ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 1 ΑΑΔ 1442

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 293/2007

 

 18 Ιουλίου 2013

 

[Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π, Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Π. ΠΑΝΑΓΗ Δ/στές]

 

Μεταξύ:

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΗΡΑΚΛΗ ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΥ,

 

Εφεσείοντας/Αιτητής

ν.

 

ΟΛΓΑΣ ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΚΟΚΟΥ,

 

Εφεσίβλητης/Καθ'ης η Αίτηση

 

 

Ε. Πουλλά-Μακαρούνα με Ερ. Πουλλά (κα), για τον Εφεσείοντα.

Α. Κορακίδου, για την Εφεσίβλητη.

 

 

  Δ. Χατζηχαμπής, Π: Την ομόφωνη απόφαση του  Δικαστηρίου θα δώσει η κα Π. Παναγή, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

  Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ. Ο Εφεσείων-Αιτητής είναι ο ιδιοκτήτης του κτήματος, με αριθμό εγγραφής 8217, Φύλλο/Σχέδιο XLV/5, τεμάχιο 664 (στο εξής «το τεμάχιο 664»), στο χωριό Πολέμι της Επαρχίας Πάφου, το οποίο είναι όμορο με το κτήμα της Εφεσίβλητης τεμάχιο 665 του ιδίου Φύλλου/Σχεδίου (στο εξής «το τεμάχιο 665»).   Τα εν λόγω δύο τεμάχια προήλθαν από το διαχωρισμό μεγαλύτερων τεμαχίων που αρχικά ανήκαν στην Ιερά Μονή Κύκκου.  Με στόχο την επίλυση συνοριακής διαφοράς αναφορικά με διαφιλονικούμενο μέρος ως προς το κοινό εγγεγραμμένο σύνορο των ως άνω δύο τεμαχίων, η Εφεσίβλητη το 2001 υπέβαλε σχετική αίτηση (Α933/01) στον Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας (στο εξής «ο Διευθυντής»).  Αφού έγινε επιτόπια εξέταση, ο Διευθυντής με απόφαση του, ημερομηνίας 9.10.2002, αποφάσισε ότι έκταση γης που σημειώνεται με κόκκινο χρώμα σε σχέδιο το οποίο συνόδευε την απόφαση του, αποτελεί μέρος του τεμαχίου 665.  Εναντίον της απόφασης του Διευθυντή ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο, όπως προβλέπεται από το άρθρο 80 του σχετικού Νόμου, ζητώντας όπως η απόφαση του Διευθυντή ακυρωθεί.

 

Η ουσία της θέσης του Εφεσείοντα με την οποία αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του Διευθυντή εμπεριέχεται, όπως σημείωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, στη μαρτυρία του Ιεζεκιήλ Ιεζεκιήλ (ΜΑ1), αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού.  Σύμφωνα με τον μάρτυρα αυτό η επί τόπου θέση των επίδικων τεμαχίων δεν συμφωνεί με το εν χρήσει σχέδιο της περιοχής, η οποία έχει χαρακτηρισθεί από το Κτηματολόγιο ως «αρρωστημένη», καθότι κανένας ιδιοκτήτης δεν κατέχει το τεμάχιο του ούτε σε έκταση, αλλά ούτε και σε θέση όπως φαίνεται στο χωρομετρικό σχέδιο.  Ως εκ τούτου, υποστήριξε, το Επαρχιακό Κτηματολόγιο απέφευγε να εξετάσει αιτήσεις που είχαν υποβάλει ιδιοκτήτες  για συνοριακές διαφορές με το δικαιολογητικό ότι πρέπει να γίνει νέα χωρομετρική εργασία και οι κάτοχοι των τεμαχίων να υπογράψουν ως έχει η υφιστάμενη κατάσταση επί του εδάφους και να εκδοθούν νέα χωρομετρικά σχέδια και νέοι τίτλοι.  Το πρόβλημα ουσιαστικά προέκυψε από τον διαχωρισμό των αρχικών τεμαχίων τα οποία ανήκαν στην Ιερά Μονή Κύκκου, από τα οποία προέκυψαν τα επίδικα, ο οποίος διαχωρισμός είτε δεν εφαρμόστηκε ορθά στο έδαφος - εάν προηγήθηκε η σχεδίαση - είτε εάν προηγήθηκε η διανομή τότε έγινε λάθος η σχεδίαση.  Υπήρχε δε συμφωνία με βάση την οποία θα έπρεπε τα τεμάχια που προέκυψαν από το διαχωρισμό να δοθούν στους κατόχους τους όπως οι ίδιοι τα κατείχαν επί του εδάφους, ενώ με σκοπό να εφαρμόσει αυτή τη συμφωνία το Κτηματολόγιο, κατά την έκδοση ξεχωριστών τίτλων σε σχέση με την υφιστάμενη κατάσταση, χάρη της ευκολίας ευθυγράμμιζε τα τεμάχια δίχως να λαμβάνει υπόψη κάποιες τοπικές «ανωμαλίες».  Για τον λόγο αυτό, υποστήριξε ο μάρτυρας, θα πρέπει να γίνει επαναχωρομέτρηση της περιοχής.  Το Επαρχιακό Κτηματολόγιο θα πρέπει να αποτυπώσει τις υφιστάμενες καταστάσεις και να λύσει το πρόβλημα όχι ατομικά αλλά συλλογικά. Σε περίπτωση δε που εφαρμοστεί το εν χρήσει σχέδιο επί του εδάφους, τότε όλοι οι ιδιοκτήτες θα πρέπει να αλλάξουν τη θέση των τεμαχίων τους.  Ωστόσο, δεν αμφέβαλλε ότι πιθανώς ο Επαρχιακός Λειτουργός του Κτηματολογίου, εφαρμόζοντας το εν χρήσει σχέδιο, να κατέληγε ουσιαστικά σε συμπέρασμα ότι ο ιδιοκτήτης του τεμαχίου 664 επέμβαινε εντός του τεμαχίου 665.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αξιολόγησε την αξιοπιστία των μαρτύρων και το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιον του και εξέτασε ένα προς ένα τους ισχυρισμούς και θέσεις του Εφεσείοντα, απέρριψε την έφεση/αίτηση ως αβάσιμη.     

 

Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αμφισβητείται με πέντε λόγους έφεσης.

 

Θεωρούμε ότι οι λόγοι 1, 2, 3 και 4 της έφεσης μπορούν να εξεταστούν μαζί.  Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε αξιολογώντας λανθασμένα τα τεκμήρια και τη μαρτυρία που προσφέρθηκε και από τις δύο πλευρές.  Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι το Δικαστήριο κακώς και εσφαλμένα δεν έκρινε ότι η απόφαση του Διευθυντή πάσχει εκ προοιμίου, αντικειμενικά, νομικά και ουσιαστικά και ότι η εφεσιβαλλόμενη απόφαση δεν έπρεπε να εκδοθεί καν.  Ο τρίτος λόγος έφεσης στρέφεται εναντίον του ευρήματος του Δικαστηρίου ότι κανένας λόγος επί των οποίων στηρίζεται η Έφεση/Αίτηση δεν ευσταθεί, ενώ με τον τέταρτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο, στα πλαίσια της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, έσφαλε γιατί  δεν έλαβε υπόψη του ότι «ο Νόμος και η Νομολογία καθορίζει και ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να ερευνήσει όχι μόνο αν η απόφαση του Διευθυντή ήταν εύλογη αλλά και αν ήταν ουσιαστικά ορθή».

 

Η μία πτυχή των παραπόνων του Εφεσείοντα απολήγει σε εισήγηση  πως η όλη μαρτυρία που προσκόμισε η πλευρά του απέδειξε στο δικαστήριο ότι ο Διευθυντής υπό τις περιστάσεις και τα γεγονότα δεν έπρεπε να εκδώσει απόφαση αλλά θα έπρεπε να προχωρήσει σε άλλα μέτρα όπως σε διόρθωση λάθους.

 

Η πτυχή αυτή αφορά στη θέση του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ή αγνόησε τη μαρτυρία των μαρτύρων που αυτός κάλεσε.  Πέραν από την ως άνω μαρτυρία του Ιεζεκιήλ Ιεζεκιήλ, ο Εφεσείων παραπέμπει στη μαρτυρία του Χριστάκη Χαραλαμπίδη (Μ.Α.2), Κτηματολογικού Λειτουργού, ότι η περιοχή στην οποία ανήκουν τα επίδικα τεμάχια έχει κηρυχθεί υπό επαναχωρομέτρηση, σύμφωνα με το άρθρο 50Α του Κεφ.224 και ότι άλλες 15 υποθέσεις συνοριακών διαφορών, στις οποίες ο μάρτυρας αναφέρθηκε, αποσύρθηκαν για διάφορους λόγους από τους ιδιοκτήτες προτού διεξαχθεί χωρομετρική εργασία, καθώς και στη μαρτυρία του Σωτήρη Ζίγκα (Μ.Α.3), ο οποίος βρίσκεται στην υπηρεσία του Κτηματολογίου, σύμφωνα με την οποία κακώς ο Διευθυντής εξέδωσε την υπό αμφισβήτηση απόφαση, εφόσον η περιοχή στην οποία βρίσκονται τα επίδικα τεμάχια θα επαναχωρομετρηθεί.   Παραπέμπει, επίσης, και στη μαρτυρία του Ηρακλή Κωμοδρόμου (Μ.Α.4), αγοραστή δύο τεμαχίων από την Ιερά Μονή Κύκκου τα οποία βρίσκονται σε κοντινή απόσταση από αυτά της Εφεσίβλητης, πως οι συμφωνίες με την Μονή προέβλεπαν ότι η διακατοχή των κτημάτων θα ήταν ως η επί τόπου κατάσταση.

 

Σε σχέση με το καίριο ερώτημα που προκύπτει από την ως άνω εισήγηση του Εφεσείοντα, κατά πόσο δηλαδή ο Διευθυντής είχε υποχρέωση να εξετάσει την αίτηση για επίλυση της συνοριακής διαφοράς και να δώσει οριστική απάντηση σε αυτή, το πρωτόδικο δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από την υπόθεση Μάρκου ν. Πασχάλη (2001) 1 Α.Α.Δ. 829 όπου στις σελίδες 836-837 αναφέρεται:

«Έχοντας υπόψη το λεκτικό του άρ. 58 του Κεφ. 224 θεωρούμε ότι αυτό επιβάλλει επιτακτική υποχρέωση στο Διευθυντή να επιλύει οποιαδήποτε διαφορά ως προς τα σύνορα η οποία τίθεται ενώπιον του. Όπως έχει τεθεί στην Pitsillides (πιο πάνω), στις σελ. 431-432:

«Ο Διευθυντής υποχρεούται να επιλύσει τη διαφορά ως προς τα σύνορα και να καθορίσει τα σύνορα, όσο καλύτερα μπορεί υπό το φως του διαθέσιμου υλικού και των μητρώων του Κτηματολογίου. Ο νόμος δεν προβλέπει για οποιεσδήποτε περιστάσεις δυνάμει των οποίων ο Διευθυντής δυνατό να μπορούσε να μη δώσει οριστική απάντηση σε διαφορά ως προς τα σύνορα. Κατά συνέπεια υπέχει επιτακτική υποχρέωση να αποφασίσει επί της διαφοράς ως προς τα σύνορα και τίποτε λιγότερο δεν μπορεί να τον απαλλάξει από τις ευθύνες του.»»

 

Τα ίδια λέχθησαν και πιο πρόσφατα στην υπόθεση Μιχαήλ κ.α. ν. Πότση κ.α., Πολ. Έφεση Αρ. 39/2008, ημερ. 22.3.2011.

 

 

 

Απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο και η άλλη διάσταση του ερωτήματος, κατά πόσο δηλαδή υπάρχουν περιθώρια να εμποδιστεί ο Διευθυντής είτε στην εξέταση της αίτησης για συνοριακή διαφορά είτε στη λήψη της απόφασής του, με αναφορά στις «περιστάσεις» ή στη συμπεριφορά, τη διαγωγή ή τις προηγούμενες αποφάσεις του, όπως ήταν η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου του Εφεσείοντα, η οποία επισήμανε ότι εκτός από μία υπόθεση το 1973 δεν εκδόθηκε καμία άλλη απόφαση του Διευθυντή καθότι οι αιτήσεις αποσύρονταν πριν να αρχίσει η χωρομετρική διαδικασία, ενώ έχει αποφασιστεί η επαναχωρομέτρηση της συγκεκριμένης περιοχής στην οποία βρίσκονται τα επίδικα τεμάχια.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε σχετικά ότι δεν είχε παρουσιαστεί μαρτυρία με την οποία να αποδεικνύεται ότι ο Διευθυντής, πριν από την επίδικη απόφαση, είχε αποφασίσει ότι δεν θα εξετάζονταν αιτήσεις για συνοριακές διαφορές μέχρι και την επαναχωρομέτρηση της περιοχής στην οποία βρίσκονται τα επίδικα τεμάχια, ενώ ορθά παρατηρεί ότι η ενώπιον του Δικαστηρίου προσαχθείσα μαρτυρία αναδείκνυε ότι δεν παρέχεται περιθώριο άρνησης του Διευθυντή να εξετάσει οποιαδήποτε αίτηση υποβληθεί για το λόγο ότι μια περιοχή θα επαναχωρομετρηθεί.   Και σημειώνουμε δε ότι, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μ.Α.2 Χριστάκη Χαραλαμπίδη, το 2001 που υποβλήθηκε η αίτηση της Εφεσίβλητης η «πολιτική» του «γραφείου» ήταν να εξετάζονται οι υποθέσεις σε όλες τις περιοχές τόσο από Κτηματολόγο όσο και από Χωρομέτρη.  Εξέλειπε, επομένως, αυτό το υπόβαθρο γεγονότων που θα επέτρεπε στο πρωτόδικο Δικαστήριο να εξετάσει την αίτηση του Εφεσείοντα στη βάση που εισηγείτο ο Εφεσείων, ενώ δεν μας έχει υποδειχθεί, ούτε έχουμε εντοπίσει, οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια που να επιτρέπει στον Διευθυντή να μην προχωρήσει στην εξέταση αίτησης συνοριακής διαφοράς ή στην έκδοση απόφασης λόγω κήρυξης της περιοχής, στην οποία ανήκουν τα τεμάχια, για επαναχωρομέτρηση.  Και εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη συζήτηση της έφεσης διευκρινίστηκε ότι ο Εφεσείων δεν είχε φέρει  οποιαδήποτε ένσταση στο να διεξαχθεί η διαδικασία της συνοριακής διαφοράς.

 

Άλλη πτυχή των πιο πάνω λόγων της έφεσης αφορά στη θέση του Εφεσείοντα ότι κακώς δεν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο η μαρτυρία του Μ.Α.4, πατέρα του Εφεσείοντα, ότι κατά την επιτόπια εξέταση δεν υποδείχθηκε διαφιλονικούμενο μέρος είτε από την Εφεσίβλητη είτε από τον Ανδρέα Ιωάννου (Μ.Υ.1), Βοηθό Κτηματολογικό Λειτουργό, ο οποίος διεξήγαγε την επιτόπια έρευνα σε σχέση με την αίτηση συνοριακής διαφοράς και ο οποίος ήταν ο μοναδικός μάρτυρας που κατέθεσε για την πλευρά της Εφεσίβλητης.

 

Εξετάσαμε τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας και παρατηρούμε ότι δεν προκύπτει η αποδιδόμενη στον Μ.Α.4 αναφορά.  Αντιθέτως, φαίνεται ότι τα όσα προβάλλονται ως δήλωση του Μ.Α.4 αποτέλεσαν θέση που υποβλήθηκε στον μάρτυρα υπεράσπισης Ανδρέα Ιωάννου κατά την αντεξέταση του από την ευπαίδευτη συνήγορο του Εφεσείοντα.

 

Εσφαλμένα δε θεωρεί ο Εφεσείων ότι το δικαστήριο αξιολόγησε θετικά τη μαρτυρία του Ανδρέα Ιωάννου(Μ.Υ.1), ισχυριζόμενος ότι διαφάνηκε από τη μαρτυρία πως υπήρχε μεροληψία προς όφελος της Εφεσίβλητης για την εξέταση της αίτησης συνοριακής διαφοράς στην περιοχή που βρίσκονται τα επίδικα τεμάχια, καθότι ο σύζυγος της ήταν Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός, καθώς και ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας του είναι εντελώς λανθασμένη.

 

Αξιολογώντας τη μαρτυρία του το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε τη θετική εντύπωση που αποκόμισε από τον μάρτυρα τόσο ως προς την αξιοπιστία του, όσο και ως προς τη μεθοδικότητα και αμεροληψία του, ως υπαρκτές και βασικές παραμέτρους επί των οποίων ο ίδιος βάσισε την χωρομετρική εργασία την οποία διεξήγαγε.  Το Δικαστήριο σημείωσε, ειδικότερα, ότι δεν αναδεικνυόταν οποιαδήποτε έλλειψη αντικειμενικότητας, παρατηρώντας παράλληλα πως δεν είχε ουσιαστικά παρουσιαστεί μαρτυρία με την οποία να αντικρούεται η αντικειμενικότητα του μάρτυρα αλλά και η βασιμότητα της μεθόδου που είχε χρησιμοποιηθεί από τον ίδιο.

 

Δεν έχουμε διαπιστώσει, έχοντας υπόψη τα σημεία που με ιδιαίτερη λεπτομέρεια εντόπισε και υπέδειξε η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντα στο περίγραμμα της, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του μάρτυρα υπεράσπισης, έσφαλε με οποιοδήποτε τρόπο ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου.  Είναι γεγονός ότι υπήρχαν κάποιες διαφορές μεταξύ της μαρτυρίας του κατά την κυρίως εξέταση και της αντεξέτασης, οι οποίες όμως δεν είναι τέτοιας σημασίας, στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας του, που να επιτρέπει παρέμβαση μας.

 

 

Ο Εφεσείων παραπονείται επίσης ότι λανθασμένα το Δικαστήριο αναφέρει ότι οι μετρήσεις του Μ.Υ.1., Ανδρέα Ιωάννου, δεν αμφισβητήθηκαν, ουσιαστικά, ως προς την ακρίβεια τους.  Η θέση αυτή αναπαράγει μέρος μόνο των λεχθέντων από το Δικαστήριο για το ζήτημα, παραπλανώντας έτσι για το νόημα των αναφορών του.  Αυτό που το Δικαστήριο ανέφερε είναι ότι  οι μετρήσεις του μάρτυρα δεν αμφισβητήθηκαν ουσιαστικά ως προς την ακρίβεια τους «με την παρουσίαση σχετικής μαρτυρίας επί αυτού του θέματος».  Σημειώνεται δε από το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με τη χωρομετρική εργασία γενικά που διεξήγαγε ο μάρτυρας ότι, παρά την «εκτενέστατη αμφισβήτηση» της κατά την αντεξέταση του μάρτυρα, το Δικαστήριο δεν είχε στη διάθεση του οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία ως προς τον συγκεκριμένο τρόπο διεξαγωγής της εργασίας αυτής, ενώ η βασιμότητα ή η αξιοπιστία αυτού του μέρους της μαρτυρίας του μάρτυρα δεν είχε κλονισθεί από τη μακρά αντεξέταση του, αλλά, αντιθέτως, η αντεξέταση ενδυνάμωσε τη θετική εντύπωση που προκάλεσε στο Δικαστήριο.

 

Δεν διαλανθάνει της προσοχής μας και το εξής:  Ερωτηθείς ο Μ.Α.1, η μαρτυρία του οποίου αξιολογήθηκε θετικά από το Δικαστήριο, κατά πόσο οι διαπιστώσεις του αναφορικά με το πού είναι τα σύνορα, ταυτίζονται με τις διαπιστώσεις του Κτηματολογίου, λαμβάνοντας υπόψη το εν χρήσει σχέδιο, απάντησε καταφατικά, ενώ συμφώνησε πως το Κτηματολόγιο έκανε καλά τη δουλειά του.  Ο δε Μ.Α.3, Σωτήρης Ζίγκα, υπέδειξε ότι η χωρομετρική εργασία ελέγχεται από το σχεδιαστήριο του Κτηματολογίου με ιδιαίτερη αναφορά στον έλεγχο της ορθότητας των καταμετρήσεων, όπως έγινε και στην παρούσα περίπτωση, χωρίς να διαπιστωθεί οποιοδήποτε σφάλμα στη χωρομετρική εργασία.  Παράλληλα, επισημαίνουμε ότι ο Εφεσείων καθόρισε το πλαίσιο εξέτασης της αίτησης από το Δικαστήριο με αναφορά στη βάση της  επιδιωκόμενης θεραπείας.  Με το αιτητικό (Α) της Αίτησης/Έφεσης ζητά την ακύρωση της απόφασης γιατί, μεταξύ άλλων, η επίδικη απόφαση «εκδόθηκε παράνομα και καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας ή δικαιώματος και αυθαίρετα παραβλέποντας τελείως .το εν χρήσει σχέδιο».  Η δε μαρτυρία που παρουσίασε, όπως επισήμανε και το πρωτόδικο δικαστήριο, παρά την αναφορά του Εφεσείοντα σε παράβλεψη του εν χρήσει σχεδίου, υποστήριξε το αντίθετο.  Αυτό και από μόνο του θα ήταν αρκετό για να απορριφθεί η έφεση. Θα θέλαμε όμως να πούμε λίγα λόγια και για κάποια άλλα ζητήματα που εγείρονται με την έφεση.

 

Ο Εφεσείων παραπονείται ότι ο Ανδρέας Ιωάννου (Μ.Υ.1)  δεν ασχολήθηκε καθόλου με το δικαίωμα διαβάσεως που υπάρχει και είναι εγγεγραμμένο στους τίτλους ιδιοκτησίας (Τεκμήριο 4) και φαίνεται και στο επίσημο εν χρήσει σχέδιο, γεγονός που, σύμφωνα με τον Εφεσείοντα, δεν λήφθηκε καθόλου υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Αφού ο μάρτυρας «εφάρμοσε» το εν χρήσει σχέδιο, είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι, θα έπρεπε επίσης να τοποθετήσει και υποδείξει, στο σχέδιο που ο ίδιος ετοίμασε, το δικαίωμα διαβάσεως.

 

Η πιο πάνω θέση δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Κατ' αρχάς, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι όπως ορθά παρατήρησε  το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν «.αναφέρεται οτιδήποτε σχετικό αναφορικά με αυτό το θέμα επί της αίτησης του Εφεσείοντα.  Ως προς τον επηρεασμό δηλαδή του θέματος αμφισβήτησης του τρόπου επίλυσης της συνοριακής διαφοράς μεταξύ των επίδικων τεμαχίων από τον Διευθυντή».   Προκύπτει δε από τα πρακτικά της διαδικασίας και από την πρωτόδικη απόφαση ότι ο μάρτυρας ασχολήθηκε με το εν λόγω θέμα, σχετικά με το οποίο και αντεξετάστηκε.  Όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, «Ουσιαστικά αυτό που ισχυριζόταν ο μάρτυρας και η βασιμότητα του οποίου υποστηρίζεται και από το περιεχόμενο του τεκμηρίου 4 είναι ότι κακώς έχει σημειωθεί επί του τεκμηρίου 5 [το εν χρήσει χωρομετρικό σχέδιο] η διέλευση του δικαιώματος διαβάσεως μεταξύ των επίδικων τεμαχίων.  Αναφέρθηκε δε ο μάρτυρας αυτός στο σχέδιο 1238/72, δηλαδή το φάκελο του δικαιώματος διαβάσεως και ισχυρίστηκε ότι κακώς έχει δειχτεί επί αυτού ότι κατά μήκος των επίδικων τεμαχίων υπάρχει δικαίωμα διαβάσεως.  Μάλιστα όταν ερωτήθηκε αναφορικά και με το πιστοποιητικό εγγραφής ακίνητης ιδιοκτησίας και του τεμαχίου 665 ανέφερε ότι ούτε επί αυτού υπάρχει εγγεγραμμένο δικαίωμα διαβάσεως». Όπως ορθά σημείωσε το Δικαστήριο το επίδικο θέμα είναι συνοριακή διαφορά και το θέμα του δικαιώματος διαβάσεως δεν διαφώτιζε με οποιοδήποτε τρόπο τα επίδικα θέματα.

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόφαση του Δικαστηρίου να επιδικάσει τα έξοδα της Έφεσης/Αίτησης υπέρ της Εφεσίβλητης.  Ούτε αυτός ευσταθεί.  Δεν έχει καταδειχθεί οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί απόκλιση από τον κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα.

 

 

 

 

Η έφεση απορρίπτεται.  Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον του Εφεσείοντα, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

Δ. Χατζηχαμπής, Π.     .................

 

 

Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.      ................

 

 

Π. Παναγή, Δ.              ................

 

 

 

 

 

 

/ΣΓ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο