ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 1 ΑΑΔ 1453

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 298/2008)

 

18 Ιουλίου, 2013

 

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

 

ΔΗΜΗΤΡΑ  BEEVOR,

 

Εφεσείουσα-Ενάγουσα, 

ν.

 

 

1.  ΔΩΡΟΥ  ΙΩΑΝΝΙΔΗ  ΔΥΝΑΜΕΙ  ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΟΥ  ΠΑΡΑΧΩΡΗΤΗΡΙΟΥ  ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ  4/03/2010

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΗΝ  ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ  ΤΟΥ

ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ  ΣΟΛΩΝΑ  ΑΣΠΡΟΥ,

2.  ΔΩΡΟΥ  ΙΩΑΝΝΙΔΗ,  ΔΥΝΑΜΕΙ  ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΟΥ

ΠΑΡΑΧΩΡΗΤΗΡΙΟΥ  ΕΓΓΡΑΦΩΝ  ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ,

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ  30/12/2011,  ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ

ΤΗΝ  ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ  ΤΗΣ  ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ

ΕΛΕΝΗΣ  Σ.  ΑΣΠΡΟΥ,

 

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

________________________

 

Ελένη Προδρόμου (κα), για Γιώργο Ζ. Γεωργίου, για την Εφεσείουσα.

Μιχάλης Κιτρομηλίδης, για τους Εφεσίβλητους.

________________________

 

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

η Δικαστής Παπαδοπούλου.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Αγωγή της εφεσείουσας - ενάγουσας, θυγατέρας των Σόλωνα ΄Ασπρου και Ελένης ΄Ασπρου - εναγομένων, οι οποίοι έχουν αποβιώσει, (οι «εναγόμενοι»), με την οποία αυτή αξίωνε δήλωση ότι οι εναγόμενοι κατείχαν από ¼ μερίδιο στο τεμάχιο 281, με Αρ. Εγγραφής 4095, Τμήμα 6/53, Φύλλο 38, Σχέδιο 15, στο Καλό Χωριό Ορεινής, (το «τεμάχιο»), ως καταπιστευματοδόχοι της, δυνάμει δεδηλωμένου, ή εξυπακουόμενου, ή εξ επαγωγής εμπιστεύματος, απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, με αποτέλεσμα την καταχώριση της παρούσας έφεσης. 

 

Σύμφωνα με την ΄Εκθεση Απαίτησης, η εφεσείουσα, κατά ή περί τις 16/10/1998, αγόρασε το τεμάχιο αντί του ποσού των £7.000,00, με σκοπό να ανεγείρει κατοικία και να εγκατασταθεί σ' αυτή μόνιμα μετά τον επαναπατρισμό της από το εξωτερικό, όπου μετέβηκε, αρχικά, για σπουδές και, στη συνέχεια, εγκαταστάθηκε.  Στις 9/11/1998, μεταβίβασε στους εναγομένους από ¼ μερίδιο στο τεμάχιο, όχι χαριστικώς, αλλά για να το κατέχουν για λογαριασμό της και με τη ρητή δέσμευσή τους ότι θα της το επαναμεταβίβαζαν μετά τον επαναπατρισμό της και την ανέγερση εντός αυτού της κατοικίας της.  Οι εναγόμενοι, τόσο πριν όσο και μετά την ολοκλήρωση της κατοικίας, που έγινε το Μάιο του 2004, αρνήθηκαν ότι κατείχαν τα εν λόγω μερίδια ως καταπιστευματοδόχοι της. 

 

Οι εναγόμενοι, με την Υπεράσπισή τους, ισχυρίζονταν ότι αγόρασαν το τεμάχιο από κοινού με την εφεσείουσα, γι' αυτό και εκείνη το ενέγραψε επ' ονόματί τους.  Για την αγορά του, κατέβαλαν το ποσό των £5.000,00.  Στη συνέχεια, δενδροφύτευσαν το ½ του τεμαχίου - το μερίδιο που τους αναλογούσε - χωρίς η εφεσείουσα, καθ' οιονδήποτε χρόνο και τρόπο, να διαμαρτυρηθεί.  Η ίδια, στο  ½ μερίδιό της, προχώρησε στην ανέγερση της κατοικίας της. 

