνα λοιπόν με τα ενώπιον μου στοιχεία ο αιτητής, ο οποίος είναι Αιγύπτιος χριστιανός, ήλθε για πρώτη φορά στην Κύπρο το 2010 και παρέμεινε για σχεδόν τρεις μήνες ως επισκέπτης.  Στη συνέχεια, στις 4.2.11 αφίχθηκε στην Κύπρο η σύζυγος του και οι δύο ανήλικες κόρες του και έμειναν εδώ για δύο μήνες, μετά μετέβηκαν στην Αίγυπτο και επανήλθαν στις 6.7.11.  Στις 22.7.11 ήλθε στην Κύπρο ο αιτητής στον οποίον παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής ως επισκέπτη, μέχρι 22.10.11.  Την 21.10.11 ο αιτητής ζήτησε ανανέωση της άδειας προσωρινής παραμονής του, η οποία απορρίφθηκε στις 4.7.12.  Αυτός όμως συνέχισε να παραμένει στην Κύπρο παράνομα, εφόσον δεν είχε άδεια παραμονής.  Στις 2.2.13 ο αιτητής, κατά τη διάρκεια (συνήθους) τροχονομικού ελέγχου, συνελήφθη για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής, και στις 3.2.13 εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης, τα οποία του γνωστοποιήθηκαν την ίδια μέρα.   Στις 19.2.13 και ενώ ο αιτητής τελούσε υπό κράτηση, με σκοπό την απέλαση του, υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο, η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 26.4.13.   Στο μεταξύ, στις 20.2.13, διατάχθηκε η αναστολή της εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης του, εν όψει της αίτησης του για άσυλο,  αλλά επιβεβαιώθηκε ότι στο μεταξύ θα παραμείνει υπό κράτηση.  Από 2.2.13 μέχρι σήμερα, ο αιτητής παραμένει υπό κράτηση.  

 

Στις 14.5.13 ο αιτητής καταχώρησε ιεραρχική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 26.4.13, η οποία ακόμα εκκρεμεί.    Η υπό εξέταση αίτησή του καταχωρήθηκε την 21.5.13.  

 

Είναι θέση του αιτητή ότι η κράτηση του είναι παράνομη, εφόσον είναι αιτητής ασύλου και η ιεραρχική προσφυγή του ακόμα εκκρεμεί.  Η αίτηση του για παροχή ασύλου ήταν γνήσια και ειλικρινής και στην Αίγυπτο είχε γίνει προσπάθεια σύλληψης της μεγαλύτερης από τις δύο ανήλικες κόρες του, από την Μυστική Αστυνομία.  Η αίτηση του για άσυλο υποβλήθηκε ενόψει του φόβου του για απέλαση στην Αίγυπτο και μετά από  προσπάθειες που έκαμε ο ίδιος και οι δικηγόροι του για να πετύχουν πρόσβαση στη διαδικασία αίτησης για άσυλο (παράγραφοι 4 και 9 της ένορκης δήλωσης του).    

 

Αμφότερες οι  πλευρές έκαμαν αναφορά τόσο στις σχετικές διατάξεις του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και συγκεκριμένα στο άρθρο 18, όσο και στην Οδηγία 2008/115/ΕΚ και ειδικά το άρθρο 15.  Επίσης αναφέρθηκαν και σε σχετική νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Ιδιαίτερη σημασία έδωσαν, οι ευπαίδευτες συνήγοροι των δύο πλευρών, στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C 534/11 της 30.5.2013, απόφαση Arslan.   Σύμφωνα με την απόφαση εκείνη, η χρήση της κράτησης με σκοπό την απομάκρυνση ενός αιτητή ασύλου θα πρέπει να είναι περιορισμένη και να υπόκειται στην αρχή της αναλογικότητας, όσον αφορά τα χρησιμοποιούμενα μέσα  και τους επιδιωκόμενους στόχους.  Η κράτηση δικαιολογείται μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής ή για την εκτέλεση της διαδικασίας απομάκρυνσης, και εφόσον δεν αρκεί η εφαρμογή λιγότερο αναγκαστικών μέτρων.   Η Οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου της 1.12.2005 καθορίζει τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα Κράτη Μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του  πρόσφυγα.  Υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση για άσυλο σε ένα Κράτος Μέλος, δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι διαμένει παράνομα στο έδαφος του εν λόγω Κράτους Μέλους μέχρι να εκδοθεί απόφαση που να απορρίπτει την αίτηση, ή απόφαση που να του στερεί το δικαίωμα να διαμείνει ως αιτητής ασύλου. 

