ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 1070
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 105/2012)
23 Μαΐου, 2013
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Πρόεδρος]
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ MARTIN COWARD ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΝΑΚΟ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΛΑΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ (ΔΕΣΠΩ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ) ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΤΗΝ
1 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2012 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑ ΚΛΗΣΕΩΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 2 ΙΟΥΝΙΟΥ, 2010 ΠΟΥ ΚΑΤΑΧΩΡΗΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 5467/09, ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ
________________________
Λ. Παπαφιλίππου, με Γ. Χριστοδούλου και Β. Παπαγιάννη (κα), για Κ. Χρυσοστομίδη, για την Εφεσείουσα IKOS CIF LTD.
Γ. Τριανταφυλλίδης, με Ν. Παρτασίδου (κα), για τον Εφεσίβλητο Martin Coward.
________________________
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι απόφαση αδελφού μας Δικαστή, ο οποίος, σε αίτηση της φύσεως certiorari, ακύρωσε οδηγίες που εξέδωσε η Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, (η «Πρόεδρος»), στα πλαίσια αιτήσεων παρακοής προσωρινού διατάγματος.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, η εταιρεία IKOS CIF LTD, εφεσείουσα, στα πλαίσια της Αγωγής Αρ. 5467/09, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, εξασφάλισε, στις 23/12/2009, εναντίον του εφεσίβλητου - εναγομένου, κατοίκου Μονακό, Προσωρινό Διάταγμα, το οποίο του επιδόθηκε προσωπικά. Στις 15/7/2010, το εν λόγω Διάταγμα, με ορισμένες τροποποιήσεις, οριστικοποιήθηκε. Ακολούθησαν αιτήσεις παρακοής του, μεταξύ των οποίων και οι αιτήσεις με ημερομηνίες 10/9/2010 και 11/10/2010, οι οποίες, αφού εξασφαλίστηκε άδεια για υποκατάστατο επίδοση, επιδόθηκαν προσωπικά στον εφεσίβλητο, στις 25/2/2011. Μαρτυρικές κλήσεις προς αυτόν, οι οποίες εκδόθηκαν από την εφεσείουσα, επιδόθηκαν όχι στον ίδιο προσωπικά αλλά στους δικηγόρους του. Στις 6/5/2011, που οι εν λόγω αιτήσεις ήταν ορισμένες, δε ζητήθηκε ένταλμα σύλληψης του εφεσίβλητου, αλλά ούτε και εκδόθηκε τέτοιο από το Δικαστήριο, αφού αυτός ήταν κάτοικος εξωτερικού και οι δικηγόροι του ανέλαβαν να τον ειδοποιήσουν για τη νέα ημερομηνία ορισμού των αιτήσεων. Οι Αιτήσεις Παρακοής, στις 24/6/2011, που αυτές ήταν ορισμένες, με τη συγκατάθεση των συνηγόρων και των δύο πλευρών, ορίστηκαν στις 16/9/2011, ημερομηνία κατά την οποία ορίστηκαν και τρεις αιτήσεις παραμερισμού τόσο της άδειας για υποκατάστατο επίδοση των αιτήσεων παρακοής όσο και της ίδιας της επίδοσης της αίτησης παρακοής.
Το Δικαστήριο, στις 15/11/2011, έκρινε ότι προέχει η εξέταση των αιτήσεων που καταχώρισε ο εφεσίβλητος για παραμερισμό τόσο της άδειας για υποκατάστατο επίδοση των αιτήσεων παρακοής όσο και της ίδιας της επίδοσης της αίτησης παρακοής, τις οποίες άκουσε και απέρριψε στις 12/1/2012. Μετά την απόρριψή τους και προς το σκοπό προγραμματισμού των αιτήσεων παρακοής, την 1/2/2012, αφού άκουσε τους δικηγόρους των μερών - ο κ. Παπαφιλίππου, για την εφεσείουσα, ζήτησε όπως δοθούν οδηγίες στους δικηγόρους του εφεσιβλήτου να ειδοποιήσουν τον πελάτη τους να είναι παρών κατά την επόμενη δικάσιμο, ενώ ο κ. Τριανταφυλλίδης πρόβαλε ότι το Δικαστήριο δεν έχει τέτοια αρμοδιότητα - έδωσε οδηγίες «... όπως οι δικηγόροι που εκπροσωπούν τον καθ' ου η αίτηση να τον ενημερώσουν για την νέα ημερομηνία της δίκης κατά τέτοιο τρόπο, ούτως ώστε να γνωρίζει με σαφήνεια την ημερομηνία της ακρόασης και τη φύση και τις συνέπειες της υπόθεσης που αντιμετωπίζει.» Μετά την έκδοση των πιο πάνω οδηγιών, ο συνήγορος του εφεσίβλητου εξασφάλισε άδεια καταχώρισης αίτησης εντάλματος certiorari, στα πλαίσια της Πολιτικής Αίτησης Αρ. 10/12, και το Δικαστήριο διέταξε όπως τα σχετικά διαβήματα, οι οδηγίες και διαδικασίες που απέρρεαν από τις εν λόγω οδηγίες ανασταλούν μέχρι νεώτερης διαταγής του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ακολούθησε η καταχώριση της Πολιτικής Αίτησης Αρ. 17/12, η απόφαση στην οποία αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης. Σ' αυτήν, κρίθηκε ότι οι οδηγίες που δόθηκαν από την Πρόεδρο, δόθηκαν καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας της, ότι με αυτές, στην ουσία, παρακάμφθηκε η ορθή πορεία διασφάλισης της παρουσίας του εφεσίβλητου, εναντίον του οποίου εκκρεμούσε διαδικασία παρακοής διατάγματος. Η Πρόεδρος, κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με τις οδηγίες της, δε ρύθμισε διαδικασία, αλλά επενέβη στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του εφεσίβλητου. Προκαθόρισε μια πορεία καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας, επηρεάζοντας τα δικαιώματά του και παρέπεμψε σχετικά στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442, όπου αναφέρεται ότι:- (σελ. 445)
«Μόνο όπου θίγονται δικαιώματα, ή υπάρχει κίνδυνος να θιγούν, παρέχεται δυνατότητα έκδοσης των δυο προνομιακών ενταλμάτων.»
Στη βάση της αναφοράς του δικηγόρου της εφεσείουσας ότι, εάν ο εφεσίβλητος, μετά την ειδοποίησή του από το δικηγόρο του, δεν εμφανιζόταν, υπήρχε δυνατότητα να εκδοθεί από το Δικαστήριο bench warrant για τη σύλληψή του, έκρινε ότι παρείχετο δυνατότητα ελέγχου με προνομιακό ένταλμα, επειδή η διαδικασία που ακολούθησε η Πρόεδρος προοιώνιζε το αποτέλεσμα και επηρέαζε τα δικαιώματα του εφεσίβλητου. ΄Εκρινε ότι άλλο είναι η δυνατότητα ή η εξουσία δικαστηρίου που εκδικάζει υπόθεση να δίδει οδηγίες προς τους δικηγόρους και άλλο η εξουσία έκδοσης οδηγιών υπό μορφή ενδιάμεσης απόφασης επιτακτικής φύσεως με ανάλογες ενδεχόμενες συνέπειες. Δεν υπάρχει πρόνοια, κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, στους περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμούς του 2002, (Κ.Δ.Π. 237/2002), για υποχρέωση του συνηγόρου, μέσω δικαστικών οδηγιών, πέραν της εθελοντικής σύμπραξής του προς υποβοήθηση του δικαστηρίου, για μεταφορά των εν λόγω οδηγιών στον πελάτη του, με ενδεχόμενη τη σύλληψή του εάν αυτός δεν εμφανιστεί. Η δυνατότητα που υπάρχει για έκδοση bench warrant, με στόχο τη διασφάλιση της παρουσίας διαδίκου στο δικαστήριο, προϋποθέτει όπως ακολουθηθεί η ορθή διαδικασία, η οποία εδώ δεν ακολουθήθηκε. Ούτε η σύμφυτη εξουσία που έχει το Δικαστήριο δικαιολογούσε να δοθούν οι εν λόγω οδηγίες, από τη στιγμή που αυτές είναι έξω από τις θεσμοθετημένες πρόνοιες. Τέλος, απέρριψε και τη θέση της εφεσείουσας ότι η αίτηση για έκδοση certiorari ήταν πρόωρη.
Η εφεσείουσα, με δέκα λόγους έφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα των πρωτόδικων διαπιστώσεων καθ' όλη τους την έκταση. Συγκεκριμένα, αμφισβητεί ότι οι οδηγίες της Προέδρου δόθηκαν καθ' υπέρβαση των εξουσιών της και ότι αυτές ήταν απόφαση που μπορούσε να ελεγχθεί με προνομιακό ένταλμα τύπου certiorari. Ισχυρίζεται ότι η αίτηση ήταν πρόωρη, δεν υπήρξε πλήρης αποκάλυψη των ουσιωδών γεγονότων και η ενόρκως δηλούσα δεν είχε προσωπική γνώση αυτών, ούτε αποκάλυπτε την πηγή των πληροφοριών της. Τέλος, προβάλλει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε το ζήτημα των εξόδων, δηλαδή ότι, στην πορεία της εκδίκασης των αιτήσεων παρακοής που εκκρεμούν, δε θα επιδικαστούν οποιαδήποτε έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου για την όλη διαδικασία που οδήγησε στις εν λόγω οδηγίες.
Με αντέφεση, αμφισβητείται από τον εφεσίβλητο η ορθότητα των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που αφορούν, κυρίως, σε δικονομικής φύσεως ζητήματα.
Θα εξετάσουμε, πρώτα, τους λόγους έφεσης 1, 2 και 3, λόγω της συνάφειάς τους, αλλά και γιατί από το αποτέλεσμά τους εξαρτάται και η ανάγκη εξέτασης των υπολοίπων λόγων έφεσης, πλην του λόγου έφεσης 9, που αφορά στα έξοδα.
Είναι καλά θεμελιωμένο ότι η διαδικασία certiorari δεν αποσκοπεί στη ρύθμιση ή στην υπαγόρευση της διαδικασίας που θα ακολουθηθεί από ένα κατώτερο δικαστήριο, ούτε, με αυτήν, ελέγχεται ο τρόπος με τον οποίο ασκείται η διακριτική του ευχέρεια. Στο σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα, Αρχές και Υποθέσεις», του Πέτρου Αρτέμη, Πρώτη ΄Εκδοση 2004, σελ. 121, υπό τον τίτλο «Το ΄Ενταλμα δεν Ρυθμίζει Διαδικασία», αναφέρεται:-
«4.15 Το ένταλμα Certiorari δεν αποτελεί μέσο για την εποπτεία της διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ή της πρακτικής που ακολουθείται. [Βλ. Halsbury's Laws of England, 3rd Ed., Vol 11, para 213 και Αίτηση Γενικού Εισαγγελέα (Αρ.3), (1993) 1 Α.Α.Δ. 442]. Η ρύθμιση της διαδικασίας ανάγεται στην αρμοδιότητα του εκδικάζοντος την υπόθεση δικαστηρίου. Στο σημείο αυτό χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην πρόσφατη απόφαση στη Δημοκρατία ν. Ηρακλέους (Αρ.2), (1994) 2 Α.Α.Δ. 225.»
Είναι, επίσης, καλά νομολογημένο ότι το δικαστήριο, σε θέματα διαδικασίας και πρακτικής, έχει ευρεία διακριτική εξουσία να καθορίζει την ενώπιόν του διαδικασία. Στην Eleftheriades and An/ther v. Mavrellis & An/ther (1985) 1 C.L.R. 436, στην οποία ο συνήγορος της εφεσείουσας παρέπεμψε, αλλά και το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε, αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 445)
"It is perfectly legitimate for the Court, both under the rules and in exercise of inherent powers, to regulate proceedings before it, for the Court to issue all necessary directions in order to make possible adjudication upon the substance of the case."
Προκύπτει από το πιο πάνω ότι το δικαστήριο έχει εξουσία να δίδει οδηγίες, ανάλογα με τις ανάγκες της υπόθεσης, χωρίς βέβαια το θεσμοθετημένο πλαίσιο διαδικασίας, εκεί όπου αυτό υπάρχει, να καταργείται, κατ' επίκληση της σύμφυτης εξουσίας του δικαστηρίου.
Με κάθε εκτίμηση προς τον αδελφό μας Δικαστή, δε συμφωνούμε ότι οι οδηγίες που έδωσε η Πρόεδρος ήταν εκτός της σφαίρας της σύμφυτης εξουσίας που το Δικαστήριο είχε. Εάν η εξουσία αυτή ασκήθηκε ορθά ή όχι, δεν αποφαινόμαστε, αφού ο τρόπος άσκησης της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου εκφεύγει του ελέγχου μέσω προνομιακού εντάλματος - (βλ. Ex Parte Efrosyni Michaelidou (1969) 1 C.L.R. 118 και Μαγκάκης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1068). Εδώ το ζητούμενο είναι κατά πόσο οι οδηγίες της Προέδρου ήταν δεκτικές ελέγχου στα πλαίσια προνομιακού εντάλματος και η απάντηση είναι αρνητική. Η Πρόεδρος, στα πλαίσια ρύθμισης της ενώπιόν της διαδικασίας, έδωσε τις εν λόγω οδηγίες, οι οποίες δε βλέπουμε να επηρέασαν, καθ' οιονδήποτε τρόπο, τα δικαιώματα του εφεσίβλητου. Το τι επεδίωκε ο συνήγορος της εφεσείουσας ζητώντας τις εν λόγω οδηγίες δεν ήταν αρκετό να οδηγήσει σε επηρεασμό των δικαιωμάτων του εφεσίβλητου, όπως πρωτόδικα κρίθηκε. Ούτε αυτές προοιώνιζαν επηρεασμό των δικαιωμάτων του, έτσι ώστε να μπορούν να ελεγχθούν με προνομιακό ένταλμα της φύσεως certiorari. Η Πρόεδρος, στην απόφασή της, με σαφήνεια, ανέφερε:-
«Δεν θα προχωρήσω να σχολιάσω, ούτε να καταλήξω σε συμπέρασμα, τελικό, όσον αφορά το κατά πόσο είναι προαπαιτούμενο και προϋπόθεση η επίδοση μαρτυρικής κλήσης στον καθ' ου, κάτω από δικονομική διαταγή ή πρακτική. Αυτό είναι ένα θέμα το οποίο θα πρέπει να αφήσω κατά μέρος, είναι θα έλεγα πρόωρο. Θα αφήσω τα πράγματα να κριθούν, αν και όποτε το ζήτημα και πάλι εγερθεί εκ νέου ενώπιον μου ώστε να αποφασίσω έχοντας ενώπιον μου, όλα τα γεγονότα και δεδομένα.»
Είναι ξεκάθαρο ότι η τελική απόφαση για έκδοση ή όχι εντάλματος σύλληψης εναντίον του εφεσίβλητου στα πλαίσια της διαδικασίας για καταφρόνηση του Δικαστηρίου, η οποία είναι οιονεί ποινική και η ειδοποίηση του καθ' ου η αίτηση γίνεται κατά καθορισμένο τύπο - (βλ. Antonis Mouzouris and Another v. Xylophaghou Plantations Ltd. (1977) 1 C.L.R. 287) - αφέθηκε να κριθεί από το Δικαστήριο κατά την ημερομηνία που είχαν οριστεί οι αιτήσεις για να ειδοποιηθεί ο εφεσίβλητος να παρουσιαστεί. ΄Ηταν, συνεπώς, η αίτηση για ένταλμα της φύσεως certiorari πρόωρη. Δε συμφωνούμε με το συνήγορο του εφεσίβλητου ότι το ερώτημα εδώ που θα πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο, σε αίτηση παρακοής, η παρουσία του καθ' ου η αίτηση, εναντίον του οποίου δεν εκδίδεται ένταλμα σύλληψης κατά την πρώτη ημερομηνία ορισμού της, μπορεί να διασφαλιστεί μέσω μεταγενέστερων οδηγιών προς το δικηγόρο του. Η έκδοση ή όχι εντάλματος σύλληψης από το Δικαστήριο, στην παρούσα περίπτωση, μετά τις οδηγίες του, απαιτούσε άσκηση διακριτικής εξουσίας, ανάλογα με το τι αυτό θα είχε ενώπιόν του.
Η κατάληξή μας σε σχέση με το πρόωρο της αίτησης για ένταλμα της φύσεως certiorari καθιστά αχρείαστη την ενασχόλησή μας με οποιοδήποτε άλλο ζήτημα το οποίο εξετάστηκε πρωτοδίκως, ως και με τους λόγους της αντέφεσης, οι οποίοι, ουσιαστικά, αφορούν σε δικονομικής φύσεως ζητήματα. Εν πάση περιπτώσει και ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, το όλο ζήτημα φαίνεται να έχει καταστεί θεωρητικό, αφού οι οδηγίες αφορούσαν σε ημερομηνία που έχει παρέλθει.
Η έφεση επιτυγχάνει, με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται, όπως ακυρώνεται και η διαταγή σε σχέση με τα έξοδα των εκκρεμουσών αιτήσεων παρακοής.
Π. Αρτέμης, Π.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Κ. Κληρίδης, Δ.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
/ΜΠ