 

Πρωτόδικα, κατέθεσαν, από πλευράς εφεσείουσας, εκτός από την ίδια, ο Δημήτρης Βασιλείου, Διευθυντής υποκαταστήματος της Τράπεζας Κύπρου, όπου αυτή διατηρούσε τόσο προσωπικό όσο και κοινό λογαριασμό με τον εναγόμενο 1, και, από πλευράς εναγομένων, ο εναγόμενος 1, ο Αιμίλιος Τσίγκης, Λειτουργός του Κτηματολογίου και ο Ανδρέας Κυριάκου, επ' αδελφή γαμβρός της εφεσείουσας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τη μαρτυρία της εφεσείουσας, ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής:-

 

«Η Ενάγουσα δεν μου έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας και απορρίπτω τη μαρτυρία της ότι συμφωνήθηκε όπως οι γονείς της, της μεταβιβάσουν τα μερίδια τους επί του επίδικου ακινήτου που η ίδια στις 9.11.98 είχε μεταβιβάσει στον καθένα (Τεκμήριο 27).  Η Ενάγουσα αντιλαμβανόμενη τα προβλήματα που θα της δημιουργούσε ο πατέρας της ως συνιδιοκτήτης του ακινήτου επί του οποίου άρχισε να ανεγείρει οικία αρκετών χιλιάδων λιρών, ήγειρε την παρούσα αγωγή και προσπάθησε να πείσει το Δικαστήριο ότι οι γονείς της την διαβεβαίωσαν πως όταν θα έκτιζε την οικία της στο ακίνητο, θα της μεταβίβαζαν τα μερίδια τους.  Ρωτήθηκε αντεξεταζόμενη 'ποιο ήταν το νόημα να τους μεταβιβάσει με την υπόσχεση ότι θα της έδιδαν πίσω το ακίνητο μετά που θα έκτιζε την οικία της εντός αυτού' όταν μάλιστα η ίδια ανέφερε πως η προοπτική ανέγερσης οικίας εντός του ακινήτου ήταν άμεση.  Η απάντηση που έδωσε ήταν η ακόλουθη:  'Είπατε τη λέξη προοπτική άμεση.  Ζούμε στην Κύπρο.  ΄Αμεση προοπτική δεν υπάρχει στην Κύπρο για να βγει άδεια του σπιτιού.  Αυτό θέλει δύο χρόνια.  ΄Ηξερα ότι οι διαδικασίες για την άδεια έπαιρναν πάρα πολύ χρόνο οπότε η προοπτική η άμεση μπορούσε να πάρει και δύο χρόνια.  Οπότε με αυτή τη σκέψη πήρα την απόφαση να ενδώσω στις πιέσεις διότι δύο χρόνια μετά άξιος που θα ζήσει.  Μην ξεχνάτε ότι οι γονείς μου είναι ηλικιωμένοι.'  Η Ενάγουσα με αυτή την απάντηση ουσιαστικά άφησε να νοηθεί πως ένας από τους λόγους που μεταβίβασε, υπό τις περιστάσεις που η ίδια ισχυρίστηκε, μέρος του ακινήτου στους γονείς της, ήταν επειδή αυτοί ήταν ηλικιωμένοι και επειδή μέχρι να ανεγείρει την οικία της ενδεχομένως αυτοί να απεβίωναν.  Αυτό όμως θα έπρεπε να την είχε αποτρέψει να καταρτίσει την κατ' ισχυρισμό συμφωνία αφού κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν ήταν η μοναδική κληρονόμος των γονέων της, οπότε κάποιος θα μπορούσε να πει ότι με το θάνατο τους θα λάμβανε τα μερίδιά τους επί του ακινήτου.  Εν πάση περιπτώσει η απάντηση αυτή δεν με ικανοποιεί.  Δεν αντέχει στη λογική αυτή η θέση της, αφού δεν υπήρχε κανένας λόγος οι γονείς της να θέλουν να έχουν ένα ακίνητο τυπικά στο όνομα τους και μόνο για κάποια συγκεκριμένη περίοδο, όταν μάλιστα, σύμφωνα με τη μαρτυρία της, η ίδια τους πρότεινε να χρησιμοποιούν το ακίνητο μέχρι να ανεγείρει την οικία της εντός αυτού.

 

Ας σημειωθεί πως η Ενάγουσα στις αρμόδιες αρχές του κράτους δήλωνε ότι μεταβίβαζε στους γονείς της μέρος του ακινήτου δυνάμει δωρεάς.  Στη 'Δήλωση μεταβίβασης ακινήτου' (Τεκμήριο 27), την οποία η Ενάγουσα υπέγραψε, αναφέρονται και τα ακόλουθα:

 

'Επίσης δηλώνουμε ότι δε συμφωνήθηκε επαναμεταβίβαση του ακινήτου αυτού στο Δικαιοπάροχο για οποιοδήποτε λόγο, ότι γνωρίζουμε ο ένας τον άλλο και ότι μεταξύ μας υπάρχει η ακόλουθη συγγένεια, κόρη-γονείς.'

 

Η Ενάγουσα απέφυγε επιμελώς να κάνει αναφορά στην εν λόγω 'Δήλωση μεταβίβασης ακινήτου', αφού γνώριζε πολύ καλά πως η δήλωση και το περιεχόμενο της δεν υποστηρίζουν τη θέση της για τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες μεταβίβασε μέρος του ακινήτου στους γονείς της.  ...  Η Ενάγουσα, γνώριζε πολύ καλά ότι υπέγραψε την εν λόγω 'Δήλωση μεταβίβασης ακινήτου', και αν ήθελε θα μπορούσε η ίδια να αναφερθεί σε αυτήν και στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες την υπέγραψε.  Τουναντίον, η ίδια αποφάσισε να τηρήσει σιγή ιχθύος γύρω από την εν λόγω δήλωση.  Ο κ. Βραχίμης υποστήριξε πως επειδή δεν έχει τεθεί ενώπιον της Ενάγουσας το Τεκμήριο 27 για να δώσει τη δική της θέση, το Δικαστήριο δεν μπορεί να βασιστεί στο περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου για να την κρίνει αναξιόπιστη.  Κατ' αρχάς θα πρέπει να διευκρινιστεί από τώρα πως η μαρτυρία της Ενάγουσας δεν έχει απορριφθεί μόνο λόγω της ύπαρξης του Τεκμηρίου 27.  Και χωρίς αυτό η μαρτυρία της θα απορρίπτετο αφού, παρακολουθώντας την από το εδώλιο του μάρτυρα, δεν μου έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας και βρίσκω πως έδωσε απαντήσεις που δεν αντέχουν στη λογική.  Παρεμπιπτόντως να αναφέρω εδώ ότι είναι άξιο απορίας γιατί αξίωσε μεταβίβαση των μεριδίων στο όνομα της πριν από την αποπεράτωση της οικίας, όταν η θέση της ήταν πως η υποχρέωση των γονέων της να της μεταβιβάσουν τα μερίδια τους θα υπήρχε μετά την αποπεράτωση της οικίας.  Ισχυρίστηκε βεβαίως πως αξίωσε μεταβίβαση των μεριδίων όταν είδε τις ζημιές που της έκανε ο πατέρας της στο ακίνητο.  Εάν η θέση ήταν ότι ο πατέρας της προέβαινε σε ενέργειες οι οποίες προκαλούσαν ζημιές στην οικία ή στο ακίνητο, θα μπορούσε να στραφεί δικαστικώς εναντίον του αξιώνοντας θεραπείες, κάτι που δεν έπραξε.  (Η μαρτυρία της αυτή βεβαίως απορρίπτεται ως αναξιόπιστη).  Αλλά και έτσι νε είχαν τα πράγματα, δεν θα μπορούσε να αξιώσει μεταβίβαση των μεριδίων, αφού ως η ίδια ισχυρίστηκε, αυτή η υποχρέωση (δυνάμει συμφωνίας) θα υφίστατο μετά την αποπεράτωση της οικίας.  Μαρτυρία ότι τερμάτισε την κατ' ισχυρισμό συμφωνία και αξίωσε την άμεση μεταβίβαση των μεριδίων, δεν υπήρξε.»