 

Στην προαναφερόμενη απόφαση, τονίστηκε επίσης ότι σύμφωνα με το άρθρο 23(4) της προαναφερόμενης Οδηγίας (2008/115/ΕΚ) στην περίπτωση που ο αιτητής ασύλου υποβάλει αίτηση μόνο για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση προγενέστερης ή επικείμενης απόφασης που θα οδηγούσε στην απομάκρυνσή του, αυτό το στοιχείο λαμβάνεται υπόψη κατά την εξέταση της αίτησης του για άσυλο.  Όμως το δικαστήριο διευκρίνισε, πως από το γεγονός και μόνον ότι ένας αιτητής ασύλου, κατά την υποβολή της αιτήσεως του αποτελεί αντικείμενο απόφασης περί επαναπατρισμού του και έχει τεθεί υπό κράτηση βάσει του άρθρου 15 της προαναφερόμενης Οδηγίας, δεν μπορεί να τεκμαίρεται, χωρίς κατά περίπτωση εκτίμηση του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, ότι υπέβαλε την αίτησή του με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιώσει την εκτέλεση της απόφασης για επαναπατρισμό του και ότι είναι, αντικειμενικώς αναγκαία και αναλογική, η διατήρηση του μέτρου της κράτησης. 

 

Σύμφωνα με την προαναφερόμενη καθοδηγητική απόφαση, από τις Οδηγίες 2003/9 και 2005/85 προκύπτει ότι δεν απαγορεύεται η διατήρηση της κράτησης υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, μετά που τέθηκε υπό κράτηση δυνάμει του άρθρου 15 της Οδηγίας 2008/115, βάσει διατάξεως του εθνικού δικαίου, εφόσον προκύπτει, κατόπιν κατά περίπτωση εκτιμήσεως του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, (α)  ότι η αίτηση υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιωθεί η εκτέλεση της απόφασης για επαναπατρισμό, και (β) ότι είναι, αντικειμενικώς αναγκαία, η διατήρηση του μέτρου της κράτησης με σκοπό να αποτραπεί το ενδεχόμενο να αποφύγει οριστικά ο ενδιαφερόμενος, τον επαναπατρισμό του.

 

Ενόψει των προαναφερθέντων θα  πρέπει να εξετάσω το κατά πόσον στην παρούσα υπόθεση και με βάση τις περιστάσεις του παρόντος αιτητή, μπορεί να θεωρηθεί ότι η αίτηση του για παροχή ασύλου, που υποβλήθηκε στις 19.2.13, και αφού είχαν εκδοθεί εναντίον του εντάλματα κράτησης και απέλασης από τις 3.2.13 και αυτός τέθηκε υπό κράτηση, επειδή διέμενε στη Δημοκρατία παράνομα, δηλαδή στη βάση των προνοιών του εθνικού δικαίου, υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιωθεί η εκτέλεση της απόφασης για επαναπατρισμό του, και κατά πόσον είναι αντικειμενικώς αναγκαία η διατήρηση του μέτρου της κράτησης του για να αποτραπεί το ενδεχόμενο αποφυγής του επαναπατρισμού του. 

 

Καταρχάς θεωρώ ότι ο αιτητής είχε δικαίωμα να υποβάλει την παρούσα αίτηση έστω και αν δεν συμπληρώθηκε περίοδος έξι μηνών από την ημερομηνία σύλληψης και κράτησης του (2.2.13) καθότι η περίοδος των έξι μηνών είναι η ανώτατη, αρχική, περίοδος επιτρεπόμενης κράτησης προσώπου του οποίου διατάχθηκε η απέλαση.  Εφόσον ο αιτητής είχε δικαίωμα υποβολής της παρούσας αίτησης και εφόσον στις 19.2.13 υπέβαλε αίτηση ασύλου, η οποία ακόμα εκκρεμεί, καθότι δεν έχει εκδοθεί απόφαση στην ιεραρχική προσφυγή του, θεωρώ ότι η κράτηση του μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον αν πληρούνται οι προαναφερόμενες δύο προϋποθέσεις που τέθηκαν από το ΔΕΕ στην υπόθεση Arslan (ανωτέρω) (Δέστε τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο και τον περί Προσφύγων Νόμο του 2000 (Ν 6(1)/2000, όπως τροποποιήθηκε).  

 

Θεωρώ ότι στην παρούσα υπόθεση ικανοποιούνται και οι δύο προαναφερόμενες προϋποθέσεις για τους εξής λόγους:

 

Παρόλον που ο αιτητής ήλθε στην Κύπρο αρχικά το 2010 και στη συνέχεια το 2011, και παρόλον που από τον Ιούλιο του 2011 μέχρι τη σύλληψη του, στις 2.2.13, φαίνεται να είχε κάθε ευκαιρία να υποβάλει αίτηση παροχής ασύλου, εντούτοις δεν το έπραξε μέχρι τις 19.2.13, δηλαδή 17 μέρες μετά την αρχική του σύλληψη, εξαιτίας της παράνομης παραμονής του στην Κύπρο.  Από τα ενώπιον μου στοιχεία και συγκεκριμένα από το περιεχόμενο της παραγράφου 9 της ένορκης δήλωσης του αιτητή φαίνεται ότι ο λόγος της υποβολής της αίτησης ήταν ακριβώς ο φόβος του αιτητή για επαναπατρισμό του στην Αίγυπτο.  Δεν υπάρχει οτιδήποτε στην ένορκη δήλωση για φόβο από ομάδες φανατικών μουσουλμάνων που δεν ελέγχονται από το (Αιγυτιακό) κράτος, όπως ισχυρίστηκε η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή στην αγόρευση της.  Αντίθετα ο αιτητής μιλά για προσπάθεια σύλληψης της εννιάχρονης κόρης του από την Αστυνομία, στην Αίγυπτο, στοιχείο που δεν υποστηρίζεται από το γεγονός ότι η σύζυγος και οι δύο κόρες του ήλθαν αρχικά στην Κύπρο, επέστρεψαν στη συνέχεια στην Αίγυπτο και κατόπιν επανήλθαν στην Κύπρο.  Επομένως καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η υποβολή της αίτησης ασύλου από τον αιτητή, δεκαπέντε περίπου μέρες μετά την σύλληψη και κράτηση του, και παρόλον που αυτός βρισκόταν στην Κύπρο από τον Ιούλιο του 2011 και είχε κάθε ευκαιρία να υποβάλει τέτοια αίτηση και δεν το έπραξε, έγινε για το μοναδικό σκοπό της καθυστέρησης ή της ματαίωσης της εκτέλεσης της απόφασης για επιστροφή του στην Αίγυπτο, για την οποίαν αυτός πληροφορήθηκε στις 3.2.2013.  Αυτό είναι το μόνο εύλογο συμπέρασμα.

 

 Όσον αφορά το κατά πόσον είναι αντικειμενικώς αναγκαία η διατήρηση του μέτρου της κράτησης του αιτητή για να αποτραπεί το ενδεχόμενο αποφυγής της επιστροφής του, κρίνω ότι και αυτή η προϋπόθεση ικανοποιείται.   Ο αιτητής βρισκόταν στην Κύπρο, χωρίς άδεια παραμονής, από τις 22.10.11.  Στις 4.7.12 πληροφορήθηκε και για την απόρριψη της νέας αίτησης του για παραμονή στην Κύπρο.  Από τις 4.7.12 βρισκόταν στην Κύπρο, εν γνώσει του, παράνομα.  Συνελήφθη στις 2.2.13 κατόπιν συνήθους ελέγχου του αυτοκινήτου του από την Αστυνομία.  Δεν υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη ότι ο αιτητής δεν θα συνέχιζε να διαμένει στην Κύπρο παράνομα και μετά τις 2.2.13, αν δεν συλλαμβανόταν.  Δεν υπάρχει επίσης ένδειξη ότι ο αιτητής θα υπέβαλλε αίτηση ασύλου αν δεν συλλαμβανόταν στις 2.2.13 και δεν ετίθετο υπό κράτηση μέχρι την απέλαση του.    Υπό τις περιστάσεις θεωρώ ότι και οι δύο προϋποθέσεις ικανοποιούνται.  Η συνέχιση της κράτησής του, επί του παρόντος, δεν είναι δυσανάλογα επαχθής, γι΄ αυτόν.

 

Ενόψει των προαναφερομένων, κρίνω ότι η κράτηση του αιτητή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράνομη.  Η κράτηση του βασίζεται στα διατάγματα κράτησης και απέλασης του που εκδόθηκαν στις 3.2.13 και η εγκυρότητα των οποίων δεν αμφισβητείται με την παρούσα αίτηση.  Τα διατάγματα εκείνα εκδόθηκαν για καλό λόγο και στη βάση του εθνικού δικαίου, επειδή ο αιτητής βρισκόταν παράνομα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Στη συνέχεια ο αιτητής υπέβαλε την αίτηση ασύλου και επομένως ορθά οι καθ΄ ων η αίτηση ανέστειλαν την απέλαση του στις 20.2.13, αλλά επιβεβαίωσαν την κράτηση του μέχρι την απέλαση, εφόσον πληρούνταν οι προαναφερόμενες δύο προϋποθέσεις που θέτει η ευρωπαϊκή νομολογία.  Η αίτηση ασύλου του αιτητή ακόμα εκκρεμεί, εφόσον δεν έχει εκδοθεί απόφαση στην ιεραρχική προσφυγή του.  Επομένως η απέλαση του δεν είναι επιτρεπτή, επί του παρόντος, αλλά η συνέχιση της κράτησης του είναι επιτρεπτή για τους προαναφερόμενους λόγους.

 

 

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η αίτηση του αιτητή απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του.   Τα έξοδα καθορίζονται στο ποσό των €500.-

 

 

 

 

                                                        Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

                                                                      Δ.

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο