ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 585
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 69/2010)
8 Μαρτίου, 2013
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑ ΓΙΑΓΚΟΥ ΣΑΝΤΗ,
Εφεσείοντα/Ενάγοντα/Αιτητή,
ν.
1. ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
2. ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων/Καθ'ων η αίτηση.
Φ. Αποστολίδης, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Κορακίδης, για την Εφεσίβλητη 1.
Α. Γεωργιάδης, για την Εφεσίβλητη 2.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 20/3/2009, το Ανώτατο Δικαστήριο κατά τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του, επιτρέποντας την έφεση που ο εδώ εφεσείων είχε καταχωρίσει εναντίον της πρωτόδικης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στην αγωγή 3242/2002, έκδωσε υπέρ του και εναντίον των εδώ εφεσιβλήτων, «Διάταγμα ειδικής εκτέλεσης του κατατεθειμένου στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Πάφου πωλητηρίου εγγράφου με αρ. ΠΩΛ. Ε 100/2000, που καλύπτει το οικόπεδο υπ' αρ. 0/2103 Φ./Σχ. 51/20 Τμήμα Ο, Τεμάχιο 224, στο χωριό Μαρινούδα της Επαρχίας Πάφου» (Έφεση 78/2007).
Ο εφεσείων, μετά που επέδωσε στις δύο εφεσίβλητες την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην έφεση 78/2007 και εντός τριών μηνών από την έκδοση της απόφασης, αποτάθηκε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Πάφου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 4 του περί Πώλησης Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 232[1], ζητώντας μεταβίβαση επ' ονόματι του συγκεκριμένου ακινήτου.
Το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Πάφου αποδέχτηκε την αίτηση του εφεσείοντα, πλην όμως πληροφόρησε τον τελευταίο ότι για να καταστεί δυνατή η επ' ονόματι του μεταβίβαση του ακινήτου, θα έπρεπε, μεταξύ άλλων, να ακυρωθεί πρώτα η σε βάρος του ακινήτου υφιστάμενη υποθήκη με αριθμό Υ1132/99, η ύπαρξη της οποίας συνιστούσε εμπόδιο στην εγγραφή του ακινήτου επ' ονόματι του.
Σ' αυτό το στάδιο θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε, κι' αυτό ενόψει των προβαλλόμενων λόγων έφεσης, το ιστορικό της συγκεκριμένης υποθήκης, όπως αυτό αναδύεται μέσα από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα.
Η συγκεκριμένη υποθήκη ενεγράφη προς όφελος εμπορικής τράπεζας στις 20/5/1999 και αρχικά αφορούσε τα 7/8 του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 1808, το οποίο ήταν κατά τον εν λόγω χρόνο εγγεγραμμένο στο όνομα της εφεσίβλητης 1 κατά 7/8 μερίδια και 1/8 στο όνομα της εφεσίβλητης 2. Στις 10/2/2000 συνήφθη το πωλητήριο έγγραφο δυνάμει του οποίου ο εφεσείων αγόρασε το υπό διαχωρισμό τότε οικόπεδο με αρ. 4. Δύο χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 16/10/2002, ηγέρθη από τον εφεσείοντα η αγωγή 3243/2002 εναντίον και των δύο εφεσιβλήτων. Εκκρεμούσης της αγωγής και συγκεκριμένα στις 7/5/2004, έλαβε χώρα διαχωρισμός του ακινήτου σε οκτώ νέες μονάδες με αρ. εγγραφής 2100 μέχρι 2107. Το αγορασθέν υπό του εφεσείοντα οικόπεδο ήταν η μονάδα 2103. Από τις οκτώ νέες μονάδες οι έξι, μεταξύ των οποίων και η μονάδα 2103 που αντιστοιχούσε στο οικόπεδο που είχε αγοράσει ο εφεσείων, ενεγράφησαν στο όνομα της εφεσίβλητης 1, ενώ οι εναπομείνασες δύο μονάδες, ενεγράφησαν στο όνομα της εφεσίβλητης 2. Στις 3/6/2004, μετά δηλαδή το διαχωρισμό, πριν όμως την εκδίκαση της αγωγής 3243/2002, η υποθήκη περιορίστηκε από τον ενυπόθηκο δανειστή σε δύο από τις έξι μονάδες που είχαν εγγραφεί στο όνομα της εφεσίβλητης 1, μεταξύ των οποίων ήταν και η μονάδα που αντιστοιχούσε στο οικόπεδο του εφεσείοντα. Στη συνέχεια και ενώ εκκρεμούσε η έφεση, ο ενυπόθηκος δανειστής απάλλαξε και την πέμπτη μονάδα, περιορίζοντας έτσι την υποθήκη αποκλειστικά στο όλο μερίδιο της εγγραφής 2103, που υπενθυμίζουμε αντιστοιχούσε στο οικόπεδο του εφεσείοντα.
Ενόψει της υποθήκης που συνιστούσε εμπόδιο στην προώθηση της ειδικής εκτέλεσης και ιδιαίτερα ενόψει του ιστορικού της υποθήκης, ο εφεσείων καταχώρισε αίτηση στο Δικαστήριο ζητώντας την τιμωρία των εφεσιβλήτων για ανυπακοή του διατάγματος που εκδόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 20/3/2009 στα πλαίσια της έφεσης 78/07. Στην ένορκη δήλωση του, η οποία συνόδευε την αίτηση του, ο εφεσείων παραπέμποντας στο ιστορικό της υποθήκης, ισχυρίστηκε τα πιο κάτω στις παραγράφους 20, 22, 23 και 24, επί των οποίων βασίζει και το αίτημα του για τιμωρία των εφεσιβλήτων:
"20. Οι πιο πάνω ενέργειες που μου ζητά να προβώ το Κτηματολόγιο για να μου μεταβιβάσει στο όνομα μου και/ή για να εκτελεστεί η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εξαρτώνται απόλυτα από τη θέληση και τις ενέργειες που πρέπει να κάμει η Εφεσίβλητη αρ. 1, διότι σήμερα το επίδικο οικόπεδο είναι εγγεγραμμένο στο όνομα της και αυτή είναι η χρεώστρια της υποθήκης.
21. Σήμερα το επίδικο οικόπεδο είναι εγγεγραμμένο στο όνομα της Δέσποινας Γιαννή με αριθμό ταυτότητας 415578 (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 15). Σημειώστε ότι κατά την εκδίκαση της αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου έγινε παραδεκτό ότι η Δέσποινα Χατζηβασιλείου και Δέσποινα Γιαννή είναι το ίδιο πρόσωπο (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 16).
22. Είναι ισχυρισμός μου ότι η Εφεσίβλητη αρ. 2 - Ενάγουσα Αρ. 2 φέρει την ιδία ευθύνη καταφρόνησης του Ανωτάτου Δικαστηρίου γιατί με την ενέργεια της να αποξενωθεί της ιδιοκτησίας του επιδίκου οικοπέδου, έθεσε τον εαυτό της σε αδυναμία να μεταβιβάσει το επίδικο οικόπεδο στο όνομα μου, παρεμποδίζοντας έτσι την εκτέλεση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου της 20/3/2009.
23. Είναι ισχυρισμός μου ότι η Εναγομένη αρ.1 - Εφεσίβλητη 1, κωλυσιεργεί και παρεμποδίζει την εκτέλεση της πιο πάνω Απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου με το να παραλείπει και/ή συνεχίζει να έχει επί του επιδίκου κτήματος την υποθήκη με αριθμό Υ1132/99, την οποία τονίζω εμφαντικά περιόρισε μόνο στο επίδικο οικόπεδο, εσκεμμένα για να εμποδίζει την εκτέλεση της «ειδικής εκτέλεσης» της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου.
24. Όλες οι ενέργειες και/ή οι παραλείψεις των Εναγομένων σκοπούν να παρεμποδίσουν την εκτέλεση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου, ημερομηνίας 20/3/2009 στηριζόμενες στο χρόνο που τάσσει ο νόμος περί ειδικής Εκτέλεσης Κεφ. 232, που καθορίζει ότι η απόφαση θα πρέπει να εκτελεστεί μέσα σε περίοδο 3 μηνών."
Στην αχρείαστα, θα λέγαμε μακροσκελή απόφαση του, ο πρωτόδικος δικαστής, εμπλέκεται σε μια ατέρμονη και σε μερικά σημεία της δυσκολονόητη συζήτηση τόσο αναφορικά με την ερμηνεία του επίμαχου διατάγματος, το οποίο χαρακτηρίζει ως «μη σύνηθες διάταγμα», για να καταλήξει ότι η φράση «... υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον των εφεσιβλήτων ....» στο τέλος του διατάγματος «δεν καθιστά με οποιοδήποτε τρόπο το διάταγμα προστακτικό ή απαγορευτικό», σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εφεσίβλητες, όσο και αναφορικά με την ερμηνεία άσχετων ουσιαστικά με τα ενώπιον του επίδικα θέματα, προνοιών του Νόμου, για να καταλήξει επίσης, αυτή τη φορά με αναφορά στο σκεπτικό της απόφασης στην υπόθεση Flower κ.ά. ν. Χ"Ιωάννου κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 770, πως δεν χωρεί αίτηση παρακοής σε σχέση με διάταγμα ειδικής εκτέλεσης του Κεφ. 232, αποδεχόμενος, την κοινή ουσιαστικά επί του προκειμένου θέση των εφεσιβλήτων.
Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αμφισβητείται με τρεις λόγους έφεσης, κοινή συνισταμένη των οποίων αποτελεί η θέση ότι η υποθήκη «περιορίστηκε» και/ή «συμπιέστηκε» ως αποτέλεσμα των ενεργειών των εφεσιβλήτων, οι οποίες επειδή παρέλειψαν να την αφαιρέσουν, ως είχαν υποχρέωση να πράξουν, δεν άφησαν στον εφεσείοντα άλλη επιλογή από του να αποταθεί στο Δικαστήριο ζητώντας την τιμωρία τους. Οι πρόνοιες του Νόμου συντρέχουν, σύμφωνα με τον κ. Αποστολίδη, παράλληλα με τη συμφυή εξουσία του Δικαστηρίου να επιβάλλει συμμόρφωση προς τα διατάγματα που εκδίδει. Υποβάλλοντας ότι η απόφαση στην υπόθεση Flower (πιο πάνω) «αυτοπεριορίζει» την εν λόγω εξουσία του Δικαστηρίου, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα μας ζήτησε να αποστούμε ή να διαφοροποιηθούμε από την εν λόγω υπόθεση.
Τις αντίθετες απόψεις εξέφρασαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσιβλήτων, οι οποίοι με αιχμή του δόρατος την απόφαση στην υπόθεση Flower, υποστήριξαν την ορθότητα της αμφισβητούμενης με τους λόγους έφεσης, κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου. Παράλληλα και με τη μορφή αντέφεσης οι εφεσίβλητες στρέφουν τα πυρά τους εναντίον της παράλειψης του πρωτόδικου δικαστηρίου να ασχοληθεί και να αποφανθεί επί των εισηγήσεων τους κατά πόσο, το Επαρχιακό Δικαστήριο στην άσκηση της αστικής του δικαιοδοσίας, στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί του αντικειμένου της αίτησης, η αίτηση παρακοής παραβιάζει τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και στη συγκεκριμένη περίπτωση ελλείπει η προϋπόθεση της ηθελημένης ανυπακοής.
Τόσο τα γεγονότα, όσο και οι νομικές θέσεις που εξετάστηκαν στην Flower (πιο πάνω), είναι σχεδόν ταυτόσημα με αυτά της παρούσας υπόθεσης. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από τις σελ. 774 και 775, το οποίο αντικατοπτρίζει και τη θέση της νομολογίας μας:
"Η νομολογία επιβεβαιώνει ότι η σύμβαση πώλησης γης δεν παρέχει δικαίωμα στον αγοραστή να απαιτήσει την εγγραφή του ακινήτου επ' ονόματι του σε περίπτωση διάρρηξης της σύμβασης. Τα δικαιώματα του αγοραστή περιορίζονται στη διεκδίκηση αποζημιώσεων χωρίς να παρέχεται δυνατότητα ειδικής εκτέλεσης της σύμβασης με βάση το Άρθρο 76 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Στην Markidou v. Killiaris and Another (1983) 1 C.L.R. 392 αναφέρθηκαν τα εξής:
«The rights acquired under a contract for the sale of land are personal and as such prima facie assignable. A contract for the sale of land does not create an estate in land, that is, rights in rem.»
Η νομολογία επιβεβαιώνει επίσης ότι δικαίωμα επί της γης δημιουργείται μόνο στην περίπτωση που η πώληση ακινήτου γίνεται με γραπτή σύμβαση η οποία εγγράφεται στο Κτηματολόγιο, βάσει των προνοιών του περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 232, και τότε μόνο, ο αγοραστής αποκτά δικαίωμα (in rem) επί του ακινήτου το οποίο (δικαίωμα), μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο ειδικής εκτέλεσης. Η εγγραφή της σύμβασης στο Κτηματολόγιο βάσει των προνοιών του Κεφ. 232 συνιστά, εν πάση περιπτώσει, κώλυμα στη διάθεση του ακινήτου από τον ιδιοκτήτη προς οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Στην Χριστοφίδη ν. Κοτζαναστάση (1993) 1 Α.Α.Δ. 718, υιοθετήθηκε η θέση ότι εφόσον το θέμα ρυθμίζεται ειδικά από το νόμο, οι αρχές της επιείκειας υποχωρούν. (Βλ. επίσης Δρυάδης κ.ά. ν. Καλησπέρα (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 881, Χρίστου κ.ά. ν. Γεωργίου (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 940). Στην Δρυάδης (ανωτέρω) αντιδιαστέλλονται επίσης οι σχετικές πρόνοιες του Κεφ. 232 από το Άρθρο 76 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.
Η διαδικασία που εδώ επέλεξαν οι εφεσείοντες προκειμένου να επιτύχουν την ειδική εκτέλεση της σύμβασης για την αγορά του επίδικου διαμερίσματος από τους εφεσίβλητους σαφώς βρίσκεται εκτός των ορίων που καθόρισε η νομολογία ενόψει της αποκλειστικά ειδικής ρύθμισης του θέματος με βάση τον περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 232. Ορθά διαπιστώνει ο πρωτόδικος δικαστής πως αν γίνει δεκτό ότι ένα διάταγμα για ειδική εκτέλεση σύμβασης πώλησης γης μπορεί να εκτελεστεί με εξαναγκασμό αυτής της μορφής, δηλαδή της τιμωρίας του υπόχρεου, αντισυμβαλλόμενου, το αποτέλεσμα θα ήταν η ποινικοποίηση κατ' ουσίαν μιας αντισυμβατικής συμπεριφοράς, παρά την προβλεπόμενη ειδική νομοθετική ρύθμιση. Αδιαμφισβήτητα, η διαδικασία που εν προκειμένω επέλεξαν να ακολουθήσουν οι εφεσείοντες, παρά τον αστικό χαρακτήρα της, συνιστά οιωνεί ποινική διαδικασία, αποβλέπουσα στην τιμωρία του παραβάτη. (Βλ. Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309)."
Οι αρχές που διέπουν τη δυνατότητα απόκλισης από τη νομολογία έχουν πλέον νομολογιακά παγιωθεί. Παρέχεται στο Ανώτατο Δικαστήριο τέτοια δυνατότητα εφόσον διαπιστώνεται ότι οι συνθήκες έχουν ουσιαστικά διαφοροποιηθεί, ή η προηγούμενη δικαστική απόφαση είναι εσφαλμένη. (Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, Panayides Const. Ltd. v. Charalambous (2004) 1 Α.Α.Δ. 416, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. ν. Γ. Κ. Βιονευρολογική Λτδ. κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 123/2010, ημερομηνίας 18/2/2011 και Δημοκρατία ν. Ανδρέα Κωνσταντίνου κ.ά., Α.Ε. 131/2007, ημερομηνίας 14/6/2011).
Έχουμε την άποψη ότι στην παρούσα περίπτωση, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει και συνεπώς, κρίνουμε ότι ουδείς λόγος συντρέχει που να δικαιολογεί απόκλιση από την απόφαση Flower.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα μας έχει, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, καλέσει όπως, σε περίπτωση που κρίνουμε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να αποστούμε από την υπόθεση Flower, διαφοροποιήσουμε την παρούσα υπόθεση. Δεν μας έχει όμως υποδείξει ο ευπαίδευτος συνήγορος, οτιδήποτε που να συνηγορεί υπέρ της συγκεκριμένης εισήγησής του. Η θέση του ότι «ο καταναγκασμός με τη μέθοδο της παρακοής διατάγματος και της συμμόρφωσης με τη συγκεκριμένη απόφαση του Εφετείου, είναι ο μόνος ενδεδειγμένος τρόπος εφαρμογής της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πολιτική Έφεση 78/2007, Ανδρέας Γιάγκου Σάντης ν. Δέσποινα Χατζηβασιλείου κ.ά. .......» που διατυπώνεται στην παράγραφο 9 της αιτιολογίας του τρίτου λόγου έφεσης του, όχι μόνο δεν τείνει προς την κατεύθυνση την οποία ο συνήγορος υποδεικνύει, αλλά και δεν είναι ορθή. Είναι πιστεύουμε αρκετό να υποδείξουμε ότι, η όποια δαπάνη ήθελε απαιτηθεί για σκοπούς απάλειψης της υποθήκης, θα μπορούσε να ανακτηθεί με αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο, στα πλαίσια της οποίας θα μπορούσε ενδεχομένως, να επιδιωχθεί και ο εξαναγκασμός παντός υπευθύνου για άρση των όσων συνιστούν εμπόδιο στην υλοποίηση του διατάγματος ειδικής εκτέλεσης.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η κατάληξη μας για απόρριψη της έφεσης καθιστά την εξέταση των λόγων αντέφεσης περιττή. Ως εκ τούτου, η αντέφεση απορρίπτεται. Υπό τις περιστάσεις όμως κρίνουμε ότι δεν ενδείκνυται όπως επιδικαστούν έξοδα αντέφεσης.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΔΓ
[1] 4. Αν οποιοδήποτε πρόσωπο, προς όφελος του οποίου εκδόθηκε δικαστικό διάταγμα που διατάσσει ειδική εκτέλεση σύμβασης για την πώληση ακίνητης ιδιοκτησίας, απευθυνθεί εντός τριών μηνών από την ημερομηνία του διατάγματος στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο της Επαρχίας εντός της οποίας βρίσκεται η ιδιοκτησία για τη μεταβίβαση αυτής στο όνομα του, και προβεί σε όλες τις αναγκαίες πράξεις και ενέργειες για να καταστεί δυνατή η διενέργεια της μεταβίβασης, ο αρμόδιος λειτουργός του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου, με την παρουσίαση προς αυτόν του διατάγματος ή επίσημου αντιγράφου αυτού, δύναται να μεριμνήσει ώστε να διενεργηθούν στα βιβλία του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου όλες οι εγγραφές αυτές που είναι αναγκαίες για εφαρμογή του διατάγματος:
Νοείται ότι το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο, το οποίο καλείται να διενεργήσει εγγραφή ακίνητης ιδιοκτησίας σύμφωνα με δικαστικό διάταγμα που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού, δύναται να αποταθεί στο Δικαστήριο για οδηγίες σε σχέση με οποιοδήποτε θέμα που προκύπτει κατά τη διενέργεια της εγγραφής αυτής, και το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει τέτοιες οδηγίες τις οποίες ήθελε κρίνει αναγκαίες.