ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 764
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 231/2010
22 Μαρτίου, 2013
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ Δ/στές]
1. ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΡΟΥ
2. ΤΑΚΗ ΠΑΝΤΕΛΙΔΗ
Εφεσείοντες
ν.
ΠΡΑΞΙΤΕΛΗ ΒΟΓΑΖΙΑΝΟΥ
Εφεσίβλητου
Χρίστος Κληρίδης για τους εφεσείοντες.
Νίτσα Χατζηιωάννου για τον εφεσίβλητο.
Ανδρέας Μάγος για τους προτιθέμενους εναγόμενους 2 και 3, Iώ Σταυρινίδου και Αλέξιο Σταυρινίδη, αντίστοιχα.
Δήμητρα Παπαστεφάνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον προτιθέμενο εναγόμενο 4, Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(ex tempore)
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.: Οι εφεσείοντες καταχώρησαν αγωγή κατά του εφεσιβλήτου-εναγομένου ζητώντας ειδική εκτέλεση πωλητηρίου εγγράφου που αφορούσε το ½ μερίδιο κτήματος του εφεσιβλήτου-εναγομένου. Στην πορεία της ακρόασης και ενώ εδίδετο μαρτυρία προέκυψε ότι το ½ μερίδιο του εν λόγω κτήματος, του οποίου ο εφεσίβλητος εναγόμενος ήταν αρχικά ιδιοκτήτης εξ ολοκλήρου, είχε μεταβιβασθεί αρχικά στην Ιώ Ανδρέου-Σταυρινίδου και μετά στον υιό της Αλέξιο Σταυρινίδη παρά το ότι υπήρχε κατατεθειμένο το πωλητήριο έγγραφο των Εφεσειόντων στο Κτηματολόγιο. Το θέμα συναρτήθηκε και προς απόφαση του Δικαστηρίου για μεταβίβαση στην εν λόγω Ιώ Ανδρέου του 1/2. Κατόπιν τούτων οι εφεσείοντες επεδίωξαν, με αίτηση για τροποποίηση την οποία υπέβαλαν, να εμπλέξουν στην Αγωγή και τα εν λόγω δυο πρόσωπα, όπως επίσης και το Γενικό Εισαγγελέα εκπροσωπούντα τη Δημοκρατία σε σχέση με τις υποχρεώσεις του Κτηματολογίου. Η αίτηση απερρίφθη αφού ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής εθεώρησε ότι υπήρξε καθυστέρηση σε σχέση με την όλη χρονική περίοδο που μεσολάβησε, αφού η συμφωνία έγινε το 1973 και η αγωγή καταχωρήθη το 2003, ούτως ώστε θα μπορούσαν, ενδεχομένως, οι εφεσείοντες να είχαν διαπιστώσει, πριν καταχωρήσουν την αγωγή τους, το τι είχε γίνει και να την προσαρμόσουν ανάλογα. Αλλά και διότι η βάση της αγωγής, που επιδιώκετο να επεκταθεί ως προς τους άλλους τρεις, ήταν εντελώς διαφορετική από την υπάρχουσα βάση αγωγής η οποία αφορούσε την ειδική εκτέλεση και μόνο, και 6 χρόνια μετά από την καταχώρηση του κλητηρίου εντάλματος και μεσολαβούσης της ακροαματικής διαδικασίας η προσθήκη νέων βάσεων αγωγής εκρίθη ότι θα ήταν απαράδεκτη.
Κατά την ακρόαση ενώπιόν μας διεφάνη ότι υπάρχει θεμελιακή πλάνη στην αντίληψη του Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα τα οποία αφορούσαν την ενώπιόν του αίτηση, καθώς το Δικαστήριο, και προφανώς και οι συνήγοροι των διαδίκων, ήταν με την εντύπωση ότι το πωληθέν μισό μερίδιο αφορούσε το βόρειο μέρος του τεμαχίου το οποίο κατά την αντίληψή του και είχε μεταβιβαστεί. Αυτό θα ενέπλεκε βεβαίως τους προτιθέμενους εναγόμενους σε πολύ ευρείας εκτάσεως αιτιάσεις των εναγόντων ως προς συμμετοχή τους σε δόλιες μεταβιβάσεις και άλλα σχετικά. Προέκυψε όμως από την παραπομπή που έγινε στη συμφωνία, και την οποία είδαμε κατά τη διάρκεια της ακρόασης της έφεσης, ότι το πωληθέν μερίδιο αφορούσε το νότιο μέρος του τεμαχίου. Προφανώς υπήρχαν δυο κατοικίες, η μια ανεγερμένη στο βόρειο και η άλλη στο νότιο, και εκείνο το οποίο είχε συμφωνηθεί να πωληθεί ήταν η κατοικία στο νότιο μέρος με το ½ μερίδιο.
