ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(Αγωγή Αρ. 1/2012)
18 Ιουλίου, 2013
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΜΙΧΑΗΛ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟ ΔΙΑΛΥΣΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
MICHAEL N. IOANNIDES MANUFACTURING & TRADING LTD,
Ενάγοντας,
ΚΑΙ
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εναγόμενος.
_________________________
Ε. Μελεάγρου (κα.), για τον Ενάγοντα.
Ε. Φλωρέντζου (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εναγόμενο.
__________________________
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την αγωγή του, η οποία βασίζεται στον περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος σε Διάγνωση Αστικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεως σε Εύλογο Χρόνο Νόμο του 2010 (Ν 2(Ι)/2010), ο ενάγοντας ζητά αποζημιώσεις για χρηματική ζημιά, απώλεια, έξοδα και δαπάνες που έχει υποστεί λόγω της παραβίασης του δικαιώματός του σε διάγνωση των αστικών του δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, μέσα σε εύλογο χρόνο, αποζημιώσεις για ζημιά και βλάβη μή χρηματικής φύσης, που έχει υποστεί λόγω της παραβίασης του προαναφερόμενου δικαιώματος, και έξοδα.
Ο ενάγοντας, ο οποίος, στον τίτλο της αγωγής, αναφέρει ότι ενεργεί για την υπό διάλυση εταιρεία Michael N. Ioannides Manufacturing & Trading Ltd, παραπονείται ότι η διάγνωση των αστικών του δικαιωμάτων, τόσο στην Αγωγή αρ. 3384/94, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, όσο και στην Πολιτική Έφεση 201/06, που ακολούθησε, δεν έγινε μέσα σε εύλογο χρόνο όπως προνοείται στον Ν 2(Ι)/2010 (ο Νόμος). Το άρθρο 5 του Νόμου προνοεί ότι τέτοια αγωγή εγείρεται εντός ενός έτους από την ημερομηνία περάτωσης της υπόθεσης με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή την ημερομηνία εκτέλεσης, ανάλογα με την περίπτωση, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, ότι η αγωγή δεν ήταν εύλογα δυνατόν να εγερθεί εντός της προαναφερόμενης προθεσμίας.
Στο προοίμιο του Νόμου γίνεται αναφορά στο άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και στο άρθρο 30.2 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, τα οποία διασφαλίζουν το δικαίωμα σε διάγνωση αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, σε εύλογο χρόνο. Στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι «θύμα παραβίασης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), ως προς το ποιά πρόσωπα είναι θύματα παραβίασης του δικαιώματος σε διάγνωση αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε εύλογο χρόνο, σύμφωνα με το άρθρο 34 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) (για την αποδοχή ατομικής προσφυγής στο εν λόγω δικαστήριο).
Η υπό εξέταση αγωγή καταχωρήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο και εκδικάζεται από τρεις καθορισμένους Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως προνοείται στο άρθρο 6.1(β) του Νόμου, εφόσον η απόφαση στην προαναφερόμενη έφεση ήταν απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Στην Υπεράσπιση εγείρονται, ουσιαστικά, δύο προδικαστικές ενστάσεις και προβάλλεται και υπεράσπιση επί της ουσίας. Η πρώτη προδικαστική ένσταση συνίσταται στο ότι ο ενάγοντας δεν νομιμοποιείται να εγείρει την αγωγή αυτή καθότι δεν ήταν διάδικος στην Αγωγή 3384/94, ούτε και στην Πολιτική Έφεση 201/06, αλλά ούτε και ισχυρίζεται ότι είναι εξουσιοδοτημένος από την εταιρεία, για λογαριασμό της οποίας ισχυρίζεται ότι ενεργεί, ή από τον Επίσημο Παραλήπτη, ο οποίος από τις 28.3.2000 ενεργεί ως Παραλήπτης της υπό εκκαθάριση προαναφερόμενης εταιρείας. Η δεύτερη προδικαστική ένσταση συνίσταται στο ότι η αγωγή είναι εκπρόθεσμη εφόσον το Εφετείο εξέδωσε απόφαση στην προαναφερόμενη Πολιτική Έφεση στις 11.5.2011 και το κλητήριον ένταλμα της παρούσας αγωγής καταχωρήθηκε την 1.6.2012, δηλαδή μετά την παρέλευση της προθεσμίας του ενός έτους.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του ενάγοντα αναφέρθηκε σε νομολογία του ΕΔΔΑ και υποστήριξε ότι επειδή ο κ. Μιχαήλ Ιωαννίδης είναι ο κύριος μέτοχος και διευθύνων σύμβουλος της προαναφερόμενης «οικογενειακής εταιρείας», η οποία τελεί υπό εκκαθάριση, «κάτω από τον Επίσημο Παραλήπτη ως εκκαθαριστή» και επειδή μέρος της αξίωσης βασίζεται σε κατ΄ ισχυρισμό μη ορθές ή αμελείς πράξεις και ενέργειες του Επίσημου Παραλήπτη, γι΄ αυτό ο κ. Μιχαήλ Ιωαννίδης θα πρέπει να θεωρηθεί ως «θύμα παραβίασης» δυνάμει του άρθρου 2 του Νόμου και της νομολογίας του ΕΔΔΑ, και να του επιτραπεί να προχωρήσει στην προώθηση της αγωγής του, ουσιαστικά αίρωντας το εταιρικό πέπλο και επιτρέποντας του να εκπροσωπήσει και να προασπίσει τα συμφέροντα «της εταιρείας του». Όσον αφορά το εκπρόθεσμο της αγωγής, η κα. Μελεάγρου επέσυρε την προσοχή του δικαστηρίου στο ότι σύμφωνα με το άρθρο 5(1) του Νόμου η αγωγή εγείρεται εντός ενός έτους από την ημερομηνία περάτωσης της υπόθεσης με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή «την ημερομηνία εκτέλεσης της απόφασης», ανάλογα με την περίπτωση, και εφόσον στην παρούσα υπόθεση δεν εκτελέστηκε, υπέρ της εταιρείας, μέρος της πρωτόδικης απόφασης, η οποία επιβεβαιώθηκε κατ΄ έφεση, σχετικά με ποσό £1.953,50 σεντ, η αγωγή δεν είναι εκπρόθεσμη, εφόσον ακόμα εκκρεμεί η εκτέλεση της αναφορικά με το προαναφερόμενο ποσό.
Θεωρούμε ορθό και δίκαιο να εξετάσουμε κατά προτεραιότητα το ζήτημα του κατά πόσον ο κ. Μιχαήλ Ιωαννίδης νομιμοποιείται ή έχει locus standi να εγείρει την παρούσα αγωγή «για την υπό διάλυση» προαναφερόμενη εταιρεία. Συναφώς παρατηρούμε πως, στην έκθεση απαίτησης, αναγράφεται ότι κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, ο κ. Ιωαννίδης ήταν διευθύνων σύμβουλος και κύριος μέτοχος της προαναφερόμενης εταιρείας, δεν αναγράφεται όμως πουθενά ότι αυτός εγείρει την παρούσα αγωγή κατόπιν εξουσιοδότησης είτε από τον Επίσημο Παραλήπτη ως εκκαθαριστή της εταιρείας, είτε από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας, είτε από οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο όργανο. Ότι η εταιρεία βρίσκεται υπό εκκαθάριση από τις 28.3.2000 και ότι ο Επίσημος Παραλήπτης ενεργεί, από τότε, ως εκκαθαριστής, είναι αδιαμφισβήτητα γεγονότα. Επίσης είναι παραδεκτό ότι η εταιρεία καταχώρησε την αγωγή την 14.4.1994 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ότι από την ημερομηνία που εκδόθηκε διάταγμα εκκαθάρισης της εταιρείας, την αγωγή εναντίον της εναγόμενης τράπεζας (Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, Α.Ε.) ανέλαβε ο Επίσημος Παραλήπτης υπό την ιδιότητα του ως εκκαθαριστή και ότι την προαναφερόμενη έφεση καταχώρισε, στις 27.6.2006, η εταιρεία δια του Επισήμου Παραλήπτη (ως εκκαθαριστή).
Στην παράγραφο 6 της έκθεσης απαίτησης, ο ενάγων λέγει ότι εγείρει την παρούσα αγωγή εκ μέρους της εταιρείας ως διευθυντής και κύριος μέτοχος και ισχυρίζεται ότι το χρονικό διάστημα των 17 χρόνων που διάρκεσε η διαδικασία στο πρωτόδικο και το Ανώτατο Δικαστήριο της Δημοκρατίας καθώς και η μη εκτέλεση, μέχρι στιγμής, της απόφασης σχετικά με το ποσό των £1.953,50.-, αποτελούν συνεχιζόμενη και κατάφορη παραβίαση του δικαιώματός «τους» (υποθέτουμε της εταιρείας και του ιδίου) σε διάγνωση των αστικών τους δικαιωμάτων, σε εύλογο χρόνο.
Στις λεπτομέρειες της, κατ΄ ισχυρισμό, παραβίασης του προαναφερόμενου δικαιώματος ο ενάγων ισχυρίζεται ότι για την παραβίαση του δικαιώματος υπεύθυνοι και υπόλογοι είναι, οι δικαστικές αρχές της Δημοκρατίας και ο Επίσημος Παραλήπτης ως διοικητική αρχή της Δημοκρατίας. Ως εκ τούτου η αγωγή καταχωρήθηκε εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Είναι θέση του ενάγοντα ότι, τα συμφέροντα της εταιρείας είναι ταυτισμένα με τα συμφέροντα του ιδίου και εφόσον η εταιρεία βρίσκεται υπό την επιτήρηση του Επίσημου Παραλήπτη, που είναι διοικητική αρχή της Δημοκρατίας, ο ενάγοντας είναι το μόνο πρόσωπο που είναι σε θέση να προασπίσει αποτελεσματικά τα δικαιώματα της εταιρείας. Συγκεκριμένα, αναφορικά με τον Επίσημο Παραλήπτη, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι, για την περίοδο των 11 χρόνων (2000-2011), που αυτός (ο Επίσημος Παραλήπτης) ήταν Εκκαθαριστής της εταιρείας, σημειώθηκαν εκ μέρους του συχνές και μεγάλης χρονικής διάρκειας και αδικαιολόγητες καθυστερήσεις και αναβολές σχετικά με τους διορισμούς δικηγόρων και την προώθηση της αγωγής και της έφεσης. Εκτός από τον Επίσημο Παραλήπτη υπόλογες, είναι και οι δικαστικές αρχές της Δημοκρατίας, για επανειλημμένες και αδικαιολόγητες αναβολές αλλά και ελαστικότητα στην προώθηση της αγωγής και της έφεσης.
Το ζήτημα του ποιός έχει δικαίωμα εκπροσώπησης, ενώπιον των δικαστηρίων, μιας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, υπό κανονικές συνθήκες, και όταν αυτή βρίσκεται υπό εκκαθάριση, διέπεται τόσο από τον Κυπριακό περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113, όπως ερμηνεύθηκε από την Κυπριακή αλλά και την Αγγλική νομολογία όπου οι σχετικές πρόνοιες είναι παρόμοιες με τις ανάλογες αγγλικές, όσο και από νομολογία του ΕΔΔΑ, παλαιότερη αλλά και πιο πρόσφατη.
Σύμφωνα με το άρθρο 233 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, κατά την εκκαθάριση εταιρείας από το δικαστήριο ο εκκαθαριστής έχει εξουσία, μετά από έγκριση είτε του δικαστηρίου, είτε της Επιτροπής Επιθεώρησης, μεταξύ άλλων, να εγείρει ή υπερασπίσει οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νομική διαδικασία, στο όνομα και εκ μέρους της εταιρείας. Ο εκκαθαριστής, μεταξύ των γενικών καθηκόντων του προς της εταιρεία, οφείλει να ενεργεί καλόπιστα και για καλό σκοπό, να είναι αμερόληπτος και να μην επιτρέπει σύγκρουση συμφέροντος και καθήκοντος (Δέστε: Palmer΄s Company Law, Τόμος 1ος, παρα. 88-37, σελ. 1410). Σε περιπτώσεις εκκαθαρίσεων υπό του δικαστηρίου, τόσο στην Αγγλία, όσο και στην Κύπρο, ο εκκαθαριστής εγείρει ή υπερασπίζει αγωγές και άλλες νομικές διαδικασίες, στο όνομα και εκ μέρους της εταιρείας, μετά από έγκριση του δικαστηρίου ή της Επιτροπής Επιθεώρησης (Δέστε: Palmer, ανωτέρω, παρα. 88-38, σελ. 1412).
Αν μια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δεν βρίσκεται υπό εκκαθάριση, τότε το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας αποφασίζει αν και κατά πόσο θα εγερθεί αγωγή ή άλλη νομική διαδικασία από και εκ μέρους της εταιρείας ή αν θα προβληθεί υπεράσπιση από και εκ μέρους της εταιρείας, σε τέτοιες διαδικασίες. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είναι δυνατή η καταχώριση αγωγής ή άλλης διαδικασίας από και εκ μέρους μιας εταιρείας, από ένα μέτοχο ή συνεισφορέα, χωρίς να υπάρχει η συγκατάθεση του διοικητικού συμβουλίου. Βασική αρχή είναι αυτή που διατυπώθηκε στην παλιά και καθοδηγητική υπόθεση Foss v. Harbottle (1843) 2 Hare 461. Σύμφωνα με τον κανόνα της υπόθεσης αυτής , εκ πρώτης όψεως, όταν προκληθεί βλάβη σε κάποια εταιρεία και ένας μέτοχος επιθυμεί την διεκδίκηση των δικαιωμάτων της εταιρείας δικαστικά, θα πρέπει πρώτα να ζητήσει από το διοικητικό συμβούλιο ή τη γενική συνέλευση της εταιρείας να κινήσει τη δικαστική διαδικασία στο όνομα της εταιρείας. Όμως ο εκ πρώτης όψεως προαναφερόμενος κανόνας, έχει εξαίρεση σύμφωνα με την οποία μέτοχος μπορεί να εγείρει δικαστική διαδικασία εκ μέρους της εταιρείας χωρίς τις προαναφερόμενες συγκαταθέσεις, αν αυτοί που προκαλούν βλάβη στην εταιρεία έχουν τον έλεγχο της εταιρείας και η βλάβη που, κατ΄ ισχυρισμό, έγινε δεν μπορεί να θεραπευθεί από τη γενική συνέλευση των μετόχων. Σε τέτοια περίπτωση η αγωγή του μετόχου εκ μέρους της εταιρείας ονομάζεται Derivative Action (Δέστε: Palmer, ανωτέρω, παρα. 65-02 μέχρι 65-05, σελ. 976-980).
Το ζήτημα που μας απασχολεί εξετάστηκε και από το ΕΔΔΑ σε διάφορες υποθέσεις. Στην υπόθεση Agrotexim and Others v. Greece, Υπόθεση αρ. 15/1994/462/543, ημερ. 24.10.1995, τέθηκε από το ΕΔΔΑ μια σημαντική αρχή του εταιρικού δικαίου, σε συνάρτηση με την εφαρμογή της ΕΣΔΑ. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, η άρση του εταιρικού πέπλου ή η παραγνώριση της ξεχωριστής νομικής οντότητας της εταιρείας, δικαιολογείται μόνον σε εξαιρετικές περιστάσεις και ειδικά εκεί όπου σαφώς καταδεικνύεται ότι είναι αδύνατον για την εταιρεία να αποταθεί στα Θεσμικά Όργανα της Σύμβασης (ΕΣΔΑ) μέσω των αρμοδίων οργάνων της εταιρείας, όπως προνοείται από το Καταστατικό της ή, σε περίπτωση εκκαθάρισης, από τους Εκκαθαριστές. Ένας μέτοχος, δηλαδή, δεν μπορεί, ως θέμα αρχής, να ταυτιστεί με την εταιρεία για τους σκοπούς της απόδειξης της ιδιότητος του «θύματος παραβίασης», σύμφωνα με το άρθρο 34 της ΕΣΔΑ, εκτός αν τα προσωπικά του δικαιώματα ως μετόχου έχουν άμεσα επηρεαστεί δυσμενώς. Όσον αφορά τα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ το ζήτημα του άμεσου επηρεασμού των δικαιωμάτων του αιτητή προϋποθέτει ότι αυτός θα πρέπει να είναι διάδικος στις επίδικες δικαστικές διαδικασίες.
Η προϋπόθεση ότι για να νομιμοποιείται ένας μέτοχος να κινήσει νομική διαδικασία εκ μέρους της εταιρείας, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι η εταιρεία αδυνατεί η ίδια να πάρει νομικά μέτρα ενώπιον του δικαστηρίου, ικανοποιείται π.χ. όταν η εταιρεία έπαυσε ήδη να υφίσταται ως νομική οντότητα. Στην περίπτωση της ίδιας της Agrotexim (ανωτέρω) η εταιρεία βρισκόταν υπό εκκαθάριση, υπήρχαν δύο διαχειριστές, ο ένας από τους οποίους είχε διοριστεί από το (Ελληνικό) Κράτος. Η βλάβη που, κατ΄ ισχυρισμό, υπέστη η εταιρεία προέρχετο εν μέρει από το Δήμο Αθηναίων και ο ισχυρισμός του μετόχου ήταν ότι ο εκκαθαριστής που διορίστηκε από το Κράτος αδυνατούσε να λάβει δικαστικά μέτρα εναντίον άλλου τμήματος του Κράτους (στην προκείμενη περίπτωση της Τοπικής Διοίκησης). Η θέση αυτή δεν έγινε δεκτή από το ΕΔΔΑ. Δεν υπήρχαν οι εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούσαν την άρση του εταιρικού πέπλου. Η κάθε υπόθεση κρίνεται βέβαια με βάση τα δικά της γεγονότα, αλλά, στην περίπτωση εκείνη, δεν υπήρχε ένδειξη ότι οι εκκαθαριστές απέτυχαν να εκτελέσουν τα καθήκοντα τους ικανοποιητικά. Αντίθετα, αυτοί εκτελούσαν τα καθήκοντα τους προς όφελος της εταιρείας. Επιπρόσθετα το δικαστήριο παρατήρησε ότι οι αιτητές-μέτοχοι δεν είχαν ζητήσει ή λάβει οποιαδήποτε μέτρα για την παύση και αντικατάσταση των εκκαθαριστών για, κατ΄ ισχυρισμό, πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων τους. Άλλο παράγοντα που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο ήταν και ο βαθμός ιδιοκτησίας των αιτητών-μετόχων. Αν οι αιτητές-μέτοχοι έχουν μεγάλο ποσοστό ιδιοκτησίας μετοχών στην εταιρεία, αυτό τους δίνει, ευκολότερα, το δικαίωμα να θεωρηθούν «θύματα παραβίασης» (Δέστε σχετικά και την υπόθεση Pine Valley Developments Ltd and Others v. Ireland, Απόφαση 29.11.1991, Series A).
Άλλη σημαντική απόφαση του ΕΔΔΑ είναι η υπόθεση G.J. v. Luxembourg, App. nο. 21156/93, ημερ. 26.10.2000. Στην υπόθεση εκείνη επιβεβαιώθηκε η αρχή της Agrotexim (ανωτέρω), αλλά το δικαστήριο ενέκρινε την άρση του εταιρικού πέπλου παρέχοντας δικαίωμα σε μέτοχο, ιδιοκτήτη του 90% των μετοχών εταιρείας που βρισκόταν υπό εκκαθάριση, να εγείρει αγωγή, εκ μέρους της εταιρείας, αναφορικά με τη διάρκεια των δικαστικών διαδικασιών. Στα γεγονότα της υπόθεσης περιλαμβάνονται και τα εξής: Η εταιρεία βρισκόταν υπό εκούσια εκκαθάριση από το 1986, και το 1987 κηρύχθηκε σε πτώχευση (was declared bankrupt). Το παράπονο του αιτητή ήταν εναντίον των εκκαθαριστών, δηλαδή του Επίσημου Παραλήπτη και του Εμποροδικείου το οποίο κήρυξε την εταιρεία σε πτώχευση. Υπό αυτές τις περιστάσεις το ΕΔΔΑ θεώρησε ότι ήταν αδύνατο για την εταιρεία, ως νομική οντότητα, να εγείρει την αγωγή. Επιπρόσθετα το δικαστήριο σημείωσε ότι ο αιτητής κατείχε μεγάλο μέρος του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας ανερχόμενο στο 90%. Θεωρήθηκε ότι ο αιτητής διεξήγαγε την επιχείρηση του, μέσω της εταιρείας, και επομένως ότι είχε άμεσο προσωπικό συμφέρον αναφορικά με το αντικείμενο του παραπόνου. Κατά συνέπεια αναγνωρίστηκε στον αιτητή η ιδιότητα του θύματος της κατ΄ ισχυρισμό παραβίασης προνοιών της ΕΣΔΑ, η οποία επηρέαζε τα δικαιώματα της εταιρείας. Εν κατακλείδει το ΕΔΔΑ είπε ότι η διαδικασία εκκαθάρισης περιλάμβανε και ζήτημα καθορισμού αστικού δικαιώματος (civil right) σύμφωνα με την έννοια του άρθρου 6(1) της ΕΣΔΑ.
Καθοδηγούμενοι από τις προαναφερόμενες αυθεντίες εξετάσαμε με προσοχή τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Σημειώσαμε ιδιαίτερα τα εξής στοιχεία:
(α) Ο αιτητής, πριν καταχωρήσει την παρούσα αγωγή, δεν ζήτησε από τον εκκαθαριστή να λάβει δικαστικά μέτρα εκ μέρους της υπό εκκαθάριση εταιρείας, διεκδικώντας τα δικαιώματα της ως θύματος παραβίασης δικαιωμάτων που προστατεύονται και κατοχυρώνονται από το Ν 2(Ι)/2010. Αν το έπραττε θεωρούμε ότι ο εκκαθαριστής θα είχε υποχρέωση να ενεργήσει προς όφελος των συμφερόντων της εταιρείας και ίσως να προχωρούσε στη λήψη τέτοιων δικαστικών μέτρων, παρά το ότι μέρος της αξίωσης αφορούσε και δικές του, κατ΄ ισχυρισμό, λανθασμένες ενέργειες.
(β) Αν ο εκκαθαριστής αποφάσιζε να προχωρήσει με έγερση αγωγής και εφόσον αυτός διορίστηκε από το δικαστήριο, θα έπρεπε να εξασφαλίσει και την έγκριση του δικαστηρίου ή της Επιτροπής Επιθεώρησης, σύμφωνα με το άρθρο 233 του Κεφ. 113. Τίποτε απ΄ αυτά δεν έγινε στην παρούσα υπόθεση.
(γ) Παρά το ότι ο αιτητής ισχυρίζεται ότι ο εκκαθαριστής ενήργησε λανθασμένα ή αμελώς ή πλημμελώς, ουδέποτε έλαβε οποιαδήποτε διαβήματα με σκοπό την παύση ή την αντικατάστασή του. Θεωρούμε ότι όφειλε ο αιτητής να λάμβανε τέτοια διαβήματα, ώστε ο νέος εκκαθαριστής να μπορεί να προωθήσει τα συμφέροντα της εταιρείας, χωρίς οποιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων.
(δ) Ο αιτητής δεν απέδειξε ότι είναι ο ίδιος θύμα παραβίασης δικαιώματος σύμφωνα με το Ν 2(Ι)/2010. Δεν έδειξε δηλαδή ότι τα προσωπικά του συμφέροντα, ως μετόχου, επηρεάζονται άμεσα από τα παράπονα που διατυπώνονται στην αγωγή. Ούτε καν ανέφερε στην αγωγή του το ποσοστό της ιδιοκτησίας των μετοχών που κατέχει, αλλά ούτε και τεκμηρίωσε τον ισχυρισμό του ότι πρόκειται για οικογενειακή εταιρεία. Δεν υπάρχουν δηλαδή τα απαραίτητα εκείνα στοιχεία που υπήρχαν στην υπόθεση G.J. (ανωτέρω) για να θεωρηθεί ότι ο αιτητής διεξήγαγε την επιχείρηση του μέσω της εταιρείας. Ούτε και μπορεί να θεωρηθεί ότι η εταιρεία ήταν το alter ego του αιτητή. Επιπρόσθετα, στην προκείμενη περίπτωση, η εταιρεία ουδέποτε διαλύθηκε (όπως στην υπόθεση G.J.), αλλά διατηρεί μέχρι σήμερα την ανεξάρτητη νομική της οντότητα και επομένως έχει δικαίωμα αυτόνομης εκπροσώπησης της ενώπιον των δικαστηρίων, δια του εκκαθαριστή.
Υπό αυτές τις περιστάσεις θεωρούμε ότι δεν δικαιολογείται η άρση του εταιρικού πέπλου, υπέρ του αιτητή.
Για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρούμε ότι ο ενάγων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «θύμα παραβίασης» υπό την έννοια του άρθρου 2 του Ν 2(Ι)/2010, δεν έχει αποδείξει ότι τα συμφέροντα του ως μετόχου επηρεάζονται άμεσα από τα παράπονα που διατυπώνονται στην αγωγή, δεν έχει αποδείξει ότι δικαιολογείται, υπό τις περιστάσεις, η άρση του εταιρικού πέπλου, υπέρ του, και επομένως θεωρούμε ότι ο ενάγων δεν νομιμοποιείται να εγείρει την παρούσα αγωγή, δηλαδή δεν έχει locus standi. Ενόψει αυτού του συμπεράσματος δεν είναι απαραίτητο να εξετάσουμε την άλλη προδικαστική ένσταση, αλλά ούτε και την ουσία της αγωγής.
Κατά συνέπεια η αγωγή απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του ενάγοντα, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.