 

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία της πλευράς των εναγομένων, ως καθ' όλα αξιόπιστη, και κατέληξε ότι, μεταξύ της εφεσείουσας και των εναγομένων, δεν είχε συμφωνηθεί να μεταβιβαστούν στην εφεσείουσα τα μερίδια που οι τελευταίοι κατείχαν.  Το ακίνητο αγοράστηκε από τους εναγομένους και την εφεσείουσα, η οποία συμφώνησε όπως το ½ αυτού εγγραφεί, ανά ¼ μερίδιο, επ' ονόματι των εναγομένων.  Το γεγονός ότι το πωλητήριο έγγραφο έγινε επ' ονόματι της εφεσείουσας δεν ήταν αρκετό για απόρριψη της θέσης του εναγομένου 1, ο οποίος έδωσε την εξήγηση, που έγινε δεκτή, ότι ο ίδιος δεν ήταν παρών κατά το χρόνο σύνταξής του.  Ο ισχυρισμός του δε ότι συμφωνήθηκε με την εφεσείουσα να εγγραφεί επ' ονόματί του και της εναγομένης 2 ανά ¼ μερίδιο ενισχύεται από το γεγονός ότι η μεταβίβαση των εν λόγω μεριδίων επ' ονόματι των εναγομένων έγινε την ίδια ημερομηνία που ενεγράφη το ακίνητο επ' ονόματι της εφεσείουσας.

 

Καθ' όλα αξιόπιστη έκρινε και τη μαρτυρία του Ανδρέα Κυριάκου - Μ.Υ.3, ο οποίος προσπάθησε να αποτρέψει την εφεσείουσα να μεταβιβάσει μερίδια στους γονείς της, λέγοντας της ότι ο πατέρας της είναι άνθρωπος ιδιότροπος και δύσκολος και ότι, ενδεχόμενα, από τη μεταβίβαση αυτή, να προκύψουν προβλήματα.  Εκείνη, όμως, δεν του ανέφερε, καθ' οιονδήποτε χρόνο, ότι οι εναγόμενοι θα της επαναμεταβίβαζαν τα μερίδια που θα τους μεταβίβαζε.  Σύμφωνα με το μάρτυρα, η εφεσείουσα τον επισκέφτηκε στο χώρο εργασίας του και του ζήτησε η σύζυγός του και αυτός να αποποιηθούν το κληρονομικό τους μερίδιο στο ακίνητο, απειλώντας τον, όταν της ανέφερε ότι θα διαβίβαζε στην αδελφή της την απαίτησή της, πως, αν δεν υλοποιείτο η επιθυμία της, θα κινούσε αγωγή τόσο εναντίον του όσο και εναντίον της αδελφής της. 

 

Η εφεσείουσα αμφισβητεί, με τους τέσσερις πρώτους λόγους έφεσης, την ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας, ενώ, με τους άλλους δύο, την παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει τη θέση της ότι αυτή εδικαιούτο στην εγγραφή επ' ονόματί της του ακινήτου, στη βάση των αρχών του περιουσιακού κωλύματος και/ή του εξ επαγωγής ή του καταληκτικού εμπιστεύματος.

 

Θα εξετάσουμε πρώτα τους λόγους έφεσης σε σχέση με την ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας.

 

Οι δικηγόροι της εφεσείουσας, χωρίς να παραγνωρίζουν ότι η απόρριψη της μαρτυρίας της έγινε όχι μόνο γιατί αυτή δεν αναφέρθηκε στο Τεκμήριο 27, όπου δηλώνεται ότι δε συμφωνήθηκε επαναμεταβίβαση του ακινήτου στην ίδια, αλλά και για άλλους λόγους, υπέβαλαν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του το περιεχόμενο του εν λόγω τεκμηρίου.  Στην εφεσείουσα δε δόθηκε η ευκαιρία, αντεξεταζόμενη, να τοποθετηθεί επ' αυτού.  Περαιτέρω, εσφαλμένες, ισχυρίζονται, είναι και οι διαπιστώσεις ότι οι απαντήσεις που έδωσε η εφεσείουσα στο εδώλιο του μάρτυρα δεν άντεχαν στη βάσανο της λογικής και ότι δε δόθηκε μαρτυρία ότι αυτή τερμάτισε την, κατ' ισχυρισμό, συμφωνία για μεταβίβαση των μεριδίων των εναγομένων επ' ονόματί της μετά την αποπεράτωση της κατοικίας και αξίωσε την άμεση μεταβίβασή τους.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ούτε επεξηγεί, ούτε, καθ' οιονδήποτε τρόπο, δικαιολογεί  ποιες απαντήσεις και γιατί δεν είναι λογικές.  Η απόρριψη της μαρτυρίας της εφεσείουσας ως αναξιόπιστης ήταν, επίσης, αποτέλεσμα παράλειψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αξιολογήσει τη μαρτυρία του μάρτυρά της Δ. Βασιλείου, ο οποίος, με άδεια του Δικαστηρίου, κατέθεσε μετά που έκλεισε η υπόθεση των εναγομένων - (αντικρουστική μαρτυρία), και τα Τεκμήρια 29, 30 και 31, από τα οποία υποστηρίζεται η θέση της, εφόσον το ακίνητο αγοράστηκε από δικά της χρήματα.  Με αναφορά σε σημεία της μαρτυρίας του εναγομένου 1, τα οποία χαρακτήρισαν υπερβολικά, αντιφατικά και παράλογα, υποστήριξαν ότι δεν έπρεπε η μαρτυρία του να γίνει αποδεκτή ως αξιόπιστη.  Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εναγόμενος 1 κατέβαλε αρκετά χρήματα για διάφορες εργασίες στο ακίνητο δεν ισχυροποιούσε, καθ' οιονδήποτε τρόπο, τη θέση του, όπως κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού το ζητούμενο ήταν κατά πόσο υπήρξε ή όχι συμφωνία επαναμεταβίβασης των μεριδίων των εναγομένων επ' ονόματι της εφεσείουσας, η ύπαρξη της οποίας προέκυπτε από τη μαρτυρία της εφεσείουσας και τη μαρτυρία του Μ.Υ.3, η οποία κρίθηκε καθ' όλα αξιόπιστη.  Ο Μ.Υ.3 ανέφερε ότι όλες τις ενέργειες για αγορά του ακινήτου τις έκαμε πράγματι με τη Δήμητρα, ενώ το πόσο φιλοχρήματος ήταν ο εναγόμενος 1 προέκυπτε από την αναφορά του Μ.Υ.3 ότι, ακόμη και στα παιδιά του, δεν έδινε χρήματα. 

 

΄Εχει, κατ' επανάληψη, τονιστεί ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έχει καθήκον να εξετάζει το σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται και, στη συνέχεια, να προβαίνει σε διαπιστώσεις ως προς τα βασικά εκείνα σημεία που αμφισβητούνται από τους διαδίκους.  Η διαπίστωση, δηλαδή, των πρωτογενών γεγονότων αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο, με την ευκαιρία που έχει να ακούει και να παρατηρεί τους μάρτυρες όταν καταθέτουν, βρίσκεται σε καλύτερη θέση να αξιολογεί τη μαρτυρία και να προβαίνει σε ευρήματα για την αξιοπιστία τους.  Το εφετείο έχει διακριτική ευχέρεια να επεμβαίνει, όταν το πρωτόδικο δικαστήριο παραλείπει να προβαίνει σε ευρήματα αναφορικά με ουσιώδες θέμα και όταν συμπέρασμα ως προς την αποδοχή μαρτυρίας ενός μάρτυρα δεν είναι εύλογα επιτρεπτό.  Δεν επεμβαίνει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, όταν αυτά είναι επαρκώς αιτιολογημένα και υποστηρίζονται από το αποδεικτικό υλικό που παρουσιάζεται - (βλ. Demosthenous v. Katsourides (1988) 1 C.L.R. 665). 

 

Στην παρούσα περίπτωση, έχουμε εξετάσει τις εισηγήσεις που υποβλήθηκαν από την εφεσείουσα και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτές δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές.  Εξέταση της μαρτυρίας που προσφέρθηκε, σε σχέση με την ανάλυση και την αξιολόγησή της από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δε δικαιολογεί επέμβασή μας.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εκτενή ανάλυση της μαρτυρίας και έδωσε λεπτομερή και καθ' όλα εύλογη αιτιολογία για την απόρριψη της μαρτυρίας της εφεσείουσας και την αποδοχή της μαρτυρίας του εναγομένου 1.  Η εισήγηση για υπερβολές και παραλογισμούς στη μαρτυρία του τελευταίου, την οποία έχουμε εξετάσει με προσοχή, δεν ευσταθεί.  Πρόκειται για λεπτομέρειες που δεν επηρεάζουν, καθ' οιονδήποτε τρόπο, την αξιοπιστία του.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τον εναγόμενο 1, αφού σημείωσε ότι, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε και την επιθυμία του ακόμη να αποφασίζει για κάθε προσωπικό ή άλλο θέμα που αφορούσε την εφεσείουσα, αποδέχτηκε τη μαρτυρία του ως αξιόπιστη, λαμβάνοντας υπόψη τις εν γένει αντιδράσεις του στο εδώλιο του μάρτυρα και αναντίλεκτη μαρτυρία μέσα από τα Τεκμήρια 21 - 23 ότι ο ίδιος κατέβαλε αρκετά χρήματα για το συγκεκριμένο ακίνητο. 

 

Ο Μ.Υ.3, η μαρτυρία του οποίου, κατά την εφεσείουσα, υποστηρίζει τη θέση της, όντως, στη μαρτυρία του ανέφερε όσα οι δικηγόροι της εφεσείουσας υπέδειξαν σε σχέση με τις ενέργειες για αγορά του ακινήτου, όμως, η μαρτυρία ενός μάρτυρα εξετάζεται όχι κατ' απομόνωση αλλά στο σύνολό της.  Στο μάρτυρα αυτό, με τον οποίο η εφεσείουσα βρισκόταν σε συνεχή επαφή για την αγορά του ακινήτου και ο οποίος την απέτρεψε να μεταβιβάσει επ' ονόματι των εναγομένων μερίδια, για τους λόγους που έχουμε, ήδη, αναφέρει, η εφεσείουσα δεν ανέφερε, καθ' οιονδήποτε στάδιο, ότι τα μερίδια αυτά οι εναγόμενοι θα της τα επαναμεταβίβαζαν.  Αντίθετα, εκείνο που του ζήτησε ήταν να αποποιηθούν, ο ίδιος και η σύζυγός του, το κληρονομικό τους δικαίωμα, εφόσον οι εναγόμενοι αρνούνταν να της επαναμεταβιβάσουν.

 

Ενόψει της αποτυχίας των λόγων έφεσης σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας, η εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης είναι αχρείαστη.

 

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

                                                                 

 

 

 

 

                                                                  Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

 

 

                                                                  Α. Πασχαλίδης, Δ.

 

 

 

 

                                                                  Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

 

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο