ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 1357
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ.116/2013)
1 Ιουλίου, 2013
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 20/06/2013 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ Π. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ, ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 4126/07 ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΥΝΕΝΩΜΕΝΕΣ ΑΓΩΓΕΣ 4125/07, 6309/07, 6310/07, 6311/07 ΚΑΙ 6312/07, ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ ΣΤΙΣ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Η PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ. Π. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ, ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ) ΣΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 20/06/2013
Π. Αγγελίδης με Α. Αναστασίου και Μ. Χαραλάμπους, για τον Αιτητή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής Ανδρέας Χρίστου, ζητά άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari και/ή Prohibition. Στόχος του είναι σε περίπτωση χορήγησης της άδειας, να καταχωρήσει αίτηση για ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης ημερ. 20.6.2013 του Δικαστή κ. Π. Μιχαηλίδη στα πλαίσια εκδίκασης των αγωγών 4126/07, 4125/07, 6309/07-6312/07, στις οποίες ο Αιτητής είναι εναγόμενος. Παράλληλα ζητά:- (α) Διάταγμα όπως ανασταλούν όλες οι διαδικασίες που σχετίζονται με την εν λόγω ενδιάμεση απόφαση μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου, και (β) διάταγμα Prohibition που να απαγορεύει στον εν λόγω Δικαστή να συνεχίσει να επιλαμβάνεται των πιο πάνω υποθέσεων. Το (β) ανωτέρω, αποσύρθηκε από τον ευπαίδευτο δικηγόρο του Αιτητή, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.
Σύμφωνα με τα γεγονότα που περιέχονται στην Έκθεση και στην Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση, καθώς και στα επισυναπτόμενα σ' αυτήν έγγραφα, οι δύο ενάγοντες στις πιο πάνω έξι αγωγές, κατηγορήθηκαν από την Αστυνομία στην Ποινική Υπόθεση 12074/03 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, για κλοπή ποσού £25.281. Το Ποινικό Δικαστήριο απάλλαξε τους κατηγορούμενους από το εκ πρώτης όψεως στάδιο. Οι δύο Ενάγοντες κατηγορήθηκαν επίσης και σε άλλες Ποινικές Υποθέσεις στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (Υποθ. Αρ. 20573/06, 20574/06, 18809/06, 21625/05 και 21626/05), οι οποίες αφορούν σε διάφορα αδικήματα κλοπής επιταγών και κλοπής από αξιωματούχο εταιρείας. Στην Έκθεση δεν αναφέρεται το αποτέλεσμα των πιο πάνω πέντε ποινικών υποθέσεων. Αναφέρεται όμως ότι αθωώθησαν και στην υπόθεση 29258/06 για παρόμοια αδικήματα.
Με την αθώωση τους οι κατηγορούμενοι καταχώρησαν εναντίον του Αιτητή τις εν λόγω έξι αγωγές για κακόβουλη δίωξη. Κατά τη διάρκεια της ακρόασης και ενώ αντεξετάζετο ο Ενάγων Σάββας Μηλιός από το δικηγόρο του Αιτητή, του υποβλήθηκε ερώτηση σχετικά με την τύχη των επιταγών οι οποίες αποτέλεσαν το αντικείμενο των ποινικών υποθέσεων. Στην ερώτηση υπήρξε ένσταση από το δικηγόρο του Ενάγοντα, καθότι για το θέμα υπήρχε αθωωτική απόφαση στην υπόθεση 12074/03 και 29258/06, το δεδικασμένο των οποίων κάλυπτε τα γεγονότα για τα οποία υποβλήθηκε η ερώτηση. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του Αιτητή διεκδίκησε το δικαίωμα να αντεξετάσει επί όλων των γεγονότων που αφορούσαν την υπόθεση 12074/03, καθότι δεν καλύπτονταν, όπως ισχυρίστηκε, από το δεδικασμένο. Ο Δικαστής που εκδίκασε την υπόθεση, αφού διέταξε να ετοιμαστούν γραπτές αγορεύσεις, εξέδωσε την απόφασή του στις 20.6.2013, με την οποία αποδέχθηκε την ένσταση του δικηγόρου των εναγόντων.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή, υποστηρίζοντας την παρούσα αίτηση, ανέφερε ότι με την αποδοχή της ένστασης παραβιάζεται η αρχή της διασφάλισης δίκαιης δίκης, των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, καθώς και των αρχών του δεδικασμένου, εφόσον εκείνο που είναι δεσμευτικό από την ποινική απόφαση, είναι μόνο το αποτέλεσμα και όχι τα γεγονότα. Επίσης παραπονείται ότι ο Αιτητής αποστερείται του δικαιώματος να ακουστεί, αφού το Δικαστήριο τον θεωρεί δεσμευμένο από μια ποινική υπόθεση στην οποία δεν ήταν διάδικος και ούτε μπορούσε βέβαια να αμφισβητήσει με έφεση το αποτέλεσμά της.
Τις σχετικές νομολογιακές αρχές που αφορούν στη χορήγηση άδειας για καταχώρηση προνομιακών ενταλμάτων, τις έχω συνοψίσει πρόσφατα στην υπόθεση Παναγιώτη Καμηλάρη, Πολιτική Αίτηση 76/2013, ημερ. 26.4.2013 και τις παραθέτω αυτούσιες:-
« .. Για να χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση Certiorari, ο Αιτητής θα πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση. Συζητήσιμη υπόθεση μπορεί να υπάρξει όταν διαπιστώνεται εκ πρώτης όψεως από το πρακτικό του δικαστηρίου, υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη, δόλος και παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. .. Όμως η διαπίστωση εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης δεν είναι αρκετή. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπου φαίνεται ότι υπάρχει εναλλακτικό ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, δεν δίδεται άδεια για καταχώρηση αίτησης, εκτός εάν αποδειχθεί από τον Αιτητή, ο οποίος έχει το σχετικό βάρος, ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν την παρέκκλιση από το γενικό κανόνα. Η συγκεκριμένη αρχή επιβεβαιώθηκε πρόσφατα από την Ολομέλεια στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου, Π.Ε. 2/2009, ημερ. 14.5.2012, στην οποία έγινε ανασκόπηση της νομολογίας επί του θέματος και των διαφόρων νομολογιακών τάσεων που επικρατούν. Ζητήθηκε από την Ολομέλεια να αναγνωρίσει μια ευρύτερη προσέγγιση όταν το θέμα που τίθεται είναι δικαιοδοτικό. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, ακόμη και αν υπήρχε άλλο διαθέσιμο εναλλακτικό μέσο όπως αυτό της έφεσης, δεν υπάρχει ανάγκη να διακριβώνονται εξαιρετικές περιστάσεις. Η πλειοψηφία της Ολομέλειας απέρριψε την εισήγηση, επιβεβαιώνοντας την πάγια θέση της νομολογίας, ότι όταν υπάρχουν άλλα ένδικα μέσα θα πρέπει απαραίτητα να αποδεικνύεται η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων. Η Ολομέλεια διαφοροποιήθηκε από τις θέσεις που εκφράζονται στο Σύγγραμμα Halsbury´s Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 11, σελ. 140, παρ. 265 και επιβεβαίωσε επί του θέματος την αυστηρότερη άποψη της δικής μας νομολογίας, όπως εκφράστηκε στις υποθέσεις Ανθίμου (1991) 1 ΑΑΔ 41, Μεστάνα (2000) 1 ΑΑΔ 1469, Hellenger Trading Ltd (2000) 1 AAΔ 1965 και Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.α. (2004) 1 ΑΑΔ 1535.
Το δικαστήριο εξετάζοντας κατά πόσο θα πρέπει να χορηγήσει άδεια ή όχι δεν υπεισέρχεται στην ορθότητα της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου, αλλά περιορίζεται στην εξέταση της νομιμότητας γι' αυτό και η νομολογία υιοθετεί αυστηρή άποψη όταν υπάρχουν άλλα εναλλακτικά ένδικα μέσα.»
Στην προκειμένη περίπτωση εκείνο που αμφισβητείται είναι η ορθότητα της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου αναφορικά με τον περιορισμό που τέθηκε στην υποβολή ερωτήσεων κατά την αντεξέταση επί συγκεκριμένων πτυχών της μαρτυρίας. Γι' αυτό το θέμα σαφώς υπάρχει, κατά την άποψή μου, το ένδικο μέσο της έφεσης, εφόσον επιδιώκεται ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου. Όμως και διαφορετική να ήταν η κατάληξή μου και πάλι η αίτηση δεν θα μπορούσε να εγκριθεί, εφόσον δεν έχει αποδειχθεί ότι υπάρχουν οποιεσδήποτε εξαιρετικές περιστάσεις, ώστε να χορηγηθεί η αιτούμενη άδεια κατ' εξαίρεση. Ο όρος «εξαιρετικές περιστάσεις» έχει ερμηνευθεί νομολογιακά σε πολλές αποφάσεις και τα όσα ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή, ουδόλως συνιστούν εξαιρετικές περιστάσεις (βλ. Re Άνθιμου (1991) 1 ΑΑΔ 41 και R v. Epping and Harlow General Commissioners (1983) 3 All ER 257).
Ο κ. Αγγελίδης ανέφερε ότι ενόψει της παραβίασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης και του δικαιώματος του Αιτητή για δίκαιη δίκη, δεν προσφέρεται το ένδικο μέσο της έφεσης, καθότι η διαδικασία στο κατώτερο δικαστήριο θα συνεχίσει σήμερα, με αποτέλεσμα αν δεν δοθούν τα απαιτούμενα διατάγματα, να επηρεαστούν ανεπανόρθωτα τα δικαιώματα του Αιτητή. Ακόμη και αν καταχωρούσε έφεση, αυτή, όπως αναφέρει, θα εκδικαζόταν μετά από μερικά χρόνια και θα ήταν πλέον ανώφελο το αποτέλεσμά της για τον Αιτητή.
Έχει νομολογηθεί ότι το γεγονός ότι η εκδίκαση μιας έφεσης με τα σημερινά δεδομένα θα καθυστερήσει, δεν σημαίνει και χαλάρωση του κανόνα εφόσον η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου στην έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν είναι υποκατάστατο της δικαιοδοσίας της έφεσης, ούτε μπορεί να χρησιμοποιείται ως έφεση υπό μεταμφίεση, εφόσον το κατάλοιπο της εξουσίας του δικαστηρίου για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας και όχι στην ορθότητα των αποφάσεων κατώτερων δικαστηρίων (βλ. Πατσαλίδης (2010) 1 ΑΑΔ 1350 και Re Παναγιώτη Καμηλάρη, ανωτέρω).
Υπό τις περιστάσεις, η αίτηση δεν μπορεί να εγκριθεί και απορρίπτεται.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠς