ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 1 ΑΑΔ 629

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                        (Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 234/2009 και 256/2009)

 

13 Μαρτίου, 2013

 

[XATZHXAMΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στές]

 

                                                  (Πολιτική Έφεση Αρ. 234/2009)

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΣΑΜΑΡΑ,

                                                            Εφεσείουσα/Εναγομένη,

ν.

ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΠΙΠΟΝΙΔΟΥ,

                                                            Εφεσίβλητης/Ενάγουσας,

ν.

1.    ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ,

2.    ΠΡΟΚΟΠΗ ΕΛΛΗΝΑ,

Εφεσιβλήτων/Τριτοδιαδίκων.

­­­­­­­­­­­­­­­­­­­_________________________

 

 (Πολιτική Έφεση Αρ. 256/2009)

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ,

                                                            Εφεσείων/Τριτοδιάδικος Αρ. 1,

ν.

ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΠΙΠΟΝΙΔΟΥ,

                                                            Εφεσίβλητης/Ενάγουσας,

ν.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΣΑΜΑΡΑ,

Εφεσίβλητης/Εναγομένης

ν.

ΠΡΟΚΟΠΗ ΕΛΛΗΝΑ

Εφεσίβλητου/Τριτοδιαδίκου Αρ. 2.

 

 

 

Πολιτική Έφεση 234/09

Μ. Κυριακίδης με Σ. Κουρουζίδη (κα), για την Εφεσείουσα/Εναγομένη.

Γ. Λιβέρας για Α. Δημητρίου, για την Εφεσίβλητη/Ενάγουσα.

Θ. Ιωαννίδης, για τον Εφεσίβλητο/Τριτοδιάδικο 1.

Χρ. Ερωτοκρίτου (κα) με Α. Κονιά, για τον Εφεσίβλητο/Τριτοδιάδικο 2.

Πολιτική Έφεση 256/09

Θ. Ιωαννίδης, για τον Εφεσείοντα/Τριτοδιάδικο 1.

Γ. Λιβέρας για Α. Δημητρίου, για την Εφεσίβλητη/Ενάγουσα.

Μ. Κυριακίδης με Σ. Κουρουζίδη (κα), για την Εφεσίβλητη/Εναγομένη.

Χρ. Ερωτοκρίτου (κα) με Α. Κονιά, για τον Εφεσίβλητο/Τριτοδιάδικο 2.

 

 

Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

_____________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Στις 26.2.2005 και γύρω στις 4 το πρωί στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας-Λεμεσού, παρά τα Λατσιά, με κατεύθυνση τη Λεμεσό, έγιναν, σε μικρό χρονικό διάστημα, τέσσερις διαφορετικές συγκρούσεις αυτοκινήτων οι οποίες όμως σχετίζονταν μεταξύ τους.  Οι τρεις πρώτες σχετίζονται άμεσα με τα γεγονότα της παρούσας έφεσης, όχι όμως και η τέταρτη. 

 

Σύμφωνα με τη μαρτυρία που έγινε αποδεχτή και τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, η πρώτη σύγκρουση επισυνέβη μεταξύ του οχήματος BAX625 το οποίο οδηγείτο από τον Τριτοδιάδικο 2 στον αυτοκινητόδρομο με κατεύθυνση τη Λεμεσό και του οχήματος ΗΑΒ014 το οποίο οδηγείτο από τον Τριτοδιάδικο 1, στην ίδια κατεύθυνση.  Το πλάτος του αυτοκινητόδρομου είναι περίπου 7 μ., με κάθε λωρίδα να έχει πλάτος 3,50 μ., ενώ υπάρχει στην αριστερή πλευρά λωρίδα ασφαλείας πλάτους 2,50 μ.  Οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί των Τριτοδιαδίκων για το πώς επισυνέβη η σύγκρουση μεταξύ των αυτοκινήτων τους, δεν ενδιαφέρουν άμεσα για σκοπούς των δύο εφέσεων.  Εκείνο όμως που ενδιαφέρει είναι οι τελικές θέσεις των αυτοκινήτων στον αυτοκινητόδρομο και η παραμονή τους εκεί χωρίς φώτα κατά τη διάρκεια σκότους.  Το όχημα του Τριτοδιαδίκου 2, μετά τη σύγκρουση γύρισε και ακινητοποιήθηκε σε διαγώνια θέση στη δεξιά πλευρά του δρόμου (σημείο Β2 επί του σχεδιαγράμματος), καταλαμβάνοντας 1,80 μ. της δεξιάς λωρίδας της κατεύθυνσης προς Λεμεσό και μέρος του δεξιού ασφάλτινου παγκέτου.  Υπήρξε επίσης εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι μετά την ακινητοποίηση του, το όχημα του Τριτοδιαδίκου 2 δεν είχε αναμμένα φώτα, ούτε φώτα κινδύνου και ούτε υπήρχε οποιαδήποτε σήμανση που να καθιστά ορατή την παρουσία του.

 

Το όχημα του Τριτοδιαδίκου 1 κατέληξε πιο κάτω στην αριστερή πλευρά του αυτοκινητόδρομου, στο σημείο Α4 επί του σχεδιαγράμματος, σε κάθετη θέση στο δρόμο, με το μπροστινό του μέρος να έχει κατεύθυνση προς το κιγκλίδωμα και να καταλαμβάνει την αριστερή λωρίδα ασφαλείας, η οποία ήταν 2,50 μ. ενώ μέρος του πισινού μέρους του οχήματος, να προεξέχει κατά 1,40 μ. στην αριστερή λωρίδα του αυτοκινητόδρομου, με κατεύθυνση τη Λεμεσό.  Μετά την ακινητοποίησή του, το όχημα του Τριτοδιαδίκου 1 δεν είχε αναμμένα φώτα, ούτε φώτα κινδύνου, ούτε και οποιαδήποτε άλλη σήμανση ώστε να είναι εμφανής η παρουσία του στον αυτοκινητόδρομο.  Το σημείο Α4 απείχε από το σημείο Β2, που κατέληξε το όχημα του Τριτοδιαδίκου 2, περίπου 20 μ.

 

Στη δεύτερη σύγκρουση, ενεπλάκη το όχημα της Εφεσίβλητης/ Ενάγουσας, στο εξής «η Ενάγουσα».  Σύμφωνα με τα ευρήματα του δικαστηρίου, η Ενάγουσα οδηγούσε το όχημα της με αναμμένα τα μεγάλα φώτα, στη χαμηλή στάση, με κατεύθυνση τη Λεμεσό.  Σε κάποιο στάδιο, όταν πλησίαζε τη σκηνή της πρώτης σύγκρουσης, αντελήφθη άτομα τα οποία βρίσκονταν στην αριστερή λωρίδα ασφαλείας, να της κάνουν νοήματα.  Επειδή προσηλώθηκε στα άτομα αυτά, καθυστέρησε να αντιληφθεί το όχημα του Τριτοδιαδίκου 1 το οποίο βρισκόταν ακινητοποιημένο στην αριστερή λωρίδα του δρόμου, με αποτέλεσμα όταν το είδε, να κάνει απότομο ελιγμό στα δεξιά για να το αποφύγει.  Όμως το αποτέλεσμα του ελιγμού που έκανε προς τα δεξιά ήταν να συγκρουστεί (σημείο Χ8), με το ακινητοποιημένο όχημα του Τριτοδιαδίκου 2 το οποίο ήταν στη δεξιά πλευρά του αυτοκινητόδρομου.  Στη συνέχεια, αφού κτύπησε στο δεξιό διαχωριστικό κιγκλίδωμα του αυτοκινητόδρομου (σημείο Χ9), ακινητοποιήθηκε στην αριστερή λωρίδα ασφαλείας, σε απόσταση 10 μ. περίπου από το σημείο Α4 που ήταν ακινητοποιημένο το όχημα του Τριτοδιαδίκου 1.  Από τη σύγκρουση το όχημα της υπέστη ζημιές, αλλά η ίδια δεν τραυματίστηκε.  Αφού ειδοποίησε τηλεφωνικά οικείο πρόσωπό της για το συμβάν, πορεύθηκε από την αριστερή λωρίδα ασφαλείας στο ακινητοποιημένο όχημα του Τριτοδιαδίκου 1 για να βοηθήσει.  Ενώ βρισκόταν περί τα 30-40 εκ. εντός της αριστερής λωρίδας της κατεύθυνσης προς Λεμεσό, αντιλήφθηκε ότι υπήρχαν δύο άτομα μέσα στο αυτοκίνητο.  Απευθύνθηκε στον οδηγό που ήταν ο Τριτοδιάδικος 1, ο οποίος ήταν σκυμμένος στο τιμόνι και τον ρώτησε αν ήθελε κάτι επειδή φαινόταν τραυματισμένος.  Ενώ μιλούσε μαζί του, επεσυνέβη η τρίτη σύγκρουση. 

 

Η Εφεσείουσα/Εναγομένη στην Έφεση 234/09, στο εξής «η Εναγομένη», οδηγούσε το όχημα με αρ. εγγραφής DAT787, με ταχύτητα 100 χ.α.ω. με αναμμένα τα μεγάλα φώτα στη χαμηλή στάση.  Στη γραπτή κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία και στη μαρτυρία της στο δικαστήριο, δεν θυμόταν πολλά πράγματα.  Προκύπτει όμως από τη μαρτυρία της ότι δεν αντιλήφθηκε τα άτομα στο αριστερό παγκέτο.  Δεν υπήρχε σαφής μαρτυρία σε ποια λωρίδα οδηγούσε αρχικά.  Όπως εξήγησε ο εξεταστής της υπόθεσης, Μ.Ε.1, προφανώς να οδηγούσε αρχικά στη δεξιά λωρίδα και όταν είδε το όχημα του Τριτοδιαδίκου 2 ακινητοποιημένο στη δεξιά λωρίδα να ελίχθηκε αριστερά, με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχο του οχήματος της.  Το πρωτόδικο δικαστήριο, βρισκόμενο μπροστά σε ασαφή μαρτυρία ως προς την οδήγηση της Εναγομένης, περιορίστηκε στο να βρει ότι, όταν αυτή τελικά αντιλήφθηκε το όχημα του Τριτοδιαδίκου 1, έκανε απότομη κλίση προς τα δεξιά, αλλά το όχημα της ολίσθησε πλαγίως κάνοντας περιστροφή, με αποτέλεσμα να κτυπήσει με τη δεξιά πίσω πλευρά του, στο όχημα του Τριτοδιαδίκου 1 και στη συνέχεια να κτυπήσει και την Ενάγουσα, η οποία στεκόταν δίπλα.  Τελικά το όχημα της Εναγομένης ακινητοποιήθηκε στην αριστερή πλευρά του αυτοκινητόδρομου (σημείο Δ.1), μεταξύ του οχήματος του Τριτοδιαδίκου 1 και αυτού της Ενάγουσας. 

 

Όπως έχουμε αναφέρει, ακολούθησε και τέταρτη σύγκρουση, η οποία όμως δεν σχετίζεται με τα επίδικα θέματα.

 

Η Ενάγουσα η οποία τραυματίστηκε, επέρριψε την ευθύνη στην Εναγομένη, η οποία με τη σειρά της, ισχυρίστηκε ότι την ευθύνη την έφερε η Ενάγουσα, καθότι κινείτο πεζή στον αυτοκινητόδρομο, κατά παράβαση του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου του 1986 (Ν. 174/86).  Επίσης, επέρριψε ευθύνη στους Τριτοδιαδίκους 1 και 2, από τους οποίους απαιτούσε συνεισφορά διότι, όπως ισχυρίστηκε, τα οχήματά τους αποτελούσαν εμπόδιο στο δρόμο. 

 

Οι Τριτοδιάδικοι αρνήθηκαν οποιαδήποτε ευθύνη, ισχυριζόμενοι ότι αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα, έφερε η Εναγομένη και η Ενάγουσα.

 

Οι δύο πλευρές συμφώνησαν τις ειδικές αποζημιώσεις στο ποσό των €6.320 και τις γενικές αποζημιώσεις της Ενάγουσας, στο ποσό των €38.000, επί πλήρους ευθύνης.

 

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου κατέθεσε η Ενάγουσα (Μ.Ε.2) και ο εξεταστής της υπόθεσης αρχιαστυφύλακας 814 Σιαλής (Μ.Ε.1).  Από πλευράς Εναγομένης, κατάθεσε η ίδια (Μ.Υ.2), η οποία ανέφερε ότι δεν ενθυμείτο πώς έγινε το δυστύχημα και ο εμπειρογνώμονας Θρ. Ο'Μαχόνι, Μ.Υ.1, σε σχέση με την ορατότητα ενός οδηγού που οδηγεί με τα μεγάλα φώτα στη χαμηλή στάση και τη δυνατότητα να αποφύγει μη φωτισμένο εμπόδιο στο δρόμο.  Εκ μέρους των Τριτοδιαδίκων, δεν δόθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε θετικά τη μαρτυρία της Ενάγουσας και του εξεταστή της υπόθεσης.  Έκρινε ότι δεν μπορούσε να στηριχθεί στη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα της Εναγομένης, ενώ αποδέχθηκε ένα μικρό μέρος της μαρτυρίας της, η οποία στην ουσία δεν θυμόταν πώς έγινε το δυστύχημα.

 

Για το θέμα της ευθύνης, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι το πρώτο δυστύχημα μεταξύ των οχημάτων των Τριτοδιαδίκων, δεν αποτελούσε αντικείμενο της αγωγής.  Όμως, επειδή οι Τριτοδιάδικοι έριχναν μέρος της ευθύνης ο ένας στον άλλο, το Δικαστήριο ξεκαθάρισε ότι εν πάση περιπτώσει, δεν υπήρχε ίχνος μαρτυρίας από την οποία θα μπορούσε να εξαγάγει οποιοδήποτε εύρημα ως προς την πρώτη σύγκρουση. Γι' αυτό επικεντρώθηκε στις τελικές θέσεις των οχημάτων των Τριτοδιαδίκων, για να εξακριβώσει τυχόν ευθύνη τους για την τρίτη σύγκρουση κατά την οποία τραυματίστηκε η Ενάγουσα.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο Τριτοδιάδικος 2 δεν είχε καμία ευθύνη για το δυστύχημα και καταμέρισε ποσοστό 65% της ευθύνης στην Εναγομένη και ποσοστό 35% στον Τριτοδιάδικο 1.  Ήταν επίσης η κρίση του, ότι η Ενάγουσα δεν είχε οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια, λόγω της θέσης της στο δρόμο. 

Εκδίδοντας απόφαση υπέρ της Ενάγουσας για τα ποσά των ειδικών και γενικών αποζημιώσεων που είχαν συμφωνηθεί, επιδίκασε νόμιμο τόκο από την ημέρα καταχώρησης της Έκθεσης Απαίτησης, ήτοι από 5.7.2006.

 

Επίσης, εξέδωσε απόφαση υπέρ της Εναγομένης και εναντίον του Τριτοδιαδίκου 1, για το ποσό των €2.212 για τις ειδικές αποζημιώσεις και ποσό €13.300 για τις γενικές αποζημιώσεις που αντιστοιχούσαν στο ποσοστό ευθύνης που του καταλογιζόταν, πλέον νόμιμο τόκο, από 5.7.2006, ημέρα καταχώρισης της Έκθεσης Απαίτησης.

 

Τέλος, επιδίκασε έξοδα υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγομένης και παράλληλα έξοδα υπέρ της Εναγομένης και εναντίον του Τριτοδιαδίκου 1.  Τα έξοδα του Τριτοδιαδίκου 2, επιδικάστηκαν εναντίον της Εναγομένης.

 

Τόσο η Εναγομένη, όσο και ο Τριτοδιάδικος 1, εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση.  Σε κάθε έφεση εγείρονται 8 λόγοι έφεσης.  Ανάμεσα στα επίδικα θέματα που εγείρονται, είναι η ευθύνη και ο καταμερισμός που αποδόθηκε στην Εναγομένη και στον Τριτοδιάδικο 1, στο ότι δεν αποδόθηκε καθόλου ευθύνη στον Τριτοδιάδικο 2 και στην Ενάγουσα.  Παρεμφερή θέματα που εγείρονταν με τις δύο εφέσεις, είναι ο τρόπος αξιολόγησης του Μ.Υ.1 εμπειρογνώμονα της Εναγομένης και το θέμα του τόκου.

 

Θα αρχίσουμε από τον επιμερισμό της ευθύνης, μεταξύ της Εναγομένης και του Τριτοδιαδίκου 1 και παράλληλα θα εξετάσουμε κατά πόσον ήταν ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν είχε οποιαδήποτε ευθύνη η Ενάγουσα και ο Τριτοδιάδικος 2.  Επ' αυτού του θέματος, το πρώτο που θα πρέπει να εξεταστεί, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς τα βασικά γεγονότα, είναι κατά πόσον τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την πορεία της Εναγομένης πριν το δυστύχημα είναι ορθά.  Σχετικοί είναι οι λόγοι 4 και 5 της έφεσης 256/09.  Το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι:-

«..η εναγόμενη που οδηγούσε το όχημα με αριθμό εγγραφής DAT 787, με ταχύτητα 100 χ.α.ω. με αναμμένα τα μεγάλα φώτα του οχήματος στη χαμηλή στάση, η οποία δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα το όχημα του Τριτοδιαδίκου 1 που ευρίσκετο ακινητοποιημένο στην αριστερή λωρίδα ασφαλείας και αριστερή λωρίδα, όπως αναφέρω ανωτέρω, στην οποία εκινείτο και η ίδια, αφού έκανε απότομη κλίση προς τα δεξιά και ολίσθησε πλάγια το όχημά της κάνοντας περιστροφή, κτύπησε με τη δεξιά πλευρά του οχήματός της στο όχημα του Τριτοδιαδίκου 1 με αποτέλεσμα να το μετακινήσει κατά εξήντα (60) εκατοστά και επίσης να κτυπηθεί η ενάγουσα και να πέσει στην άσφαλτο.  Το όχημα δε της εναγόμενης ακινητοποιήθηκε στο σημείο Δ.1 επί του Τεκμηρίου 2.

 

Ο λόγος που βρίσκω ότι έκανε περιστροφή είναι γιατί δεν θα μπορούσε χωρίς περιστροφή να κτυπήσει η δεξιά πλευρά του οχήματος της εναγόμενης στο όχημα του Τριτοδιαδίκου 1.  Ένεκα δε τούτου είναι και η πιο πιθανή εκδοχή, αυτή που ανάφερε ο Μ.Ε. 1, ότι η ενάγουσα κτυπήθηκε με το πισινό δεξιό φτερό του οχήματος της εναγόμενης, εκεί που φαίνεται το «σκούπισμα», αν και βέβαια δεν έχει και τόση σημασία εάν κτυπήθηκε από το όχημα της εναγόμενης ή από τη μετακίνηση του οχήματος του Τριτοδιαδίκου 1 από το κτύπημα που δέχθηκε από το όχημα της εναγόμενης.»

Ο δικηγόρος του Τριτοδιαδίκου 1, ανέφερε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο όχι μόνο σύγχυσε τη μαρτυρία ως προς τη λωρίδα που οδηγούσε η Εναγομένη, αλλά μετέτρεψε και τον εαυτό του σε εμπειρογνώμονα, με αποτέλεσμα με διάφορες δικές του εικασίες και υπολογισμούς, να καταλήξει εσφαλμένα ότι η Εναγομένη οδηγούσε στην αριστερή λωρίδα.  Όμως, το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε τη μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης (Μ.Ε.1), την οποία είχε κρίνει αξιόπιστη, ότι η Εναγομένη κινείτο αρχικά στη δεξιά λωρίδα, αλλά όταν αντιλήφθηκε το όχημα του Τριτοδιαδίκου 2, έκαμε απότομο ελιγμό στα αριστερά, με αποτέλεσμα να κινηθεί στην αριστερή λωρίδα και στη συνέχεια να συγκρουστεί με το όχημα του Τριτοδιαδίκου 1.

 

Τα γεγονότα που είχε ενώπιον του το δικαστήριο ήταν τα εξής:- Η Εναγομένη δεν ενθυμείτο σε ποια λωρίδα κινείτο.  Στη γραπτή κατάθεση της ανέφερε ότι πρέπει να κρατούσε την αριστερή λωρίδα «γιατί δεν είχε λόγο να κρατά τη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας».  Ο εξεταστής της υπόθεσης υπέθεσε από το γεγονός ότι η Εναγομένη συγκρούστηκε με το δεξιό πίσω μέρος του οχήματος της με το όχημα του Τριτοδιαδίκου 1, ότι προηγουμένως είχε πλαγιολισθήσει και υπέθεσε ότι αυτό θα έγινε όταν αντιλήφθηκε το όχημα του Τριτοδιαδίκου 2 και για να το αποφύγει, έστριψε απότομα αριστερά, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στην αριστερή λωρίδα και στη συνέχεια, αφού έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου της, να συγκρουστεί με το αυτοκίνητο του Τριτοδιαδίκου 1 και να κτυπήσει την Ενάγουσα.

 

Είναι γεγονός ότι τα ευρήματα του δικαστηρίου δεν αποδίδουν με ακρίβεια τη μαρτυρία που το ίδιο έκρινε αξιόπιστη.  Από τη στιγμή που η Εναγομένη δεν ενθυμείτο, το δικαστήριο όφειλε να μη στηριχθεί στη μαρτυρία της.  Η μνήμη της φαινόταν επιλεκτική.  Αυτό εξάλλου επισημάνθηκε και από το ίδιο το πρωτόδικο δικαστήριο.  Εν πάση περιπτώσει, αν έπρεπε να δοθεί οποιαδήποτε σημασία στη μαρτυρία της, ήταν στη δήλωση της ότι «την τελευταία στιγμή που θυμούμαι πρέπει να ήμουν στην αριστερή λωρίδα».  Όμως, αυτό, όσο και αν αφήνει να νοηθεί ότι προηγουμένως ήταν στη δεξιά λωρίδα, δεν ήταν αρκετό, στην απουσία άλλης μαρτυρίας, για να ξεκαθαρίσει το θέμα. (η έμφαση είναι δική μας) 

 

Η μαρτυρία του αστυνομικού έδινε μια εξήγηση ως προς την πορεία της.  Σημείωσε και στο σχεδιάγραμμα του δυστυχήματος ότι αρχικά οδηγούσε στη δεξιά λωρίδα και μετά, αφού έκαμε απότομη κίνηση, πλαγιολίσθησε με αποτέλεσμα το όχημα της να περιστραφεί και να κτυπήσει το όχημα του Τριτοδιαδίκου 1.  Όμως αυτό το μέρος της μαρτυρίας του εξεταστή, όσο λογικό και αν ακούγεται, δεν μπορούσε να γίνει δεχτό, αφού ο ίδιος δεν ανάφερε ότι ήταν εμπειρογνώμονας στην  αναπαράσταση δυστυχημάτων.  Εν πάση περιπτώσει, η μαρτυρία του θα μπορούσε να ήταν βοηθητική, αν βρέθονταν ίχνη πλάγιας ολίσθησης του αυτοκινήτου της Εναγομένης από τα οποία να μπορούσε να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι αυτή κινήθηκε από τη δεξιά στην αριστερή λωρίδα.  Το γεγονός ότι το αυτοκίνητο της κτύπησε με το δεξιό πίσω μέρος στο όχημα του Τριτοδιαδίκου 1, αναμφίβολα υποδηλώνει ότι είχε προηγουμένως περιστραφεί.  Όμως η περιστροφή θα μπορούσε να οφείλεται και σε πολλούς άλλους παράγοντες.  Επομένως, το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι η Εναγομένη κινείτο αρχικά στη δεξιά λωρίδα, είναι ακροσφαλές. 

 

Αυτό όμως δεν επηρεάζει ουσιωδώς τα γεγονότα όπως τα βρήκε το δικαστήριο, εφόσον παραμένει αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι η Εναγομένη λίγο πριν τη σύγκρουση με το όχημα του Τριτοδιαδίκου 1, οδηγούσε ή βρέθηκε στην αριστερή λωρίδα, έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου της, το οποίο περιστρεφόμενο κτύπησε το όχημα του Τριτοδιαδίκου 1 και της Ενάγουσας.  Τα όσα ανέφερε το δικαστήριο σε σχέση με την περιστροφή, αν αποσυνδεθούν με την αναφορά για προηγούμενη οδήγηση της Εναγομένης στη δεξιά λωρίδα, δεν μετατρέπουν το δικαστήριο σε εμπειρογνώμονα.  Το ότι το αυτοκίνητο της Εναγομένης περιστράφηκε, δεν ήταν υπό αμφισβήτηση, εφόσον, άλλως πως δεν θα υπήρχε εξήγηση για τον τρόπο που συγκρούστηκε με τη δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου της, με το όχημα του Τριτοδιαδίκου 1.  Δεν υπάρχει μαρτυρία εκ μέρους της Εναγομένης ή άλλη μαρτυρία που να θέτει υπό αμφισβήτηση το πιο πάνω εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο κατά την κρίση μας είναι ορθό.  Δεν θεωρούμε ορθή τη θέση του δικηγόρου του Τριτοδιαδίκου 1 ότι το δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της Εναγομένης, η οποία δεν ενθυμείτο.  Το δικαστήριο αν και θα μπορούσε να προβεί στα ευρήματα του σε σχέση με τη λωρίδα που οδηγούσε η Εναγομένη με περισσότερη ακρίβεια, εν τούτοις στηρίχθηκε κυρίως στην πραγματική μαρτυρία και στα αδιαμφισβήτητα γεγονότα ως προς τις ζημιές για να καταλήξει στα συμπεράσματα του.

 

Το επόμενο θέμα που θα πρέπει να επιληφθούμε σε σχέση με το λόγο έφεσης 2 στην έφεση 234/09, είναι κατά πόσο το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα που κάλεσε η Εναγομένη, Μ.Υ.1 Θρ. Ο'Μαχόνι, ο οποίος κατέθεσε για την ακτίνα φώτων ενός αυτοκινήτου που έχει αναμμένα τα μεγάλα φώτα του στη χαμηλή στάση και ότι με ταχύτητα 100 χ.α.ω. ο οδηγός του δεν θα μπορούσε να αποφύγει το ακινητοποιημένο και χωρίς φώτα αυτοκίνητο του Τριτοδιαδίκου 1.  Και αυτό γιατί δεν παρείχετο ο απαιτούμενος χρόνος για να λάβει προληπτικά μέτρα.

 

Ανεξάρτητα από τον λεκτικά ανεπαρκή τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο διατύπωσε την κρίση του για τη μαρτυρία του Μ.Υ.1, η ουσία της μη αποδοχής της ήταν ότι ο Μ.Υ.1 δεν εξέτασε τα φώτα του οχήματος της Εναγομένης και την ακτίνα που εξέπεμπαν, αλλά κατάθεσε γενικά για την ακτίνα που εκπέμπουν παρόμοιας κατηγορίας και ηλικίας αυτοκίνητα, την οποία υπολόγισε στα 40-50 μ. στη χαμηλή στάση και στα 150 μ. στην ψηλή στάση.

 

Δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτό στους λόγους που έδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο για να μην στηριχθεί στη μαρτυρία του Μ.Υ.1.  Βέβαια, δεν ήταν θέμα καλής ή κακής εντύπωσης του μάρτυρα, όπως ατυχώς αναφέρει το δικαστήριο, αλλά ότι η μαρτυρία του δεν μπορούσε να βοηθήσει το δικαστήριο, εφόσον δεν είχε καταμετρηθεί η ακτίνα φώτων του αυτοκινήτου της Εναγομένης.  Η ακτίνα των φώτων ήταν σημαντικό στοιχείο για να διακριβωθεί ο χρόνος αντίληψης του κινδύνου και αντίδρασης ενός οδηγού στη θέση της Εναγομένης.  Από τη στιγμή που δεν υπήρχε συγκεκριμένη μαρτυρία σε σχέση με την ακτίνα των φώτων του οχήματος της Εναγομένης, το δικαστήριο ορθά κατά την άποψή μας επέλεξε να μην στηριχθεί στη μαρτυρία του Μ.Υ.1.  Μπορεί οχήματα γενικά και αόριστα να έχουν κατά μέσο όρο μια ακτίνα φωτός, αλλά είναι το όχημα της Εναγομένης που είχε σημασία τη συγκεκριμένη ημέρα και ώρα, εφόσον η ακτίνα των φώτων του είχε μεγάλη σημασία στα γεγονότα της υπόθεσης.

 

Άλλος λόγος απόρριψης της μαρτυρίας του Μ.Υ.1 ήταν ότι χωρίς να εξετάσει την κατάσταση του συγκεκριμένου δρόμου κατά το συγκεκριμένο χρόνο, προέβη σε υποθέσεις οι οποίες στηρίζονται στο συντελεστή τριβής.  Ούτε εδώ έχουμε ικανοποιηθεί ότι έσφαλλε το πρωτόδικο δικαστήριο.  Τα δικαστήρια αποφεύγουν να δεχθούν συμπεράσματα που προκύπτουν από μαθηματικούς υπολογισμούς, εκτός και αν όλα τα στοιχεία και παράμετροι είναι ενώπιον του δικαστηρίου.  Στην προκειμένη περίπτωση, εκδήλως δεν ήταν.

 

Με δεδομένα τα συγκεκριμένα ευρήματα του δικαστηρίου ως προς τις κινήσεις της Εναγομένης λίγο πριν τη σύγκρουση στην αριστερή λωρίδα, θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε την ευθύνη της ίδιας, των δύο Τριτοδιαδίκων, της Ενάγουσας, καθώς και του καταμερισμού της ευθύνης από το πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Καθοριστικό στοιχείο για τον καθορισμό της ευθύνης των διαδίκων είναι για μεν τους Τριτοδιαδίκους η παραμονή του οχήματος τους στον αυτοκινητόδρομο κατά τη διάρκεια της νύχτας και χωρίς φώτα, για δε την Εναγομένη, ο τρόπος οδήγησης και η δυνατότητα της να αντιληφθεί τα εμπόδια που είχε μπροστά της.  Η σχετική νομολογία για τις νομικές υποχρεώσεις κάθε οδηγού έχει συνοψιστεί στην υπόθεση Σιαλαμπή ν. Παναγή (2008) 1(Α) ΑΑΔ 75, από όπου και το πιο κάτω απόσπασμα:-

«Σύμφωνα με τη νομολογία, η στάθμευση ή η παραμονή οχήματος χωρίς φώτα κατά τη διάρκεια της νύχτας σε σκοτεινό δρόμο, αποτελεί εκ πρώτης όψεως μαρτυρία για αμέλεια. Αυτό είναι απόρροια του καθήκοντος κάθε οδηγού προς άλλους χρήστες του δρόμου, να καθιστούν τα οχήματα τους ορατά κατά τη διάρκεια της νύχτας, με τη χρήση φώτων ή άλλων μέσων. (Βλ. Henley v. Cameron [1949] 118 LJR 989 (CA) και Pavlou v. Lazarou (1982) 1 C.L.R. 850).

 

Όμως, όπως υποδείχθηκε στην αγγλική υπόθεση Rouse v. Squires [1973] 2 All E.R. 903, όπου διαπιστώνεται ότι υπάρχει καλή ορατότητα και ευκαιρία για τον επερχόμενο οδηγό να δει και να εκτιμήσει το εμπόδιο που ορθώνεται μπροστά του και να πάρει μέτρα για αποφυγή της σύγκρουσης, τότε η παρεμπόδιση ενδεχομένως να μη συνιστά κίνδυνο. Σ' αυτή την περίπτωση, δημιουργείται κενό στην αλυσίδα της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της αρχικής αμέλειας που προκάλεσε την παρεμπόδιση στο δρόμο και της μεταγενέστερης που προκάλεσε το δυστύχημα και τις συνέπειές του.»

 

Ο συνήγορος της Εναγομένης εισηγήθηκε ότι τα γεγονότα της υπόθεσης Σιαλαμπή, ανωτέρω, είναι όμοια με αυτά των υπό εκδίκαση εφέσεων και ως εκ τούτου θα πρέπει να την ακολουθήσουμε καταμερίζοντας ολόκληρη την ευθύνη στον οδηγό του ακινητοποιημένου οχήματος, Τριτοδιάδικο 1.  Δεν συμφωνούμε.  Τα γεγονότα της υπόθεσης Σιαλαμπή διαφέρουν ουσιωδώς, αφού εκεί η ορατότητα της επερχόμενης οδηγού που αρχικά οδηγούσε στην αριστερή λωρίδα, εμποδίζετο από άλλο όχημα το οποίο αφού την προσπέρασε από δεξιά, εισήλθε στην αριστερή λωρίδα και ελαττώνοντας ταχύτητα την ανάγκασε να χαμηλώσει τα φώτα της, να καταλάβει τη δεξιά λωρίδα για να το προσπεράσει, με αποτέλεσμα στη συνέχεια να συγκρουστεί με το ακινητοποιημένο όχημα.

 

Όμως στην παρούσα περίπτωση τα γεγονότα διαφέρουν.  Η Εναγομένη χωρίς να υπάρχει κανένας εμφανής λόγος, οδηγούσε εσφαλμένα στον αυτοκινητόδρομο με τα μεγάλα φώτα στη χαμηλή στάση, με αποτέλεσμα να περιορίζεται ουσιωδώς η ορατότητά της.  Η ίδια στη γραπτή κατάθεση της στην αστυνομία (Τεκμήριο 7), ανέφερε ότι «..ήμουν μόνη μου στο δρόμο και δεν υπήρχαν αυτοκίνητα ούτε μπροστά μου ούτε πίσω μου, γιατί δεν έβλεπα φώτα αυτοκινήτου».  Ανεξάρτητα από το τι είχε συμβεί προηγουμένως, λίγο πριν τη σύγκρουση η Εναγομένη βρέθηκε να οδηγεί στην αριστερή λωρίδα, κατά τρόπο που δεν μπορούσε να ελέγξει το δρόμο μπροστά της, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με το όχημα του Τριτοδιαδίκου 1 και στη συνέχεια να κτυπήσει και την Ενάγουσα.  Η ορατότητα της δεν εμποδιζόταν από οτιδήποτε και ούτε υπήρξε αντίθετη μαρτυρία από την ίδια.  Επομένως, είχε την ευκαιρία να δει και να εκτιμήσει το εμπόδιο που συνιστούσε το όχημα του Τριτοδιαδίκου 1 και να πάρει μέτρα για αποφυγή της σύγκρουσης.  Υπό αυτές τις συνθήκες, η παρεμπόδιση που δημιουργούσε το ακινητοποιημένο όχημα του Τριτοδιαδίκου 1, σύμφωνα με τη Rouse v. Squires, ανωτέρω, έπαυσε να αποτελεί εμπόδιο, με αποτέλεσμα να διακόπτεται η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αρχικής ενέργειας του Τριτοδιαδίκου 1, να αφήσει το όχημα του στο δρόμο χωρίς φώτα, και της μεταγενέστερης ενέργειας της Εναγομένης η οποία ήταν κατά την άποψή μας και η μοναδική αιτία για τα όσα ακολούθησαν.  Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ένας οδηγός που οδηγεί το βράδυ υπό συνθήκες σκότους, έχει καθήκον να οδηγεί με τέτοια ταχύτητα που να του επιτρέπει να ελέγχει το δρόμο εντός της εμβέλειας των φώτων του, ώστε να είναι σε θέση να μπορεί να ακινητοποιήσει το όχημα του αν παρουσιαστεί κάποιος κίνδυνος, εκτός αν αυτός είναι αναπάντεχος και απρόσμενος (βλ. Rouse ν. Squires, ανωτέρω, Karayiorghis v. Kyriacou (1974) 1 CLR 133 και Σιαλαμπή ν. Παναγή, ανωτέρω).

 

H υπόθεση Κωνσταντίνου κ.α. ν. Κατσιαρδή (2007) 1(Β) ΑΑΔ 1178, στην οποία έκαμε αναφορά ο συνήγορος της Εναγομένης, δεν βοηθά, αφού εκεί κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι ο επερχόμενος οδηγός δεν είχε καμιά ευθύνη, καθότι ο τρόπος που προσπάθησε να διασταυρώσει το δρόμο ο πεζός ο οποίος φορούσε σκούρα ρούχα, δημιούργησε στον επερχόμενο οδηγό «απρόσμενο και ξαφνικό» κίνδυνο, με αποτέλεσμα στην αγωνιώδη προσπάθεια που βρέθηκε ο οδηγός να μην μπορούσε να αντιδράσει διαφορετικά.  Στην υπό εκδίκαση έφεση, δεν υπήρξε ξαφνικός κίνδυνος, ούτε και οτιδήποτε που να περιόριζε την ορατότητά της Εναγομένης.

 

Η απόδοση του πρωτόδικου δικαστηρίου στην Εναγομένη τριών σφαλμάτων, ήταν απόλυτα ορθή και εν πολλοίς καθοριστική στην απόδοση σ' αυτήν ευθύνης.  Το πρώτο είναι ότι οδηγούσε υπό συνθήκες σκότους με τα μεγάλα φώτα στη χαμηλή στάση και το δεύτερο ότι οδηγούσε με ταχύτητα που δεν της επέτρεπε να ελέγχει το δρόμο μπροστά της, ώστε να μπορεί να αποφύγει κάποιο κίνδυνο σε περίπτωση που παρουσιαζόταν.  Το τρίτο της σφάλμα ήταν ότι δεν είχε τη δέουσα παρατηρητικότητα, γιατί αν την είχε θα έβλεπε τα εμπόδια που υπήρχαν μπροστά της.

 

Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν βλέπουμε πώς ο Τριτοδιάδικος 1 θα μπορούσε να είχε οποιαδήποτε ευθύνη για τη σύγκρουση.  Το ίδιο ισχύει και για την Ενάγουσα, η οποία με κανένα τρόπο δεν συνέβαλε στην πρόκληση του δυστυχήματος.  Η απλή παρουσία της και μόνο στον αυτοκινητόδρομο, μετά που το όχημα της ενεπλάκη σε προηγούμενη σύγκρουση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συντρέχουσα πρόκληση του δυστυχήματος.  Η Ενάγουσα κινήθηκε σε μικρή απόσταση από το αυτοκίνητο της, για να δει αν μπορούσε να προσφέρει βοήθεια στον Τριτοδιάδικο 1.  Δεν επρόκειτο για περίπτωση που εισήλθε στον αυτοκινητόδρομο χωρίς λόγο, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος της Εναγομένης και εν πάση περιπτώσει, βρισκόταν μόλις 30-40 εκ. εντός της αριστερής λωρίδας.  Σε σχέση με το λόγο έφεσης 4 στην έφεση 234/09, δεν έχουμε εντοπίσει οποιεσδήποτε αντιφάσεις στη μαρτυρία της που να είναι ικανές να ανατρέψουν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Ως προς τον λόγο έφεσης 5, δεν υπήρχε ενώπιον του δικαστηρίου οτιδήποτε που να αποσυνδέει τα τραύματα της Ενάγουσας από τη σύγκρουση του οχήματος της Εναγομένης μαζί της.  Όπως πολύ ορθά σημειώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, ακόμα και αν υπήρχε μαρτυρία ότι η ίδια κτυπήθηκε από το αυτοκίνητο του Τριτοδιαδίκου 1, μετά που αυτό κτυπήθηκε από το όχημα της Εναγομένης, δεν θα διαφοροποιούσε τα πράγματα, αφού η αιτία των τραυμάτων της Ενάγουσας ήταν η αμελής οδήγηση της Εναγομένης και όχι οποιαδήποτε άλλη αιτία. 

 

Ούτε εναντίον του Τριτοδιαδίκου 2 προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία που να τον εμπλέκει στη σύγκρουση της Εναγομένης με το όχημα του Τριτοδιαδίκου 1 και με την Ενάγουσα.  Η ίδια η Εναγομένη, η οποία ήταν η μόνη που θα μπορούσε να τον εμπλέξει, δεν ανέφερε οτιδήποτε εναντίον του Τριτοδιαδίκου 2.  Η παρουσία και μόνο του ακινητοποιημένου αυτοκινήτου του στη δεξιά πλευρά του αυτοκινητόδρομου, δεν φαίνεται, τουλάχιστον από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, να συνέδραμε στη σύγκρουση του οχήματος της Εναγομένης με το αυτοκίνητο του Τριτοδιαδίκου 1 και την Ενάγουσα.  Τα όσα ανέφερε ο εξεταστής της υπόθεσης σε σχέση με την Εναγομένη και τον ελιγμό που δήθεν έκαμε προς τα αριστερά, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για τους λόγους που έχουμε ήδη εξηγήσει.

 

Σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας, το Εφετείο επεμβαίνει στον καταμερισμό ευθύνης μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όταν θεωρηθεί ότι ο καταμερισμός της ευθύνης από το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν καταφανώς εσφαλμένος (βλ. Κλεάνθους κ.α. ν. Ευαγγέλου (1998) 1(Γ) ΑΑΔ 1681).  Η παρούσα έφεση είναι μια τέτοια περίπτωση.  Για τους λόγους που εξηγήσαμε, η Εναγομένη είναι η μόνη υπεύθυνη για το επίδικο δυστύχημα και ως εκ τούτου ενδείκνυται η παρέμβαση μας ώστε να ανατραπεί ο καταμερισμός ευθύνης του πρωτόδικου δικαστηρίου, τον οποίο θεωρούμε εσφαλμένο.

 

Ο τελευταίος λόγος έφεσης και στις δύο εφέσεις, αφορά στον τόκο.  Οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε εσφαλμένα ότι οι διάδικοι, όταν δήλωναν τις αποζημιώσεις επί πλήρους ευθύνης, άφησαν το θέμα του τόκου για να κριθεί από το δικαστήριο.  Ήταν ο ισχυρισμός τους ότι προέβησαν σε δήλωση στο δικαστήριο ότι είχαν συμφωνήσει όπως ο τόκος αρχίζει από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, την οποία όμως το δικαστήριο αγνόησε, διατάσσοντας όπως ο τόκος αρχίζει από την ημερομηνία καταχώρησης της Έκθεσης Απαίτησης.  Κατά την ακρόαση της έφεσης, όλες οι πλευρές, πλην του δικηγόρου της Ενάγουσας, ο οποίος δεν χειρίστηκε πρωτοδίκως την υπόθεση και δεν είχε οδηγίες, δήλωσαν ότι δέχονταν το λόγο έφεσης 8.  Μετά που επιφυλάξαμε την απόφαση, ο δικηγόρος της Ενάγουσας, αφού έλαβε οδηγίες και ενεργώντας εντίμως, καταχώρησε γραπτή δήλωση ότι δεχόταν όπως οι τόκοι υπολογιστούν από την ημέρα έκδοσης της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου και όχι από την ημέρα που εκ παραδρομής θεώρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αυτό είχε συμφωνηθεί και δηλωθεί από την αρχή στο πρωτόδικο δικαστήριο, όταν δηλώνονταν οι αποζημιώσεις.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση 234/09 αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Η έφεση 256/09 επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση υπέρ της Εφεσίβλητης/Ενάγουσας και εναντίον της Εφεσείουσας/Εναγομένης, για το συμφωνηθέν ποσό των €6.320 για ειδικές αποζημιώσεις και για το ποσό των €38.000 για γενικές αποζημιώσεις, με νόμιμο τόκο από την ημέρα έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης, ήτοι από 20.7.2009.  Η αξίωση της Εφεσείουσας/Εναγομένης εναντίον των δύο Τριτοδιαδίκων, απορρίπτεται.

 

Τα έξοδα τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ' έφεση, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης/Ενάγουσας και των Τριτοδιαδίκων 1 και 2 και εναντίον της Εφεσείουσας/Εναγομένης.  Αυτά να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

   

                                                                 

Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.

 

 

                                                                  Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.

 

 

                                                                  Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο