ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 1105
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 136/2011)
28 Μαΐου 2013
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π/ρος, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]
CAPMAN HOLDINGS LIMITED,
Εφεσείοντες
- ΚΑΙ -
ISMATOV ANDREY ZAYNIYEVICH,
Εφεσίβλητου
------------------------------------
Κ. Ιωαννίδης, για τους Εφεσείοντες.
Α. Κωνσταντινίδης για Στ. Χριστοφόρου, για τον Εφεσίβλητο.
-------------------------------------
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ένα είναι το σημείο που ουσιαστικά εγείρεται με την παρούσα έφεση: κατά πόσον νομιμοποιείται η ακύρωση προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος λόγω μη επίδοσης του σ΄ όλους τους εναγόμενους-καθ΄ ων η αίτηση. Ιδιαιτέρως, λόγω μη επίδοσης του στον βασικό εναγόμενο-καθ΄ ου η αίτηση.
Η εισήγηση της εφεσείουσας-εναγόμενης 3, πρωτοδίκως, είναι ότι στις συνθήκες της υπό κρίσης υπόθεσης, το Δικαστήριο έσφαλλε στην κρίση του ότι δεν ήταν δυνατή η ακύρωση του διατάγματος για τους υπόλοιπους επηρεαζόμενους εναγομένους υπό το φως της μη επίδοσης του στον εναγόμενο 1. Στο επίκεντρο της εισήγησης, αλλά και της πρωτόδικης απόφασης, είναι η ερμηνεία του άρθρου 9(3) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, στο οποίο θα γίνει αναφορά αμέσως μετά την παράθεση των γεγονότων που έφεραν στην επιφάνεια την αναγκαιότητα αυτής της ερμηνείας.
Ο ενάγων-εφεσίβλητος, ήγειρε στις 6.8.2010 αγωγή με γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, αξιώνοντας το σύνολο των μετοχών στην Aviastar Ltd, εναγόμενη 2 πρωτοδίκως, καθώς και το 50% του συνόλου του μετοχικού κεφαλαίου της ίδιας της εφεσείουσας-εναγομένης 3. Η θέση του ενάγοντα ήταν ότι οι μετοχές αυτές παρά την εγγραφή τους αλλού, του ανήκουν ως δικαιούχου («beneficiary»). Οι λεπτομέρειες που είναι καταγεγραμμένες στην πολυσέλιδη ένορκη δήλωση του ενάγοντα, και τώρα εφεσίβλητου, ημερ. 6.8.2010 στην αίτηση του για προσωρινό διάταγμα και οι οποίες είναι όντως περίπλοκες και εντυπωσιακά φορτισμένες με ισχυρισμούς γεγονότων, δεν ενδιαφέρουν για σκοπούς της έφεσης. Οδήγησαν όμως στην έκδοση μονομερώς αριθμού διαταγμάτων που στην ουσία απαγόρευαν την αποξένωση των επίδικων μετοχών μέχρι την αποπεράτωση της αγωγής ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.
Η διαδικασία της οριστικοποίησης ή ακύρωσης των διαταγμάτων προχώρησε, αλλά ενώ εμφανίσθηκαν διά δικηγόρου οι εναγόμενοι 3 έως 9 στις 13.8.2010, της εναγομένης 2 εμφανισθείσας αργότερα στις 15.9.2010, ο εναγόμενος 1 δεν εμφανίσθηκε ούτε στις πιο πάνω ημερομηνίες, αλλά ούτε και στις επόμενες δοθείσες προς τούτο ημερομηνίες στις 11.10.2010 και 26.10.2010. Ο λόγος της μη εμφάνισης είναι απλός και ταυτόχρονα παραδεκτός. Ουδέποτε ο εφεσίβλητος, έχοντας εξασφαλίσει μονομερώς τα προσωρινά διατάγματα, προέβηκε σε οποιαδήποτε διαβήματα για επίδοση τους στον εναγόμενο 1.
Στις 26.10.2010, η εφεσείουσα, καθώς και η εναγόμενη 9, αιτήθηκαν την ακύρωση των διαταγμάτων στη βάση του άρθρου 9(3), εισηγούμενες ότι παρήλθε ο αναγκαίος χρόνος επίδοσης στον εναγόμενο 1, ο οποίος ήταν ο κατ΄ εξοχήν, αλλά και ο ουσιαστικός εναγόμενος. Το γεγονός της μη επίδοσης σ΄ όλους τους επηρεαζόμενους από τα διατάγματα διαδίκους, οδηγούσε, κατά τη θέση της εφεσείουσας, στον παραμερισμό, αναστολή, απόρριψη ή παύση της ισχύος των διαταγμάτων για όλους τους εναγόμενους, έστω και αν επιδόθηκε σ΄ αυτούς κατά την πρέπουσα διαδικασία. Σύμφωνα με την υποστηρικτική ένορκη δήλωση στην αίτηση, παρόλο που ο εφεσίβλητος, ως ενάγων, γνώριζε την επακριβή διεύθυνση του εναγομένου 1 στη Ρωσία, όπου και διαμένει, ο εφεσίβλητος σε κανένα ένδικο διάβημα δεν προέβηκε για την επίδοση των διαταγμάτων και σ΄ αυτόν.
Στην ένσταση του ο εφεσίβλητος διατύπωσε τη θέση ότι παρέστη ανάγκη τροποποίησης του ονόματος του εναγομένου 2, που είχε αναγραφεί λανθασμένα, τροποποίηση που επετεύχθη στις 19.11.2010, με την έκδοση ανάλογου διατάγματος. Ως εκ τούτου θεώρησε φρόνιμο να ολοκληρωθεί η διαδικασία τροποποίησης ώστε μια φορά να προωθηθεί η όλη επίδοση. Περαιτέρω, ο εφεσίβλητος θεώρησε ότι ουδέποτε η εφεσείουσα είχε αιτηθεί προηγουμένως τον ορισμό των διαταγμάτων για ακρόαση και επομένως κωλυόταν από του να προωθεί την αίτηση για απόρριψη λόγω μη επίδοσης, χωρίς μάλιστα να εξηγεί πώς η παραμονή των διαταγμάτων σε ισχύ την επηρέαζε ή της προκαλούσε οποιαδήποτε ζημιά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του ημερ. 22.3.2011, έκρινε κατ΄ αρχάς ότι η εφεσείουσα και η εναγόμενη 9, νομιμοποιούνταν να καταχωρήσουν την αίτηση εφόσον επηρεάζονταν από τη μονομερή έκδοση των διαταγμάτων. Ως εκ τούτου, η ενεργοποίηση της Δ.48 θ.8(4) ήταν πρόσφορη υπό τις περιστάσεις. Μετέπειτα, προέβη σε εύρημα ότι παρόλο που παρήλθαν επτά και πλέον μήνες από την έκδοση των διαταγμάτων στις 10.8.2010, «.. όχι μόνο δεν επιδόθηκε (το διάταγμα) στον εναγόμενο 1, αλλά ούτε καν διαβήματα για επίδοση του έγιναν.». Προχώρησε συναφώς να ακυρώσει τα διατάγματα στη βάση των προνοιών του άρθρου 9(3), σ΄ ότι αφορούσαν τον εναγόμενο 1, υποχρέωση, όπως το έθεσε, που «.. θα βάραινε το Δικαστήριο και χωρίς την καταχώριση αίτησης.».
Εξέτασε μετά το κύριο αίτημα που απέβλεπε στην ακύρωση των διαταγμάτων στην ολότητα τους, για τους υπόλοιπους εναγόμενους υπό το φως του λεκτικού του άρθρου 9(3), ότι διάταγμα που εκδόθηκε χωρίς ειδοποίηση δεν παραμένει σε ισχύ για μεγαλύτερο χρόνο από ό,τι είναι αναγκαίος για επίδοση του σε όλους όσους επηρεάζονται από αυτό. Κατέληξε ως ακολούθως:
«Και το (τελικό) ερώτημα για το Δικαστήριο είναι αν οποτεδήποτε ένα διάταγμα που εκδίδεται χωρίς ειδοποίηση δεν επιδίδεται σε ένα από τους επηρεαζόμενους μέσα στον αναγκαίο χρόνο επιφέρει ακύρωση και για τους υπόλοιπους. Όπως είναι αυτονόητο αυτή την ερμηνεία έχουν δώσει στο άρθρο 9(3) οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητριών και σ΄ αυτή τη βάση προώθησαν την αίτησή τους. Κατά την άποψή μου όμως τέτοια ερμηνεία παραβλέπει ένα σημαντικό στοιχείο. Η πρόνοια για επίδοση τέτοιου διατάγματος το συντομότερο δυνατό τέθηκε από το Νομοθέτη για να δώσει στον επηρεαζόμενο από το διάταγμα την δυνατότητα να εμφανισθεί ενώπιον του Δικαστηρίου για να ενστεί και επομένως μόνο ο επηρεαζόμενος που δεν του δόθηκε τέτοια δυνατότητα μπορεί να την επικαλεσθεί ως λόγο ακύρωσης του διατάγματος. Διαφορετική ερμηνεία θα οδηγούσε κατά την άποψη μου στο παράλογο και αντινομικό αποτέλεσμα ότι οποτεδήποτε ένα διάταγμα - όπως το επίδικο - δεν επιδίδεται για οποιοδήποτε λόγο σε ένα από τους εναγόμενους να ακυρώνεται και για τους υπόλοιπους, έστω και αν αυτοί είχαν τη δυνατότητα να εμφανισθούν ενώπιον του Δικαστηρίου και να ενστούν.»
Το πιο πάνω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση που είναι και η ουσία της, εμπεριέχει, με όλη την εκτίμηση, λανθασμένη συλλογιστική. Κατ΄ αρχάς, αντιστρατεύεται το σαφές και καθαρό λεκτικό του ιδίου του άρθρου 9(3), το οποίο έχει ως εξής:
«Κανένα διάταγμα το οποίο εκδόθηκε χωρίς ειδοποίηση δεν θα παραμένει σε ισχύ για χρόνο μεγαλύτερο από τον αναγκαίο για επίδοση ειδοποίησης γι΄ αυτό σε όλους όσους επηρεάζονται από αυτό και για παροχή δυνατότητας σε αυτούς να εμφανιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου και ενστούν σε αυτό• κάθε τέτοιο διάταγμα παύει να ισχύει, μετά τη λήξη της περιόδου αυτής, εκτός αν το Δικαστήριο, αφού ακούσει τους διαδίκους ή οποιοδήποτε από αυτούς, διατάξει διαφορετικά• και κάθε τέτοιο διάταγμα τυγχάνει μεταχείρισης κατά την αγωγή όπως το Δικαστήριο κρίνει δίκαιο.»
Η πιο πάνω πρόνοια περιέχει τα εξής προαπαιτούμενα για ενεργοποίηση της: (i) πρέπει να έχει εκδοθεί μονομερώς διάταγμα, (ii) η ισχύς του δεν πρέπει να υπερβαίνει τον αναγκαίο χρόνο για σκοπούς επίδοσης, (iii) η επίδοση θα πρέπει να γίνει σε όλους όσους επηρεάζονται από αυτό και (iv) πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα σε όλους που επηρεάζονται να εμφανιστούν στο Δικαστήριο για σκοπούς ένστασης. Τα πιο πάνω προαπαιτούμενα αναδύονται από την πρώτη πρόταση του εδαφίου (3), ενώ η δεύτερη πρόταση ουσιαστικά προκαθορίζει τις συνέπειες της μη ύπαρξης των αναγκαίων προαπαιτούμενων, ιδιαιτέρως της μη επίδοσης στον αναγκαίο χρόνο σε όλους όσους επηρεάζονται. Το διάταγμα, σύμφωνα με τη δεύτερη πρόταση, παύει να ισχύει, «μετά τη λήξη της περιόδου αυτής», ως αυτόματη κατ΄ ουσίαν συνέπεια, εκτός εάν το Δικαστήριο ήθελε διατάξει διαφορετικά, αφού ακούσει τους διαδίκους.
Συνάγεται από τα ανωτέρω, ότι είναι καίριας σημασίας για τη διατήρηση διατάγματος σε ισχύ, ο χρόνος που είναι αναγκαίος για την επίδοση του. Ο χρόνος αυτός βαρύνει πρώτιστα τον διάδικο που έχει εξασφαλίσει το διάταγμα σε μονομερή βάση και έχει βεβαίως και την άμεση ευθύνη για την επίδοση του. Αυτή την επίδοση πρέπει να την επιτύχει κατ΄ αρχάς εντός του χρόνου που το Δικαστήριο έχει δώσει για το σκοπό αυτό. Το Δικαστήριο καθορίζοντας τον επιστρεπτέο χρόνο, έχοντας βεβαίως υπόψη τις όλες συνθήκες της υπόθεσης, όπως κατά πόσο οι επηρεαζόμενοι εναγόμενοι είναι στο εξωτερικό, θέτει ορόσημο στο χρόνο που αντικειμενικά έχει στη διάθεση του ο ενάγων. Ο ενάγων, εάν δεν επιτύχει την επίδοση θα πρέπει να δώσει εξηγήσεις στο Δικαστήριο, διαφορετικά το διάταγμα παύει να ισχύει στη λήξη της περιόδου που το Δικαστήριο θεώρησε αναγκαίο, δηλαδή, εύλογο για σκοπούς επίδοσης. Αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ως προς τις προσπάθειες που έγιναν, τότε δύναται να παρατείνει το χρόνο. Αυτό μπορεί να γίνει είτε ακούγοντας τους διαδίκους, ή, οποιοδήποτε απ΄ αυτούς.
Ποιους διαδίκους όμως οφείλει να ακούσει; Αναμφίβολα εδώ έγκειται η σημασία της φράσης της δεύτερης πρότασης του άρθρου 9(3), να «ακούσει τους διαδίκους ή οποιοδήποτε από αυτούς», η οποία συναρτάται με τα καθορισθέντα προαπαιτούμενα της πρώτης πρότασης. Οφείλει να ακούσει όλους όσους επηρεάζονται από το διάταγμα. Και σε περίπτωση που δεν μπορεί να τους ακούσει όλους, διότι δεν επιδόθηκε σ΄ όλους και άρα δεν μπορούν ακόμη να εμφανισθούν για να έχουν λόγο, δικαιούται άλλος διάδικος στον οποίο επιδόθηκε, να προτείνει λόγους γιατί το διάταγμα δεν πρέπει να συνεχίσει να παραμένει σε ισχύ.
Το Δικαστήριο ερμηνεύοντας το εδάφιο (3) του άρθρου 9, έδωσε άκρως περιοριστική έννοια σ΄ αυτό. Ενώ έκρινε ευλόγως ότι ο διάδικος ο οποίος επηρεάζεται από το διάταγμα μπορεί να επικαλεσθεί ως λόγο ακύρωσης τη μη δυνατότητα εμφάνισης του στο Δικαστήριο (εννοείται «εγκαίρως» και αυτή είναι μια λέξη που θα πρέπει να προστεθεί στο σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου για να έχει νόημα η θέση του, εφόσον εάν δεν του δοθεί η δυνατότητα λόγω μη επίδοσης δεν έχει και το έναυσμα εμφάνισης), παρέλειψε να διακρίνει την περίπτωση όπου δεν γίνονται καθόλου προσπάθειες επίδοσης, όπως ήσαν τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα στην υπό κρίση περίπτωση, σε ένα από τους διαδίκους. Η για επτά μήνες απραξία του εφεσίβλητου-ενάγοντα δεν μπορούσε παρά να είχε τη δική της σημασία. Σίγουρα το Δικαστήριο ορθά ακύρωσε, εξ ιδίων του μάλιστα, γεγονός που δείχνει ότι όντως είναι το Δικαστήριο ο τελικός κριτής, το διάταγμα σ΄ ό,τι αφορούσε τον εναγόμενο 1 εφόσον καμιά απολύτως προσπάθεια δεν έγινε ώστε να γνωστοποιηθεί σ΄ αυτόν η έκδοση του διατάγματος που αναμφίβολα τον επηρέαζε.
Η άρνηση του όμως να ακυρώσει το Διάταγμα και για τους υπόλοιπους επηρεαζόμενους εναγόμενους ήταν αντίθετη με το καθαρό λεκτικό του ίδιου του άρθρου 9(3). Οι υπόλοιποι εναγόμενοι επηρεάστηκαν από την έκδοση του διατάγματος και παρά την επίδοση σ΄ αυτούς και της δυνατότητας που τους δόθηκε να εμφανιστούν και να ενστούν, η δυνατότητα αυτή δεν δόθηκε στον ίδιο τον εναγόμενο 1. Αλλά το άρθρο 9(3), δεν εξαντλεί τις πρόνοιες του μόνο στη δυνατότητα εμφάνισης εκείνων στους οποίους έγινε επίδοση, αλλά σαφώς προνοεί για επίδοση σε όλους, ώστε κατά λογική συνέπεια, όλοι να είναι σε θέση να εμφανιστούν και να ενστούν. Αυτή ήταν και η πρόθεση του νομοθέτη και αυτό είναι άλλωστε λογικό εφόσον ένα διάταγμα που έχει αποδέκτη πολλούς εναγόμενους, αναμφίβολα τους επηρεάζει, κατά διαφορετικό όμως τρόπο. Σύμφωνα με το σύγγραμμα του David Bean: Injunctions 8η έκδ. σελ. 25, παρ. 3.05, η ανάληψη εγγύησης που τίθεται κατά την παροχή προσωρινού διατάγματος (και που στην Αγγλία τίθεται αυτοματοποιημένα), επενεργεί προς όφελος όλων των εναγομένων, όπου υπάρχουν πέραν του ενός, έστω και εάν το διάταγμα στρέφεται εναντίον ενός μόνο, (δέστε Dubai Bank v. Galadari (No. 2) The Times October 11, 1989). Αυτό δείχνει τον εγγενή επηρεασμό όλων των εναγομένων. Πόσο μάλλον εδώ που το διάταγμα είχε αποδέκτη όλους τους εναγομένους.
Αποκτούν επομένως σημασία και τα όσα η εφεσείουσα καταγράφει στον δεύτερο λόγο έφεσης ότι ο ουσιαστικός διάδικος με πραγματικό συμφέρον είναι ο εναγόμενος 1, εφόσον αυτού ήταν και παραμένει το ιδιοκτησιακό συμφέρον των μετοχών στην εφεσείουσα και την εναγόμενη 9. Η εφεσείουσα, όπως και οι υπόλοιποι εναγόμενοι, αναγκάστηκαν να ενστούν και να προωθήσουν τις θέσεις τους χωρίς να έχουν στη διάθεση τους και τη μαρτυρία του ίδιου του εναγόμενου 1, ουσιαστικής σημασίας στην όλη διαφορά, εφόσον η διελκυνστίδα ως προς την ιδιοκτησία των μετοχών στην εφεσείουσα και την εναγομένη 2, Aviastar Limited, είναι μεταξύ αυτών και του ενάγοντα. Οι εναγόμενοι 4-9, είναι κατά τα άλλα εταιρείες εν Κύπρω και αξιωματούχοι αυτών, που παρέχουν υπηρεσίες διαχείρισης. Αυτά τα δεδομένα δεν αμφισβητούνται από τον εφεσίβλητο. Η θέση του στο περίγραμμα ότι κάθε εναγόμενος είναι αυτόνομος και υπερασπίζεται την έκδοση του διατάγματος για λόγους δικούς του, παραγνωρίζει την αλληλοεξάρτηση όλων των εναγομένων και τη σχέση τους με τον εφεσίβλητο.
Στο τέλος της ημέρας, πρέπει να δοθεί τέτοια ερμηνεία στο άρθρο 9(3), ώστε να συνάδει και με τον άλλο αναπτυχθέντα νομολογιακό κανόνα ότι δεν νοείται να εξασφαλίζεται προσωρινό διάταγμα ως αυτοσκοπός και μετά να μην προωθείται η ίδια η αγωγή από τον ενάγοντα. Το εξασφαλισθέν με αυτό τον στόχο προσωρινό διάταγμα αυτοδικαίως ακυρώνεται διότι θεωρείται κατάχρηση διαδικασίας, (δέστε τις υποθέσεις Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453, Goody´s Evagorou Ltd v. Lani Restaurants Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 1572, Rousounides & Soteriou Trading Ltd v. Κ.Ο.Τ. (2002 1 Α.Α.Δ. 1274, Άκης (Μεταφορές Δεμάτων Εξπρες) Λτδ ν. C. Koukkouris Trading Co Ltd, Εμπορευόμενοι υπό την επωνυμία Akis Express (1998) 1 Α.Α.Δ. 149 και Χριστόφορος Κίτσιος κ.ά. ν. A.C. Kitsios Motors Ltd διά του Επίσημου Παραλήπτη ως Εκκαθαριστή της Εταιρείας κ.ά. (2010) 1 Α.Α.Δ. 1262).
Παρομοίως, η εξασφάλιση διατάγματος εναντίον όλων των επηρεαζομένων και η εσκεμμένη παράλειψη προώθησης επίδοσης στον βασικότερο εναγόμενο δεν μπορεί παρά να θεωρείται επίσης κατάχρηση διαδικασίας. Τα Δικαστήρια δεν θα είναι αρωγοί τέτοιας καταχρηστικής επιδίωξης από ένα ενάγοντα. Θα ήταν ενδεχομένως διαφορετικό, και δεν χρειάζεται να αποφασιστεί στην παρούσα έφεση, εάν ο εφεσίβλητος ως ενάγων είχε πράγματι τουλάχιστον προσπαθήσει, ως όφειλε, να επιδόσει και στον εναγόμενο 1, αλλά αυτό δεν είχε καταστεί δυνατό για λόγους πέραν του ελέγχου του και ανεξάρτητους από την προσπάθεια και τη θέληση του.
Τα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης είναι όμως διαφορετικά. Υπήρξε εσκεμμένη παράλειψη, (η θέση ότι έπρεπε να προηγηθεί τροποποίηση του ονόματος της Aviastar Limited ουδόλως πείθει), επίδοσης στον εναγόμενο 1, ενώ η υποχρέωση του εφεσίβλητου ήταν να επιδόσει σε όλους ανεξαιρέτως τους επηρεαζόμενους εναγομένους στη βάση του σαφούς λεκτικού του άρθρου 9(3). Όπως εξηγείται γενικά από τη νομολογία, τα προσωρινά διατάγματα και μάλιστα επί μονομερούς βάσεως, δεν πρέπει να εκδίδονται παρά με εξαιρετική φειδώ και όταν υπάρχει πραγματική επείγουσα ανάγκη να παρακαμφθεί το σύνηθες μέτρο που είναι η ακρόαση αμφοτέρων των διαδίκων. Εύστοχα είναι τα σχετικά σχόλια του Χατζηχαμπή, Δ., στην Αναφορικά με την Αίτηση της Βαλεντίνας Θεοφάνους για Certiorari (2010) 1 Α.Α.Δ. 234. Στον David Bean: Injuctions - ανωτέρω - καταγράφονται στις σελ. 66-69, παρ. 5.04-5.09, οι εξαιρετικές περιστάσεις που χρειάζονται για να αποταθεί διάδικος στο Δικαστήριο για την παροχή προσωρινής και ex parte προστασίας. Η προσωρινότητα του μέτρου και το επείγον του, είναι ακριβώς καταλυτικά κριτήρια στην παροχή τέτοιας δραστικής θεραπείας. Η παράλειψη επομένως της προσπάθειας, έστω, να επιδοθεί το διάταγμα στον εναγόμενο 1, είναι ενάντια στην ίδια τη φύση της παροχής της προσωρινής προστασίας. Όπως αναφέρεται και στη σελ. 72, παρ. 5-17, του πιο πάνω συγγράμματος:
«A claimant who has obtained an interim injunction without notice is under an obligation to apply to the Court for the earliest appropriate date for the hearing of the application. If he delays to do so and the delay is inordinate and inexcusable the Court will ordinarily dismiss the application and thus discharge the injunction.»
Αν μη τι άλλο, και από καθαρά καλής δικονομικής πρακτικής, είναι άκρως ανεπιθύμητο να εκδικάζεται προς οριστικοποίηση ή ακύρωση ένα προσωρινό διάταγμα από ορισμένους μόνο από τους εναγομένους, στην απουσία άλλων. Οπότε επαναλαμβάνεται η ίδια διαδικασία όταν εμφανιστούν και οι υπόλοιποι, ενώ έχει ήδη σφραγιστεί η μοίρα του διατάγματος με την προηγηθείσα εκφρασθείσα απόφαση του Δικαστηρίου.
Το ενιαίο του θέματος, απαιτεί και ενιαία μεταχείριση από το Δικαστήριο. Το αντίθετο αποτελεί λανθασμένη προσέγγιση που οδηγεί στη δυνατότητα λήψης αντιφατικών ή προδεσμευμένων αποφάσεων. Όπως ακριβώς είναι λανθασμένη και η έκδοση απόφασης εναντίον ορισμένων εναγομένων, οι οποίοι δεν εμφανίσθηκαν παρά την προς αυτούς επίδοση, στην απουσία εκείνων στους οποίους η αγωγή δεν επιδόθηκε ακόμη. Η ολοκληρωμένη επίδοση της αγωγής σ΄ όλους τους εναγομένους, πριν επιδιωχθεί η έκδοση απόφασης, αποτελεί προϋπόθεση για ορθή, συνολική και ίση μεταχείριση όλων των διαδίκων και των δικαιωμάτων αυτών.
Η έφεση, υπό το φως των ανωτέρω, επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη κρίση παραμερίζεται και το εκδοθέν διάταγμα ακυρώνεται και για τους υπόλοιπους εναγόμενους 2-9.
Τα έξοδα της έφεσης, καθώς και τα πρωτόδικα έξοδα τα οποία ακυρώνονται, επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π.
Δ.
Δ.
/ΕΘ