Ενόψει τούτου δεν θα υπεισέλθουμε στην ουσία της έφεσης όσον αφορά την ορθότητα της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σε συνάρτηση με τον παράγοντα της καθυστέρησης και με τον παράγοντα της επέκτασης της αιτίας της αγωγής, αφού θεωρούμε ότι η απόφαση του Δικαστηρίου διέπεται από αυτή τη θεμελιακή πλάνη. Και είναι ορθό, όπως υπέδειξε και ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους εφεσείοντες στο σχόλιο στο οποίο προέβη, ότι διαφορετική, ενδεχομένως, να ήταν η προσέγγισή του αν είχε υπόψη του ότι η προτιθέμενη εμπλοκή των εν λόγω προσώπων στην αγωγή που επιδιώκεται με την τροποποίηση, θα επεριορίζετο στη συμβολή τους στη διεκπεραίωση της ειδικής εκτέλεσης αν η αγωγή επετύγχανε επί της βάσης εκείνης και δεν θα επεκτείνετο στις άλλες βάσεις που αποτέλεσαν την αντίληψη του Δικαστηρίου ως προς την ανεπίτρεπτη διεύρυνση της αγωγής που μπορούσε να επιδιώκετο αν επρόκειτο για τη μεταβίβαση του μεριδίου το οποίο είχε συμφωνηθεί να πωληθεί. Τούτο, βεβαίως, δεν μας επιτρέπει ούτε εμάς να ασκήσουμε πρωτογενή διακριτική ευχέρεια κρίνοντας την αίτηση, η οποία θα πρέπει να δικαστεί και πάλιν.
Σημειώνουμε όμως την ήδη διενεργηθείσα ενώπιον μας δήλωση των προτιθέμενων εναγομένων 2 και 3 που εκπροσωπεί ο κ. Μάγος, δηλαδή της Ιώς Ανδρέου και του υιού της, ότι οι ίδιοι δεν έχουν ένσταση και συμφωνούν να προβούν σε κάθε ενέργεια για μεταβίβαση του ½ μεριδίου το οποίο έχει συμφωνηθεί να πωληθεί νοουμένου ότι αυτό δεν τους αφορά, εφόσον αυτοί θεωρούν ότι τους έχει μεταβιβαστεί το βόρειο τμήμα του κτήματος, με τρόπο ώστε η δική τους εκπροσώπηση στην περαιτέρω πορεία της αγωγής να μην είναι, ως εκ τούτου, αναγκαία. Αυτό θα πρέπει, βεβαίως, να τεθεί ενώπιον και του πρωτόδικου Δικαστηρίου όταν θα επιδιωχθεί η προώθηση της αιτήσεως για τροποποίηση και πάλιν. Επομένως, θα επιτρέψουμε την έφεση για το λόγο αυτό και η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και διαταγή για έξοδα παραμερίζονται. Θα πρέπει να επανεκδικαστεί η αίτηση για τροποποίηση.
Ως προς τα έξοδα σημειώνουμε ότι δεν τίθεται θέμα εξόδων εναντίον του κ. Μάγου αφού, όπως εδήλωσε, δεν ζητούνται. Κατά τα λοιπά, θεωρούμε ότι, εφόσον το θέμα που προέκυψε κατά την έφεση δεν ηγέρθη από τους ευπαιδεύτους συνηγόρους αλλά παρά ταύτα οδηγεί σε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, το δίκαιο θα ήταν να επιδικάσουμε τα έξοδα της έφεσης όπως της πρωτόδικης διαδικασίας ως έξοδα δίκης, αλλά εν πάση περιπτώσει όχι εναντίον των εφεσειόντων. Έξοδα δίκης, εννοείται, της αίτησης για τροποποίηση που θα δικαστεί ξανά.
Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
/μσιαμπαρτα